,

Ίσως κάποια στιγμή καταφέρω να σκοτώσω τους εφιάλτες που σε τρομάζουν…

Άνοιξα τα μάτια μου απότομα, ίσως κάποιο όνειρο με ξύπνησε, απ’ αυτά που το επόμενο δευτερόλεπτο δεν θυμάσαι. Κοίταξα το κινητό μου, κόντευε 4 το πρωί. Γύρισα το κεφάλι μου και την κοίταξα. Ήταν εκεί, κρυμμένη πίσω απ’ τα ατέλειωτα μαλλιά της και κοιμόταν γαλήνια. Μόνο τα χείλη της φαίνονταν και σαν να χαμογελούσε έμοιαζε. Σε ποιο όνειρο να ταξίδευε;

Τόσοι μήνες είχαν περάσει που κοιμόταν στο πλάι μου κι ακόμη ώρες ώρες μου έμοιαζε σαν ψέμα. Ούτε ξέρω πόσα χρόνια ονειρευόμουν αυτή τη στιγμή! Από εκείνη την πρώτη μέρα που την αντίκρυσα να κατεβαίνει τα σκαλιά του Λυκείου. Ρίχναμε πασούλες με τα παιδιά στη μπασκέτα κι έφαγα την μπάλα στην κοιλιά, επειδή αντί να κοιτάζω τη μπάλα, κοιτούσα εκείνη. Όλοι το είδαν, όλοι με δούλεψαν. Για την ακρίβεια όλοι με δούλευαν για καιρό, γιατί κάθε φορά που εμφανιζόταν μπροστά μου, έχανα τ’ αυγά και τα πασχάλια!

Από εκείνη την μέρα και μετά, προσπαθούσα να βρω έναν τρόπο να την πλησιάσω, αλλά κάθε φορά κάτι γινόταν και δεν τα κατάφερνα. Η απόλυτη αλήθεια είναι πως κάθε φορά που το έπαιρνα απόφαση, μ’ άρπαζε η δειλία κι ο φόβος μου απ’ το πέτο και με ταρακουνούσαν, κάνοντάς με να εφευρίσκω ένα σωρό εμπόδια και δικαιολογίες, μεταθέτοντάς το για αργότερα. Ένα αργότερα που κράτησε σχεδόν δύο χρόνια…

Σε λίγες μέρες θα τελειώναμε την τρίτη λυκείου κι ενώ τα βράδια κοιμόμουν με τη σκέψη της κι είχα και τον κολλητό μου να με πρήζει πως θα φύγει και θα την χάσω, ακόμη δεν είχα πάρει την απόφαση να της μιλήσω. Ένα στραβοπάτημά της στο σχόλασμα, την έριξε στην αγκαλιά μου κι αυτός ήταν ο τέλειος τρόπος να μου δείξει το σύμπαν πως το είχα παρακάνει με τις αναβολές. Την έπιασα στα χέρια μου και μετά από μερικά άβολα δευτερόλεπτα που πέρασα να την κοιτάω σαν χαζός, την βοήθησα να σηκωθεί κι επιτέλους της έπιασα κουβέντα!

Το πρώτο μας φιλί λίγες μέρες αργότερα, ήταν για μένα μια τζούρα από παράδεισο. Το πρώτο μας βράδυ, κάποιους μήνες μετά… σκέτη καταστροφή, αλλά ok, άπειρος εγώ, άπειρη κι εκείνη, ήταν μάλλον αναμενόμενο.

Όλα έμοιαζαν ιδανικά τον πρώτο χρόνο που ήμασταν μαζί. Έδειχνε ενθουσιασμένη, ενώ εγώ ήμουν αποδεδειγμένα τρελός για εκείνη. Με την άφιξη του χαρτιού για την καταταγή μου στο στρατό, άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα σύννεφα. Ο καιρός περνούσε μ’ εκείνη να απομακρύνεται όλο και περισσότερο κι εμένα να προσπαθώ να την κρατήσω με αμέτρητα τηλέφωνα απ’ το καρτοτηλέφωνο δίπλα στο καψιμί. Ένα καψιμί που άκουσε κι αγκάλιασε όλο τον πόνο που μ’ έπνιξε, όταν εκείνο το βράδυ, σ’ εκείνο το βιαστικό τηλεφώνημα, μου ψιθύρισε το τέλος…

Μετά την απόλυσή μου απ’ το στρατό κάποιους μήνες αργότερα, αποφάσισα να μην επιστρέψω στην πόλη μας. Έφυγα για δουλειά εκτός Ελλάδας κι έμεινα εκεί για τα επόμενα 10 χρόνια. Δεν είχε βγει ποτέ από μέσα μου, αλλά προσπαθούσα να μην ρωτάω κανέναν για το τι κάνει, σε μια προσπάθεια ν’ αφήσω το χρόνο να κάνει τη δουλειά του, ν’ απαλύνει τις μνήμες, να ξεθωριάσει τις αναμνήσεις, να με βοηθήσει να ξεχάσω. Ταξίδια αστραπή στην γενέτειρά μας να βλέπω τη μάνα μου και πάλι πίσω, στη ζωή μου. Σε μια ζωή που προσπαθούσα να χτίσω και που σε τίποτα δεν ήθελα να θυμίζει το πράσινο των ματιών της.

Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, έχοντας στην τσέπη μου τα χρήματα που χρειαζόμουν για να φτιάξω το μαγαζί που πάντα ονειρευόμουν, ήμουν αποφασισμένος και σίγουρος πως η Ελένη δεν υπήρχε πια μέσα μου. Ή πως υπήρχε τόσο βαθιά, που δεν μπορούσε να αγγίξει πια καμία ευαίσθητη χορδή μου. Εκείνα τα 10 χρόνια, είχα ζήσει πολλά, είχα περάσει πολλά. Είχα γνωρίσει γυναίκες, είχα κάνει σχέσεις, είχα γλεντήσει, είχα ερωτευτεί, είχα αγαπηθεί. Η Ελένη ήταν ο πρώτος μου εφηβικός έρωτας, αλλά δεν μπορούσε να ορίσει πια το παρόν μου. Έτσι νόμιζα…

Βρήκα τους παλιούς μου φίλους, τη μάνα μου που τόσο μου είχε λείψει, το σπίτι μου, τη γειτονιά μου. Εκείνη έλειπε. Δεν ρώτησα. Δεν ήθελα να ξέρω. “Μεγάλος μαλάκας φίλε! Πέρασε άσχημα το Ελενάκι μαζί του!” μου είπε κάποια στιγμή ένας φίλος, την ώρα που τακτοποιούσα κάποιες κούτες στο καινούριο μου μαγαζί. Έκοψα την κουβέντα. Δεν ήθελα να ξέρω! Δεν ήθελα να θέλω να ξέρω! Η Ελένη είχε κάνει τις επιλογές της κι όσο κι αν με πονούσε που όχι μόνο δεν ήμουν μέσα σ’ αυτές, αλλά και ήταν τόσο λάθος, δεν ήταν δική μου δουλειά να ασχοληθώ. Εξάλλου είχαν περάσει τόσα χρόνια! Εξάλλου ίσως δεν θυμόταν καν το όνομά μου!

“Πέρασε άσχημα το Ελενάκι μαζί του!”… αυτή η σκέψη είχε καρφωθεί σαν μαχαίρι στην καρδιά μου και στριφογύριζε αδιάκοπα, κάνοντας την παλιά πληγή να αιμορραγεί. Μα αυτό ήταν κάτι που δεν τολμούσα να παραδεχτώ ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό. Όσες φορές κι αν βρέθηκα με κοινούς μας γνωστούς, απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι να αναφέρω έστω το όνομά της, σε μια προσπάθεια να αποφύγω κάθε σχετική κουβέντα. Παρόλα αυτά μια κουβέντα ο ένας, μια κουβέντα ο άλλος, το παζλ άρχισε να παίρνει σιγά σιγά μορφή, μια τρομαχτική μορφή!

Την χτυπούσε! Η Ελένη έμπλεξε μ’ έναν τύπο που σήκωνε χέρι πάνω της! Ήταν αδιανόητο να χωρέσει στο κεφάλι μου πώς ένας άντρας (ο Θεός να τον κάνει!) μπορούσε να σηκώνει το χέρι του και να χτυπά μια κοπέλα! Σαν δυνατά χαστούκια έπεφταν πάνω μου οι λεπτομέρειες. Για μέρες ένιωθα άρρωστος. Μου είπαν ότι είχαν χωρίσει και πως η Ελένη είχε φύγει λίγους μήνες πριν και πήγε στην Εύβοια, στην αδερφή της, για να ηρεμήσει απ’ αυτόν. Μου είπαν πως είχε πάει να την βρει, αλλά ευτυχώς δεν τα κατάφερε. Μου είπαν ότι δεν την άφηνε σε ησυχία στα τηλέφωνα και ότι απειλούσε θεούς και δαίμονες. Μου είπαν πως κάποια στιγμή η Ελένη θα επέστρεφε…

………………………

Η Ελένη επέστρεψε, περίπου 3 μήνες αφότου γύρισα στην Ελλάδα. Εκείνος δεν την ξαναενόχλησε ποτέ. Εκείνη δεν έμαθε ποτέ το γιατί. Εγώ ήξερα. Εκείνη δεν χρειαζόταν να ξέρει.

Ένα μήνα μετά την επιστροφή της, συναντηθήκαμε “τυχαία”. Εκείνη έμεινε έκπληκτη που με ξαναείδε μετά από τόσα χρόνια. Εγώ ένιωσα πάλι σαν εκείνο το εφηβάκι του Λυκείου όταν βρέθηκα μπροστά της κι ας είχα κάνει αμέτρητες πρόβες μπροστά στον καθρέφτη ακριβώς για εκείνη τη στιγμή, όσο καιρό σχεδίαζα την “τυχαία” μας συνάντηση.

Κοντεύει ένας χρόνος που είμαστε μαζί. Κοντεύει ένας χρόνος που κοιμάται στο πλάι μου. Ένας χρόνος σχεδόν που την κοιμίζω μέσα στα χέρια μου κι όταν αποκοιμιέται την κοιτώ και της ορκίζομαι από μέσα μου πως δεν θ’ αφήσω ποτέ ξανά κανέναν να την πληγώσει, πως δεν θ’ αφήσω ποτέ ξανά κανέναν να την αγγίξει, πως δεν θ’ αφήσω ποτέ ξανά κανέναν να την πονέσει.

Δεν την ρώτησα τίποτα για όλα αυτά που ήξερα. Δεν χρειαζόταν να ξέρει ότι ξέρω. Δεν είχε καμία σημασία. Το μόνο που είχε σημασία ήταν να νιώθει πια ασφαλής και σίγουρη. Το μόνο που είχε σημασία ήταν να πάψει να φοβάται. Το μόνο που είχε σημασία ήταν να την πείσω με τον τρόπο μου πως δεν είναι όλοι οι άντρες ίδιοι, πως αξίζει να αφεθεί, να εμπιστευτεί και να αγαπήσει. Η ηρεμία στο πρόσωπό της όπως κοιμάται στο πλάι μου κι αυτό το αμυδρό χαμόγελο στα χείλη της, δείχνουν πως ίσως κάποια στιγμή τα καταφέρω. Ίσως κάποια στιγμή οι πληγές στην ψυχή της, γίνουν μια μακρινή ανάμνηση. Ίσως κάποια στιγμή οι εφιάλτες του παρελθόντος πάψουν να την τρομάζουν τόσο. Ίσως…

………………………

Είχαμε κλείσει ραντεβού σ’ ένα μπαράκι με φίλους και κλασσικά, είχαμε αργήσει γιατί έκανε 2 ώρες ν’ αποφασίσει τι να βάλει. Όπως περπατούσαμε, ένιωσα το χέρι της να χώνεται μέσα στο δικό μου και να σφίγγεται θαρρείς. Γύρισα και την κοίταξα. Δεν γύρισε προς το μέρος μου. Κάτι παγωμένο υπήρχε στο βλέμμα της. Κοίταξα μπροστά κι είδα τρεις άντρες να συζητούν, χωρίς καν να έχουν αντιληφθεί την παρουσία μας. Έσφιξα το χέρι της στο δικό μου και προχώρησα χωρίς να της πω λέξη. Δεν είχε κανένα νόημα να ξέρει ότι ήξερα τον έναν απ’ αυτούς, που η θέα του έκανε τα πόδια της να κοπούν. Δεν είχε κανένα νόημα να ξέρει πως στη δική μου θέα θα κόβονταν τα δικά του πόδια. Όταν προσπεράσαμε την κοίταξα, της χαμογέλασα και την ρώτησα αν είναι όλα καλά. “Τώρα ναι! Τώρα πια είναι όλα καλά!” μου απάντησε και κρύφτηκε στην αγκαλιά μου…

Κική Γιοβανοπούλου

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: