Έπεφτε δυνατό χιονόνερο την ώρα που έφευγε απ ‘το μαγαζί. Ωστόσο, η παγωμένη, χειμωνιάτικη νύχτα, δεν έδειχνε να την πτοεί, όχι απόψε τουλάχιστον. Η Τερέζα έτρεξε γελώντας φωναχτά προς το αυτοκίνητο, φορώντας μόνο ένα μάλλινο, λεπτό ζακετάκι. Πεντακόσια ευρώ μπουρμπουάρ στα 33 της, δεν ήταν λίγα σε καμία περίπτωση. Και μα τον Άγιο, δε θα τον έλεγες και μικρό τον ανταγωνισμό στο κλαμπ του Πίπη του φονιά. Τι στο καλό, αυτά τα εικοσάχρονα κορίτσια με τις πλαστικές από κάποιο κομπογιαννίτη γιατρό στη χώρα τους, πίστευαν στ’ αλήθεια ότι άξιζαν;
Δεν ήξεραν με ποια είχαν να κάνουν. Δώδεκα χρόνια κλασσικό μπαλέτο – παιδάκι ήταν ακόμα όταν ξεκίνησε στην Δημόσια 0ρχηστρική Σχολή Ιονίων Νήσων – είχαν χτίσει το μυϊκό της σύστημα. Οι τετρακέφαλοι στα πόδια της, έγιναν με τον καιρό σαν πέτρινοι και οι γλουτοί της τραπεζάκι κανονικό ν’ ακουμπήσεις το ουΐσκι σου. Ήξερε τι έκανε η Τερέζα. Δεν έπινε, δεν κάπνιζε και σταθερά δυο ώρες καθημερινά ασκούνταν στο σιδερένιο στύλο στη μέση του σπιτιού της, δώρο απ’ τον Πίπη πέρσι την Πρωτοχρονιά. Ήταν επαγγελματίας χορεύτρια. Όχι σαν αυτές που χαίρονταν να γδύνονται, όταν οι νταλικιέρηδες ξεφόρτωναν στο νησί πορτοκάλια κι είχαν τις τσέπες γεμάτες…
Άδικα ανησυχούσε τόσο καιρό πως θα την έδιωχνε ο Πίπης. Στη σκέψη και μόνο, ένιωσε πανικό. Πώς θα φρόντιζε το παιδί χωρίς δουλειά; Και να που απόψε όλοι οι φόβοι εξανεμίστηκαν. Εξακολουθούσε να είναι η καλύτερη χορεύτρια του κλαμπ “η Κοντεσσίνα”.
Το στριπτήζ δεν ήταν παρά το αναγκαίο κακό, σε μια άψογη χορευτική παράσταση. Έκανε ασυναίσθητα μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας, καθώς σκέφτηκε τη στιγμή που πλησίαζε χορεύοντας τους εργάτες, για να της βάλουν λίγα ευρώ στο εσώρουχο. Μερικοί ήταν πραγματικά άξεστοι, με βρόμικα δάχτυλα, που τα έχωναν όπου μπορούσαν. Η Τερέζα είχε τον τρόπο να τα ξεπερνά αυτά. Έβλεπε τον εαυτό της σύντομα σ’ ένα μακρινό μέρος, είχε στόχους. Δε δούλευε τσάμπα στο μπουρδέλο του Πίπη, στην άκρη της παλιάς περιφερειακής οδού.
Το παλιό αγροτικό μούγκρισε ανεβαίνοντας τον λόφο, που οι κάτοικοι ήξεραν ως βουναλάκι της Πάνω Παναγιάς. Στη μεγάλη στροφή έκανε στην άκρη και σταμάτησε μες στο σκοτάδι. Η βροχή είχε πια σταματήσει. Απόμεινε για λίγα λεπτά να κοιτάζει τα φώτα της πόλης που αχνόφεγγαν στο βάθος. Τα ήξερε αυτά τα φώτα. Μπορούσε να σου πει ακριβώς σε ποιανού το σπίτι αντιστοιχούσε το καθένα. Τι διάολο! Εδώ γεννήθηκε, εδώ μεγάλωσε. Στους αμμόφολους της περιοχής που κατέληγαν στην παραλία, ανέβαινε όλη η παρέα μετά το σχολείο για να καπνίσει κρυφά.
Κι εκεί κάτω – δε φαινόταν στο σκοτάδι, αλλά εκείνη μπορούσε να το ακούσει – κυλούσε το ρέμα του Άη Χαραλάμπη, το μεγαλύτερο στο νησί, που έφτανε γεμάτο απ’ τα απόβλητα των ελαιοτριβείων μέχρι τη θάλασσα. Στις καλαμιές, στην όχθη του, έδωσε το πρώτο φιλί με τον Φρατζέσκο της κι εκεί έγινε για πρώτη φορά γυναίκα στην αγκαλιά του. Ήταν μόλις 16 χρόνων και τον αγαπούσε μέχρι τον ουρανό. Κι εκείνος τη λάτρευε.Έπαιρνε κρυφά τη βάρκα του παππού του για να τη βολτάρει στις Γαλάζιες Σπηλιές.
Θα παντρεύονταν μια μέρα της έλεγε, θα ζούσαν στο μεγάλο κτήμα με τις ελιές και τ’ αμπέλια, τίποτε στον κόσμο δε θα τους χώριζε. Έκλεισε τα μάτια και το μυαλό της γέμισε ήχους. Μπορούσε να νιώσει καθαρά την ανάσα της άμμου που σπαρταρούσε κάτω απ’ τις ριπές του αέρα. Τον ήχο του νερού που κυλούσε ορμητικά κι εκείνον του φεγγαριού ακόμα, που αντηχούσε τα ερωτόλογα των ερωτευμένων. Αφουγκράστηκε προσεκτικά και τότε το άκουσε. Κάποιος τραγουδούσε το αγαπημένο της νανούρισμα:
Κοιμήσου Τερέζα μου γλυκά
Κι εγώ θα σου πω ένα τραγούδι…
Τινάχτηκε απότομα κοιτώντας γύρω της. Πρέπει να φύγω, είπε στον εαυτό της, το παιδί θα ξυπνήσει και δε θα ‘μαι εκεί. Στη σκέψη αυτή έβαλε τρομοκρατημένη μπροστά και κίνησε για τις καλύβες στην κορυφή του λόφου.
***
Μα την Αγία Μαύρα, δεν υπήρχε ομορφότερο κορίτσι στο νησί απ’ την Τερεζίνα. Φιόρο μου ανθισμένο, αναστέναζαν τ’ αγόρια στη Χώρα σαν περνούσε. Κι οι άντρες τρεμούλιαζαν όποτε την έβλεπαν με τη γιαγιά τις Κυριακές στην βόλτα. Ήταν όλα αλλιώτικα όταν ζούσε η σιόρα – Τζόγια. Θυμόταν με βαθύ πόνο τις όμορφες καντάδες που της τραγουδούσε, την ώρα που της έπλεκε τα μακριά μαλλιά.
«Πόσο μοιάζεις τση μάνας σου ψυχή μου!» αναστέναζε.
Πάνε όλα αυτά. Χάθηκαν για πάντα. Πέθανε η γιαγιά ξαφνικά, την χρονιά που η Τερέζα τελείωνε το σχολείο. Ήταν το καλοκαίρι που έμαθε ότι περιμένει το παιδί του Φρατζέσκου. Θηρίο ανήμερο έγινε ο παππούς μόλις το έμαθε, έτοιμο να την κατασπαράξει. Την κλώτσησε δυνατά στην κοιλιά, τόσο που μάτωσε.
«Δε θα σε παντρευτεί χαμένη!» της φώναξε. «Κατέστρεψες τη ζωή σου, όπως η πόρνη η μάνα σου! Σύρε να γκρεμιστείς απ’ το κάστρο τση Μπόχαλης σαν κι εκείνη!».
«Θα με παντρευτεί, μ’ αγαπάει!» ούρλιαξε εκείνη και έκλαψε γοερά.
Ο Φρατζέσκος Κλαυδιανός, γιός βουλευτή κι ανηψιός του σεβαστού Μητροπολίτη, δεν την παντρεύτηκε ποτέ. Οι γονείς του τον έστειλαν στην Αγγλία για σπουδές. Σύντομα ο παππούς έχασε στα χαρτιά το σπίτι με τα πολλά παράθυρα και το μικρό μπαλκόνι που έβλεπε στην εκκλησία της Κυράς των Αγγέλων, μεγάλη η Χάρη Της.
Τότε ήταν που εμφανίστηκε στη ζωή τους ο Πίπης, αυτός που τον έλεγαν φονιά. Φονικό στο νησί είχε τριακόσια χρόνια να γίνει. Από τότε που ένας κόντες έπιασε τη γυναίκα του με τον σταβλίτη. Ήταν γέρος και μισότυφλος. Σκότωσε κατά λάθος το αγαπημένο άλογο της γυναίκας του αντί τον εραστή και τότε εκείνη άρπαξε το όπλο και του μπουμπούνισε μια στο κεφάλι. Ο ίδιος ο Πίπης ωστόσο επέμενε να τον αποκαλούν φονιά, κόμπαζε μάλιστα πως όσο ήταν ναυτικός μαχαίρωσε δύο ντόπιους σ’ ένα χωριό έξω απ’ το Πουέρτο Ρίκο.
Ο φονιάς τους έδωσε το σπιτάκι με τα κεραμίδια να ζήσουν κι η Τερέζα μαράθηκε μόνη στην καλύβα στο βουνό, φροντίζοντας το μωρό και τον παππού της. Στην πόλη δε κατέβαινε συχνά. Ψώνιζε στο μεγάλο σουπερμάρκετ στο δρόμο προς τους λόφους. Δεν άντεχε τα βλέμματα. Ειδικά όταν συναντούσε κάποιον από τους φίλους του παππού. Θυμόταν τα άσχημα χρόνια μετά το θάνατο της γιαγιάς, όταν την κλείδωνε στο δωμάτιο για να χαρτοπαίξει με τον Πίπη και τους άλλους. Κι ύστερα… έκλεισε τα μάτια, δεν ήθελε να θυμάται. «Μέχρι να βρω δουλειά» της έλεγε, κάθε φορά που ένας απ’ τους φίλους του Πίπη έμπαινε στο δωμάτιό της. Εκείνη ήταν η αποζημίωσή του για τα χρέη του παππού. Δε τον λυπήθηκε η Λουίζα τον παππού της, όταν αρρώστησε από καρκίνο. Τον φρόντισε με αυταπάρνηση, αλλά δε τον λυπήθηκε ούτε τόσο δα.
***
Σήμερα ωστόσο ξημέρωσε μια αλλιώτικη μέρα, χωρίς κακές σκέψεις. Δεν έβγαζε συχνά τόσα λεφτά. Κι όταν τύχαινε να βγάλει, ο Πίπης έλεγε ότι του χρωστάει. Ας είναι. Ίσως η τύχη της άλλαζε από δω και πέρα. Φόρεσε το καλό της φόρεμα κι ήρθε – σπρώχνοντας περήφανα το καροτσάκι του μωρού – στο μεγάλο καφενείο της πλατείας. Τα καλοκαίρια συνέρρεε πλήθος κόσμου όταν έπαιζε η μπάντα του δήμου με τις κόκκινες στολές και τα χρυσά σιρίτια. Και τώρα πάντως, μες στο καταχείμωνο, η πλατεία είχε γεμίσει ντόπιους και στο καφενείο δύσκολα θα ‘βρισκες τραπέζι αδειανό.
Στη μικρή Αγγελίνα άρεσαν τα γλυκά κι οι νόστιμες πίτες, όπως και σε κείνη.
«Θα φας πρώτα κρεατόπιτα και μετά θα σου πάρω φρυγανιά» της είπε τρυφερά. «Δεν υπάρχει πιο ωραίο γλυκό, τη φτιάχναμε παλιά με τη γιαγιά με κανέλα και γαρύφαλο . Θα σου μάθω μια μέρα, θα δεις. Κι εγώ θα πιω λικέρ κουμ κουάτ. Μήπως να φυτέψουμε μια γλάστρα; Αχ! Έχω τόσα πολλά στο νου μου να σου μάθω!».
Προχώρησε στη μεγάλη σάλα με τους τεράστιους καθρέφτες και τους παλιομοδίτικους πολυελαίους, αγνοώντας τα βλέμματα και τους ψιθύρους. Στα μικρά μέρη δεν ξεχνάνε ποτέ.
«Ποια είν’ ετούτη δω που περνά έτσι καμαρωτή; Να χαρεί την εμορφιά της, κούκλα η άτιμη!»
«Ωχου καϋμένε, ποίαν εζήλεψες! Η κόρη τση Αγγελίνας μωρέ, τση θεόμουρλης, που έπεσε στο γκρεμνό και πνίγηκε όταν την άφησε ο αγαπητικός της».
«Δεν είναι 500 ευρώ αυτά κυρά μου!» έκανε κάπως απότομα ο Διονυσάκης τση Πηγούλας, ο σερβιτόρος. «Σχώρα με ψυχή μου, είναι ψεύτικο», συμπλήρωσε κάπως πιο ήπια. «Αυτή τη φορά πρέπει να φύγεις, δε θα ξανακάνω τα στραβά μάτια».
Η γυναίκα τον κοίταξε με άδειο βλέμμα.
«Μα ήμουν σίγουρη» είπε «τα είδα χτες τη νύχτα. Ίσως κάποιος μπήκε και τα άλλαξε…» κατέβασε το κεφάλι ντροπιασμένη.
Η φωνή ακούστηκε αυστηρή και υπερβολικά σίγουρη.
«Βάλε την Τερεζίνα να καθίσει στη σάλα Διονύση, να πάρει ό,τι θελήσει. Και στείλε μου το λογαριασμό».
Θα αναγνώριζε τη φωνή του μέσα σε χιλιάδες άλλες πριν ακόμα γυρίσει να δει.
«Ευχαριστώ» ψέλλισε χωρίς να σηκώσει το βλέμμα και κατευθύνθηκε προς το βάθος της αίθουσας, αφού τακτοποίησε την κουβέρτα στο καρότσι.
«Το είδες αυτό μαμά;» έκανε το αγοράκι με τα σγουρά ξανθά μαλλιά. «Ολόκληρη γυναίκα και κουβαλάει ένα καροτσάκι μωρού με μια πλαστική κούκλα μέσα!».
Η γυναίκα τράβηξε ανυπόμονα τον άντρα της απ’ το μανίκι.
«Φρατζέσκο, έλα μάτια μου» είπε, προσπαθώντας να μη δείξει εκνευρισμένη. «Ας ανέβουμε αυτές τις σκάλες. Ο Δήμαρχος με την Αθηνούλα και τα παιδιά, μας περιμένουν από νωρίς».
Ο άντρας της, κατακόκκινος , έγνεψε καταφατικά κι ακολούθησε τον σερβιτόρο στο ξύλινο πατάρι.
Η γυναίκα με το καρότσι κουνούσε τώρα ρυθμικά το “μωρό”, καθισμένη στον φαρδύ, δερμάτινο καναπέ. Κάθε τόσο μουρμούριζε κάτι σαν παλιό τραγουδάκι, κοιτάζοντας απ ‘το μεγάλο τζάμι μακριά τη θάλασσα, που σήμερα έδειχνε σκοτεινή, σχεδόν μαύρη.
«Κοιμήσου Αγγελίνα μου γλυκά
Κι εγώ θα σου πω ένα τραγούδι,
Ένα τραγούδι για την αγάπη
Και την κίτρινη άμμο στους λόφους της Παναγιάς
Κοιμήσου μικρή Αγγελίνα
Ο καιρός περνά και χάνεται…»
The BluezGuest