,

Η κυρά Γωγώ

“Χρειάζεστε κάτι άλλο κυρία Γωγώ;” ακούστηκε η ευγενική φωνή της κοπέλας και μεμιάς την επανέφερε από τον μικρόκοσμο στον οποίο είχε βυθιστεί.

“Όχι, όχι, κοπέλα μου, καλά είμαι, ευχαριστώ! Τι οφείλω;”, αποκρίθηκε βιαστικά η κυρά Γωγώ.

“38,60€”

“Αμέσως, αμέσως!”

Την είχαν μάθει πια την κυρά Γωγώ. Γύρω στα 60, καλοστεκούμενη, με χαρακτηριστικό ταχύ και κοφτό βήμα. Γυρνούσε πολύ συχνά τα εμπορικά κέντρα της περιοχής. Γλυκός άνθρωπος, ευγενικός και πάντοτε είχε μια καλή κουβέντα να πει για όλους. Συχνά ζητούσε να μιλήσει με τους υπεύθυνους των καταστημάτων που πήγαινε, όχι για να παραπονεθεί, μα αντιθέτως, για να πει τα καλύτερα για όποιον υπάλληλο την είχε εξυπηρετήσει!

Ψώνιζε άλλοτε για τα παιδιά της, άλλοτε για τ’ ανίψια της κι άλλοτε για νέα ζευγάρια που συναντούσε στα μαγαζιά. Εξπέρ πια η κυρά Γωγώ στα μωρουδιακά! Τόσα χρόνια, με τέσσερα παιδιά, τα είχε μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά. Πλέον, συχνότερα έκανε δώρα σε ανθρώπους που συναντούσε μέσα στα μαγαζιά, παρά για τους οικείους της.

“Χαρά μου είναι να σας κάνω αυτό το δώρο παιδιά μου! Εγώ…”, έλεγε κοιτώντας κλεφτά γύρω της μην την δει καμία πωλήτρια, “δεν έχω παιδιά. Καημό το ‘χω. Πάρτε τα, αλήθεια! Την ευκή μου να ‘χετε παιδιά μου! Να το χαρείτε το μωράκι σας!”.

Κάπου κάπου, αν ήταν κάποια κοπέλα του μαγαζιού κοντά της, άλλαζε το σενάριο “Πάρτε τα παιδιά μου, μην μου χαλάτε χατίρι! Εγώ έχω τέσσερα παιδιά και έξι ανίψια! Τώρα ο ένας μου γιος έκαμε παιδί κι έχω και το πρώτο μου εγγόνι. Γι’ αυτό ψωνίζω τώρα. Χαρείτε με την χαρά μου και δεχτείτε αυτό το μικρό δώρο! Την ευκή μου να ‘χετε παιδιά μου! Την ευκή μου!”.

Όλες οι πωλήτριες ήξεραν πως η κυρά Γωγώ δεν είχε αποκτήσει ποτέ παιδιά. Μία φορά έμεινε έγκυος από τον άντρα της. Το έχασε μετά από ένα πολύ άγριο χέρι ξύλο που της έριξε. Το συνήθιζε να σηκώνει χέρι ο λεγάμενος για ψύλλου πήδημα. Όταν είδε το αίμα να τρέχει ανάμεσα απ’ τα πόδια της, του ζήτησε να την πάει στο νοσοκομείο. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ εκείνο το παγωμένο ύφος του και την φράση που τόλμησε να ξεστομίσει “μια χαρά είσαι, άσε τις υπερβολές σου πια”. Έκλαψε πολύ εκείνο το βράδυ. Την επόμενη μέρα μάζεψε τα λιγοστά υπάρχοντά της, βούτηξε και κάτι πεντοχίλιαρα που είχε στο πορτοφόλι του ο ανεκδιήγητος κι έφυγε για την Αθήνα. Μόνη της. Ξένη ανάμεσα στους ξένους και χωρίς καμιά βοήθεια.

Την ζωή της την έφτιαξε. Μονάχη, χωρίς κανέναν πλάι της. Αλλά παιδί δεν έκανε ποτέ. Της  κόστισε πολύ αυτό. Αλλά την βρήκε την άκρη της, την “παρηγοριά” της. Ξεκίνησε σιγά σιγά να πηγαίνει σε καταστήματα με βρεφικά. Στην αρχή μόνο για να ρίξει μια ματιά. Φανταζόταν τι θα φορούσε στο παιδάκι της αν ήταν αγοράκι. Μετά φανταζόταν πώς θα το έντυνε αν ήταν κοριτσάκι. Πόσα πράγματα υπήρχαν για τα κορίτσια! Φουστίτσες, φορμάκια, φορεματάκια, κορδελίτσες! Δειλά δειλά αγόρασε το πρώτο φορμάκι. Ήταν κατακόκκινη από ντροπή. Θυμάται ακόμα την φωνή της κυρίας στο ταμείο να την ρωτά αν ήταν για δώρο. Θυμάται ακόμη τον εαυτό της να ψελλίζει τρομαγμένα ένα “όχι, για το μικρό μου είναι…” χωρίς να πιστεύει πως ξεστομίζει αυτές τις λέξεις.

Πώς από το τρομαγμένο εκείνο “όχι, για το μικρό μου είναι” έφτασε στο σθεναρό και σίγουρο “για τα παιδιά  μου είναι”, εκείνη μοναχά ήξερε τι Γολγοθά είχε ανέβει για να το καταφέρει. Περνούσε ώρες στο σπίτι, να φαντάζεται τα παιδιά της, αστείες στιγμές μαζί τους, τρυφερές, όμορφες. Πού και πού φανταζόταν και τις άσχημες. Πως τα παιδιά θα σήκωναν πυρετό, πως θα χτυπούσαν τα γόνατά τους, τις τρομάρες που της χάριζαν όταν αργούσαν να γυρίσουν από το σχολείο… Καθόταν με τις ώρες και διηγούνταν ιστορίες από τα παιδιά και τα ανίψια της στις πωλήτριες. Ήταν σίγουρη πως ήταν αληθοφανέστατες και δεν αμφέβαλλε στιγμή γι’ αυτό. Τις είχε καλοδουλεμένες τις ιστορίες της.

Τ’ αγαπούσε τα ψώνια στα βρεφικά καταστήματα η κυρά Γωγώ. Κι ας, βγαίνοντας από εκεί, κυλούσε ένα δάκρυ. Κι ας, γυρνώντας σπίτι, αντίκρυζε στοίβες από αφόρετα, σκονισμένα μωρουδιακά να στοιχειώνουν σχεδόν κάθε γωνιά κι έπιπλό του…

Νίκη Τσακίρη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: