,

Καλοκαιρινό ειδύλλιο

Το καλοκαίρι που έκλεισε τα 21, η Αυγή έφυγε για τη Ζάκυνθο. Θα δούλευε στην ρεσεψιόν ενός κάμπινγκ απέναντι απ’ το Μαραθωνήσι, με πελάτες σταθερούς, όλοι οικολόγοι από την Ευρώπη που έρχονταν κάθε χρόνο να μελετήσουν τις  καρέτα-καρέτα. Η ιδέα της καλοκαιρινής  δουλειάς δεν την ενθουσίαζε ιδιαίτερα, αλλά είχε ανάγκη οπωσδήποτε τα χρήματα και ως τεταρτοετής από Σεπτέμβριο στο τμήμα Περιβάλλοντος του πανεπιστημίου του Αιγαίου, όλο και κάτι χρήσιμο θα αποκόμιζε. Εξάλλου δεν θα της έκανε κακό ν’ αλλάξει λίγο παραστάσεις μετά τον επώδυνο χωρισμό της απ’ τον Ιάσωνα.

Τα καλύτερα  έρχονται όταν δεν το περιμένεις. Και πάρα τους αρχικούς ενδοιασμούς, η αλήθεια ήταν ότι περνούσε καταπληκτικά. Η περιοχή ήταν πανέμορφη και το κολύμπι μέχρι το νησάκι που γεννιούνται τα χελωνάκια, ίσως απ’ τις ωραιότερες εμπειρίες της ζωής της. Γνώριζε καθημερινά ένα σωρό υπέροχα αγόρια και κορίτσια απ’ όλη την Ευρώπη, κανόνιζε να ταξιδέψει στο Λονδίνο και το Παρίσι το χειμώνα, ξεκίνησε να κάνει καταδύσεις κι απέκτησε καινούργια ενδιαφέροντα. Όλα τέλεια. Ή μάλλον, σχεδόν. Γιατί ο έρωτας δε φαινόταν πουθενά. Κι η Αυγή χρειαζόταν απελπιστικά ένα τρυφερό χάδι. Είχε πονέσει τόσο τον προηγούμενο χειμώνα, που αναρωτιόταν αν θα μπορούσε ποτέ ξανά να νιώσει την καρδιά της να χτυπά δυνατά.

Ένα βράδυ μετά τη δουλειά, βγήκε μπαρότσαρκα  με δυο αυστριακές, γερά ποτήρια κι οι δύο τους. Πήραν μαζί τους τον Διονυσάκη, το γιο του νυχτερινού φύλακα που δεν έπινε και δε γκρίνιαζε, να τις προσέχει και να οδηγεί το αυτοκίνητο. Γύρω στα ξημερώματα, αφού πια είχαν γυρίσει κάθε μπαράκι του νησιού και πειραματίστηκαν με όλων των ειδών τα χρωματιστά σφηνάκια, κατέληξαν στη μεγάλη ντίσκο. Εκεί, πάνω στην πίστα κι ενώ τα φωτορυθμικά προπερασμένης δεκαετίας άρχιζαν να της ψήνουν τον εγκέφαλο, είδε ξαφνικά μπροστά της να λικνίζεται κάτω από το φως του φεγγαριού, το ωραιότερο αγόρι που είχε δει ποτέ. Η Αυγή έτριψε τα μάτια κατάπληκτη και πλησίασε πιο κοντά για να σιγουρευτεί ότι δεν έκανε λάθος.

Ο Θεός έχει κέφια μερικές φορές. Μαύρα μαλλιά, έντονα μπλε μάτια, λεπτό γραμμωμένο σώμα, υπέροχα χείλη. Το πρώτο που σκέφτηκε, ήταν ότι έβλεπε μια οπτασία. Ο  κουτσομπόλης ο Διονυσάκης που όλα τα έβλεπε και τα ήξερε, έκανε λεπτομερή ενημέρωση.

– Καλέ μη τσιμπιέσαι! την πείραξε. Αληθινός είναι! Κι αν αναρωτιέσαι, προτιμάει δυστυχώς τα κορίτσια… το τελευταίο το είπε κάπως θεατρικά μ’ έναν βαθύ αναστεναγμό.

Ακολούθησε καταιγισμός πληροφοριών.

– Α! Ο Γιαν; Είναι μισός Ολλανδός, μισός Ιταλός. Ήρθε πριν 3 καλοκαίρια πρώτη φορά κι από τότε κόλλησε. Έβγαινε με την Κρυσταλλία, μια όμορφούλα που εργαζόταν στο Ζάντε το ξενοδοχείο. Χώρισαν όμως και τώρα είναι μόνος του. Τους χειμώνες σπουδάζει  βιολογία στην Ολλανδία. Δεν βγαίνει συχνά, δουλεύει στο Αργάσι, στο μπαράκι του Σάσα του Ολλανδού. Πάνε μόνο ξένοι εκεί. Εννοείται πως όλες κι όλοι κάνουν σαν παλαβοί όταν τον βλέπουν, αλλά δε δίνει σημασία. Του αρέσουν οι μακρινοί περίπατοι, οι καταδύσεις κι έχει κι αυτός τρέλα με τις καρέτα – καρέτα. Τι έχετε πάθει όλοι με τις χελώνες;

Αλλά η Αυγή δεν άκουγε. Δε μπορούσε ν’ ακούσει τίποτα πια. Κεραυνοβολήθηκε από τον κεραυνό του Δία και κατατρυπήθηκε από τα βέλη του Έρωτα. Από κείνο το βράδυ, έχασε τον ύπνο της. Η εικόνα του την είχε στοιχειώσει και την βασάνιζε όπως ο Τάτζιο τον Άσενμπαχ. Απέκτησε πλέον μια γλυκιά αφηρημάδα και κοιτούσε γύρω μ’ ένα νωχελικό και κάπως αφ’ υψηλού βλέμμα. Τι θα μπορούσαν να της πουν οι κοινοί θνητοί, όταν εκείνη είχε συναναστραφεί το θείο;

Ο Γιαν ερχόταν κάθε νύχτα στο όνειρό της και της ψιθύριζε ερωτόλογα. Φανταζόταν τη φωνή του βαθιά κι αισθησιακή κι έλιωνε από πόθο. Δεν περνούσε μέρα που να μην την καταλάμβανε η αγωνία μήπως τον συναντούσε κάπου τυχαία. Γιατί στο μαγαζί που δούλευε, δεν τολμούσε να εμφανιστεί. Ήταν αδύνατο να αντέξει τη βέβαιη απόρριψη. Εκείνος ένα γλυπτό του Μιχαήλ Άγγελου, ενώ αυτή ένα συνηθισμένο κορίτσι.

Η αλήθεια είναι ότι η Αυγή ήταν πολύ όμορφη, ξανθιά, ψηλή, με υπέροχο σώμα. Όμως η σχέση της με τον Ιάσωνα είχε -εκτός των άλλων θλιβερών αποτελεσμάτων- καταρρακώσει και την αυτοπεποίθησή της. Δεν είναι και λίγο να μαθαίνεις ότι ο αγαπημένος σου σε έχει κερατώσει σχεδόν με ό,τι κινείται. Αλλά τέλος πάντων, ούτε καν την απασχολούσαν αυτά τώρα.

Πήγε δυο τρεις φορές ακόμα στη ντίσκο. Τι απογοήτευση! Άφαντος!

Μετά ήρθε ο Αύγουστος κι έπεσε πολλή  δουλειά. Σταμάτησε τα νυχτοπερπατήματα, αν κι εκείνος εξακολουθούσε να μη φεύγει στιγμή απ’ το μυαλό της. Ήταν εκεί, μια γλυκιά εμμονή, άλλοτε βασανιστική κι άλλες φορές λυτρωτική. Είχε σκεφτεί πώς θα έμοιαζαν τα παιδιά τους, τι θα του μαγείρευε, πώς θα μελετούσαν μαζί τα είδη υπό εξαφάνιση στους ωκεανούς… Τις μέρες, όταν κολυμπούσε, τον σκεφτόταν δίπλα της να της χαμογελά. Και τις νύχτες, τα όνειρά της γίνονταν ολοένα και πιο τολμηρά. Ένιωθε τα χείλη του πάνω στο κορμί της και τη γλώσσα του να την διατρέχει. Το σώμα της καιγόταν και το μυαλό της δεχόταν πολιορκία.

Όταν πλησίαζε το τέλος Αυγούστου, οι ρυθμοί είχαν πια χαλαρώσει. Ένα βράδυ με την καινούργια κολλητή, την Ρομπέρτα, μια Ιταλιδούλα στην ηλικία της, η Αυγή πήγε στο  μπιτς μπαρ κοντά στο κάμπινγκ για ένα ποτό. Η Ρομπέρτα έμενε σε ένα χωριό έξω από την Φλωρεντία και επέμενε να την φιλοξενήσει οπωσδήποτε για λίγες μέρες τουλάχιστον, πράγμα που ενθουσίασε την Αυγή. Ένα ταξίδι στην Ιταλία, ήταν κάτι που πάντα ήθελε. Συζητούσαν χαλαρά, μισοξαπλωμένες πάνω στις μαξιλάρες του καναπέ, όταν ένιωσε ένα ελαφρύ σκούντημα. Η Ρομπέρτα τις έδειχνε τους δύο νεαρούς που πλησίαζαν.

Και τότε ο κόσμος γύρω της γέμισε λαμπερά αστεράκια. Ο έρωτας προσωποποιημένος, πιο όμορφος απ’ ότι τον θυμόταν, στεκόταν δίπλα της και της  χαμογελούσε με κείνο τον τρόπο που σκορπάει πυροτεχνήματα. Η Αυγή ένιωσε ένα τρέμουλο και φοβήθηκε ότι θα λιποθυμήσει. Από πάνω  ο Αυγουστιάτικος ουρανός μ’ ένα τεράστιο  φεγγάρι που έκανε τη θάλασσα ασημένια. Και μπροστά της ο ωραιότερος άνδρας που είδε στη ζωή της κι αυτή τη φορά δεν ήταν όνειρο!

– Ρωτάνε αν μπορούν να καθίσουν για λίγο μαζί μας… εξήγησε η Ρομπέρτα.

Τραύλισε κάτι σαν “ναι, φυσικά” και την επόμενη στιγμή ο Γιαν κάθισε κοντά της.

Ένιωσε  τα σφιχτά του πόδια μέσα απ’ το λινό παντελόνι και ανατρίχιασε. Τα είχε εντελώς χαμένα.

– Do you speak English? τον ρώτησε ξεψυχισμένα

– Μιλάω ελληνικά… απάντησε εκείνος και συνέχισε. Ισένα πώς σι λιεν μαναράκι μ’;

Φαίνεται ότι το στόμα της  έμεινε ανοιχτό πολλή ώρα, γιατί η Ρομπέρτα την ρώτησε αν νιώθει καλά. Ήθελε να κλάψει ξαφνικά, αλλά το χαμένο της όνειρο συνέχισε με τη βαθιά αισθησιακή φωνή του.

-Ιεεεχς πουδάρες κουπελιά! Άλλου πράμα!

Ο Γιαν, είχε μάθει ελληνικά από την Κρυσταλλία, το πρώην κορίτσι του, που την φώναζαν Κρουστάλλω κι είχε μεγαλώσει στη Μουργκάνα ορεινής Θεσπρωτίας. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Αυγή κατάλαβε ότι η φάση είχε περάσει απ’ το ερωτικό δράμα στη φαρσοκωμωδία.

Λένε ότι αγαπάς και εκτιμάς τον άλλο όσο δεν τον γνωρίζεις και ο πόθος είναι απόρροια της ελλιπούς γνώσης για τον άλλο. Η Αυγή ήξερε ότι είχε πάθει ακριβώς αυτό, από την άλλη όμως, τι πιθανότητες υπήρχαν να γνωρίσει κανείς τον έρωτα της ζωής του στο πρόσωπο ενός κούκλου Ολλανδού κι αυτός να της βγει ο ηπειροτάκ’ς; Γιατί πέρα από στατιστικές και μεταβλητές, ήταν πλέον φανερό ότι κάποιο κακό άστρο την ακολουθούσε, ποιος ξέρει για πόσο ακόμα!

Το άλλο πρωί την βρήκε στην ρεσεψιόν με κακή διάθεση. Κατά τις 12, ένα νέο αυτοκινούμενο με αυστριακές πινακίδες πέρασε την πύλη. Ο οδηγός του, ένας παραπάνω από νόστιμος νεαρός με ωραίο χαμόγελο συνόδευε τους γονείς του, καθηγητές φυσικής ιστορίας και οι δύο, λάτρεις του νησιού. Ο νεαρός δε μπόρεσε να κρύψει το θαυμασμό του μόλις την είδε.  Του ανταπέδωσε το χαμόγελο, αλλά αυτή τη φορά δε θα την πατούσε.

– Μιλάς ελληνικά; τον ρώτησε.

Εκείνος την κοίταξε απορημένος.

– Δε μιλάς ε; συνέχισε η Αυγή. Ωραία, πολύ ωραία! Κάτι μου λέει θα τα πάμε καλά οι δύο μας. Και του έκλεισε το μάτι.

Ανναλίζα ΣτΠ

Απάντηση


%d