, ,

Damon HellWay Saga: Παλάτια από Άμμο

Ο ήλιος ετοιμαζόταν να δύσει. Ο Μέισον στεκόταν δίπλα στο παράθυρο του τελευταίου ορόφου του ψηλότερου ουρανοξύστη της πόλης και ατένιζε τη θέα, πίνοντας κόκκινο κρασί. Οι ηλιαχτίδες, καθρεφτίζονταν στη γυάλινη επιφάνεια του κτηρίου. Έμοιαζαν με ξίφη που προσπαθούσαν μάταια να διαπεράσουν τα χοντρά τζάμια, του και να τα μετατρέψουν σε εκατομμύρια θρύψαλλα. Χαμογέλασε. Κανείς δεν μπορούσε να τον αγγίξει μέσα στο γυάλινο φρούριο που είχε ο ίδιος σχεδιάσει.

Στριφογύρισε το ποτήρι στη θέα του ηλιοβασιλέματος. Αυτή τη φορά γιόρταζε για την απόκτηση ενός ακόμη οικοπέδου. Μπορούσε ήδη να φανταστεί το ερείπιο που φιλοξενούσε να γκρεμίζεται και μέσα από τη σκόνη του να υψώνεται σαν άλλος φοίνικας, ένα θεσπέσιο θέρετρο. Κι έπειτα θα έχτιζε κι άλλα θέρετρα, κι άλλους ουρανοξύστες, μέχρι που θα μετέτρεπε όλη την πόλη σε ένα δάσος από γυαλί και ατσάλι.

Ήπιε μια μεγάλη γουλιά, μα κατέβασε το ποτήρι απότομα. Καθώς και η τελευταία ακτίνα ξεθώριαζε, νόμισε πως είδε κάτι να αστράφτει. Έμοιαζε με μια ολόχρυση οδοντοστοιχία που έλαμπε. Την επόμενη στιγμή, είχε εξαφανιστεί, μαζί με τα τελευταία ίχνη του ήλιου.

Κοίταξε το ποτήρι συνοφρυωμένος. Το αναποδογύρισε κι έχυσε το ποτό στο καλάθι των αχρήστων.

***

Ο Ρόμπερτ ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Ένας σωλήνας ξεκινούσε από τη μύτη του και κατέληγε σε έναν αναπνευστήρα στο πλάι. Το πρόσωπό του ήταν τυλιγμένο με γάζες, εκτός από τα μάτια.

Η Μελ, η γυναίκα του, βρισκόταν ανελλιπώς δίπλα του. Κατάκοπη όπως ήταν, είχε αποκοιμηθεί χωρίς να το καταλάβει. Ξύπνησε απότομα και τον κοίταξε. Εκείνος της ανταπέδωσε το βλέμμα με τη θλίψη να ξεχειλίζει. Άπλωσε το χέρι για να του χαϊδέψει το μέτωπο, μα την τελευταία στιγμή δάγκωσε τα χείλη και το μάζεψε. Ο Ρόμπερτ άρχισε να ανοιγοκλείνει με μανία τα μάτια.

«Τι θέλεις αγάπη μου;» τον ρώτησε όλο ενδιαφέρον.

Πήρε ένα σημειωματάριο κι ένα μολύβι από το κομοδίνο.

«Α, Β, Γ…» άρχισε να του λέει.

Εκείνος έκλεισε τα μάτια στο γράμμα «Θ». Το σημείωσε. Έπειτα στο «Α». Ύστερα στο «Ν». Μετά ξανά στο «Α» και στη συνέχεια στο «Τ».

Η Μελ σταμάτησε απότομα και διάβασε τι είχε γράψει ως τώρα.

«Μην το ξαναπείς αυτό» ψέλλισε.

Εκείνος την κοιτούσε με απόγνωση.

«Μην…» επανέλαβε η γυναίκα του.

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Η πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκε ένας νοσηλευτής. Τους πλησίασε.

«Κυρία Ντιλέινι, έχετε την καλοσύνη να με αφήσετε μόνο με τον ασθενή;»

Εκείνη έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα στον άντρα της.

«Φυσικά».

Μόλις αποχώρησε, ο νοσηλευτής στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι. Πήρε το σημειωματάριο και διάβασε τη μισοτελειωμένη λέξη. Έπειτα κοίταξε τον Ρόμπερτ που του ανταπέδωσε το βλέμμα παρακλητικά. Ο νοσοκόμος κράτησε το μολύβι.

«Α, Β, Γ…» ξεκίνησε να λέει.

Σταμάτησε στο γράμμα «Ο». Και τέλος, στο «Σ».

Το βλέμμα του Ρόμπερτ έγινε ακόμη πιο παρακλητικό. Ο νοσηλευτής ένευσε.

«ΘΑΝΑΤΟΣ» συλλάβισε αργά και καθαρά. «ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ» πρόσθεσε ανασηκώνοντας το φρύδι, ενώ μια ολόχρυση οδοντοστοιχία φάνηκε ολοκάθαρα να λάμπει από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του.

***

Ο μικρός Νόα, καθόταν στην παραλία δίπλα σε ένα χωμάτινο κάστρο με πολλούς πυργίσκους. Πλησίασε το πρόσωπό του και παρατήρησε τους κόκκους άμμου, καθώς τους παράσερνε το ελαφρύ αεράκι. Τα κύματα έσκαγαν στην ακτή και οι μικροσκοπικές αλμυρές σταγόνες πιτσιλούσαν το τέλειο φρούριό του.

Πήρε το μικρό στρατιωτάκι του και το τοποθέτησε στην κορυφή του κάστρου. Το παρατήρησε για λίγη ώρα. Εκείνο του χαμογέλασε. Ο Νόα αναπήδησε και σύρθηκε ελαφρά προς τα πίσω. Ξεροκατάπιε και πλησίασε ξανά. Ναι, δεν έκανε λάθος. Το στρατιωτάκι χαμογελούσε. Κι έτσι όπως έπεφτε πάνω του το φως του ήλιου, τα δόντια του άστραφταν. Μια ολόχρυση οδοντοστοιχία έλαμπε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του. Το μικρό αγόρι συνέχισε να το περιεργάζεται. Η ατσάλινη φορεσιά του στραφτάλιζε και το μυτερό του ξίφος έμοιαζε έτοιμο να ξεσκίσει οποιοδήποτε θαλάσσιο τέρας ετοιμαζόταν να του επιτεθεί. Ο Νόα έπαψε να φοβάται και του ανταπέδωσε το χαμόγελο.

Μερικές ακόμη σταγόνες τον πιτσίλισαν. Κύλησαν στα μάγουλά του σαν δάκρυα κι έφτασαν μέχρι τα χείλη του. Εκείνο τα έγλυψε. Μόνο που εκτός από τη γνωστή αλμυρή γεύση, ένιωσε και μια άλλη, μεταλλική. Αναγούλιασε.

Ένα ελαφρύ αεράκι φύσηξε. Μια τρίχα κόλλησε στο πρόσωπό του. Την έπιασε με τα μικρά χεράκια του και την παρατήρησε. Ήταν ολόλευκη. Καθώς το φως του ήλιου έπεφτε πάνω της, έμοιαζε ασημένια. Το βλέμμα του πλανήθηκε τριγύρω. Ένα κορίτσι καθόταν πάνω στα βράχια μέσα στη θάλασσα. Το αγόρι έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και την περιεργάστηκε. Ήταν ένα μάλλον περίεργο κορίτσι. Φορούσε μαύρο, βελούδινο φόρεμα, λευκές κάλτσες με μαύρες ρίγες μέχρι το γόνατο και μαύρα λουστρίνια. Είχε  χλωμό δέρμα, ενώ τα λευκά μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε δύο μακριές πλεξούδες.

Την επόμενη στιγμή, πήδηξε στη θάλασσα. Κολύμπησε προς το μέρος του αφύσικα γρήγορα. Ο Νόα την παρακολουθούσε έντρομος. Εκείνη βγήκε από το νερό και τον πλησίασε. Ήταν στεγνή. Δεν υπήρχε ίχνος υγρασίας επάνω της. Κάρφωσε πάνω του τα μεγάλα καταγάλανα μάτια της και κάθισε δίπλα του στο χώμα.

***

Ο Μέισον μπήκε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Χτύπησε τα χέρια του δυο φορές και αμέσως εμφανίστηκαν φωτισμένοι με διαφορετικό χρώμα ο καθένας, δεκάδες γυάλινοι ουρανοξύστες που είχαν το μέγεθος ενός ατόμου μετρίου αναστήματος. Κινήθηκε ανάμεσά τους χαμογελώντας με ικανοποίηση. Στάθηκε δίπλα σε έναν και άγγιξε τη λεία επιφάνειά του.

Ένας ξαφνικός ήχος τον έκανε να σταματήσει απότομα. Ακούστηκε σαν να έσπαγε κάτι. Έντρομος αντίκρισε ένα ράγισμα να έχει ξεκινήσει από την οροφή και να φτάνει ως κάτω. Τράβηξε το χέρι και τότε το κτίριο άρχισε να μετατρέπεται σε μικροσκοπικά κομμάτια γυαλί που έπεσαν στον πάτωμα και σκόρπισαν τριγύρω. Αφού ξεπέρασε το αρχικό σοκ, γονάτισε και τα παρατήρησε. Έμοιαζαν με σκόνη. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να τα μπερδέψει κάποιος με χώμα. Έπειτα ακούστηκε και δεύτερο κρακ. Και μετά τρίτο και τέταρτο. Και με τη σειρά τους όλοι οι ουρανοξύστες άρχισαν να ραγίζουν από την κορυφή ως κάτω και να σωριάζονται στο πάτωμα, αφήνοντας μόνο σκόνη.

Το πρόσωπο του Μέισον μετατράπηκε σε μια παρανοϊκή μάσκα οργής. Έσφιξε τις γροθιές του.

«Νόα!» ούρλιαξε και βγήκε έξαλλος από το δωμάτιο.

***

Ο Νόα έπαιζε μαζί με το κορίτσι στην παραλία. Ξαφνικά η γη άρχισε να σείεται. Ακατάληπτες φωνές έσπασαν τη σιωπή. Δυνατός αέρας ξέσπασε και τα κύματα υψώθηκαν μαστιγώνοντας με μανία την ακτή. Κοίταξε έντρομος τη φίλη του. Εκείνη του ανταπέδωσε το βλέμμα, μα παρέμεινε ανέκφραστη. Έφερε το δάχτυλο στα χείλη της και του έκανε νόημα να σωπάσει. Το αγόρι κράτησε την αναπνοή του.

Και τότε το στρατιωτάκι με τα χρυσά δόντια, πήδηξε από την οροφή του κάστρου και βρέθηκε στην άμμο. Πλησίασε στον πύργο και γρήγορα έχτισε ένα προστατευτικό τείχος γύρω του. Το νερό χτύπησε πάνω του και το κάστρο έμεινε ανέπαφο. Έπειτα χάραξε μία πόρτα πάνω στον ένα τοίχο και τους έκλεισε το μάτι. Ένα μικρό άνοιγμα εμφανίστηκε. Το κορίτσι έπιασε τον Νόα από το χέρι και τον τράβηξε απότομα. Το άνοιγμα τους ρούφηξε μεμιάς. Η πόρτα έκλεισε και ο στρατιώτης στάθηκε απέξω σε στάση προσοχής. Δεν χαμογελούσε πια.

***

Ο Μέισον μπήκε ορμητικά στο δωμάτιο του Νόα. Κοίταξε τριγύρω με την οργή να τρεμοπαίζει στο βλέμμα του. Το κρεβάτι ήταν άστρωτο, τα παιχνίδια σκόρπια, μα το αγόρι άφαντο.

«Νόα!» ούρλιαξε ξανά και άρχισε να ψάχνει με μανία.

Η ματιά του έπεσε στη μισάνοιχτη πόρτα της ντουλάπας. Στένεψε το βλέμμα και έφτασε με δυο δρασκελιές. Την άνοιξε. Τα κρεμασμένα ρούχα κινήθηκαν ρυθμικά από το κύμα αέρα. Το παιδί δεν βρισκόταν εκεί. Κοίταξε και πάλι γύρω του, όταν είδε το σεντόνι που κρεμόταν από το κρεβάτι να σαλεύει. Προχώρησε θριαμβευτικά προς τα εκεί, γονάτισε και το σήκωσε απότομα. Κανείς δεν ήταν κρυμμένος από κάτω. Έκανε να σηκωθεί όταν ένα ελαφρύ αεράκι τον χτύπησε στο πρόσωπο. Προσπάθησε να κοιτάξει καλύτερα και διαπίστωσε πως εκεί υπήρχε κάτι υγρό. Έχωσε με κόπο το χέρι και το άγγιξε. Ήταν λάσπη. Υγρή λάσπη. Έσμιξε τα φρύδια.

Και τότε ξαφνικά, ένιωσε ένα απότομο τράβηγμα.

Την επόμενη στιγμή, στεκόταν στη μέση μιας απέραντης παραλίας. Τα κύματα μαστίγωναν με μανία την ακτή.

«Πώς;» ψέλλισε κοιτώντας αλαφιασμένος γύρω του.

Μερικά σπασμωδικά βήματα που έκανε γύρω από τον εαυτό του, ήταν αρκετά για να τον κάνουν να σωριαστεί στο χώμα. Σηκώθηκε απότομα και ξεσκόνισε τα ρούχα του. Η ανάσα του ήταν κοφτή. Τα μάτια του γούρλωσαν από την έκπληξη.

Λίγα μέτρα παραπέρα, υπήρχε ένα μεγαλόπρεπο χωμάτινο κάστρο. Δίπλα του, ήταν ακουμπισμένο ένα κίτρινο κουβαδάκι με ένα πράσινο φτυάρι. Τα αναγνώρισε αμέσως. Ήταν του γιου του, του Νόα. Στένεψε το βλέμμα. Η αναπνοή του άρχισε να επανέρχεται στα φυσιολογικά της επίπεδα. Τα πλησίασε.

Προχώρησε γύρω από το κάστρο και το περιεργάστηκε. Κοίταξε τους πολλούς πυργίσκους του, τα πολυάριθμα κλειστά παράθυρα και το τείχος που ήταν υψωμένο γύρω του. Γονάτισε και παρατήρησε την σκαλισμένη σφραγιστή πόρτα. Το βλέμμα του σταμάτησε στο μικρό στρατιωτάκι με αστραφτερή φορεσιά που στεκόταν σε στάση προσοχής απέξω. Άπλωσε το χέρι για να το αγγίξει. Ένας διαπεραστικός πόνος τον έκανε να ουρλιάξει. Κάθισε με φόρα στο χώμα και κοίταξε το δάχτυλό του. Είχε ματώσει. Μπουσούλησε προς το μικρό παιχνίδι. Δίπλα του, στο χώμα, υπήρχαν μερικές κόκκινες σταγόνες. Παρατήρησε τη μύτη του ξίφους του. Έσταζε αίμα.

Ύψωσε τη γροθιά του για να συντρίψει το κάστρο. Όμως τον χτύπησε κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα και τον εκτόξευσε αρκετά μέτρα μακριά. Προσγειώθηκε μπρούμυτα. Σηκώθηκε απότομα βήχοντας και φτύνοντας το χώμα που είχε εισχωρήσει με βία στο στόμα του.

Τα άλλοτε καλοχτενισμένα του μαλλιά, τώρα έπεφταν ιδρωμένα στο μέτωπό του. Έσπρωξε θυμωμένος τις τούφες προς τα πίσω.

«Νόα!» ούρλιαξε ξανά με οργή. «Τι έχεις κάνει μαλ…»

Ένας δυνατός βρυχηθμός από τη θάλασσα έπνιξε τα λόγια του. Σώπασε απότομα. Αισθάνθηκε μια ξαφνική ψύχρα κι ένα ρίγος τον διαπέρασε. Δοκίμασε να πλησιάσει πάλι το χωμάτινο κάστρο. Εκείνη τη στιγμή όμως το κρύο έδωσε τη θέση του στην απόλυτη ζέστη. Ένιωσε το δέρμα του να καίγεται. Στράφηκε προς τα δεξιά και είδε μια φλεγόμενη φιγούρα να κινείται απειλητικά προς το μέρος του.

Οπισθοχώρησε απότομα, σκόνταψε στην άμμο κι άρχισε να έρπει με ταχύτητα προς τα πίσω. Μόνο που η πλάτη του χτύπησε κάτι συμπαγές. Κοίταξε τη φλεγόμενη φιγούρα. Είχε σταματήσει. Γύρισε απότομα. Αντίκρισε έναν άντρα ντυμένο στα μαύρα, με χλωμό δέρμα, κατάλευκα μαλλιά και γαλάζια μάτια. Στο πρόσωπό του, είχε χαραχτεί ένα ελαφρύ μειδίαμα. Ο Μέισον σηκώθηκε και στάθηκε απέναντί του.

«Ποιος είσαι;» Έδειξε προς τη φιγούρα που συνέχιζε να μένει ακίνητη. «Τι είναι αυτό; Πού στον διάολο βρίσκομαι;»

Στο άκουσμα της τελευταίας φράσης ο άντρας με τα λευκά μαλλιά χαμογέλασε πλατιά.

«Εκεί που είπες».

Ο Μέισον συνοφρυώθηκε. Ο άντρας του έδωσε το χέρι.

«Damon HellWay» είπε ήρεμα.

Ο Μέισον δεν ανταπέδωσε.

«Τι στον διάολο συμβαίνει;»

Ο Damon χαμογέλασε ακόμη πιο πολύ.

«Κοίτα γύρω σου, Μέισον και πες μου τι βλέπεις».

«Δεν…»

«Κοίτα και πες μου τι βλέπεις!» επέμεινε επιτακτικά ο Damon.

Η φωνή του αντήχησε λες και χτυπούσε στους τοίχους ενός τούνελ. Ο Μέισον υπάκουσε. Μόνο που κοιτώντας τριγύρω, έντρομος διαπίστωσε πως η αμμουδιά είχε καλυφθεί από πολυάριθμους ουρανοξύστες, όμοιους με εκείνους που είχε στην αίθουσα του σπιτιού του. Έκανε να κινηθεί προς το μέρος τους μα άρχισαν σταδιακά να σπάνε ο ένας μετά τον άλλον, όπως συνέβη και νωρίτερα. Τα θραύσματα εκτοξεύτηκαν προς το μέρος του προκαλώντας πολλές μικροσκοπικές αμυχές στο δέρμα του.

Στράφηκε έντρομος προς τον Damon. Εκείνος τον κοιτούσε ανέκφραστος.

«Τι… τι συμβαίνει;» τραύλισε.

Και τότε η γη άρχισε να σείεται και η άμμος να αναδεύεται. Ένα πυκνό σύννεφο σκόνης σηκώθηκε. Ο Μέισον άρχισε να βήχει. Τα μάτια του έτσουζαν. Όταν τελικά καταλάγιασε, είδε πως μια μεγάλη έκταση της αμμουδιάς, είχε καλυφθεί από ένα χωμάτινο θέρετρο, στο κέντρο του οποίου απλωνόταν ακόμη ένας ουρανοξύστης.

«Το αναγνωρίζεις, Μέισον;» ο Damon ρώτησε ήρεμα.

Εκείνος τον κοίταξε απορημένος.

«Πώς;»

«Η ιδέα αυτή υπήρχε μόνο μέσα στο μυαλό σου. Δεν την είχες αναφέρει σε κανέναν. Εγώ όμως» τον πλησίασε «μπορώ να διαβάσω το μυαλό σου». Ο Μέισον οπισθοχώρησε. Ο Damon τον πλησίασε ξανά. «Μπορώ να διαβάσω κάθε κρυφή σου σκέψη κι επιθυμία».

«Πώς;» επανέλαβε ο Μέισον και οπισθοχώρησε κι άλλο.

«Εσύ μου έδωσες τη δύναμη να το κάνω». Ο Μέισον ξεροκατάπιε. «Κάθε φορά που ποδοπατούσες τα όνειρα των άλλων. Κάθε φορά που παρουσιαζόσουν σαν από μηχανής… θεός για να τους σώσεις από τα χρέη που εσύ ο ίδιος τους δημιουργούσες. Εξαγόραζες το βιός τους για ένα κομμάτι ψωμί, για να χτίσεις τον επόμενο ουρανοξύστη σου». Ο Μέισον τον άκουγε αμίλητος. Ο Damon συνέχισε. «Και όλοι υποχωρούσαν με ευκολία. Μέχρι που βρέθηκε στον δρόμο σου ο Ρόμπερτ Ντιλέινι. Δεν είχε καμία σχέση με τους υπόλοιπους, έτσι δεν είναι; Ήταν ζόρικος. Αναγκάστηκες να λάβεις άλλα μέτρα».

Στράφηκε προς τη φλεγόμενη φιγούρα που τόση ώρα στεκόταν ακίνητη. Εκείνη άρχισε πάλι να πλησιάζει. Ο Μέισον προσπάθησε να τρέξει, μα σκόνταψε. Άρχισε να έρπει προς τα πίσω, μα η φιγούρα κινούταν αφύσικα γρήγορα.

«Έκαψες το σπίτι τους» ακούστηκε η φωνή του Damon.

Η φωτιά άρχισε να καταλαγιάζει και η μορφή ενός άντρα να εμφανίζεται﮲ ενός άντρα που το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο, και το σώμα του γεμάτο βαριά εγκαύματα. Προσπέρασε τον Μέισον που τον κοιτούσε έντρομος και στάθηκε δίπλα στον Damon.

«Ο Ρόμπερτ τραυματίστηκε βαριά. Ανεπανόρθωτα» συνέχισε εκείνος. «Ανέπνεε μόνο με μηχανική υποστήριξη. Πάτησες πάνω στην πιο αδύναμη στιγμή τους, Μέισον και ανάγκασες τη γυναίκα του τη Μελ να υπογράψει πως θα σου πουλήσει το οικόπεδό τους. Κατέστρεψες για πάντα τη ζωή τους. Μόνο που…» έσκυψε και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό του. Ο Μέισον βλεφάρισε τρομαγμένος. «Μόνο που ο Ρόμπερτ, έκανε μαζί μου μια συμφωνία. Βλέπεις, δεν υπάρχει τίποτε πιο επικίνδυνο, από κάποιον που δεν έχει τίποτε άλλο να χάσει﮲ από κάποιον για τον οποίο ο θάνατος αποτελεί λύτρωση και η εκδίκηση είναι η μόνη που τον κρατά στη ζωή. Και μάλιστα, είναι πρόθυμος να θυσιάσει ακόμη και την ψυχή του για να την πετύχει».

Ο Damon ανασηκώθηκε. Δυνατός αέρας ξέσπασε. Κύματα υψώθηκαν και κατευθύνθηκαν απειλητικά προς το μέρος τους. Πυκνά, μαύρα σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό και μια δυνατή μπόρα ξέσπασε. Κεραυνοί ταρακούνησαν την πλάση και χοντρό χαλάζι έπεσε γύρω τους. Και όσο απότομα ξεκίνησε, τόσο απότομα κόπασε. Τα σύννεφα διαλύθηκαν, ο ήλιος ξεπρόβαλε ξανά και τα κύματα υποχώρησαν.

Ο Μέισον κοίταξε γύρω του. Το χωμάτινο θέρετρο είχε μετατραπεί σε λάσπη. Το χωμάτινο κάστρο όμως, έξω από το οποίο στεκόταν φρουρός ο μικρός στρατιώτης με τα χρυσά δόντια, στεκόταν ακόμη αγέρωχο, χωρίς καμία απολύτως φθορά.

«Έχεις χτίσει τους ψηλότερους ουρανοξύστες, Μέισον. Δεν έχεις καταλάβει όμως, πως όλα αυτά, τα πλούτη, η εξουσία, τα υλικά αγαθά, είναι εφήμερα». Έσκυψε ξανά από πάνω του. «Μοιάζουν με παλάτια από άμμο. Είναι απλώς χωμάτινα φρούρια που σου δίνουν μια πλασματική αίσθηση ασφάλειας, έτοιμη να διαλυθεί μόλις το νερό πέσει πάνω τους και τα μετατρέψει σε λάσπη. Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει*».

Ο Μέισον έδειξε προς το χωμάτινο κάστρο του Νόα.

«Κι αυτό γιατί δεν…»

«Επειδή αυτό, σαν άλλη ‘Κιβωτός του Νώε’, έχει σκοπό να σώσει την ψυχή και την αθωότητα ενός παιδιού, προστατεύοντάς το από σένα −που δεν είσαι άξιος για πατέρας του− και από τον ‘Κατακλυσμό’ που θα εξαφανίσει κάθε ίχνος από την αποτρόπαιη ύπαρξή σου».

Ανασηκώθηκε και απομακρύνθηκε. Ο ουρανός σκοτείνιασε απότομα. Άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς. Μόνο που το νερό ήταν αλμυρό κι έπεφτε ορμητικά μην αφήνοντας τον Μέισον να αναπνεύσει. Προσπάθησε να σηκωθεί, μα γλίστρησε στη λάσπη η οποία άρχισε να κινείται γύρω του. Δημιούργησε μια τεράστια ρουφήχτρα που τον καταβρόχθιζε. Το σώμα του παρέλυσε ενώ ούρλιαζε υστερικά. Και ξαφνικά, η βροχή σταμάτησε. Ο ήλιος φώτισε την πλάση, αλλά η άμμος έσφιγγε τον άντρα όλο και πιο πολύ. Ακούστηκαν ήχοι από τα κόκαλά του να σπάνε. Τα μάτια και το στόμα του άρχισαν να αιμορραγούν.  Το αίμα του κύλησε απειλητικά προς το κάστρο του Νόα. Το τείχος όμως που είχε υψώσει γύρω του ο στρατιώτης διέκοψε την πορεία του. Τα κύματα της θάλασσας κινήθηκαν προς εκείνο το σημείο και το νερό της θάλασσας το ξέπλυνε, μην αφήνοντας ίχνος πίσω του.

***

Λίγες ώρες αργότερα, σειρήνες περιπολικών αναβόσβηναν έξω από το σπίτι του Μέισον. Ο επιθεωρητής Γκρέυ κατέβηκε από το υπηρεσιακό του όχημα και προχώρησε προς έναν αστυνομικό.

«Ποιος ειδοποίησε;»

«Λάβαμε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα, πως υπήρχε ένα πτώμα στο παιδικό δωμάτιο, ενώ το παιδί ήταν παρών».

«Αιτία θανάτου;»

«Βρέθηκε με σπασμένα όλα του τα κόκαλα και το στόμα του γεμάτο λάσπη».

«Λάσπη;» απόρησε ο Γκρέυ.

«Είναι και δυο ακόμη πράγματα κύριε επιθεωρητά».

Εκείνος τον κοίταξε ερωτηματικά.

«Τα ρούχα και τα μαλλιά του θύματος, είχαν ποτίσει με θαλασσινό νερό».

Ο Γκρέυ ανασήκωσε τα φρύδια.

«Και το δεύτερο;»

«Βρέθηκε μια ιδιόχειρη διαθήκη με την οποία αφήνει τη μισή περιουσία του στον γιο του, και από την υπόλοιπη μισή, αφήνει το ένα δεύτερο στη χήρα του Ρόμπερτ Ντιλέινι και το υπόλοιπο στους ιδιοκτήτες των οικοπέδων που αγόρασε για να χτίσει τους ουρανοξύστες του».

«Και το παιδί;»

«Το βρήκαμε να κοιμάται ήρεμο κάτω από το κρεβάτι του».

«Δεν κατάλαβε τίποτε από όσα συνέβησαν;»

«Φαίνεται πως όχι».

Ο Γκρέυ παρατήρησε τον Νόα που στεκόταν παραπέρα, μαζί με μια γυναίκα αστυνομικό. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα χυμό και τον έπινε λίγο λίγο. Στο άλλο, κρατούσε ένα στρατιωτάκι που χαμογελούσε διάπλατα. Μια ολόχρυση οδοντοστοιχία έλαμπε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του.

***

Μερικές μέρες αργότερα ο ντετέκτιβ Τζακ Κάρτερ, βρισκόταν στο γραφείο του και μελετούσε τον φάκελο της υπόθεσης. Όταν τελείωσε, τον έκλεισε, άνοιξε ένα συρτάρι κι έβγαλε ένα χάρτινο κουτί. Πάνω ήταν γραμμένη η επιγραφή: «Μυστηριώδεις Υποθέσεις». Πήρε έναν έναν τους φακέλους και διάβασε τους τίτλους τους:

«Εξαφάνιση Τζέισον Μπλούμινγκτέιλ»

«Εξαφάνιση Γκάρυ Ντράγκιν»

«Εξαφάνιση Μπέντζαμιν Κόουλ»

«Θάνατος Ρεμπέκα Σμιθ»

«Εξαφάνιση Γκερτ Μπράουν»

«Εξαφάνιση Κάλβιν Ρουλς, Ντον Άρλινγκτον και Τζάρεντ Σορτμπιμ».

Σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε ένα νούμερο.

«Έλα, Λάρυ, τις βρήκα όλες».

Έμεινε σιωπηλός για λίγο, ακούγοντας τον συνομιλητή του.

«Πολύ καλά» είπε τελικά. «Θα τελειώσω πρώτα μια δική μου υπόθεση και μετά θα τις κοιτάξω μία προς μία για να δω πώς συνδέονται».

Έκλεισε τη γραμμή και κοίταξε τους φακέλους σκεφτικός. Τους ξαναέβαλε στη θέση τους και τοποθέτησε στην κορυφή της στοίβας και τον σημερινό με την επιγραφή «Θάνατος Μέισον Νιλς». Έχωσε την κούτα και πάλι στο συρτάρι, έσβησε τα φώτα και βγήκε από το γραφείο.

 

* χώμα είσαι και στο χώμα θα επιστρέψεις.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: