Η Έρση, Κερκυραία δεν ήταν, έγινε όμως από έρωτα. Όχι, δεν αγάπησε κάναν ευγενή γραμμένο στο libro d’oro. Ένα απλό παιδί από ένα χωριό ερωτεύτηκε και τον ακολούθησε στο νησί του. Και παρόλο που πριν καμιά σχέση δεν είχε με την περιοχή, το μπρίο, η ζωντάνια κι ο έξω καρδιά χαρακτήρας της, άφησαν εποχή στο μικρό χωριό που επέλεξε να ζήσει με τον άνδρα της.
Πρώτη στα γλέντια και στις χαρές, μεγάλωσε τις δύο κόρες της σαν πριγκίπισσες κι ας μην ήταν πλούσιοι. Απλά κι ευτυχισμένα περνούσαν με τον Σπύρο της, με τους φίλους, τα πανηγύρια, τους χορούς τους και τα γλέντια. Πονόψυχοι άνθρωποι κι οι δυο, λόγο κακό δεν είχαν για κανέναν. Το σπιτάκι τους ήταν ανοιχτό για όποιον πέρναγε για έναν καφέ ή ένα ούζο. Χρυσοχέρα η Έρση. Και να τα λιμοντσέλλο και τα λικέρ κουμ κουάτ και να οι πίτες και τα μαγειρέματα.
Κι έτσι όμορφα πέρασαν τα χρόνια και μεγάλωσαν τα κορίτσια της.
Όταν όμως πλησίαζε η ώρα να παντρευτούν και να χαρεί κι εκείνη το πρώτο εγγονάκι της που περίμενε με λαχτάρα, φύσηξε ο αέρας της καταστροφής. Τι περίεργο πράγμα η μοίρα! Σα γριά φθονερή που κάθεται παράμερα και παραφυλάει πότε θα σε χτυπήσει. Και διαλέγει να πάρει πάντα όσα είναι πιο πολύτιμα σε σένα.
Λίγος καιρός ήταν που η Έρση ένιωθε περίεργα. Κάτι μουδιάσματα, κάτι ζαλάδες στα ξαφνικά, μια ελαφρά δυσκολία στην κατάποση. Εξετάσεις και παραεξετάσεις, ταξίδια στην Αθήνα, νοσηλείες. Η διάγνωση ήρθε κι ήταν κεραυνός για την οικογένεια. Πλάγια αμυοτροφική σκλήρυνση, als, η τρομερή νόσος που σε παραλύει μέχρι να μη μπορείς να κουνήσεις πάρα μόνο τα βλέφαρα. Πόνος και πανικός σε όλους. Έκλαιγαν βουβά οι κόρες για να μη στενοχωρήσουν τη μάνα τους. Πώς να αντέξουν οι δύσμοιρες τέτοια φριχτή μοίρα για την αγαπημένη τους; Κι ο Σπύρος της, έκανε τον ψύχραιμο, μα μέσα του ήταν μαύρη η ψυχούλα του απ’ τη στενοχώρια.
Όσο για την Ερση; Α, εδώ αλλάζουν τα πράγματα. Μοίρες κακές, τυραννισμένες μοίρες, δε ρωτούσατε με ποιον τα βάζατε! Αγωνία κι απελπισία όλοι οι υπόλοιποι, ρωτούσαν τους γιατρούς στα κρυφά πόσο θα ζήσει; Δυο, τρία χρόνια; Μικρό το προσδόκιμο ζωής. Σημασία δεν έδινε η Έρση. Κλείστηκε μόνο μία μέρα στο δωμάτιο και δεν έφαγε, μήτε ήπιε. Την επόμενη βγήκε και δεν είπε κουβέντα για την αρρώστια. Κι από κει και πέρα έκανε τις δουλίτσες της στο σπίτι όπως και πριν. Με περισσότερη δυσκολία μεν, αλλά και τα φαγητά της μαγείρευε και για καφέ πήγαινε και στην παραλία κατέβαινε με το βέντουλο* στο χέρι. Και μεταξύ μας τώρα και το τσιγάρο της κάπνιζε και του έρμου του Σπυράκη του ‘βαζε καμία φωνή άμα τη νευρίαζε.
Και πέρασαν τα τρία χρόνια, πέρασαν τα πέντε, έφτασε τα δέκα κι η Έρση το πολεμάει το θηρίο στα ίσια. Με κόπο, με πόνο, με πολλά πάνω – κάτω, της πήρε πολλά, αλλά δεν την νίκησε. Ούτε μια στιγμή δεν παραιτήθηκε. Κι έτσι, χωρίς κι η ίδια να ξέρει το πώς, ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη. Χάρη στο δικό της κουράγιο, πήραν τα πάνω τους κι οι υπόλοιποι στην οικογένεια. Πάντρεψε τις κόρες της, είδε το εγγονάκι της τον Πίπη να γεννιέται και να μεγαλώνει, είναι δραστήριο μέλος σε συλλόγους για να βοηθάει συνασθενείς. Όσο για το μέλλον, ξέρει ότι θα περάσει δύσκολες στιγμές. Αλλά στην ψυχή της “σεκλέτια δε χωρούνε”.
Η Έρση αποφάσισε να ζήσει και θα ζήσει. Γιατί η πορεία όλων μας προς το θάνατο είναι αναπότρεπτη. Το θάνατο δεν τον ορίζουμε. Ορίζουμε όμως τη ζωή μας μέχρι να σβήσει το καντηλάκι μας.
Προχτές του Αγίου, η Έρση να σύρει το χορό δε βάσταγε πια. Σηκώθηκε όμως αλαμπρατσέτα με το Σπύρο της κι έκανε όσα βήματα άντεξε. Κι ήταν η γριά η Κικίτσα, που ‘χε έρθει νύφη κι αυτή απ ‘τα Γιάννενα πριν πολλά χρόνια, που έβγαλε φωνή δυνατή να την ακούσουν όλοι.
-Γειά σου μωρή Έρση πουτσαρίνα! Χίλια χρόνια να ζήσεις!
*βεντάλια
Αφιερωμένο στη φίλη μου “την τρελοκερκυραία” με την τεράστια ψυχή.
The BluezGuest