Προηγούμενο

 

Την επόμενη μέρα ‘βαλαν πλώρη για Σίφνο. Ο Μαρκ πέρασε όλο το πρωινό αποκαρωμένος λόγω ναυτίας. Εν τω μεταξύ η Χρύσα έκανε τα απαραίτητα τηλέφωνα με το τοπικό μεσιτικό και έκλεισε ραντεβού για το απόγευμα. Έκαναν στάση για μπάνιο και βγήκαν στη στεριά με το φουσκωτό για χάρη του Μαρκ, όλοι εκτός από τη Δανάη που έβαζε τις μερικές πινελιές στην παρουσίαση της. Μια παράξενη ατμόσφαιρα επικρατούσε ανάμεσα στα μέλη της παρέας, γεμάτη ένταση και αμηχανία, μάταια προσπαθούσε να την καταλαγιάσει η Χρύσα με την ευθυμία της και τα τιτιβίσματα της.

Νωρίς το απόγευμα δέσανε ανοιχτά, μπροστά από μια όμορφη αμμώδη παραλία με πεζούλες από ξερολιθιά να κατεβαίνουν την πλαγιά ως κάτω. Πιο ψηλά διακρινόταν ένας χωματόδρομος να κόβει την πλαγιά στη μέση. Η Δανάη κοίταξε το μέρος δύσπιστα και τα χείλη της σφίχτηκαν. «Είναι φοβερό μέρος εε! Αλλά δεν είμαι σίγουρη για τα όρια. Θα ‘ρθει όμως ο κύριος Τάκης να μας τα πει!» έκανε ενθουσιασμένη η Χρύσα. Όμορφο ήταν σίγουρα, αλλά… Το μυαλό της Δανάης άρχισε να δουλεύει σαν κομπιουτεράκι, χρειαζόταν σκάψιμο, επιχωματώσεις, διάνοιξη μεγαλύτερου δρόμου ίσως και ασφαλτόστρωση, πρέπει να το δει από κοντά και να δει το πέτρωμα. Η Χρύσα ήδη την καλούσε από το μικρό φουσκωτό, ενώ ο Μαρκ βουτούσε από το σκάφος αριστοτεχνικά στο νερό πιτσιλώντας τη. 

Η Δανάη έριξε μια εξεταστική ματιά στην παραλία κι έκανε μια βόλτα από τη μια άκρη ως την άλλη τραβώντας μερικές φωτογραφίες. Ο Φαέθων στεκόταν πιο πέρα κάνοντας το ίδιο. Η Χρύσα ανακάλυψε ένα μονοπατάκι που ανέβαινε ως το δρόμο κατά πως φαινόταν και της έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Ήταν δύσκολη ανάβαση, τα δυο κορίτσια κοντανάσαιναν από τη ζέστη. Δίπλα τους υψωνόταν ντροπαλά, χρυσαφιά ινώδη ανεμόχορτα. Ο δρόμος ήταν πλατύτερος απ΄ότι περίμενε η Δανάη και αρκετά καλός για χωματόδρομος. Τα δυο κορίτσια κάθισαν σε δύο βράχια στο πλάι του δρόμου για να πάρουν ανάσα. Φυσικά την αρχή της κουβέντας την έκανε η Χρύσα. 

«Λοιπόν πρέπει να σου ομολογήσω ότι δε στο ‘χα, σου βγάζω το καπέλο!»  Η Δανάη την κοίταξε αναποφάσιστη, είχε πια συνηθίσει τις χοντράδες και τις ασαφείς φράσεις της Χρύσας και τώρα αναρωτιόνταν κατά πόσο ήθελε να μάθει ή όχι τι εννοούσε. Εκείνη συνέχισε απτόητη από τη σιωπή «Έτσι όπως σε είδα στο αεροδρόμιο, ντυμένη άθλια με ΄κείνα τα τσουβάλια, είπα από μέσα μου ότι είσαι σα ξινισμένη γεροντοκόρη και εντελώς ξενέρωτη και βούρλο»

«Ευχαριστώ, μου το ξανάπες» έκανε στυφά η Δανάη.

«Τώρα όμως, τώρα σου βγάζω το καπέλο!»

«Μπα;» έκανε βαριεστημένα η Δανάη. 

«Βέβαια! Όχι μόνο μέσα σε μια μέρα μεταμορφώθηκες σε μια στιλάτη γυναίκα!» Χάρις την πωλήτρια της Μήλου, σκέφτηκε η Δανάη κυρτώνοντας ειρωνικά τα χείλη της. «Αλλά έχεις όλους τους άντρες, και τι άντρες, να σφάζονται για χάρη σου! Και δε σου το ΄χα!» Η Δανάη την κοίταξε με την άκρη του ματιού της, καθώς αναδεύτηκε στο μικρό βραχάκι και έσφιξε τα χείλη της. «Και τι μπούρδες είναι αυτές που τσαμπούναγες ότι ο Μαρκ είναι γκέι;» 

«Ε!» διαμαρτυρήθηκε η Δανάη, «Έτσι νόμιζα!» 

«Α καλά! Είπα κι εγώ τόσο έξω έπεσα; Είσαι βούρλο! Τι γκέι παιδί μου, ο άνθρωπος λιώνει σα σε κοιτά και το ματάκι του παίζει κανονικά!» 

«Είμαι…» ψέλλισε η Δανάη και τώρα της γύρισε την πλάτη, πότε επιτέλους θα έρθει ο περιβόητος κυρ΄ Τάκης; Αναστέναξε και άρχισε να κάνει αέρα με το καπέλο της. 

«Αμ εκείνον τον Φαέθωνα!» συνέχισε απτόητη η Χρύσα, ενώ η Δανάη ρίγησε στα λόγια της. «Δεν έχω ξαναδεί ποτέ έτσι τον αδερφό μου, ποτέ!»

«Μμμ;» έκανε προσποιούμενη την αδιάφορη εκείνη.

«Τι στο καλό μάγια τους έκανες; Ως και στον Στέφανο…» έκανε σιγανά η Χρύσα. 

«Στον Στέφανο;» επανέλαβε μπερδεμένη η Δανάη «Αν θυμάμαι καλά εσύ το ξεκίνησες, τότε στη Μήλο με τις χοντράδες σου! Και που είναι το πρόβλημα σου; Νίκησες, δεν νίκησες; Έχεις τον Στέφανο!» 

«Νίκησα;» έκανε θλιμμένα η Χρύσα. Η Δανάη την κοίταξε σαστισμένη.

«Μα, ναι!» ψέλλισε. 

«Εγώ γιατί δε νιώθω να νίκησα;» 

«Τι θες να πεις; Μίλα Ξεκάθαρα! Τώρα σου ΄ρθε η όρεξη να μιλάς με γρίφους;» ρώτησε οργισμένα η Δανάη σχεδόν ουρλιάζοντας.

«Ο Στέφανος…» 

«Εεε, τι ο Στέφανος;» 

«Ο Στέφανος, τελευταία όλο σε περιτριγυρίζει» 

«Εμένα;» η Χρύσα κούνησε ελαφρά το κεφάλι της θετικά.

«Βλακείες!», είπε με στόμφο η Δανάη κουνώντας απαξιωτικά το χέρι της. «Πριν λίγο μου έλεγες ότι ο Μαρκ με βλέπει και λιώνει, εε αυτό το βλέμμα βλέπω κι εγώ στον Στέφανο σα σε κοιτά!», είπε γλυκά η Δανάη κοιτώντας τη στα μάτια. 

«Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε σιγανά η Χρύσα συσπώντας ένα μικρό μυ δίπλα στα χείλη της. 

«Είμαι» είπε σταθερά η Δανάη αν και μέσα της δεν ήταν τόσο. «Τι θα γίνει μ΄αυτόν τον κυρ΄ Τάκη δεν τον παίρνεις ένα τηλέφωνο; Πού είναι;» είπε η Δανάη έπειτα από λίγο νιώθοντας άβολα με τη σιωπή που επικρατούσε. Η Χρύσα έκανε άλλη μια προσπάθεια κι επιτέλους εκείνος το σήκωσε, ενώ η Δανάη παρακολουθούσε με προσοχή προσπαθώντας, μάταια να βγάλει άκρη από τα λεγόμενα της Χρύσας και τις εκφράσεις της. Η Χρύσα έκλεισε συγχυσμένη το τηλέφωνο και το κοίταξε σα να ΄βλεπε ένα βδέλυγμα. 

«Λοιπόν; Τι έγινε;»

«Δεν μπορώ να καταλάβω…» είπε λυπημένα η Χρύσα. 

«Τι εννοείς;»

«Δεν ξέρω τι έγινε. Ο κύριος Τάκης  μου έλεγε κάτι ακαταλαβίστικα!» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους της. 

«Τι σου είπε, παιδάκι μου;» τη ρώτησε σαν αυστηρή μητέρα η Δανάη χειρονομώντας. 

«Μου είπε ότι τον πήρε εκ μέρους μου το μεσημέρι, η υπάλληλος μας από τα κεντρικά και τον ενημέρωσε ότι έχουμε μια βλάβη και δε θα έρθουμε πριν περάσουν τρεις μέρες και γι΄αυτό αυτός σήμερα κανόνισε άλλη δουλειά. Τον παρακάλεσα και είπε αύριο πρωί πρωί θα ΄ναι εδώ, αν και δεν είναι αναγκαίο, όπως μου τόνισε, γιατί τα όρια είναι αυτό το τοιχάκι εκεί όπως κατάλαβα» Η Δανάη κοίταξε προς τα εκεί σαστισμένη, μέχρι να ξαναγυρίσει προς τη Χρύσα, αυτή είχε σηκωθεί και κατέβαινε γρήγορα το μονοπάτι προς την παραλία. 

«Χρύσα!» 

«Πάω για μπανάκι, έσκασα!» της φώναξε εκείνη με την πλάτη γυρισμένη. Η Δανάη έμεινε για λίγο στη θέση της και ξαναέφερε στο νου της τα λόγια της Χρύσας. Τον ενημέρωσε υπάλληλος ότι έχουμε βλάβη; Είναι δυνατόν; Πώς είναι δυνατόν να ΄ξερε η Εύη που είναι και τι σκόπευαν να κάνουν; Τίναξε το κεφάλι της. Δεν μπορεί! και με βήμα αργό κατευθύνθηκε προς την ξερολιθιά που της είχε δείξει η Χρύσα. 

Το βλέμμα της πλανήθηκε απ΄άκρη σ΄άκρη, όμορφο μέρος βαμμένο με τις χρυσαφιές αποχρώσεις του καλοκαιριού που του χαρίζει μια άγρια ομορφιά, πιο κάτω χαμηλά απλωνόταν η χρυσή αμμουδιά που καταβρέχονταν από θαλασσιά πεντακάθαρα νερά. Η Δανάη ανέπνευσε βαθιά, η μυρωδιά του φασκόμηλου και του θυμαριού πλημμύρισαν τα πνευμόνια της κάνοντας τη να χαμογελάσει. Ξεκίνησε να κατεβαίνει πηδώντας ζωηρά πάνω από τις πεζούλες, όταν ξαφνικά ένιωσε ένα οξύ πόνο στο πόδι της πράγμα που την έκανε να βγάλει μια μικρή κραυγή. Κοίταξε παραξενεμένη προς το σημείο που την πονούσε, όμως ένα σύρσιμο τράβηξε την προσοχή της και με την άκρη του ματιού της έπιασε ένα όγκο να σέρνεται και να εξαφανίζεται ανάμεσα στα χόρτα, ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται και εξέτασε το σημείο που την πονούσε, στο πλάι του αστράγαλου βρήκε ένα ματωμένο σημάδι σε σχήμα u. Έκανε να στηριχτεί, μα κοιτώντας την ξερολιθιά δίπλα της μάζεψε το χέρι της τρομαγμένη. Ανάσες, ανάσες πάρε ήρεμες ανάσες, σκέφτηκε κι έκλεισε τα μάτια. 

«Τι έγινε;» ακούστηκε ήρεμη η φωνή του Φαέθωνος από κάπου πιο χαμηλά.

«Κάτι με τσίμπησε…» έκανε βραχνά η Δανάη και καθώς δεν άντεξε, κάθισε βαριά ανακούρκουδα στο χώμα. 

«Τι καμιά μέλισσα;» έκανε εκείνος προσπαθώντας ν΄ακουστεί ανέμελος καθώς ανέβαινε με γοργό ρυθμό. Η Δανάη τον κοίταξε ζαλισμένη ανάμεσα από τις βλεφαρίδες της. Οι ανάσες δε βοηθούσαν, έπαιρνε πολύ βαθιές και συχνές και τώρα ένιωθε ότι τα πνευμόνια της θα εκραγούν. 

«Φίδι» κατάφερε να πει δυνατά προτού ξαναγυρίσει στις ανάσες.

«Τι χρώμα;»  της ούρλιαξε τώρα ο Φαέθων μ΄έκδηλο πανικό, ενώ τον άκουσε να τρέχει. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. 

«Τι χρώμα;» επανέλαβε τώρα από κάπου κοντά της.

«Δεν ξέρω, τι σημασία έχει, καφετί, μάλλον…» ψιθύρισε προσπαθώντας να συγκρατήσει το κύμα πανικού που την έπνιγε. 

«Έχει! Στη Σίφνο ζει η οχιά της Μήλου, είναι ροζ! Πού σε τσίμπησε;» ούρλιαξε τώρα ο Φαέθων δίπλα της τραβώντας την από το μπράτσο. 

«Της Μήλου;» επανέλαβε η Δανάη και έκανε μια γενναία προσπάθεια να χαμογελάσει δείχνοντας του τον αστράγαλο της. Εκείνος τον σήκωσε και τον έφερε κοντά στα μάτια του πράγμα που την έκανε να κλυδωνιστεί και να πιαστεί σφιχτά από τα χέρια του. 

«Ουφ ευτυχώς!» ακούστηκε φανερά ανακουφισμένος «Δεν είναι οχιά!»

«Ναι, εε;» μουρμούρισε η Δανάη χωρίς να δείχνει να συμμερίζεται την ανακούφιση του.

«Τι έγινε μ΄αυτόν που περιμένετε, θα έρθει;» τη ρώτησε αναπάντεχα, εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Οι ανάσες της είχαν γίνει πιο αραιές και ήπιες. «Όλα καλά θα πάνε, μην ανησυχείς  πρέπει να πάμε όμως στο σκάφος και στο πιο κοντινό λιμάνι για αντιτετανικό», είπε μαλακά καθώς περνούσε τα χέρια του κάτω από τα γόνατα της. 

«Τι κάνεις;» ρώτησε σε υψηλό τόνο η Δανάη.

«Πρέπει να σε πάω κάτω»

«Θα περπατήσω»

«Καλύτερα, όχι, στην κατάσταση που είσαι!»

«Μη, άσε με!» τσίριξε η Δανάη

«Τι έπαθες;»

«Πώς θα κατέβεις την πλαγιά; Θα πέσουμε και οι δύο!»

«Μην ανησυχείς!» της είπε καθησυχαστικά εκείνος και ξεκίνησε να κατεβαίνει προσεκτικά. Η Δανάη σφίχτηκε πάνω του και πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, ενώ έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του. Ένιωθε εξαντλημένη, αλλά σ΄αυτή τη στάση μπορούσε να μυρίσει το γλυκό άρωμα του δέρματος του, να νιώσει τη θέρμη του κορμιού του και τους χτύπους της καρδιάς του που έμοιαζε να βροντοκοπά το στήθος του. Έπειτα δε θυμάται και πολλά ένιωσε να τη βάζουν στο φουσκωτό και άτομα να μιλάνε από πάνω της.

 

Η Δανάη σηκώθηκε χαράματα, ετοίμασε το πρωινό της κι έκατσε να το απολαύσει στο εξωτερικό σαλονάκι. Δύο γλάροι έκρωξαν, μόλις την είδαν και πέταξαν μακριά. Ούτε ένα κυματάκι δε ρυτίδωνε το πέπλο του νερού που είχε ένα βαθύ ρόδινο χρώμα, ενώ πλαισιωνόταν από ψηλά σκοτεινά βράχια που αντανακλούσαν τα χρώματα τους στο νερό και μια θαλασσοσπηλιά έστεκε μυστηριώδης στην άκρη της. Αφέθηκε στη μαγεία του τόπου, άκουσε το κάλεσμα των σειρήνων το οποίο απόδιωξε γρήγορα στη σκέψη ότι έχει αφήσει κάτι στη μέση, έβγαλε το λάπτοπ της και ξεκίνησε να δουλεύει. Πέρασε κοντά μια ώρα, όταν επιτέλους έπλεξε τα δάχτυλα της πίσω από το κεφάλι της και έγειρε πίσω. Τώρα το μόνο που έπρεπε να κάνει είναι να περιμένει το πολυπόθητο μέιλ. Οι πλάγιες ακτίνες έδιναν ένα βαθύ μπλε στο νερό και οι βράχοι έριχναν ωχροκόκκινες αντανακλάσεις στο νερό.

Κοίταξε πάλι την οθόνη της. Δεν υπήρχε καμία αλλαγή. Αναστέναξε και άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο σκάφος. Ένα υποτιμητικό ξεφύσημα της ξέφυγε. Απα πα πα, ούτε ζώα να έμεναν εδώ μέσα, σκέφτηκε και αμέσως έτρεξε στο ντουλάπι με τα καθαριστικά, μέχρι να πεις κύμινο είχε καθαρίσει την τζαμαρία, σκουπίσει και συμμαζέψει, πλύνει τα πιάτα, γυαλίσει τα νικέλινα ακόμα και τη μηχανή του Φαέθωνος είχε βγάλει και γυαλίσει τους φακούς που είχε τοποθετήσει σε μια συρμάτινη θήκη, όσο στέγνωνε η υφασμάτινη θήκη της έξω. Μόλις τελείωσε, κοίταξε γύρω της ευχαριστημένη και ξανακάθισε στη θέση της. Τίποτα ακόμα, μα τι στο καλό κάνει ο Τζάκσον; Στη Σιγκαπούρη θα κοντεύει μεσημέρι. Ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά ψηλά κι έδινε ένα δελεαστικό τιρκουάζ χρώμα στο νερό. Ήθελε τόσο να βουτήξει, όμως έπρεπε να τελειώνει με το θέμα. Έγραψε ένα ακόμα μέιλ αν και ήξερε ότι θα περνούσαν αρκετές ώρες πριν διαβαστεί. Σίγουρα ο λιπόσαρκος Ελμερ θα συγχυζόταν όταν το ΄βλέπε, αλλά δεν την ένοιαζε, ήθελε επιτέλους μια άδεια για να μπορέσει να ευχαριστηθεί τις υπόλοιπες μέρες της, τώρα που ένιωθε επιτέλους ήρεμη και σίγουρη για το τι θέλει. Τρεις μέρες πέρασαν από τότε που την τσίμπησε το φίδι και μέσα σε αυτές τις τρεις μέρες γίνανε τόσα πολλά. Καταρχάς πέρασαν αρκετές ώρες στο ιατρικό κέντρο του νησιού όπου ο νεαρός γιατρός, με το σκαμμένο από τα σημάδια της ακμής πρόσωπο κοίταζε το πόδι της ξύνοντας αμήχανα το κεφάλι του, ευτυχώς ο Φαέθων είχε δίκιο, δεν ήταν κάτι σοβαρό. Μόνο που ο γιατρός επέμενε να μείνει τουλάχιστον μια μέρα στο κέντρο για την περίπτωση που εμφανίσει κάποια αλλεργία. Όλοι σκίζονταν να την εξυπηρετήσουν και να τη φροντίσουν, ενώ ο Φαέθων και ο Μαρκ έριχναν φαρμακερές ματιές ο ένας στον άλλον κάθε τόσο. Όταν επέστρεψαν στο σκάφος η Δανάη πήρε την καμπίνα της Χρύσας και επίσημα, για να ‘ναι άνετα. Η Χρύσα κατάφερε να βγάλει άκρη σχετικά με τον κύριο Τάκη και την κακή συνεννόηση παρακινούμενη από το αστυνομικό δαιμόνιο του Μαρκ, όμως το αποτέλεσμα έφερε τα πάνω κάτω, οι αποκαλύψεις για τον Στέφανο την πλήγωσαν πολύ. Μα και η ίδια η Δανάη έπεσε από τα σύννεφα, όταν της εξιστόρησε αναλυτικά τα γεγονότα ο Μαρκ χθες το απόγευμα, καθώς τον αποχαιρετούσε στο αεροδρόμιο. Άκου να δεις! Ο Στέφανος πρώην γκόμενος της Εύης, η οποία τον εκβίαζε για να κατασκοπεύει τις κινήσεις της και όταν έμαθε ότι η Χρύσα την πήγαινε στη Σίφνο να κάτσουν να κάνουν ολόκληρο σκηνικό, απλά για να την καθυστερήσουν. Η Χρύσα της είπε ότι έγινε και ένας τρομερός καυγάς ανάμεσα στον Στέφανο και τον Φαέθωνα και γι΄αυτό τον λόγο ο πρώτος εγκατέλειψε το σκάφος άρον άρον. Εν τω μεταξύ ο Μαρκ έπρεπε να γυρίσει επειγόντως στη δουλειά πράγμα που το δέχτηκε με αντικρουόμενα συναισθήματα, από τη μια χαρούμενος που επιτέλους θα έφευγε από το σκάφος του μαρτυρίου του και από την άλλη φανερά ανήσυχος που θ΄άφηνε μόνη τη Δανάη με τον Φαέθωνα, αν και παρηγορούνταν ότι θα ήταν το πολύ για μια μέρα. Η Δανάη έβγαλε από τη θήκη του λάπτοπ της το εισιτήριο για την Αθήνα και η εικόνα του Μαρκ που το ανέμιζε ικανοποιημένος, καθώς της το ‘φέρνε ήρθε στο νου της κάνοντας να χαμογελάσει.

«Έκπληξη για τη μανούλα!» Της είπε γλυκά δίνοντας το. Είχαν συμφωνήσει να κρατήσουν μυστικό το περιστατικό με το φίδι από την Ευθαλία και σαν αντάλλαγμα της είχε ζητήσει να περάσει τουλάχιστον μια ΄βδομάδα μαζί με τους γονείς της, αυτό σίγουρα η Ευθαλία του το ‘χε ζητήσει, μα εκείνη δεν σκόπευε να… Μια κουκίδα κοκκίνισε στην οθόνη αποσπώντας την από τις σκέψεις της. Επιτέλους! σκέφτηκε καθώς πατούσε το πλήκτρο για ν΄ανοίξει. Διάβαζε προσεκτικά το μήνυμα, ενώ ακουμπούσε το κεφάλι της στο χέρι της με τα δάχτυλα της να τρίβουν το μέτωπο της. Με την άκρη του ματιού της έπιασε μια αδιόρατη κίνηση, χωρίς να δώσει σημασία άρχισε να πληκτρολογεί την απάντηση της. 

«Τι κάνεις;» ακούστηκε μια αγριεμένη φωνή δίπλα της. Ο Φαέθων στεκόταν από πάνω της και έμοιαζε πολύ εκνευρισμένος.

«Δουλεύω…» του είπε αδιάφορα εκείνη, ενώ πατούσε το “αποστολή”. Ξαφνικά το λάπτοπ ανασηκώθηκε και με φόρα εκσφενδονίστηκε στο νερό. Η Δανάη έμεινε να το κοιτάζει με το στόμα της διάπλατο ανοικτό, καθώς στάθηκε για λίγο στην επιφάνεια του νερού κι έπειτα βούλιαξε αργά αργά γέρνοντας στο πλάι, δύο μπουρμπουλήθρες εμφανίστηκαν στο μέρος που βρισκόταν το λάπτοπ για δευτερόλεπτα πριν χαθούν και αυτές.

«Τι έκανες;», τον ρώτησε μουδιασμένα καταβάλλοντας εμφανή προσπάθεια να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί και ξαφνικά ούρλιαξε «Τι έκανες;» τρέχοντας προς τη μεριά που χάθηκε κάτω από τα αρυτίδωτα πια νερά ο υπολογιστής. 

«Κάτι που έπρεπε να ΄χω κάνει από καιρό!», είπε με προσποιητή ηρεμία ο Φαέθων. Η Δανάη τον κοίταξε με μάτια που σπίθιζαν από θυμό. Ένα διπλό μπιμπ ακούστηκε από το κινητό της που βρισκόταν στο τραπέζι δίπλα στον  Φαέθωνα. Κινήθηκε προς τα εκεί όταν τον είδε με τρόμο τον Φαέθωνα να το σηκώνει και να το κοιτά αναποφάσιστος.

«Δώσ’το μου» του είπε επιτακτικά. Την κοίταξε ψυχρά, τα μάτια του είχαν πάρει την απόχρωση του βαθύ μπλε του παγετώνα. Ανατρίχιασε.

«Πριν δύο μέρες ήσουν στο νοσοκομείο εξαιτίας της κωλοδουλειάς», είπε μέσα από τα δόντια του.

«Τα παραλές!» του ‘γνέψε αδιάφορα η Δανάη, κάνοντας τον να τσιτώσει το κορμί του από την ένταση και να σφίξει τη γροθιά του. «Ήμουν σ’ ένα ιατρικό κέντρο, μόνο και μόνο επειδή ήμουν αρκετά ηλίθια ώστε να χοροπηδώ πάνω από ξερολιθιές!»

«Ο γιατρός είπε ότι πρέπει να ξεκουραστείς, είσαι…» Ένα απαξιωτικό χμφ τον έκοψε την ώρα που το κουδούνισμα ξανακούστηκε. Τα μάτια του τώρα είχαν γίνει δύο σχισμές και μια φλέβα φαινόταν να  χτυπά σαν τρελή στο λαιμό του, ενώ το συνήθως χλωμό πρόσωπο του είχε πάρει ένα άλικο απειλητικό χρώμα. 

«Μην τολμήσεις!» προειδοποίησε η Δανάη προσπαθώντας να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία της και να μην του ορμήσει, καθώς τον είδε να ζυγίζει το κινητό στο χέρι του. 

«Γιατί, τι;» της είπε προκλητικά. Έψαξε με το βλέμμα της γύρω και με μεγάλα βήματα πήγε στο σακίδιο της μηχανής που στέγνωνε πίσω της και το σήκωσε έχοντας καρφώσει τα μάτια της στα δικά του, ενώ με αργές κινήσεις το έβγαλε να κρέμεται έξω από το σκάφος πάνω από το νερό.

«Δε θα τολμήσεις!» έκανε απειλητικά ο Φαέθων κάνοντας ένα μυ στο μάγουλο του να συσπαστεί. Εκείνη ανασήκωσε το φρύδι της κι ένα ειρωνικό μειδίαμα κύρτωσε το στόμα της. Το κινητό ξανακουδούνησε εκνευριστικά στην ιδρωμένη παλάμη του και η Δανάη βλέποντας την ξαφνική αποφασιστικότητα στο βλέμμα του αντιπάλου της ταλάντωσε την τσάντα και την εκτόξευσε κάνοντας ένα υπόκωφο παφλασμό, μόλις έπεσε στο νερό. Ο Φαέθων όρμησε προς τα εκεί ρίχνοντας το κινητό στο πάτωμα και πήδησε πάνω από το στηθαίο κολυμπώντας σα δαιμονισμένος προς τη θήκη. Εν τω μεταξύ η Δανάη άρπαξε και ασφάλισε το κινητό της, πήρε τη φωτογραφική από τη συρμάτινη θήκη που την είχε αφήσει πίσω του και άρχισε ήρεμη να τραβά βίντεο γελώντας με τις εκφράσεις του Φαέθωνος που άλλαζαν σε δευτερόλεπτα από απόγνωση, σε απελπισία, σε έκπληξη και μετά τη σαστιμάρα, σε ανακούφιση. Η Δανάη έβαλε δυνατά τα γέλια και ο Φαέθων της έριξε ένα σκοτεινό βλέμμα προτού ξεκινήσει να κολυμπά προς αυτή. Εκείνη παράτησε τη μηχανή και έψαξε με το βλέμμα της καταφύγιο. Είδε με την άκρη του ματιού της τον Φαέθωνα να ετοιμάζεται ν’ανέβει στο σκάφος και χωρίς δεύτερη σκέψη βούτηξε στο νερό και άρχισε να κολυμπά με ένταση προς το μόνο που θύμιζε κρυψώνα, τη σπηλιά. Κοντοστάθηκε λίγο στην είσοδο της αβέβαιη, όμως το νερό που σήκωνε ο Φαέθων καθώς την ακολουθούσε κουνώντας νευρικά τα πόδια του την έκανε να ξεχάσει όποιον ενδοιασμό. Χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα ώσπου να συνηθίσουν τα μάτια της στο σκοτάδι που της φάνηκαν λεπτά. Άκουσε την καρδιά της να βροντοχτυπά, ένιωσε ανόητη δεν υπήρχε ούτε ένα σημείο όπου θα μπορούσε να κρυφτεί, κατακόρυφα βράχια την κύκλωναν με μια όμορφη αμμώδη παραλία στο βάθος της,  αλλά δεν την ένοιαζε πια να κρυφτεί, αρκετά με το κρυφτό σκέφτηκε, καθώς ανασηκώθηκε και προχώρησε αργά, νωχελικά κουνώντας προκλητικά τα οπίσθια της, σηκώνοντας τα χέρια της για περάσει τα δάχτυλα της μέσα από τα βρεγμένα μαλλιά της. Ένιωσε τα μάτια του να την αγκαλιάζουν και χαμογέλασε. Έσκυψε χαρίζοντάς του ένα όμορφο θέαμα και σήκωσε ένα κοχύλι το οποίο έκανε ότι το εξετάζει για λίγο γυρνώντας προς το φως,  στην ουσία όμως τον παρακολουθούσε καθώς περπατούσε προς το μέρος της με τον ήλιο να αντανακλάται στο υγρό καλογυμνασμένο περίγραμμα του κορμιού του. Αισθάνθηκε τα μάτια του καρφωμένα πάνω της, στάθηκε μπροστά της σκοτεινός και συνάμα τόσο φωτεινός, βύθισε το βλέμμα της στα μάτια του, ενώ το αίμα τραγουδούσε στις φλέβες της.

«Δεν μπορώ να σου προσφέρω παρά μόνο το παρόν…» την προειδοποίησε  σιγανά με βραχνή από το πόθο φωνή ο Φαέθων. 

«Το παρόν δεν υπάρχει, πέρασε, ήδη ζούμε το μέλλον» είπε η Δανάη μαλακά. Τα χείλη τους ενώθηκαν σ ‘ένα παθιασμένο φιλί με τη γλώσσα του να εξερευνά κάθε γωνιά του στόματος της και η Δανάη αφέθηκε σαν υπνωτισμένη σ ‘αυτήν την πρωτόγνωρη αίσθηση, ενώ τα χέρια του την έσφιγγαν δυνατά πάνω του. Έπειτα άφησε τα χείλη της και προχώρησε στο πλάι του λαιμού ρουφώντας και γλύφοντας, στέλνοντας ρίγη ηδονής απ’ άκρη σ ‘άκρη στο κορμί της. Τα πόδια της Δανάης λύγισαν και ο Φαέθων την ακολούθησε ξαπλώνοντας δίπλα της πάνω στη βρεγμένη άμμο με τη θάλασσα να γλύφει τα πόδια τους. Η γαργαλιστική αίσθηση του αξύριστου προσώπου του επέτεινε το γλυκό μαρτύριό της και κύρτωσε το κορμί της βογκώντας, καλώντας τον… 

 

Η Δανάη αγκάλιασε τον Φαέθωνα αναζητώντας την ανάσα της, μέσα από τα μισόκλειστα μάτια της και τις σταγόνες που έπεφταν στις βλεφαρίδες της θολώνοντας τα μάτια της είδε τον Φαέθωνα να την κοιτά χαμογελώντας ευχαριστημένος με μάτια ακόμα σκοτεινά. Έκατσαν έτσι αγκαλιασμένοι στην άκρη της μικρής παραλιίτσας με το κύμα να χαϊδεύει τ άκρα τους. Ο Φαέθων χάιδευε τα μαλλιά της κι εκείνη είχε κουρνιάσει στο κοίλο μέρος του ώμου του αρνούμενη να σκεφτεί και να αναλύσει αυτό που μόλις είχε ζήσει. Ήθελε απλά να βρίσκεται εκεί ξαπλωμένη, τυλιγμένη γύρω του κοιτώντας τα χρωματιστά, τρεμάμενα σχήματα που έκαναν οι αντανακλάσεις πάνω στα κάθετα βράχια, μυρίζοντας την αρμύρα αναμειγμένη με τη γλυκιά μυρωδιά του, ακούγοντας τον απαλό παφλασμό της θάλασσας και την ανάσα του, νιώθοντας τη ζέστη του κορμιού του. Ήθελε ν΄αφεθεί στο παρόν, που είναι ήδη μέλλον, να το ζήσει με όλες τις αισθήσεις της, χαράζοντας τις στιγμές αυτές σε κάθε κύτταρο της. Ήθελε να ουρλιάξει από την ευτυχία, ν΄αντιλαλήσει η φωνή της σ ‘όλη τη σπηλιά, να ταξιδέψει ο αέρας τη χαρά της και να τυλίξει μ ‘αυτήν τα βουνά, να χαϊδέψει τη θάλασσα και να σκορπίσει στα σύννεφα. Κι έμειναν έτσι ώρα αρκετή, τόσο που η Δανάη άρχισε σ ‘αυτήν την πρωτόγνωρη ακινησία ν΄ αντιλαμβάνεται την κίνηση του ήλιου απ’ έξω. Ο Φαέθων έσκυψε και τη φίλησε στα μαλλιά. Ένας μακρόσυρτος θόρυβος πλησίαζε. Ο θόρυβος πια ακουγόταν αρκετά κοντά, όταν ο Φαέθων της έκανε νόημα να ντυθούν. 

«Πρέπει;» τον ρώτησε μουτρώνοντας.

«Πλησιάζει καΐκι, εσύ και έτσι να μείνεις δεν πειράζει, θα σε περάσουν για γοργόνα και δε θα ‘χουν άδικο» της είπε κοιτώντας την πονηρά και δίνοντας της ένα φιλί. Η Δανάη ντύθηκε απρόθυμα και τον ακολούθησε. Η βενζινοκίνητη βάρκα έριχνε άγκυρα την ώρα που βγαίνανε από τη σπηλιά και άκουσαν τον ηλικιωμένο, μαυριδερό καπετάνιο να λέει, καθώς περνούσαν δίπλα του, με δυνατή φωνή σ’ ένα ζευγάρι τουριστών ρίχνοντας τους ταυτόχρονα ένα ξεδιάντροπο βλέμμα, «Οι παλιοί ΄λέγαν πως όποιο ζευγάρι έρθει σ’ αυτή τη σπηλιά το πρώτο τους παιδί θα ‘ναι αγόρι!» Τα μάγουλα της Δανάης βάφτηκαν ροζ κι ένιωσε ένα τσίμπημα, μια ενοχλητική σκέψη. Πότε ήταν η τελευταία φορά που έκανε την αντισυλληπτική ένεση της; Η εικόνα της πενηντάρας γυναικολόγου της με τα ξανθά μαλλιά της χτενισμένα πάντα στην τρίχα και με προκλητικό περπάτημα να την κοιτά απογοητευμένη κάθε φορά που της την έκανε ήρθε απρόσκλητη στο νου της.

«Αγαπητή μου, καλό είναι να ελπίζεις ότι θα πηδηχτείς, αλλά πραγματικά μετά από δύο χρόνια δε νομίζεις ότι πρέπει και να κάνεις και κάτι προς αυτή την κατεύθυνση;» της έλεγε γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι, καρφώνοντας τη με το βλέμμα της. Η Δανάη όμως ένιωσε ένα άλλο επίμονο βλέμμα καρφωμένο πάνω της τώρα. Η Χρύσα τους κοιτούσε συνοφρυωμένη αργοπίνοντας το καφέ της.

«Επιτέλους…» είπε εκνευρισμένη «Δε θέλω να σας χαλάσω τα σιρόπια, αλλά δε νομίζετε ότι πρέπει να ξεκινήσουμε, γιατί θα χάσουμε την πτήση μας;»  κοίταξε μια τον ένα και έπειτα τον άλλον ερευνητικά «ή μήπως αυτό είναι το ζητούμενο;».

Ο Φαέθων ξερόβηξε «Τι και αν είναι;» είπε σιγανά κάνοντας τη Δανάη να του ρίξει ένα βλέμμα λατρείας. Η Χρύσα χαμογέλασε. 

«Λοιπόν, στους δύο τρίτος δε χωρεί και καθώς μετά τη φάση με τον Στέφανο δεν είμαι και καλή παρέα θα συμβούλευα, να βιαστείς… να με ξεφορτωθείς», είπε  ήρεμα και αποτελείωσε το καφέ της ρουφώντας τις τελευταίες σταγόνες και κάνοντας το χαρακτηριστικό ήχο, ενώ τους κοιτούσε μέσα από τις βλεφαρίδες της. Αμηχανία απλώθηκε για λίγο και βλέμματα συνωμοτικά ανταλλάχθηκαν. Οι δυο τους συμφώνησαν χωρίς λόγια και ξεκίνησαν να ετοιμάζουν το σκάφος για απόπλου. Το ταξίδι για τη Μήλο ήταν ευχάριστο και με ευνοϊκό άνεμο. Η Χρύσα άραξε στο δίχτυ και οι δυο τους κάθισαν αγκαλιά στο τιμόνι, όπου της μάθαινε πως να πιλοτάρει, καθώς όργωναν τα κορμιά τους με χάδια και φιλιά χασκογελώντας με το παραμικρό. Έκαναν μια στάση να δουν το οικόπεδο για το οποίο είχαν επιστρέψει στο νησί, όπου η Δανάη προσπάθησε να φανεί επαγγελματίας, τουλάχιστον, μέχρι να βρεθεί πίσω από τα βράχια στην άκρη της όμορφης απομονωμένης παραλίας μαζί με τον Φαέθωνα. Σαν επέστρεψαν στο καταμαράν η Χρύσα τους περίμενε ανυπόμονη, αλλά δε μίλησε. Όπως και να το κάνεις είναι όμορφο θέαμα να βλέπεις ένα ερωτευμένο ζευγάρι να περπατά χέρι-χέρι μ’ένα ανόητο, μεταδοτικό χαμόγελο απλωμένο στα πρόσωπά τους, σκέφτηκε και ίσως η Δανάη να ήταν και η λύση που επιζητούσαν. Τους αποχαιρέτησε εκείνο το απόγευμα στο αεροδρόμιο πριν φύγει όμως, μόλις κατάφεραν να μείνουν λίγο μόνες, γύρισε σοβαρή  και  είπε στη Δανάη 

«Ποτέ άλλοτε δεν έχω δει τον αδερφό μου να κοιτά έτσι κάποια. Χαίρομαι πολύ που είσαι εσύ κι ακόμα περισσότερο που… Ο Φαέθων έχει την  τάση ν΄αποδιώχνει τους ανθρώπους για τους οποίους νοιάζεται, μην τον αφήσεις….» Η Δανάη κοίταξε τα παπούτσια της.

«Νομίζω ότι ήταν ήδη ξεκάθαρος στο θέμα και…»

«Δανάη, μην τον αφήσεις, το ξέρω ότι αυτό που σου ζητώ είναι πολύ δύσκολο, ψυχοφθόρο, ίσως και εγωιστικό σε χρειάζεται όμως πιο πολύ από ότι πιστεύεις, χρειάζεται να ‘χει ένα λόγο για να ζει!» Η Δανάη την κοίταξε έκπληκτη και μπερδεμένη, την ώρα όμως που πήγε να τη ρωτήσει τι εννοούσε, είδε τον Φαέθωνα να πλησιάζει κι έκλεισε το στόμα της αμήχανη δίνοντας χρόνο στη Χρύσα ν ‘αλλάξει θέμα μιλώντας δυνατά,

«Να πάρεις τηλέφωνο τον Μαρκ να του το πεις, έτσι και αλλιώς θα το καταλάβει και είναι χειρότερα τα ψέματα!» μια σκιά θλίψης απλώθηκε στο πρόσωπο της, η Χρύσα έσκυψε και τη φίλησε όμως ζωηρά, ύστερα στράφηκε ν ‘αποχαιρετήσει τον αδερφό της με μια θερμή αγκαλιά ψιθυρίζοντας κάτι στο αυτί του.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: