,

Κάπου υπάρχει η αγάπη μου

Αρχές δεκαετίας ’70

Οι παππούδες απ’ τη μεριά της μητέρας μου, κατοικούσαν σ’ έναν οικισμό με καμιά εικοσαριά σπίτια όλα κι όλα, που η μαμά μου αποκαλούσε με περηφάνια “το χωριό της”.

Η μικρή απόσταση, αλλά κι η απέραντη αγάπη τους ειδικά προς εμένα και την αδελφή μου, είχαν ως αποτέλεσμα να μας επισκέπτονται συχνότατα, κουβαλώντας απαραιτήτως ένα σωρό καλούδια, προϊόντα της  γης τους.

Εκείνη την Τρίτη το απόγευμα ωστόσο, η μητέρα μου απόρησε με την απρόσμενη επίσκεψη. Μόλις την προηγούμενη μέρα τους είχε δει.

«Πώς κι αυτό το ξαφνικό πατέρα;» ρώτησε προσπαθώντας να κρύψει την ανησυχία της.

Μεγάλοι άνθρωποι ήταν και σκληρά εργαζόμενοι απ’ τα γεννοφάσκια τους. Μήπως είχε  αρρωστήσει κανείς;

«Εφέραμαν τη Βασίλω στο φωτογράφο» είπε αυτός με τον ξερό τρόπο που απαντούν οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας στην Ήπειρο. «Να τη βάλει στη βιτρίνα, μπας και τη δει στη βόλτα κανένας γαμπρός» .

Η Βασίλω ήταν η μεγάλη αδελφή της μάνας μου, δύστροπη και αγριεμένη. Άσχημη ακριβώς δεν την έλεγες, να λέμε την αλήθεια. Είχε περάσει ωστόσο τα 35 της, την ηλικία που ένα κορίτσι στο χωριό θεωρούταν περιζήτητο. Τίποτα πάντως δεν προκαλούσε τόσο αποστροφή και τρόμο στους επίδοξους γαμπρούς, όσο ο ατίθασος χαρακτήρας και η αγριάδα της. Όσα προξενιά κι αν είχαν έρθει, εκείνη μουλαρωμένη σταύρωνε τα χέρια κι απαντούσε με τον ίδιο τρόπο κλωτσώντας συγχρόνως το έδαφος:

«Δεν τουν θέλου είπα. Άμα τον θες να τον παρ’ ς εσύ!»

Η μάνα μου αναστέναξε βαθιά. Κι όλοι ξέραμε τι σκεφτόταν. Ποιος θα βάλει σπίτι του τον διάβολο μεταμορφωμένο κι ας είχε και 25 στρέμματα προικιό.

«Μίλα της κι εσύ Σοφία, δεν θα ζήσουμε για πάντα» είπε ο παππούς στη μαμά μου. «Τι θ’ απογίνει; Δεν αφήνει και τα παιδιά να πάρουν σειρά».

Πράγματι, οι δυο μικρότεροι γιοί, αρραβωνιασμένοι τρία χρόνια τώρα, απειλούσαν να στεφανωθούν πρώτοι αν η Βασίλω δε βάλει μυαλό.

Η πόρτα άνοιξε κι η θεία Βασιλικούλα εμφανίστηκε ντυμένη με το καλό της φόρεμα, αυτό που φορούσε μόνο στο πανηγύρι. Ένα μπλε, αμάνικο, στολισμένο στο λαιμό με δύο σειρές ψεύτικες πέρλες. Τα μάτια της, που συνήθως ήταν σα κουμπότρυπες, τώρα είχαν γίνει δυό σχισμές. Ήταν φανερό ότι κοιτούσε τον παππού με κάτι περισσότερο από μίσος.

Λέγαν πως όταν η Βασιλικούλα ήταν μικρή, δεν υπήρχε πιο γλυκό και χαμογελαστό κοριτσάκι, όλη μέρα έτρεχε στα βοσκοτόπια με τις δυο αγελάδες του σπιτιού, την Κοκκίνω και την Παρδάλω. Ώσπου μια μέρα ξύπνησε κι άκουσε το  κλάμα τους απ’ το στάβλο.

Ο παππούς με δυό νοματαίους τραβούσε τις αγελάδες να τις ανεβάσει στο φορτηγό να τις πάνε στο πανηγύρι για σφάξιμο. Από κείνη τη μέρα, η θεία  Βασιλική δεν χαμογέλασε ποτέ ξανά κι ολοφάνερα βάλθηκε να τρελάνει τον πατέρα της. Κάπνιζε στα κρυφά -τι κρυφά δηλαδή, όλο το χωριό ήξερε τα ρεζιλίκια της- αρνιόταν να παντρευτεί και δεν επέτρεψε ποτέ ξανά στον παππού ν’ αγοράσει γελάδια.

Η μητέρα μου έβγαλε γλυκό καρυδάκι και καφέ. Η θεία  Βασιλική το έκανε μια μπουκιά.

«Κρυσταλλωμένο είναι, θέλει βράσιμο» είπε, αντί για ευχαριστώ.

Όταν έφυγαν, η μάνα μου κούνησε απελπισμένα το κεφάλι.

«Μπα, πάει αυτή» είπε «μας ξέμεινε, πού μυαλό».

«Γιατί μαμά δε θέλει να παντρευτεί;» ρώτησα με αφέλεια.

«Γιατί διαβάζει αυτές τις χαζομάρες στα περιοδικά και πήρε ο νους της αέρα» είπε η γυναίκα αναστενάζοντας. «Θέλει κι έρωτες, αν έχεις το Θεό σου!».

Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα συμπάθεια για τη θεία μου κι αναρωτήθηκα μήπως πίσω απ’ τη σκληροτράχηλη χωριάτισσα με τα τεράστια βυζιά και τις χερούκλες, κρυβόταν το μικρό κοριτσάκι που έψαχνε για τρυφερότητα.

Λίγους μήνες μετά, γυρνώντας απ’ το σχολείο, βρήκα τη μητέρα μου να ετοιμάζει περιχαρής το σπίτι.

«Ποιος γιορτάζει μάνα, τι γλυκά ειν’ αυτά;»

«Παντρεύουμε τη Βασίλω» έκανε και σταυροκοπήθηκε σα να μη το πίστευε. «Είναι όλα κανονισμένα. Το απόγευμα θα ‘ρθουν με το γαμπρό επίσκεψη».

Αυτό κι αν ήταν έκπληξη. Πριν αναρωτηθώ πώς έγινε, αφού στη φωτογραφία η θεία μου έμοιαζε σα λήσταρχος με κολιέ από πέρλες, η κυρά Σοφία με πρόλαβε. Η μάνα του Χρυσόστομου, του χασάπη, είχε πάει και είχε μιλήσει στον παππού. Τα βρήκαν στην προίκα κι έτσι κανονίστηκε. Μεγάλη γυναίκα, ανησυχούσε κι αυτή για το γιο της μην τον τυλίξει καμία και του φάει το μαγαζί.

Ο Τότομος με τη θεία Βάσω ήρθαν το απόγευμα πιασμένοι αγκαζέ. Ο γαμπρός, που μύριζε κολώνια ανακατεμένη με μυρωδιά ξυγκιού, φορούσε μαύρο σακάκι και παντελόνι κι ένας χρυσός σταυρός λαμπύριζε μέσα απ’ το ανοιχτό πουκάμισο. Το κουμπί στο ύψος της κοιλιάς κόντευε να πεταχτεί απ’ το πολύ πάχος, ήταν όμως ευγενικός και μου έδωσε 20 δραχμές να πάρω παγωτά.

«Βασίλω καφέ» πρόσταξε την αρραβωνιαστικιά του με το που κάθισε.

Όλοι κρατήσαμε την ανάσα μας. Πάει είπαμε από μέσα μας. Τώρα θα του πετάξει κάτι στο κεφάλι. Εκείνη όμως σηκώθηκε σιωπηλή και τον σέρβιρε. «Μυστήρια πράγματα», παρατήρησε κρυφά η μάνα μου.

«Και πότε με το καλό τα στέφανα;» ρώτησε.

«Τον Αύγουστο, μετά της Παναγιάς» απάντησε ο γαμπρός, στρίβοντας το μουστάκι του.

Η θεία μου παρέμεινε σιωπηλή κι ανέκφραστη.

«Άντε με το καλό» είπε η μάνα μου «να δω κι ανηψάκια».

Ο Τότομος χασκογέλασε ευχαριστημένος.

«Και στων παιδιών σου, κυρά Σοφία» ευχήθηκε.

Δεν πέρασε μια βδομάδα, όταν η  δυνατή κόρνα μας έκανε να πεταχτούμε πάνω. Ο θείος μου ο Λευτέρης με το αγροτικό κι ο παππούς μαζί κρατώντας το δίκαννο, εμφανίστηκαν ξημερώματα σχεδόν στη πόρτα μας.

«Τι μωρέ Λευτέρη, μίλα», έκανε η μάνα μου κατατρομαγμένη.

«Η Βασίλω», απάντησε εκείνος. «Κλέφτηκε μ’ εναν φαντάρο 22 χρόνων. Πήγαμε τώρα στο στρατώνα. Αλλά αργήσαμε. Ειδοποίησε τον διοικητή εδώ και τρεις μέρες ότι βάζει στεφάνι και πήρε άδεια».

Να μας έλεγε κανείς ότι ο ήλιος ανέστειλε απ’ τη δύση, πιο εύκολα θα το πιστεύαμε.

Καιρό μετά, αναλογιζόμενη τα γεγονότα, καταλάβαινα πού οφειλόταν η παράξενη ηρεμία της θείας μου. Κι ενώ στην αρχή πίστευα ότι ήταν η οργή κι ο θυμός που πυροδότησαν την αντίδρασή της, αργότερα σιγουρεύτηκα πως πίσω από τον ξαφνικό γάμο με το φανταράκι, δεν κρυβόταν πάρα μια αληθινή ιστορία αγάπης.

Κάποιους μήνες πριν, η Βασιλικούλα αντί να πάει τα γίδια στο κοντινό χωράφι, τα πήγε στο προικιό της άλλης αδελφής της, της Κικίτσας που ‘ναι κοντά στην άσφαλτο. Εκεί λοιπόν λιμπίστηκε ένα σύκο κι έκοψε να το φάει. Φαίνεται πως χτύπησε κατά λάθος σφηκοφωλιά, γιατί αμέσως σμήνη από σφήκες έπεσαν πάνω της. Η καημένη έβγαλε τη μπλούζα της κι έτρεξε σαν τρελή προς την άσφαλτο ζητώντας βοήθεια. Εκείνη τη στιγμή έτυχε να περνάει ένα άδειο στρατιωτικό που πήγαινε προμήθειες στο στρατώνα. Σταμάτησε ο οδηγός το καμιόνι, άρπαξε κι εκείνος τη μπλούζα να τινάξουν τις σφήκες! Αυτό ήταν, μαγεύτηκε ο καψερός απ’ τα κάλλη της, γιατί εδώ που τα λέμε, τέτοια τροφαντά στήθη σαν της θείας μου, δε βλέπεις συχνά.

Λίγες μέρες μετά, τα νιόπαντρα εμφανίστηκαν στο χωριό. Χορτάρι για βοσκή στο προικιό της Κικίτσας δεν είχε ποτέ κι οι φήμες έλεγαν ότι το στρατιωτικό περνούσε πάντα την ίδια ώρα απ’ το σημείο. Αλλά ποιος νοιαζόταν για το πώς πραγματικά βρέθηκε η θεία μου εκεί; Αφού το πήρε το κορίτσι, ακόμα κι ο παππούς ήταν ευχαριστημένος.

«Την άτιμη…» μονολογούσε «διαολόσπερμα σκέτο!».

Η θεία μου έζησε με τον Αριστείδη της, μέχρι τα βαθιά γεράματα. Έκαναν τρία παιδιά κι εκείνος την κοιτούσε μια ζωή στα μάτια και την λάτρευε. Όσο για κείνη, δε θα το πιστέψετε πόσο μαλάκωσε και γλύκανε από τότε που τον παντρεύτηκε!

«Υπάρχει αληθινή αγάπη θεία;» την είχα ρωτήσει μια φορά.

«Υπάρχει καμάρι μου» απάντησε. «Αλλά πρέπει να τη γυρέψεις. Αν δε σε βρει αυτή, ψάξε να τη βρεις εσύ».

The BluezGuest

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: