Καθώς η κεφάτη παρέα έπινε τον καφέ της στο εξωτερικό σαλονάκι του καταμαράν εμφανίστηκε η Κιμ, η μικρή Ασιάτισσα που κοιμόταν στην καμπίνα του Φαέθωνος. Ο Μαρκ έριξε ένα βλέμμα “στα έλεγα εγώ!” στη Δανάη, η οποία όμως, προς μεγάλη του απογοήτευση δε φάνηκε να ξαφνιάζεται. Η Κιμ τους αποχαιρέτησε και ο Φαέθων με τον Στέφανο ξεκίνησαν τις ετοιμασίες για απόπλου από την όμορφη Νάξο. Εν τω μεταξύ ο Μαρκ κατάφερε πολύ αριστοτεχνικά να ξεμοναχιάσει τη Χρύσα, και να φέρει τη συζήτηση στη δουλειά και τη σχέση της Δανάης με την Εύη, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν τη συμπαθούσε καθόλου και δεν την ενέκρινε. Η Δανάη τον κοιτούσε με άφατο θαυμασμό από μακριά. Η Χρύσα που λατρεύει ν΄ακούει τον ήχο της φωνής της άλλο που δεν ήθελε, άρχισε χωρίς πολλά πολλά να του μιλά για τη λυκοφιλία που είχε με την Εύη εξιστορώντας του περιστατικά που την είχαν ενοχλήσει, κάνοντας μια νύξη για την έλξη της Εύης για τον Φαέθωνα και καταλήγοντας να του ξεφουρνίσει όλο το σχέδιο που είχε καταστρώσει με τον διευθυντή της σχετικά με το οικόπεδο που έψαχνε η εταιρία της. Ο Μαρκ τις έκανε μερικές διακριτικές, διευκρινιστικές ερωτήσεις που και που, έτσι όμως ώστε να μην προκαλέσει το ενδιαφέρον της Χρύσας και σταματήσει το λογύδριο της. Κάποια στιγμή ο Στέφανος συνοφρυωμένος ήρθε κι έκατσε μαζί τους και προσπάθησε ν΄αλλάξει θέμα, όμως ο Φαέθων τον φώναξε να τον βοηθήσει κι εκείνος έφυγε απρόθυμος με μια παράξενη λάμψη στα μάτια. Μέχρι ν΄ανοιχτούν, ο Μαρκ είχε μάθει αρκετά. Η Δανάη τους πλησίασε κι αυτή και προσπάθησε να μπει στη συζήτηση.
«Χρύσα!» είπε, χωρίς να το θέλει, απότομα κι εκείνη την κοίταξε χαρίζοντας της ένα ερωτηματικό χαμόγελο. «Αφού τα ΄χε όλα έτοιμα η Εύη, γιατί δεν ήρθε αυτή σ΄αυτό το ταξίδι, γιατί έστειλε εμένα δεν το καταλαβαίνω…»
«Α μα γιατί ο μπαμπάς της έπαθε έμφραγμα δυο μέρες πριν! Έπρεπε να είναι στο νοσοκομείο. Τσαντίστηκε πάρα πολύ που δεν μπορούσε να έρθει!». Ο Μαρκ και η Δανάη κοιτάχτηκαν συνωμοτικά, ήξεραν καλά πως αυτό ήταν ψέμα. Η Δανάη κοίταξε τον Φαέθωνα που στριφογύριζε μανιασμένα ένα μοχλό και είπε σιγά «Το πιστεύω ότι τσαντίστηκε πολύ που δεν ήρθε…»
«Τι λέτε εσείς εδώ;», ρώτησε ήσυχα ο Φαέθων, ενώ προσγειώθηκε ανάμεσα στον Μαρκ και τη Δανάη χωρίζοντας τους.
«Εε για δουλειά…», είπε σαστισμένη η Δανάη μ΄ένα ύφος σα μαθητριούλα που την πιάνουν να κάνει ζαβολιά.
«Φυσικά!» ειρωνεύτηκε ενοχλημένος και μετά γυρνώντας προς τον Μαρκ είπε ζωηρά στ΄αγγλικά χτυπώντας τον δυνατά στην πλάτη. «Λοιπόν Μαρκ πώς σου φαίνεται η Ελλάδα;»
«Πανέμορφη» έκανε εκείνος μέσα από τα δόντια του. Ο Φαέθων ξαφνικά έγειρε μπροστά κοιτώντας προσεκτικά το πρόσωπο του Μαρκ.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε σοβαρός. Η Δανάη σ΄αυτή του την παρατήρηση έσκυψε για να δει το πρόσωπο του Μαρκ.
«Είσαι χλωμός!»
«Είμαι καλά!» της απάντησε εκείνος χωρίς να το πολυπιστεύει.
«Σε πειράζει η θάλασσα;» τον ρώτησε με προσποιητό ενδιαφέρον ο Φαέθων.
«Λίγο»
«Φίλε, καλύτερα να πάρεις μια δραμαμίνη και να ξαπλώσεις δεν έχουμε βγει ακόμα στ΄ανοιχτά κι είσαι έτσι και υποτίθεται ότι το καταμαράν δεν κουνάει πολύ, έχει όμως αέρα σήμερα».
Η Δανάη τινάχτηκε πάνω «Πάω να σου φέρω».
Η Χρύσα είπε γλυκά, «Σε πείραξε η θάλασσα; Καημενούλη μου! Έχεις τα χάλια σου!» Ο Μαρκ προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, είχαν πιο σοβαρά πράγματα να σκεφτούν, μα πήρε μ’ ευγνωμοσύνη την τσίχλα δραμαμίνης. Αφού τακτοποίησε τον Μαρκ, παρά τις αντιρρήσεις του, η Δανάη βρήκε τη Χρύσα παραδομένη σε τρυφερό εναγκαλισμό με τον Στέφανο.
«Πώς είναι;» τη ρώτησε μ΄ενδιαφέρον η Χρύσα κι εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της.
«Να κάνουμε στάση στη Νάουσα για ανεφοδιασμό και να ηρεμήσει», είπε ήπια λοξοκοιτώντας την ο Φαέθων από το τιμόνι. Η Δανάη συμφώνησε βουβά και προχώρησε στο μπροστινό μέρος του σκάφους κοιτώντας το κινητό της και αποφεύγοντας τις σταγόνες από τα κύματα που είχαν σηκωθεί ψηλά γύρω τους χάρη στο μελτέμι που φυσούσε. Κάθισε κοντά στο μεγάλο κατάρτι και πάτησε το πλήκτρο κλήσης.
«Dafne hi, τι κάνεις; Όλα καλά στο γραφείο; Κανά νέο;…» Σαν τελείωσε με τη συνομιλία της ήταν ακόμα πιο μπερδεμένη. Πλησίαζαν γοργά στην Πάρο, λευκά κυβάκια τριγυρισμένα με πράσινο ήταν ριγμένα άτακτα στο γυμνό χρυσοκίτρινο ανάγλυφο. Η Θάλασσα στραφτάλιζε σα νύφη κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο του μεσημεριού, ενώ έπαιρνε διάφορες αποχρώσεις του μπλε.
Η Δανάη άκουσε πίσω της βήματα, ο Φαέθων πλησίαζε με γυμνά πόδια πατώντας με σιγουριά πάνω στο λευκό, υγρό, πλαστικό δάπεδο του σκάφους που τώρα έγερνε λίγο στο πλάι. Με γρήγορες κινήσεις πήρε να στριφογυρνά ένα μοχλό, οι μυς του κορμού του συσπώνταν έντονα από την κίνηση γυαλίζοντας από τον ιδρώτα, έπειτα πήρε ν΄ασχολείται με το σχοινί που κατέληγε στο πανί που φούσκωνε από πάνω τους. Η Δανάη είχε στυλώσει το βλέμμα της πάνω του χωρίς να το καταλάβει, ενώ στριφογύριζε το κινητό στα χέρια της. Τα μαλλιά του ανέμιζαν στον αέρα σα χρυσαφιά παντιέρα, ενώ στους κροτάφους και το σβέρκο είχαν κολλήσει πάνω του από τον ιδρώτα. Το επίμονο κουδούνισμα του τηλεφώνου την έκανε να τιναχτεί. Γυρνώντας την πλάτη στο όμορφο θέαμα άρχισε να συνομιλεί με τη Δάφνη, τη μικροσκοπική καστανή γραμματέα της που φορούσε πάντα στηριζόμενα χαμηλά στη σουβλερή μύτη της τα πρεσβυωπικά γυαλιά της. Η Δανάη τινάχτηκε πάνω στα λόγια της Δάφνης, πέρασε επιδέξια το στενό διάδρομο που την έφερε στο εξωτερικό σαλονάκι κι έτρεξε στην τσάντα της απ΄όπου έβγαλε μια στοίβα χαρτιά και άρχισε να σημειώνει πάνω τους. Σαν έκλεισε το τηλέφωνο ο Φαέθων βρισκόταν στο τιμόνι, της χαμογέλασε κυρτώνοντας ελαφρά τα χείλη του.
«Η δουλειά;» τη ρώτησε με ειρωνική χροιά. Εκείνη του ΄γνέψε θετικά. «Φαίνεσαι κουρασμένη, δεν πας να ξαπλώσεις, ώσπου να φτάσουμε;», είπε ήπια εκείνος. Η εικόνα του Μαρκ στην καμπίνα μισόγυμνου πέρασε μπρος από τα μάτια της και σαν να διάβασε τις σκέψεις της ο Φαέθων πρόσθεσε «Τράβα στης Χρύσας, εκείνη είναι με τον Στέφανο…»
«Και εσύ θα μείνεις μόνος;»
«Δε με πειράζει»
«Δεν πειράζει, θα μείνω. Άλλωστε έχω δουλειά…», είπε καθώς καθόταν βαριά στο καναπεδάκι. Ένα νευρικό ξεφύσημα ακούστηκε από τον Φαέθωνα.
«Τράβα να ξεκουραστείς! Μοιάζει σαν να μην έχεις κοιμηθεί. Η δουλειά μπορεί να περιμένει» της είπε τώρα απότομα. Τον κοίταξε πάνω από τα χαρτιά που είχε φέρει τώρα μπροστά στα μάτια της και έπειτα βυθίστηκε στους αριθμούς. Ο Φαέθων έβρισε χαμηλόφωνα, φανερά εκνευρισμένος και δεν ξαναμίλησε.
Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει, αλλά η Δανάη ένιωθε το κεφάλι της να βγάζει ατμούς, έτριψε με δύναμη το μέτωπο της γέρνοντας πίσω. Να πάρει, κάτι δεν πάει καλά, κάτι δεν της κολλά και το χειρότερο, έχει σχεδόν έτοιμη την παρουσίαση, αλλά δεν μπορεί να την ολοκληρώσει αν δεν βρει τι δεν κολλάει. Έκλεισε τα μάτια, το δροσερό αεράκι χάιδεψε το πρόσωπο της και άκουσε το παφλασμό των κυμάτων πάνω στο σκάφος.
Ο ύπνος της Δανάης διακόπηκε απότομα από έναν επίμονο εκνευριστικό ήχο, πετάρισε τα βλέφαρα της προσπαθώντας ν΄αποδιώξει τις τελευταίες εικόνες του ονείρου που αιωρούνταν ακόμα μπροστά στα μάτια της ή μήπως να μην το κάνει; Είναι τόσο ωραίο όνειρο! Γύρισε στο πλάι και προσπάθησε να διατηρήσει λίγο ακόμα την απατηλή αίσθηση χαράς και ευτυχίας.
Το κουδούνισμα ακούστηκε πάλι και εξανέμισε την ευδαιμονία της, έστρεψε το κορμί της προς τον ήχο και μισάνοιξε ελαφρά το ένα της μάτι. Εντόπισε την αιτία του κακού να δονείται πάνω στο λευκό πλαστικό τραπέζι και ανασήκωσε το χέρι της ενστικτωδώς να το πιάσει.
«Ναι;» είπε με βραχνή φωνή.
«Δανάη, σε ξύπνησα;», ρώτησε μια ένρινη, γυναικεία φωνή γεμάτη ανησυχία και ενδιαφέρον.
«Τι θες Ευθαλία;», έκρωξε κακόκεφα εκείνη. Μια μικρή παύση ακολούθησε και το πρόσωπο της Ευθαλίας απεικονίστηκε άθελα της στο μυαλό της, καθώς έκανε τον χαρακτηριστικό μορφασμό και τ΄ανασήκωμα των ματιών στον ουρανό κάθε φορά που άκουγε να την αποκαλεί με τ΄όνομα της και όχι με το πολυπόθητο, μαμά.
«Συγνώμη, ψυχούλα μου», είπε η κυρία Ευθαλία με ανυπόκριτη λύπη «Να το κλείνεις άλλη φορά, θα πάρω αργότερα»
«Ξύπνησα τώρα. Λέγε τι θες;» έκανε δύσθυμα εκείνη.
«Τι να θέλω, ούτε ένα τηλέφωνο δε με παίρνεις, αν δεν πάρω εγώ…» σειρά της Δανάης να μορφάσει και ν΄αναστρέψει το βλέμμα, καθώς ανασηκωνόταν και περνούσε τα δάχτυλα της μέσα από τα μαλλιά της και άφησε ένα σκληρό χμφφ.
«Πώς είσαι γλυκιά μου;» άλλαξε τώρα ο τόνος.
«Καλά»
«Τι κάνεις;»
«Διάφορα»
«Πώς περνάς;»
«Καλά»
«Πού είσαι;» Η Δανάη κοίταξε γύρω της σαρώνοντας με το βλέμμα της το χώρο γύρω της. Είχαν φτάσει κιόλας στο λιμάνι της Νάουσας και είχαν δέσει στην πλατιά προβλήτα με τις ταβέρνες που ξάσπριζαν κάτω από τον δυνατό ήλιο.
«Κάπου» απάντησε τελικά μέσα από τα δόντια της.
«Ε μα έλεος πια! Έλεος! Τι πράγμα είναι αυτό με σένα! Μου απαντάς συνέχεια μονολεκτικά και αόριστα, αλλά όλα εδώ πληρώνονται δε θα κάνεις παιδιά, θα δεις!» Ένα ειρωνικό «Χμφ» ακολούθησε τα λόγια της.
«Μου έκανες τις ίδιες ερωτήσεις και στα προηγούμενα τρια τηλέφωνα που έκανες, γιατί πιστεύεις ότι κάτι θα έχει αλλάξει μέσα σε τρεις ώρες;» Η Ευθαλία προτίμησε, ως συνήθως, να μην απαντήσει, μόνο αναρωτήθηκε πώς είναι δυνατόν ένα τόσο έξυπνο παιδί να μην μπορεί να καταλάβει ότι όλες οι χαζές ερωτήσεις που της κάνει είναι μόνο και μόνο για να μπορεί ν΄ακούει τη φωνή της.
«Ο μπαμπάς, μωρό μου, σου στέλνει χαιρετίσματα!». Η κοιλιά της Δανάης συσπάστηκε από ένα άηχο ειρωνικό γέλιο, ήξερε καλά τον πατέρα της για να ξέρει ότι ποτέ δε θα της έστελνε χαιρετίσματα. «Εσείς οι δυο μοιάζετε πολύ, όλη μέρα δουλειά, δουλειά, δουλειά… Πότε θα έρθεις Ελλάδα, έχεις καιρό να έρθεις…»
«Όταν…». Ένα φρίμασμα ακούστηκε από την άλλη πλευρά του τηλεφώνου, έπειτα από μια μικρή παύση η Ευθαλία συνέχισε ακάθεκτη «Με το ζόρι έπεισα τον πατέρα σου να πάρει λίγες μέρες άδεια, έχει μπλέξει με τους αριθμούς και αυτός και τους μαστόρους…». Η Δανάη ένιωσε σα να ΄γίνε μια έκρηξη μέσα στο κεφάλι της και το μυαλό της ξάφνου ξεκίνησε να δουλεύει με χίλια.
«Ο μπαμπάς…» ψέλλισε
«Ναι, ο μπαμπάς» συμφώνησε και η Ευθαλία. Τα μάτια της Δανάης σπίθισαν κι ανακάθισε στην άκρη του καναπέ με όλες τις τρίχες της ορθωμένες.
«Και πού είναι τώρα ο μπαμπάς;» ρώτησε με έξαψη.
«Δίπλα μου», ψέλλισε η Ευθαλία παραξενεμένη.
«Δώσ΄ τον μου!».
«Ναι» ακούστηκε η βαθιά, ήρεμη φωνή του κυρίου Νίκου.
«Μπαμπά, χρειάζομαι την πείρα σου…». Η Δανάη του είπε επιγραμματικά τι την απασχολούσε και ακολούθησε μια μικρή σιωπή.
«Έχεις δίκιο, κάτι δεν πάει καλά. Κάτι υποψιάζομαι, πρέπει όμως να δω τις αναφορές για να σιγουρευτώ»
«Να στα στείλω με μαιλ;» είπε και ανασηκώθηκε, ενώ άρχισε να κόβει βόλτες πάνω κάτω από την έξαψη.
«Δυστυχώς δεν έχω λάπτοπ, η μάνα σου δε μ΄άφησε να πάρω μαζί μου» μια παύση ακολούθησε.
«Δεν μπορείς να περιμένεις μια βδομάδα;» η Δανάη έτριψε το μέτωπο της. «Καλά, δεν πειράζει, θα το βρω»
«Λυπάμαι, Δανάη. Αν δεν έχεις βρει άκρη, μόλις γυρίσουμε από Πάρο ειδοποίησε με»
«Από πού;» τώρα όμως άκουσε τη φωνή της μητέρας της.
«Αχ Δανάη μου δουλεύεις πολύ, πρέπει να κάνεις κι εσύ διακοπές και θέλω να σε δω! Όπου βρεθώ και όπου σταθώ βλέπω κοπελίτσες που σου μοιάζουν, να τώρα είναι μια σ΄ένα καταμαράν ολόιδια εσύ, μόνο που αυτή είναι ντυμένη σα γυναίκα…». Τα λόγια της έκαναν τη Δανάη να πεταχτεί πάνω και να σαρώσει με το βλέμμα της την προβλήτα της Νάουσας, σαν εντόπισε τις δυο φιγούρες άρχισε να τους κουνάει το χέρι μανιασμένα.
«Καλέ! Με χαιρετά!» ξεφώνησε η Ευθαλία σαστισμένη και κοντοστάθηκε αναγκάζοντας τον πατέρα της να πισωγυρίσει.
«Ναι, μαμά, σε χαιρετώ!» είπε στο τηλέφωνο μισογελώντας η Δανάη. Μια σκουξιά κόντεψε να της τρυπήσει το τύμπανο κάνοντας τη να τραβήξει το τηλέφωνο μακριά από τ΄ αυτί της. Η μητέρα της περπατούσε ζωηρά πάνω στην προβλήτα αποφεύγοντας επιδέξια δίκτυα, σχοινιά και αγνώστους, ενώ πίσω της ακολουθούσε βλοσυρός ο πατέρας της.
«Ξύπνησες;» άκουσε μια φωνή πίσω της, γύρισε κι έγνεψε καταφατικά πάνω από τον ώμο της στον Φαέθωνα σβήνοντας το χαμόγελο της. Κοίταξε πάλι προς το μέρος της ψηλής καλοκαμωμένης Ευθαλίας με τα μεγάλα αμυγδαλωτά σκουρόχρωμα μάτια που κρύβονταν πίσω από τα τεράστια γυαλιά ηλίου, η οποία τώρα περνούσε με χάρη την πασαρέλα κάνοντας το μακρύ φόρεμα της ν΄ ανεμίσει και με χέρια απλωμένα προς το μέρος της. «Καρδούλα μου, ψυχούλα μου!» και πριν το καλοκαταλάβει βρέθηκε ν΄ασφυκτιά.
«Καλά, βρε τέρας, είσαι στην Ελλάδα και δε μου πες τίποτα;» την τίναξε ξαφνικά πίσω κρατώντας την απ΄τα μπράτσα.
«Για δουλειά…» ψέλλισε η Δανάη αναζητώντας την ανάσα της.
«Για δουλειά! Για δουλειά, για δουλειά…» άρχισε να ουρλιάζει κουνώντας θεατρινίστικα τα χέρια της η κυρία Ευθαλία και γυρνώντας προς τον άντρα της επανέλαβε «Για δουλειά, κατάλαβες;» Εκείνος έγνεψε θετικά ακόμη βλοσυρός.
«Εμ βέβαια, ίδια ο πατέρας σου! Ίδια! Η δουλειά πάνω απ΄όλα, ακόμα και από τη μάνα σου!». Ο πατέρας της έριξε το βάρος του στ΄άλλο πόδι και ξερόβηξε λαμβάνοντας ένα αγριωπό βλέμμα από τη σύζυγο του.
«Αχ πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!», είπε ξανασφίγγοντας τη Δανάη δυνατά.
«Α είστε οι γονείς της Δανάης!», ακούστηκε μια χαρωπή, γυναικεία φωνή πίσω από τον Φαέθωνα και παραμερίζοντας τον, όρμησε να τους χαιρετήσει κουνώντας δυνατά το χέρι του πατέρα της Δανάης και αναγκάζοντας τη μητέρα της που ΄χε κουλουριαστεί σαν καραβόσκοινο γύρω από τη δέστρα ν’ αφήσει τη Δανάη και να χαιρετήσει.
Οι χαιρετούρες, οι συστάσεις, τα παράπονα έδιναν και έπαιρναν για κάμποση ώρα, ώσπου όλοι οι επιβάτες κάθισαν χαλαροί πια στο σαλονάκι με την κυρία Ευθαλία και τη Χρύσα να δίνουν το ρυθμό της συζήτησης, ενώ η Δανάη καθόταν απέναντι τους ανάμεσα στον Φαέθωνα και τον Μαρκ. Ο Μαρκ είχε ένα φωτεινό χαμόγελο και είχε επιστρατεύσει όλη του τη γοητεία να εντυπωσιάσει την κ. Ευθαλία, η οποία τον κοιτούσε ήδη με λατρεία. Απ΄την άλλη ο πατέρας της Δανάης του έριχνε αγριωπά βλέμματα. Ο Φαέθων φαινόταν έξω από τα νερά του και παρ΄ότι η Χρύσα έκανε φιλότιμες προσπάθειες να τον εντάξει στη συζήτηση, εκείνος απαντούσε μονολεκτικά ανόρεχτα.
Με τα πολλά η Δανάη κατάφερε να απομονώσει τον πατέρα της στο εσωτερικό σαλόνι αφήνοντας τους άλλους έξω για να του δείξει το γρίφο που την απασχολούσε. Σαν κάθισαν δίπλα δίπλα ο πατέρας της τη ρώτησε με προσποιητή αδιαφορία «Πώς είσαι;»
«Καλά…» βύθισε το βλέμμα του στα μάτια της προσπαθώντας λες να φτάσει στις πιο κρυφές πτυχές της ψυχής της. Την ανατρίχιαζε κάθε φορά που το ΄κάνε αυτό και τράβηξε γρήγορα τα μάτια της. Τον άφησε να διαβάσει την παρουσίαση της και να ελέγξει τους υπολογισμούς και τα νούμερα, ενώ αυτή περίμενε με σκεπτικιστική καρτερικότητα δίπλα του κρατώντας τα γόνατα της και σκουπίζοντας κάθε τόσο τις ιδρωμένες της παλάμες. Έπειτα από αρκετή ώρα ο πατέρας της έγειρε πίσω βγάζοντας τα πρεσβυωπικά γυαλιά του. Η Δανάη κράτησε την ανάσα της.
«Μάλιστα…», είπε σιγανά με τη βαθιά φωνή του και πήρε να καθαρίζει αργά τα γυαλιά του. «Εξαιρετική παρουσίαση. Αν ήμουν εργοδότης σου θα χοροπηδούσα από τη χαρά μου που έχω τέτοιον υπάλληλο. Αλλά δυστυχώς δεν είμαι, δεν πειράζει, ίσως κάποια στιγμή, όταν το αποφασίσεις…» είπε με παράπονο. Το στόμα της στέγνωσε και μισάνοιξε με απορία, σίγουρα δεν περίμενε κάτι τέτοιο. Ο πατέρας της δεν την είχε συνηθίσει σε επαίνους και συναισθηματισμούς και ποτέ δεν της είχε προτείνει να δουλέψουν μαζί. «Ας είναι, τώρα στο προκείμενο, όντως κάτι δεν πάει καλά με τους αριθμούς κι είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο το πως κατάφερες να εντοπίσεις την ανακολουθία, κάποιος σε επιβουλεύεται μου φαίνεται, γιατί αδυνατώ να πιστέψω ότι σε μια τέτοια εταιρεία κανείς δεν το εντόπισε ως τώρα»
«Τι εννοείς;» τον ρώτησε ξέπνοη
«Κάποιος μαγείρεψε τους αριθμούς, κάποιος που θέλει να σε παρουσιάσει ανίκανη». Η Δανάη έκανε μια γκριμάτσα.
«Το ξέρω ότι δε θες να μπλεκόμαστε στη δουλειά σου, αλλά νομίζω ότι είναι η ώρα να πάρω τηλέφωνο τον Ουάιτ, χρειάζεσαι έναν καλό σύμμαχο και κάποιο με επιρροή για να μάθεις τ΄αληθινά νούμερα» η Δανάη μούτρωσε και ξεφυσώντας έγειρε πίσω περνώντας τα δάχτυλα της μέσα από τα μαλλιά της.
«Ας ξεκινήσουμε πρώτα από τα χαμηλά και βλέπουμε…»
«Είστε απίστευτη κυρία Ευθαλία!», έλεγε με στεντόρεια φωνή η Χρύσα ανάμεσα στα χαχανητά της. Η παρέα είχε δέσει για τα καλά. Όση ώρα η Δανάη κι ο πατέρας της δούλευαν, με τον Στέφανο να μπαινοβγαίνει συνέχεια με διάφορες δικαιολογίες, το ιστιοπλοϊκό πέρασε τον κόλπο και έδεσε στις Κολυμπήθρες. Η εύθυμη συντροφιά βούτηξε με φωνές και γέλια και τους καλούσε. Καθώς έβγαιναν για να τους ακολουθήσουν η Δανάη γύρισε να ευχαριστήσει τον πατέρα της, εκείνος την κοίταξε πάλι βαθιά στα μάτια για δευτερόλεπτα και της είπε σοβαρός «Να διαλέξεις εκείνον που κάνει την καρδιά σου να χτυπά σαν τρελή…». Εκείνη απέστρεψε το βλέμμα της κοκκινίζοντας.
«Ξέχασα να το σώσω…» είπε και γύρισε πίσω. Τότε πρόσεξε τον Στέφανο να στέκεται πάνω από το λάπτοπ της.
«Δε βούτηξες εσύ;»
«Μμμ τώρα πάω», απάντησε νευρικά εκείνος και την προσπέρασε με γοργό βήμα.
Ο Μαρκ φαινόταν καλύτερα και απολάμβανε το μπάνιο μιλώντας ζωηρά με τη Χρύσα και την κυρία Ευθαλία στα γαλαζοπράσινα νερά του νησιού με τις πανέμορφες μικρές αμμώδεις παραλίες ανάμεσα στα γρανιτένια σμιλεμένα από τη θάλασσα και τον αέρα βράχια που θυμίζουν υπαίθρια έκθεση μοντέρνας γλυπτικής. Όταν είδε τη Δανάη να βουτά άρχισε να κολυμπά χαρούμενος προς το μέρος της, όμως ο Φαέθων που του ρίξε ένα παγωμένο βλέμμα τον πρόλαβε και πήρε να κολυμπά πολύ κοντά στη Δανάη μιλώντας περί ανέμων και υδάτων με χιούμορ, πράγμα που έκανε τη Δανάη να γελά δυνατά κάθε τρεις και λίγο. Η Δανάη κοίταζε τον Φαέθωνα στα μάτια όλη αυτή την ώρα και η καρδιά του Μαρκ βούλιαξε. Σύντομα όμως ήρθαν οι άλλοι και τον παρέσυραν πίσω στην ανάλαφρη κουβέντα τους, αν κι εκείνος συνέχισε να παρακολουθεί με την άκρη του ματιού του τους δυο τους να ξεμακραίνουν.
Το βράδυ η Δανάη ξάπλωσε κατάκοπη και προσπάθησε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της. Ήταν μια μεγάλη μέρα. Η δουλειά έβαινε καλώς και πήγαινε ακόμα καλύτερα από τη στιγμή που πάνω στην κουβέντα ο πατέρας της ανέφερε το θέμα με τους πλαστούς αριθμούς και ο Μαρκ, με εξαιρετική δεξιοτεχνία, άφησε να εννοηθεί ότι το ‘χε κάνει η Εύη. H Χρύσα άρχισε πάλι να μιλά για τις προετοιμασίες του ταξιδιού τους και για τ΄αφεντικό της, όπως και για ένα περίεργο τηλεφώνημα που δέχτηκε από την Εύη. Τώρα ήταν Μαρκ που την έκοψε, μιλούσε λίγο τρεμουλιαστά και σιγά.
«Τι εννοείς; Τι πιστεύεις ότι του ζήτησε σ΄αυτό το τηλεφώνημα;»
«Μμμ δεν μπορώ να ΄μαι σίγουρη, μα μετά ο γουρουνοκέφαλος βγήκε από το γραφείο του και μου είπε ότι έπρεπε να ξαναδούμε τη λίστα με τα οικόπεδα που θα βλέπαμε και… Διέγραψε δύο… Τα δύο καλύτερα, ήμουν σίγουρη ότι ένα από αυτά θα διαλέγατε, εκείνος όμως πρόσθεσε δύο άλλα στη θέση τους…», είπε με φόρα η Χρύσα και ξαφνικά έμεινε με το στόμα μισάνοιχτο για να ξανασυλλογιστεί αυτά που μόλις είχε πει. Η Δανάη και ο Μαρκ την κοίταζαν τώρα νευρικοί, έπειτα αλληλοκοιτάχτηκαν με νόημα.
«Έπρεπε να το περιμένω, η Εύη δεν έχει φίλες. Δεν είσαι φίλη της, έτσι;» Η Δανάη της έγνεψε αρνητικά.
«Μμμ θέλει κάτι από σένα;»
«Διεκδικούμε την ίδια θέση…», είπε σιγανά η Δανάη πλέκοντας αμήχανα τα δάχτυλα της.
«Φυσικά!» αναφώνησε η Χρύσα και πετάχτηκε πάνω λέγοντας «Πρέπει να κάνω ένα τηλεφώνημα!». Ο Μαρκ και οι Δανάη απέμειναν στις θέσεις τους αμήχανοι. Ο Μαρκ έριξε ένα καθησυχαστικό βλέμμα στη Δανάη, μα δε φαινόταν και τόσο σίγουρος. Φοβόταν ότι παραείχαν ανοιχτεί στη Χρύσα. Έπειτα από λίγο η Χρύσα γύρισε μ΄ένα θριαμβευτικό χαμόγελο στο πρόσωπο.
«Είχα δίκιο! Επίτηδες τα βγάλε έξω η Εύη τα καλά οικόπεδα! Λοιπόν παιδιά άκυρο η Πάρος, φεύγουμε για Σίφνο!», είπε με ύφος πομπώδες. Ο Στέφανος έφερε πολλές αντιρρήσεις, ξαφνιάζοντας τους, όπως και η κυρία Ευθαλία, η οποία ήθελε να ευχαριστηθεί τη μοναχοκόρη της λίγο παραπάνω, μα χωρίς αποτέλεσμα. Αποχαιρετήθηκαν αργά το βράδυ με τ΄απαραίτητα δάκρυα.
Όσον αφορά όμως τα προσωπικά, ένα ειρωνικό μειδίαμα ξέφυγε της Δανάης. Τα προσωπικά, πόσα χρόνια είχε να σκεφτεί για τα προσωπικά. Τέλος πάντων αυτά ήταν μάλλον μπλεγμένα και τα περιέπλεκε περισσότερο η παρουσία του Μαρκ εκεί, δε λέει της φάνηκε εξαιρετικά χρήσιμη και της πρόσφερε πολύτιμη βοήθεια όμως… Τα σκοτεινιασμένα μάτια του Μαρκ απεικονίστηκαν μπροστά της, όταν του ΄πε ότι αυτή θα κοιμηθεί στην καμπίνα της Χρύσας κι έπειτα όλη την ημέρα την κοιτούσε, κάπως, σκέφτηκε και ανατρίχιασε. Απ΄την άλλη ο Φαέθων, ένιωσε τα μάγουλα της καυτά στη σκέψη του μόνο, την έκανε να χασκογελά σα κοριτσόπουλο, για την ακρίβεια ποτέ άλλοτε δε θυμόταν τον εαυτό της να γελά με ήχο. Αυτό βέβαια το πρόσεξε πρώτη η Ευθαλία η οποία της το είπε, όταν κατάφερε να την ξεμοναχιάσει για λίγο στο δρόμο την ώρα που πήγαιναν για φαγητό. Ουφ, ξεφύσηξε δυνατά η Δανάη, χτυπώντας λυσσασμένα τα σεντόνια με τα πόδια της για να το απλώσει, περνούσα καλύτερα όταν είχα μόνο τα επαγγελματικά να σκάω, σκέφτηκε και γύρισε στο πλάι. Ο Φαέθων σήμερα πέρασε την περισσότερη ώρα μαζί της, μα το ‘κάνε γι΄αυτήν ή για να την μπει στον Μαρκ, με τον οποίο φαίνεται να υπάρχει ένας ανταγωνισμός; Και μ΄αυτό το ερωτηματικό έκλεισε τα μάτια της και κοιμήθηκε.