Προηγούμενο

 

«Έτσι θα ΄ρθεις;» άκουσε κάπου στο βάθος μια μελωδική φωνή, μα απορροφημένη από τον πίνακα με τα νούμερα που διάβαζε η Δανάη δεν έδωσε απάντηση. 

«Λέω! Έτσι θα ΄ρθεις;» ακούστηκε μια ενοχλητική φωνή αρκετούς τόνους πιο ψηλά, μα ακόμη δεν μπορούσε να τη συνδέσει με τον κόσμο των αριθμών όπου βρισκόταν. 

«Κλείσ΄το πια αυτό τον διάολο! Μου ΄χεις σπάσει τα νεύρα όλη μέρα μ΄αυτό κλικ κλικ και να κοιτάς σα…» άρχισε να ενίσταται η Χρύσα και μη βλέποντας καμία αντίδραση εκ μέρους της Δανάης έφερε τη μούρη της πάνω από την οθόνη σχεδόν ακουμπώντας τη μύτη της Δανάης. Εκείνη κοίταξε έντρομη τον σκοτεινό όγκο που πλησίασε σε απόσταση αναπνοής κι ένιωσε ν΄αλληθωρίζει. Τραβήχτηκε πίσω κρατώντας την ανάσα της και  ανοιγόκλεισε έκπληκτη τα μάτια της προσπαθώντας να ξεδιαλύνει την άχλη. 

«Ααα καλά! Έχεις χαζέψει εντελώς!» είπε έντονα ο όγκος χαϊδεύοντας τη με τη ζεστή ανάσα του καθώς ξεφύσησέ εκνευρισμένος. Η Δανάη ανοιγόκλεινε τα μάτια ξαφνιασμένη, όταν άκουσε ένα έντονο ταπ. 

«Τέλος η δουλειά για σήμερα!» γρύλισε η Χρύσα. Η Δανάη κοίταξε μια τον όγκο μπροστά της που είχε αρχίσει να παίρνει τα χαρακτηριστικά της Χρύσας και μια το κλειστό λάπτοπ της, ξάφνου ένιωσε κύματα αγωνίας να τη χτυπούν αλύπητα το ένα πίσω από τ΄άλλο. Μην μπορώντας να πάρει ανάσα, έσκυψε απότομα μπροστά ν΄ανοίξει την οθόνη, όταν ένιωσε έναν οξύ πόνο στο μέτωπο, αδιαφορώντας, ενώ μια βροχή βρισιών ακούγονταν από πάνω της και μερικές κόκκινες σταγόνες έπεσαν στο τραπέζι, άνοιξε το λάπτοπ και πάτησε νευρικά τα πλήκτρα. Της φάνηκε ότι έκανε μισό αιώνα για ν΄ανοίξει. Μόλις τα πρώτα νούμερα φάνηκαν στην οθόνη της ανάσανε ανακουφισμένη κι έτριψε ασυναίσθητα το μέτωπο της, ενώ έγειρε πίσω ανακουφισμένη. Το ΄χε σώσει! Ευτυχώς το ΄χε σώσει! Έφερε τα δάχτυλα της στο ποντίκι και πάτησε δύο φορές. “Αυτό είναι!”, σκέφτηκε κι ένιωσε το κορμί της να πλέει σε μια θάλασσα ηρεμίας. Τώρα το έσωσα και στο ιντερνετ! Κάτι όμως την έκανε να νιώσει άβολα κι ανέστρεψε το βλέμμα της.

«Να πάρει!» έσκουξε και τινάχτηκε όρθια προσπερνώντας το τραπέζι που της έκλεινε το δρόμο. «Συγγνώμη! Συγγνώμη! Χίλια συγνώμη Χρύσα! Είσαι καλά;» η Δανάη την κοίταζε έντρομη και έσκυψε πάνω της γεμάτη ενδιαφέρον. 

«Μμμ έτσι νομίζω…» ακούστηκε σιγανή η φωνή της Χρύσας και ένρινη καθώς κρατούσε τη ματωμένη μύτη της.

«Δεν έσπασε, απλά μάτωσε λίγο…» είπε και έκατσε. Η Δανάη έτρεξε στη μικρή κουζίνα αναζητώντας χαρτί το οποίο έφερε τρέχοντας. Δίπλα στη Χρύσα καθόταν τώρα ο Στέφανος που την κοίταζε εξεταστικά έχοντας ανασηκώσει το πηγούνι της με τα ακροδάχτυλα του. 

«Εντάξει δεν έγινε τίποτα και το αίμα σταμάτησε ήδη» την καθησύχασε και βλέποντας το πανιασμένο πρόσωπο της Δανάης πρόσθεσε «Όλα καλά!». 

Η Δανάη έδωσε τα χαρτιά και κάθισε ακίνητη πιο δίπλα με σφιγμένες γροθιές. 

«Καλά είμαι» είπε η Χρύσα χαρίζοντας της ένα πλατύ χαμόγελο. «Συγνώμη…» ψέλλισε πάλι εκείνη και κοίταξε αμήχανη τα πόδια της. 

«Ω ένα ατύχημα ήταν! Σταμάτα να ζητάς συνέχεια συγνώμη, δεν έγινε και τίποτα, μόνο που θα ΄χω μύτη σα μελιτζάνα, για λίγο…»

«Εγώ τη βρίσκω υπέροχη, ως συνήθως και δεν έχει φουσκώσει καθόλου!» είπε μ΄ένα ειλικρινές χαμόγελο ο Στέφανος. Η Χρύσα του χάρισε το πιο λαμπρό χαμόγελο της κάνοντας τον να λάμψει σα φωταγωγημένη φρεγάτα. Έπειτα γύρισε προς τη Δανάη.

«Έτσι θα ΄ρθεις;» εκείνη κοίταξε προς τα κάτω και ανασήκωσε τους ώμους της. 

Μ΄ένα  τίναγμα η Χρύσα βρέθηκε όρθια άρπαξε τη Δανάη από το μπράτσο και πριν προλάβει να προβάλει οποιαδήποτε αντίσταση την έσυρε προς τις καμπίνες. Στάθηκε για δευτερόλεπτα αναποφάσιστη μπροστά από την πόρτα της Δανάης, χτύπησε ελαφρά και χωρίς να περιμένει απάντηση μπήκε σέρνοντας πίσω της τη Δανάη. Πάνω στο κρεβάτι της καθόταν ο Μαρκ με μια πετσέτα που τύλιγε τη μέση του και ασχολιόταν με το κινητό του. Η Χρύσα του έριξε μια πλάγια πονηρή ματιά κι έστριψε προς τη μικρή ντουλάπα. 

«Για να δω τι άλλο αγόρασες!», είπε και άρχισε να ψάχνει τα ρούχα. Η Δανάη έμεινε σαστισμένη δίπλα της κοιτώντας μια τη Χρύσα και μια τον Μαρκ, ο οποίος έμοιαζε να τις αγνοεί, μα διέκρινε το σαρκαστικό χαμόγελο του πίσω από το κινητό του που το ΄χε φέρει στο ύψος του κεφαλιού του. Συνοφρυώθηκε, αλλά δεν πρόλαβε να κάνει οτιδήποτε, καθώς η Χρύσα την  παραμέρισε απότομα κάνοντας τη να κάτσει στο κρεβάτι και μετά τη σήκωσε τραβώντας την από το μπράτσο και την έσυρε στην καμπίνα της. Πνιγμένη από τις τύψεις για το ατύχημα και προσπαθώντας να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της με την εικόνα του Μαρκ μισοξαπλωμένο στο κρεβάτι της να πλανιέται μπροστά στα μάτια της, αφέθηκε στα χέρια της Χρύσας γι΄ άλλη μια φορά. Εκείνη έγερνε πότε προς το μέρος της και πότε πίσω, σα ζωγράφος σε έξαψη μπροστά στον καμβά του μιλώντας ασταμάτητα, ανάμεσα στο χείμαρρο που ξεχυνόταν από το στόμα της η Δανάη έπιανε κάποιες σκόρπιες λέξεις και φράσεις. «Υπέροχη… Μπράβο! Είναι θεός… Τυχερούλα… σέρνονται όλοι στα πόδια σου… και δε στο ΄χα…».

«Τι δε μου ΄χες;» την κοίταξε ζαλισμένη η Δανάη. 

«Δε στο ΄χα να ΄χεις τέτοιο παίδαρο!»

«Τι έχω;»

«Ουφ πια… Να ΄χεις, να πηδάς τέτοιον κούκλο! Να σου πω την αλήθεια, έτσι όπως σ΄είχα δει στην αρχή, με ΄κείνα τ΄ακριβά τσουβάλια για ρούχα και το σνομπ στυλάκι, σε πέρασα για τελείως ανέραστη, μη σου πω για παρθένα ή για ξινισμένη γεροντοκόρη!» Η Δανάη την κοίταξε προειδοποιητικά μισοκλείνοντας τα βλέφαρα της. 

«Τι ψέματα να σου πω φιλενάδα; Αν δεν σ΄έβλεπα ΄κείνο το βράδυ με τον Στέφανο, θα έπαιρνα όρκο ότι δεν έχεις πάει ποτέ με άντρα!» Η Δανάη ρούφηξε αέρα για να πει κάτι, αλλά τελικά προτίμησε να σφίξει το στόμα της σε μια λεπτή γραμμή. 

«Μην κάνεις έτσι τα  χείλη σου θα μου χαλάσεις το κραγιόν!», τη μάλωσε η Χρύσα και πήρε να τη χτενίζει.

«Αλήθεια που τον πέτυχες; Είναι φοβερός, τι άντρας!»

«Είναι απλά φίλος!» είπε απότομα η Δανάη. Η Χρύσα ίσα που πρόλαβε να συγκρατήσει το πιστολάκι πριν πέσει από τα χέρια της. 

«Φίλος;»

«Ναι, είναι φίλος, δεν είπα ποτέ ότι είναι γκόμενος μου! Είναι ένας καλός φίλος!», όσο μπορεί κάποιος να ΄ναι φίλος μου σκέφτηκε η Δανάη. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε και πολλούς φίλους κι αυτούς που η Δανάη θεωρούσε φίλους της, οι άλλοι θα τους έλεγαν απλά γνωστούς. Μερικές φορές παρατηρούσε με ενδιαφέρον αυτού του είδους σχέσεις, μα και με κάποια αποστροφή. Ναι, δεν είχε φίλους με την έννοια που τη θεωρούσαν οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω της, να πηγαίνει μαζί τους για ψώνια, να τους τηλεφωνεί κάθε μέρα για ατελείωτες ώρες, να πηγαίνει εκδρομές και να μοιράζονται το ίδιο δωμάτιο, να σαχλαμαρίζει ή να κάθεται με τις ώρες σε κάποιο καφέ μιλώντας περί ανέμων και υδάτων. Αυτή ήθελε να πηγαίνει μόνη της για ψώνια, να παίρνει τηλέφωνο όποτε το ΄νιώθε και μπορεί να κάνε μήνες να το νιώσει, να κοιμάται μόνη της, να ξυπνά μόνη της, να πηγαίνει μόνη της βόλτα ή σινεμά και ας την κοιτούσαν περίεργα. Της άρεσε όμως να μοιράζεται που και που τις σκέψεις της πάνω από ένα καλομαγειρεμένο πιάτο κι ένα ποτήρι καλό κρασί, τέτοια ήταν και η φιλία της και με τον Μαρκ αν και τους τελευταίους μήνες οι δυο τους είχαν δεθεί περισσότερο. Ο Μαρκ άρχισε να την παίρνει συχνότερα τηλέφωνο και από ΄κει που ήταν ένα την εβδομάδα τώρα ήταν καθημερινά, έπειτα άρχισαν οι ξαφνικές επισκέψεις. Τις σιωπηρές τις σκέψεις διέκοψε ένα ξαφνικό ξεφωνητό της Χρύσας που την έκανε ν΄αναπηδήσει.

«Αποκλείεται! Αποκλείεται σου λέω, αποκλείεται! Δεν είναι στο υπογράφω όχι δεν είναι!»

«Είναι φίλος» είπε μαλακά η Δανάη «…και γκέι. Έτσι τον γνώρισα, όταν χώρισε τον Ασλει…», χάρη στην Εύη, συμπλήρωσε άηχα. Η Δανάη είδε το πηγούνι της Χρύσας να κρεμά, μα αυτή τη φορά η σιωπή κράτησε πολύ λιγότερο.

«Αποκλείεται! Δεν μπορεί να κάνω τόσο λάθος! Ξέρω να ξεχωρίζω έναν ερωτευμένο άντρα κι αυτός είναι ερωτευμένος, είναι τρελά ερωτευμένος, μαζί σου!»

«Ω μη λες ανοησίες και σταμάτα μ΄αυτά τα μαλλιά, με πονάς!» γκρίνιαξε η Δανάη. Η Χρύσα ετοιμάστηκε να της απαντήσει κάτι κοιτάζοντας τη βλοσυρά, όταν άκουσε ένα ζωηρό χτύπημα στην πόρτα που άνοιξε δειλά. Το χρυσό κεφάλι του Μαρκ πρόβαλε στο άνοιγμα. 

«Ladies, are you ready?».  Άλλο που δεν ήθελε η Δανάη, πετάχτηκε έξω παρασέρνοντας τον.

 

Το δείπνο τους στο μικρό ταβερνάκι δίπλα στο κύμα συνοδεύτηκε από κάμποσο ούζο, πράγμα που έκανε τον Μαρκ να πάρει ένα έντονο ροδοκόκκινο χρώμα που ξεκινούσε από τη βάση του λαιμού του. Η Χρύσα κι ο Στέφανος βρίσκονταν στο τσακίρ κέφι και χαχάνιζαν έντονα, ενώ τα μάτια τους γυάλιζαν. Ο Φάεθων τους έκανε την τιμή να εμφανιστεί μόνος  κάποια στιγμή και φαινόταν ο πιο νηφάλιος απ΄όλους, αλλά απόμακρος και βλοσυρός, γέλαγε συγκρατημένα και ποτέ στ΄αστεία του Μαρκ. Η Δανάη ένιωθε μια γλυκιά θέρμη να ΄χει απλωθεί σ΄όλο της το κορμί και τους παρακολουθούσε όλους γερμένη πίσω έχοντας ακουμπήσει χαλαρά τον βραχίονα της στην πλάτη της καρέκλας της. Γελούσε σιγανά κι έμοιαζε κάτι να την απασχολεί. Όλοι συμφώνησαν ότι ήταν μια μεγάλη κουραστική μέρα κι έπρεπε να γυρίσουν, όσο μπορούσαν ακόμα να περπατούν κι έτσι έκαναν, όλοι εκτός από τον Φαέθωνα που εξαφανίστηκε.

Η Δανάη μπήκε μελαγχολική στην καμπίνα της και κλείνοντας την πόρτα έγειρε πάνω της. Αφουγκράστηκε τον Μαρκ να χαιρετά εύθυμα τους υπόλοιπους και τη φωνή του να πλησιάζει, δεν πρόλαβε ν΄αναρωτηθεί, άκουσε το διακριτικό χτύπημα στην πόρτα. Η Δανάη άνοιξε ελαφρά την  πόρτα και αντίκρισε το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο με τα υγρά μελιά μάτια και τα χρυσά μαλλιά να πέφτουν άτακτα στα μάτια του. 

«Ναι;» τον ρώτησε κοιτώντας τον ερωτηματικά. Εκείνος κύρτωσε το κάτω χείλι του σα φέτα από καρπούζι αφήνοντας να φανούν μια σειρά από λευκά δόντια και της έκανε νόημα για να μπει. Η Δανάη παραμέρισε μάλλον ενοχλημένη.

«Έχω τα πράγματα μου εδώ, η Χρύσα θεώρησε ότι είμαστε ζευγάρι… και θα κοιμηθούμε μαζί» Το σαγόνι της Δανάης κρέμασε και γούρλωσε τα μάτια της, έπειτα φρίμαξε συγχυσμένη, αυτή η Χρύσα! Σκέφτηκε και ανέστρεψε το βλέμμα της. 

«Έλα μη κάνεις έτσι! Δεν είναι τόσο τραγικό και μας βολεύει»

«Μας βολεύει;» τον ρώτησε έκπληκτη.

«Βέβαια!», είπε εκείνος κι άρχισε να ξεντύνεται, ενώ η Δανάη καθόταν ακόμη ακουμπισμένη με την πλάτη πάνω στην πόρτα. 

«Μέχρι να σιγουρευτούμε ότι ο σκοπός της Εύης ήταν να σε αποσυντονίσει με αυτό το ταξίδι και να σου ρίξει δίπλα σου για δόλωμα τον αρχαίο ημίθεο, ώστε να έχει το πεδίο ελεύθερο αυτή να δράσει κατά το δοκούν…» το στόμα της έχασκε πάλι κι εκείνος με μια χαριτωμένη κίνηση των ακροδακτύλων του της το έκλεισε συνεχίζοντας τη σκέψη του «Έτσι αυτός αναγκάζεται να κρατηθεί μακριά σου. Κι αυτό θέλουμε, δεν το θέλουμε;» της είπε καθώς ξεντυνόταν, εκείνη έγνεψε αβέβαιη θετικά. 

«Μπράβο γιατί αυτός δεν είναι άντρας για σένα! Τι δουλειά έχεις εσύ μ΄έναν ανεπρόκοπο που γυρίζει τα νησιά σ΄ένα ιστιοπλοϊκό και πηδιέται κάθε μέρα μ΄άλλη; Εσύ…» Δεν πρόλαβε να τελειώσει, η Δανάη είχε αρπάξει το νεσεσέρ της κι έκλεινε την  πόρτα πίσω της απότομα. Ο Μαρκ απέμεινε να κοιτά ανήσυχος την πόρτα, το είχε παρατραβήξει.

Η Δανάη μπήκε στο μπάνιο σα να την κυνηγούσαν και ξεφύσησέ αγανακτισμένη, ένιωθε το κεφάλι της βαρύ. Όλοι της λένε τι να κάνει, κανείς δε ρωτά τι θέλει αυτή να κάνει, κανείς! Γιατί θα ΄ξέρες τι να κάνεις; Τη ρώτησε μια φωνούλα μέσα της κι εκείνη για να την αποδιώξει λες κούνησε εκνευρισμένη το χέρι της.

Σαν επέστρεψε, ο Μαρκ βρισκόταν μισοξαπλωμένος με πλεγμένα τα πόδια και την πλάτη του ν΄ακουμπά στα ορθωμένα μαξιλάρια διαβάζοντας. Μερικές φορές σκεφτόταν ότι ήταν μεγάλη απώλεια για τις γυναίκες να είναι ένας τέτοιος άντρας γκέι, είναι πανέμορφος, ο τρόπος που γελά, οι ήπιοι τρόποι του και όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του καλού συντρόφου, δοτικός, βολικός, περιποιητικός. Άρχισε να ξεντύνεται, μα νιώθοντας  κάπως περίεργα γύρισε να τον κοιτάξει, έμοιαζε απορροφημένος στο βιβλίο του. Αν τον παρατηρούσες πιο προσεκτικά θα καταλάβαινες ότι δεν ήταν, μικρές σταγόνες είχαν κάνει την εμφάνιση τους στο μέτωπο του, το κορμί του ήταν τεντωμένο και το σεντόνι είχε ανασηκωθεί μερικούς πόντους στην περιοχή του καβάλου, ενώ παρατηρούσε κάθε κίνηση της Δανάης κάτω από τις μεγάλες γυριστές βλεφαρίδες του. Η Δανάη στάθηκε αβέβαιη μπροστά στο κρεβάτι. Ο Μαρκ ανασήκωσε το βλέμμα του και βλέποντας την αναποφάσιστη τράβηξε το σεντόνι στην άκρη και χτύπησε μαλακά το στρώμα δίπλα του καλώντας τη. 

«Έχω καιρό να κοιμηθώ μ΄άλλον…», είπε σουφρώνοντας τα χείλη της σαν πεισμωμένο μικρό παιδί.

«Δεν είναι τόσο φοβερό!»

«Νομίζω ότι θα είναι καλύτερα να κοιμηθώ στην καμπίνα της Χρύσας,  αυτή κοιμάται με τον Στέφανο»

«Όχι, σήμερα, είχαν ένα μικρό καβγαδάκι πριν και την είδα να μπαίνει στη δική της» της είπε κοκκινίζοντας ελαφρώς στ΄αυτιά, ενώ γύρισε το βλέμμα του στο βιβλίο του. Η Δανάη στάθηκε λίγο ακόμα εκεί αναποφάσιστη, ενώ ο Μαρκ την παρατηρούσε διακριτικά, φορούσε ένα μεταξωτό, κοντό νυχτικάκι στο χρώμα της βουκαμβίλιας που διέγραφε το όμορφο κορμί της. Τελικά κινήθηκε απρόθυμα προς το μέρος που της είχε δείξει πριν λίγο ο Μαρκ. Εκείνος γύρισε και της χαμογέλασε πλατιά, έπειτα σήκωσε το χέρι του και χάιδεψε τη γραμμή του πηγουνιού της.

«Τελικά μ΄αρέσεις εξίσου κι άβαφη» Η Δανάη τον κοίταξε μπερδεμένη ψέλλισε ένα σιγανό μμμ και απότομα του γύρισε την πλάτη και χώθηκε κάτω από το σεντόνι. Ο Μαρκ αναστέναξε, άφησε το βιβλίο του κι έκλεισε το φως. 

Η Δανάη είχε την αμυδρή αίσθηση ότι επιπλέει πάνω σ΄ένα λεπτό εύθραυστο στρώμα νερού που θρόιζε απαλά από κάτω της καθώς βρισκόταν στις παρυφές του ύπνου. Σύντομα παραδόθηκε σ’έναν ταραγμένο ύπνο. Η εικόνα μιας γαλάζιας κινέζικης υδατογραφίας κατέκλυσε το μυαλό της που ξαφνικά μετατράπηκε σε βαθιά μπλε θάλασσα με ολοστρόγγυλο σχήμα. Ένιωθε να βουλιάζει μέσα της, στην αρχή ήταν ευχάριστα, ένας ολοφώτεινος ήλιος ζέσταινε το πρόσωπο της και τα άκαμπτα μέλη της, μα σύντομα ο ήλιος μετατράπηκε σε μια μικρή κουκίδα φωτός, τα πνευμόνια της σφιγγόταν από ένα βάρος κι έψαχναν για αέρα. Ρούφηξε λαίμαργα τον αέρα αφήνοντας ένα συριχτό ήχο και ξαφνικά σκοτάδι. Ένα μουρμουρητό ακουγόταν από κάπου δίπλα της κι ένα βάρος την κρατούσε ακινητοποιημένη και κάτι χαρχάλεψε πάνω στο κεφάλι της. Ανήσυχη τινάχτηκε και προσπάθησε να ελευθερωθεί, το μουρμουρητό ξανακούστηκε σε τόνο καθησυχαστικό. Της πήρε λίγη ώρα για να αποκτήσει το μουρμουρητό νόημα. 

«Sh sh honey! Everything is okay, you’re okay, sh I’m here…». Ένα σούρσιμο ακούστηκε από κάπου πάνω της κι ένα αχνό φως τρύπωσε διαγράφοντας τα περιγράμματα γύρω της. Η φωνή ξανακούστηκε ήρεμη, καθησυχαστική, χέρια την αγκάλιασαν φυλακίζοντας την και χάιδευαν απαλά τα μαλλιά της, ενώ ένα ρυθμικό αεράκι ζέστανε το μέτωπο της. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της και για λίγο έμεινε ακίνητη μέσα σε αυτήν την ανακουφιστική απραξία περιμένοντας να σταματήσει η καρδιά της να χτυπά σα δαιμονισμένη και η ανάσα της να ξαναβρεί το φυσιολογικό ρυθμό της. 

«Είσαι καλά;», ρώτησε η μορφή δίπλα της γεμάτη ανησυχία και ενδιαφέρον.

«Ναι» τραύλισε και προσπάθησε πάλι ν΄απελευθερωθεί. Εκείνος την άφησε απρόθυμα.

«Έβλεπες εφιάλτη…» είπε ο Μαρκ και ανακάθισε στηριζόμενος στο ένα χέρι του, ενώ με το άλλο χάιδεψε τη γραμμή του προσώπου της καταλήγοντας στο σαγόνι «Πάει πέρασε…»

«Μμμ» μουρμούρισε η Δανάη.

«Έλα» της είπε αποφασιστικά εκείνος και ξαφνικά ξάπλωσε περνώντας με μια γρήγορη κίνηση το χέρι του κάτω από το ανασηκωμένο της κεφάλι και τραβώντας τη, ακούμπησε το κεφάλι της στο σημείο που ο ώμος ενωνόταν με το κορμό του και σχημάτιζε ένα κοίλο χώρο. Η Δανάη τύλιξε το γυμνασμένο στέρνο του με το ελεύθερο χέρι της κι έμειναν έτσι κάμποση ώρα.

«Αισθάνεσαι καλύτερα;» τη ρώτησε κάποια στιγμή ο Μαρκ σπάζοντας τη σιωπή, ενώ φίλησε απαλά τα μαλλιά της.

«Μμμ σ΄ευχαριστώ…»

«Τι ευχαριστείς;» ρώτησε απαλά και χάιδεψε το μπράτσο της. Η Δανάη αναστέναξε και χωρίς να το καταλάβει άκουσε τον εαυτό της να λέει «Μακάρι να μην ήσουν γκέι…». Μια μικρή σιωπή ακολούθησε τη δήλωση της, καθώς ένιωσε το σώμα του να τεντώνεται νευρικά και ξαφνικά ανασηκώθηκε ρίχνοντας την άγαρμπα στο πλάι, ενώ το άλλο χέρι του ψαχούλευε ζωηρά το κεφαλάρι. Ένα κλικ ακούστηκε και το φως την έκανε να πεταρίσει τα βλέφαρα της ξαφνιασμένη, έπειτα τ΄άνοιξε διάπλατα και κοίταξε τον όγκο από πάνω της. Φαινόταν αναμαλλιασμένος κι ένα κόκκινο χρώμα είχε απλωθεί στο πρόσωπο του ως τη βάση του λαιμού του. 

«Τι;» τη ρώτησε κοφτά και επιθετικά. Η Δανάη τον κοίταξε σαστισμένη και μπερδεμένη.

«Τι;» τη ρώτησε πάλι μισοκλείνοντας τα μάτια του, δυο φλέβες πετάχτηκαν στα μηνίγγια του. Άνοιξε το στόμα της να πει κάτι, μα το ξανάκλεισε, ενώ τα αμυγδαλωτά της μάτια τον κοίταζαν με μια τρομοκρατημένη έκφραση.

«Νομίζεις ότι είμαι γκέι;» τη ρωτούσε τώρα επιτακτικά γέρνοντας από πάνω της και το πρόσωπο του κρύφτηκε στη σκιά. Η Δανάη ρούφηξε κοφτά αέρα από το στόμα και το ανοιγόκλεισε κάνα δυο φορές πριν ψελλίσει εμφανώς μπερδεμένη.

«Δεν είσαι;» ένα μουγκρητό αποδοκιμασίας βγήκε από το στόμα του, ενώ το κορμί του έμοιαζε να ΄χει μαρμαρώσει, με μια γρήγορη κίνηση άρπαξε το χέρι της και το φέρε στο καβάλο του ακουμπώντας το πάνω στη στύση του.

«Κοντεύω να πάθω πριαπισμό, εξαιτίας σου, τόση ώρα και εσύ μου λες πως είμαι γκέι;» ρουθούνισε άγρια από πάνω της. Ένα άλικο χρώμα απλώθηκε στα μάγουλα της Δανάης και προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της, αλλά ο Μαρκ το κρατούσε σφιχτά. 

«Πώς σου ΄ρθε ότι είμαι γκέι;»

«Μα, μα…» ψέλλισε η Δανάη μπερδεμένη έτοιμη να μπήξει τα κλάματα. «Μα. Αφού τα ΄χες με τον Άσλει…» τραύλισε. Τώρα ήταν σειρά του Μαρκ να την κοιτάξει μπερδεμένος, ενώ τα χείλη του έκαναν μια αστεία γκριμάτσα και χαλάρωσε τη λαβή του δίνοντας την ευκαιρία στη Δανάη να τραβήξει το χέρι της. Κούνησε το κεφάλι σα να μη καταλαβαίνει, αλλά μην παίρνοντας άλλη απάντηση τη ρώτησε εκνευρισμένος «Και αυτό γιατί με κάνει γκέι;». Η Δανάη τραβήχτηκε προς τα πάνω και ανασηκώθηκε «Διόρθωσε με αν κάνω λάθος, αλλά γκέι είναι αυτός που πάει με το ίδιο φύλο!» του πέταξε εκνευρισμένη εκείνη κι έκανε να σηκωθεί, αλλά το χέρι του πέρασε αυτόματα από πάνω της καθηλώνοντας τη.

«Ωραία, άρα συμφωνούμε ως προς τον όρο, αλλά ακόμη δεν έχω καταλάβει, γιατί αυτό κάνει εμένα, γκέι!», είπε τονίζοντας το εμένα και ανασηκώνοντας το φρύδι του, ενώ δυο ακόμα φλέβες πετάχτηκαν στο πλάι του λαιμού του. 

«Μα αφού ο Ασλει, είναι άντρας, άρα εσύ είσαι…» έσκουξε η Δανάη συνοφρυωμένη και δίπλωσε αμυντικά τα χέρια της στο στήθος της. Το σαγόνι του Μαρκ κρέμασε, μα σύντομα βρήκε την ψυχραιμία του και είπε αργά αργά χωρίζοντας τις λέξεις.

«Μα η Ασλέι είναι γυναίκα…» Τώρα ήταν σειρά της Δανάης να κρεμάσει το σαγόνι της. 

«Μα, μα» τραύλισε «Δεν  μπορεί!»  αναφώνησε «Μα αφού τον λένε ΄Άσλει, Ασ!»

«Το οποίο είναι και γυναικείο όνομα», είπε αργά αργά ο Μαρκ τονίζοντας τις συλλαβές σα δάσκαλος που ‘χε να κάνει με κάποιον αργόστροφο μαθητή. 

«Μα… η Εύη… η Εύη!» έκανε μια τελευταία προσπάθεια η Δανάη. 

«Η Εύη» ρουθούνισε ο Μαρκ «Η Εύη της την έπεσε ερωτικά και μετά όπως ξέρεις, είπε ότι η Ασλει της ρίχτηκε. Η Ασλει είναι μπαισέξουαλ πριν από ‘μένα τα ΄χε με τη Σίρλει, από το τμήμα πωλήσεων, οπότε την πίστεψαν εύκολα την Έυη. Προσπάθησα να στηρίξω την Ασλει, αλλά ξαφνικά γύρισε και μου είπε ότι δεν ήταν πια ερωτευμένη μαζί μου και το διαλύσαμε»

«Και ο Κρίστιαν;» έκανε μια τελευταία προσπάθεια η Δανάη. Ο Μαρκ την  κοίταξε σα να ‘χε μπροστά του έναν ανόητο μαθητή, πράγμα που την έκανε να ζαρώσει το μέτωπο της σουφρώνοντας τα χείλη της. 

«Μια πανέμορφη κοκκινομάλλα Ιρλανδέζα»

«Μφχ» ξεφύσησε η Δανάη βρίζοντας από μέσα της για την έλλειψη άρθρων στην αγγλική γλώσσα και το διαχωρισμό των ονομάτων. Βλέποντας  τον Μαρκ να την κοιτάει από πάνω της ήρεμος πια μ΄ένα σκοτεινό βλέμμα ένιωσε την έντονη επιθυμία να ξεφύγει, ξέμπλεξε τα χέρια της για να εγκλωβιστούν ένα δευτερόλεπτο μετά κάτω από το βαρύ στήθος του Μαρκ που έγερνε πάνω της και τη φιλούσε παθιασμένα, άνοιξε το στόμα της κάτι να πει δίνοντας την ευκαιρία στη γλώσσα του να οργώσει το στόμα της. Το αγκάλιασμα του σταθερό, γεμάτο πάθος της έκοψε την ανάσα. Έφερε το χέρι του πάνω στο στήθος της και της έτριψε ελαφρά τη θηλή κάνοντας το κορμί της να τεντωθεί σαν τόξο. Βρίσκοντας ευκαιρία έχωσε το χέρι του στην καμπύλη της μέση της και χούφτωσε δυνατά τους γλουτούς της. Έπειτα προχώρησε παρακάτω και κινήθηκε προς το αιδοίο της. Ξαφνικά η Δανάη ένιωσε κρύο ιδρώτα να τη λούζει και την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή, πνιγόταν έπρεπε να ελευθερωθεί κι άρχισε να τινάζεται προσπαθώντας ν΄απομακρύνει τα χέρια του. Ο Μαρκ τραβήχτηκε πίσω και την κοίταξε ξαφνιασμένος.

«Θέλω λίγο χρόνο, πρέπει να σκεφτώ… Εγώ τόσο καιρό…», είπε η Δανάη καθώς κύλησε στο πλάι, ελευθερώθηκε από τη λαβή του Μαρκ και με νευρικές κινήσεις έστρωσε το νυχτικό της προτού σηκωθεί. 

«Θα τα πούμε αύριο… Όλα, όλα είναι πολύ ξαφνικά…» συνέχισε να λέει απολογητικά και γεμάτη αμηχανία κατεβαίνοντας από το κρεβάτι, ενώ ήταν στραμμένη προς τον Μαρκ πισωπάτησε, ώσπου ένιωσε το πόμολο να της τρυπά τη μέση «Κοιμήσου τώρα… είσαι κουρασμένος…»

«Δανάη» έκανε ήσυχα ο Μαρκ, εκείνη άνοιξε διάπλατα τα μάτια της ερωτηματικά, καθώς με το χέρι της πίσω από την πλάτη της ψαχούλευε ν΄ανοίξει την  πόρτα. 

«Είμαι ερωτευμένος μαζί σου…» της είπε με σταθερή φωνή. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της σαν τα λόγια του αυτά ν΄άγγιξαν κάθε ίνα της, του χάρισε ένα ντροπαλό χαμόγελο και σχεδόν εκτοξεύτηκε έξω κλείνοντας την  πόρτα πίσω της.

Έγειρε την πλάτη της πάνω στην πόρτα, γράπωσε το πόμολο περνώντας το χέρι της πίσω από τη μέση της κι έκλεισε τα μάτια της.  Ένιωθε λες και το αίμα είχε στραγγίξει από το κορμί της, άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες. Υπερβολικά πολλές βαθιές ανάσες… μάλωσε τον εαυτό της, προσπάθησε να συγκρατηθείς θα πάθεις κρίση πανικού. Έσφιξε το στόμα της και άρχισε να ρουφά όσο πιο αργά μπορούσε επαναλαμβάνοντας αργά, εισπνοή-εκπνοή. Ξαφνικά τα γόνατα της λύγισαν και βρέθηκε σε βαθύ κάθισμα, ενώ τα χέρια της κύλησαν άτονα στο πλάι. Έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα της κι έμεινε έτσι κάμποση ώρα ώσπου να ηρεμήσει.  Δεν είναι δυνατόν, απλά δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί τ΄ονειρεύτηκα σκέφτηκε καθώς έγερνε το κεφάλι της πάλι πίσω, είχε ιδρώσει κι ένιωθε τα μαλλιά της να ΄χουν κολλήσει στο μέτωπο και στο σβέρκο. Πίσω από την  πόρτα ακούστηκε νευρικό θρόισμα υφάσματος και τον Μαρκ να ξεφυσά συγχυσμένος. Ω θεέ μου! Αναστέναξε και το κεφάλι της έπεσε άτονο στο πλάι. Κάγχασε από μέσα της κι ένα μισό ειρωνικό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της. Είναι αστείο αν το σκεφτείς, πριν λίγες μέρες μούσκευε το μαξιλάρι της με αλμυρά δάκρυα γιατί ένιωθε τόσο μόνη, γιατί είχε δύο ολόκληρα χρόνια να κάνει έρωτα και πάνω από τέσσερα να ερωτευτεί. Είχε σιχτιρίσει που δεν υπήρχε ένας άνδρας της προκοπής εκεί έξω κι ο μόνος άντρας που ήξερε και που φαινόταν της προκοπής για ν΄ανοίξεις σπίτι ήταν γκέι. Ο θεέ μου! Τι ανόητη, τι ανόητη που είμαι! Μα πως δεν  το κατάλαβα, πώς; και όλες οι σκηνές όπου εμφανιζόταν μισόγυμνη μπροστά του, με τα στριπ για να βγάλει το μουστάκι και με τη θερμοφόρα αγκαλιά όποτε είχε περίοδο, πέρασαν μπροστά από τα μάτια της. Ένιωσε τα μάγουλα της να φλογίζονται από τη ντροπή και τα πιάσε με τα δύο της χέρια, ενώ κουνούσε το κεφάλι της στην προσπάθεια της ν΄αποδιώξει όλες εκείνες τις ντροπιαστικές σκηνές. Έκλεισε πάλι τα μάτια της. Παρόλα αυτά εκείνος δε λάκισε! Πέρασε  καθησυχαστική η ιδέα από το μυαλό της. Να πάρει! Να πάρει! Τι ανόητος! Γιατί δε μου ΄πε κάτι νωρίτερα, έπρεπε να μου το πει πριν να ΄ναι αργά. Αργά; ρώτησε τον εαυτό της. Εμ βέβαια τώρα είναι αργά… αναστέναξε, είμαι ερωτευμένη, τρελά ερωτευμένη γαμώτο! Η τελευταία λέξη της ξέφυγε φωναχτά. Αφουγκράστηκε γύρω της έντρομη. Μια απόκοσμη ησυχία επικρατούσε. 

Απάντηση


%d