Η Δανάη μπήκε με σταθερό βήμα στην κεντρική είσοδο του νοσοκομείου, ένα παλιό κτίσμα με ξεφλουδισμένο γκριζωπό χρώμα και βρώμικα παράθυρα. Δέχτηκε με χαρά το ρίγισμα που της έδωσε το κλιματιστικό και προχώρησε στο βάθος του διαδρόμου με τα μεταλλικά καθίσματα προσπερνώντας βιαστικές νοσοκόμες, βλοσυρούς γιατρούς και θλιμμένους ανθρώπους και κατευθύνθηκε προς τα ασανσέρ με τις ανοξείδωτες πόρτες.
«Δανάη! Δανάη ήρθες!» ακούστηκε μια γνώριμη φωνή γεμάτη ένταση πίσω της και πριν καλά καλά προλάβει να γυρίσει ένας χείμαρρος καστανών μαλλιών έπεσαν πάνω στο πρόσωπο της, ενώ κάποιος την αγκάλιαζε σφιχτά κόβοντας της την ανάσα.
«Άφησα δέκα μηνύματα στον τηλεφωνητή σου και στο μαιλ σου…», είπε η γυναίκα τραβώντας την πίσω και κρατώντας την από τα μπράτσα. «Χρύσα;» κατάφερε να τραυλίσει η Δανάη. Η Χρύσα την ξαναγκάλιασε φανερά συγκινημένη με την ανάσα της να τρεμουλιάζει.
«Επιτέλους είσαι εδώ! Αχ, είσαι εδώ!» έκανε ξανά σκουπίζοντας ένα μικρό δάκρυ από την άκρη του ματιού της. Η Δανάη την κοίταξε κατάπληκτη.
«Δεν τα είδα. Τι κάνεις εδώ;» τη ρώτησε μετά από μια μικρή παύση. Η Χρύσα σκούπισε άλλο ένα δάκρυ με το δάχτυλο της και της έγνεψε καταφατικά.
«Πρέπει να μας βοηθήσεις!», επαναλάμβανε συνέχεια η Χρύσα σα χαλασμένος δίσκος.
«Να σας βοηθήσω;» σάστισε η Δανάη.
«Ναι, ο Φαέθων»
«Ο Φαέθων;» χλόμιασε η Δανάη.
«Σου ΄πα να μην τον αφήσεις! Να τον πείσεις να μην πάει!» της επιτέθηκε η Χρύσα έξαφνα σφίγγοντας τα χέρια της γεμάτη οργή και τα μάτια της πέταγαν σπίθες, ενώ η ανάσα της έγινε κοφτή. Η Δανάη έμεινε να την κοιτάζει με μισάνοιχτο στόμα, σαστισμένη μια σκέψη παράδερνε στο μυαλό της, ξεροκάταπιε και ρώτησε με τρεμουλιαστή φωνή παίρνοντας μια κοφτή ανάσα
«Έπαθε κάτι ο Φαέθων;». Η Χρύσα σωριάστηκε σ ΄ένα μεταλλικό κάθισμα που βρισκόταν δίπλα τους και η Δανάη έκανε το ίδιο. Είχε πανιάσει.
«Δεν παίρνει τη θεραπεία…»
«Τη θεραπεία;» μονολόγησε η Δανάη και ανοιγόκλεισε τα μάτια της «Ποια θεραπεία;» ρώτησε ξαφνικά τη Χρύσα.
«Ο Φαέθων είναι αιμορροφιλικός και…»
«Αιμορροφιλικός;» την έκοψε η Δανάη και η Χρύσα της έγνεψε θετικά και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα συνέχισε.
«Ναι, κάνει προφυλακτική θεραπεία και είναι μια χαρά, αλλά στο ταξίδι του, κοντά στην Ινδία, τελείωσαν τα φάρμακα και δεν έβρισκε φάρμακα. Έφτασαν πριν μια βδομάδα και έχει σοβαρή εσωτερική αιμορραγία. Η κλασική θεραπεία δεν τον βοήθησε και θέλουμε να πάρει μία νέα, αλλά αρνείται, καταλαβαίνεις; Αρνείται! Δε θέλει λέει να ζει άλλο έτσι! Πρέπει να του μιλήσεις, πρέπει να του αλλάξεις γνώμη!», φώναξε η Χρύσα, έπιασε τα μπράτσα της Δανάης γεμάτη ένταση και ανασηκώθηκε παρασέρνοντας την προς το ασανσέρ.
«Εγώ, τι να του πω; Πώς θα τον κάνω ν ΄αλλάξει γνώμη;», έκανε τρομαγμένη η Δανάη προσπαθώντας να τραβηχτεί και με το άλλο χέρι της ν ΄ακουμπά στο στήθος της. Η Χρύσα την έσπρωξε αποφασιστικά μέσα στο μεταλλικό κουτί χτυπώντας ανυπόμονα το πλήκτρο.
«Εμείς δεν είμαστε μαζί…» κατόρθωσε να αρθρώσει πνιγμένη από την ένταση η Δανάη βλέποντας τα νούμερα τον ορόφων να αλλάζουν.
«Σ ΄αγαπάει Δανάη, σ ΄αγαπάει πολύ. Σ ΄αγαπάει τόσο που έφυγε όσο πιο μακριά σου μπορούσε για να σε προστατέψει. Είδα τις φωτογραφίες για την έκθεση που ετοιμάζει, σε όλες είσαι, εσύ…».
«Χρύσα» έκανε παρακλητικά η Δανάη κι εκείνη της έριξε ένα απειλητικό ύφος.
«Μπορείς και θα το κάνεις!», τη διαβεβαίωσε με σκληράδα η Χρύσα καθώς οι πόρτες άνοιξαν και την παρέσυρε έξω. Η Δανάη την ακολούθησε σαν υπνωτισμένη. Ο σφυγμός της χτυπούσε μανιασμένα και είχε πανιάσει.
Προχώρησαν έτσι στο φαρδύ διάδρομο με το πλαστικό δάπεδο που έπνιγε τα βήματα τους προς δυο μεγάλες ανοιγόμενες μπλε πόρτες. Η Χρύσα τις άνοιξε απότομα. Υπήρχε μια αίθουσα με πλαστικά μπλε καθίσματα στη σειρά στον δεξί τοίχο. Δυο μαραμένες γυναίκες καθόταν σε μια άκρη και έσφιγγαν τα χέρια τους αμίλητες με τον πόνο να χαράζει τα πρόσωπά τους. Οι γυναίκες τις κοίταξαν με υγρά μάτια και η Χρύσα την παρέσυρε προς τα εκεί λέγοντας «Μαμά, ήρθε!». Η γυναίκα δίπλα από αυτή στην οποία μίλησε η Χρύσα έβγαλε έκπληκτη μια φωνή με ερωτηματική χροιά «Χρύσα!».
«Κυρία Ευθαλία!», είπε τώρα φανερά σαστισμένη η Χρύσα. Η κυρία Ευθαλία κοίταζε μια τη Χρύσα, μια τη Δανάη μην ξέροντας τι να πει και ξαφνικά τινάχτηκε πάνω.
«Η Χρύσα είναι κόρη σου;» ρώτησε γεμάτη ένταση την καστανόξανθη γυναίκα δίπλα της με τα μεγάλα μπλε μάτια. Εκείνη της έγνεψε καταφατικά γουρλώνοντας τα μάτια της. Η Ευθαλία ένιωσε το αίμα της να χάνεται, σαν κάποιος να της ρούφηξε και την τελευταία ρανίδα. Η Δανάη όρμησε για να τη στηρίξει κι εκείνη γύρισε ξανά προς τη γυναίκα δίπλα της που είχε σηκωθεί.
«Και τον γιο σου; Τον γιο σου τον λένε Φαέθωνα; Ο Φαέθων έχει αυτήν την αιμοκάτι;», έκρωξε η Ευθαλία παίρνοντας κοφτές ανάσες. Η γυναίκα που τώρα είχε σηκωθεί της έγνεψε σαστισμένη, ενώ με το χέρι της έψαξε το χέρι της Χρύσας, το οποίο έσφιξε με δύναμη. Η κυρία Ευθαλία στράφηκε τώρα στην κόρη της «Κληρονομική!» έφτυσε λες τη λέξη. Η Δανάη την κοίταζε βουβή μη δείχνοντας να καταλαβαίνει.
«Αυτή η αιμοκάτι είναι κληρονομική!» έσκουξε τώρα η κυρία Ευθαλία και μη βλέποντας σημάδια κατανόησης από την κόρη της έσκουξε.
«Είναι κληρονομική! Τι δεν καταλαβαίνεις; Αχ το παιδάκι μου! Αχ, η ψυχούλα μου! Αχ, κορίτσι μου, τι τύχη σου μέλλε!», είπε δραματικά καθώς σωριάστηκε σαν άδειο σακί στην καρέκλα μοιρολογώντας. Το αίμα από το πρόσωπο της Δανάης στράγγιξε και τα πόδια της τρεμούλιασαν.
«Κληρονομική;» ρώτησε ασθενικά καθώς προσπαθούσε να πάρει ανάσα και τα μάτια της είχαν θολώσει. Χέρια την ψηλάφισαν, φωνές ακουγόταν γύρω της κάποιος της έλεγε να σκύψει το κεφάλι της και το μοιρολόι δίπλα της δεν έλεγε να σταματήσει. Οι αισθήσεις της άρχισαν να επιστρέφουν σιγά σιγά, στην αρχή ο ήχος, το μοιρολόι είχε σταματήσει. Η όραση, αν και θολή, τρεις φιγούρες την κοιτούσαν με τα χαρακτηριστικά τους τραβηγμένα από την ανησυχία, τέλος η αφή, χέρια την ακουμπούσαν και τη στήριζαν.
«Δανάη είσαι καλά;» η μια μορφή της μιλούσε. Έγνεψε ελαφρά με το κεφάλι της και έγειρε μπροστά με κλειστά μάτια στηρίζοντας το στις παλάμες της. Πρέπει να σκεφτεί ψύχραιμα, δεν μπορεί να πανικοβάλλεται. Ψυχραιμία, διέταξε τον εαυτό της. Έριξε τα μαλλιά της πίσω και το βλέμμα της διέτρεξε τα πρόσωπα των ανθρώπων που είχαν σκύψει από πάνω της.
«Χρύσα» έκανε σιγά προσπαθώντας να καταπνίξει την ένταση που ένιωθε «Τι ακριβώς είναι η αιμορροφιλία;»
«Μια κληρονομική ασθένεια του αίματος, δεν μπορεί να πήξει», αποκρίθηκε εκείνη και η Δανάη ένιωσε πάλι το κύμα της λιγοθυμίας να ΄ρχετε καταπάνω της ορμητικό
«Κληρονομείται από τη μάνα, στο γιο…» ακούστηκε μια φωνή που έσπασε από τη θλίψη δίπλα της. Η Δανάη κοίταξε να δει ποιος μίλησε, ήταν η καστανόξανθη γυναίκα, η μητέρα του Φαέθωνος, δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της.
«Από μάνα, σε γιο!» ακούστηκαν δυο φωνές ταυτόχρονα. Η Δανάη έριξε ένα εύγλωττο βλέμμα στη μητέρα της, δίπλα της. Η Χρύσα επιβεβαίωσε σιωπηλά.
«Μόνο από τη μάνα στο παιδί; Όχι από τον πατέρα;», ρώτησε η Ευθαλία προσπαθώντας να ακουστεί ουδέτερη.
«Μόνο», απάντησε η Χρύσα «Μα γιατί κάνετε…»
«Δόξα συ ο θεός!» έκανε η Ευθαλία κάνοντας το σταυρό της, έπειτα έγειρε προς την κόρη της και την αγκάλιασε. Μείνανε έτσι κάμποση ώρα, εν τω μεταξύ οι άλλες δύο γυναίκες είχαν καθίσει και αυτές αποκαμωμένες από την ένταση περιμένοντας υπομονετικά να τελειώσει ο εναγκαλισμός. Η Χρύσα στριφογυρνούσε αδιάκοπα στο κάθισμα της κάνοντας φιλότιμη προσπάθεια να μη μιλήσει.
«Πάνου!» ακούστηκε μια φωνή από μια από τις πόρτες στην άκρη της αίθουσας. «Μπορείτε τώρα να περάσετε…» Η Δανάη με τη μητέρα της σηκώθηκαν αλαφιασμένες και αμίλητες προχώρησαν προς εκεί. Η Χρύσα έκανε ένα λαρυγγισμό, η Δανάη της έριξε ένα βλέμμα κατανόησης.
«Είναι ο μπαμπάς μου, είναι άρρωστος, γι ΄αυτό είμαι εδώ…» είπε ήρεμα και μπήκε. Οι δυο γυναίκες έμειναν να κοιτάνε την πόρτα.
«Τι έγινε τώρα;», αναρωτήθηκε δυνατά η Κατερίνα, η μητέρα της Χρύσας. Η Χρύσα ανασήκωσε τους ώμους της φανερά μπερδεμένη.
«Εσύ πώς βρέθηκες με τη μητέρα της Δανάης;»
«Αυτή είναι η Δανάη; Πιάσαμε τυχαία κουβέντα. Ο άντρας της έχει καρκίνο»
«Στεργίου, μπορείτε να μπείτε!» ακούστηκε πάλι σκληρή η φωνή. Οι γυναίκες σηκώθηκαν και σέρνοντας τα βήματα τους με γυρτούς ώμους προχώρησαν προς τα εκεί. Λίγο πριν κλείσουν την πόρτα, είδαν τη Δανάη να τρέχει ξοπίσω τους και οι δυο γυναίκες την κοίταξαν γεμάτες ευγνωμοσύνη.
«Φαέθων», είπε σιγανά η Χρύσα σκύβοντας πάνω από το χλωμό κεφάλι του αδερφού της και διώχνοντας μια τούφα από το μέτωπο του.
«Κοίτα ποια ήρθε!» Εκείνος μισάνοιξε τα μάτια και τα κλείσε αμέσως. Η Δανάη έκανε νόημα στη Χρύσα «Μας αφήνετε λίγο μόνους;» της είπε άηχα. Οι δυο γυναίκες αποχώρησαν στηρίζοντας η μια την άλλη. Η Δανάη κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και έπιασε το χέρι του, ήταν μωλωπισμένο και τυλιγμένο με γάζες για να συγκρατήσουν τον ορό.
«Φαέθων» έκανε σιγανά πνίγοντας ένα λυγμό.
«Δανάη» ψιθύρισε ο Φαέθων χωρίς ν ΄ανοίξει τα μάτια του. Η Δανάη έχωσε τα δάχτυλα της μες στα μαλλιά του.
«Εδώ είμαι, μωρό μου» Εκείνος άνοιξε τα μάτια του, την κοίταξε με ένταση, με μάτια σαν καθάρια θάλασσα παγιδεύοντας τη.
«Γοργόνα…», ψέλλισε ο Φαέθων και τα χείλη του κύρτωσαν σε χαμόγελο. Τα μεγάλα αμυγδαλωτά μελιά της μάτια υγράνθηκαν και μια σταγόνα στραφτάλισε στη γωνία. Το βλέμμα του άλλαξε, σκλήρυνε και η μάσκα που φορούσε πάντα επέστρεψε μετατρέποντας τον σε άκαμπτο ρωμαϊκό αντίγραφο. «Τι κάνεις εδώ;»
«Έχει πολύ ωραία μέρα σήμερα…», είπε η Δανάη για ν΄ αλλάξει θέμα και πήγε στο παράθυρο όπου τράβηξε λίγο τις κουρτίνες και να προλάβει να σκουπίσει τα μάτια της.
«Δανάη» ακούστηκε τραχιά η φωνή του «Φύγε»
«Ναι, θα φύγω», είπε με αποστασιοποιημένη και ήρεμη φωνή εκείνη με γυρισμένη την πλάτη «Ήθελα όμως κάτι να σου πω…»
«Τι;» έκανε εκείνος με προσποιητή αδιαφορία γυρνώντας το κεφάλι απ΄ την άλλη. Η Δανάη γύρισε προς το μέρος του αναποφάσιστη ψάχνοντας τα λόγια της «Έχω κάτι δικό σου. Δεν μπορώ να σου το επιστρέψω… Μπορώ όμως να το μοιραστώ μαζί σου, αν θέλεις…»
«Σου το χαρίζω…» της έκανε εκείνος αδιάφορα κοιτώντας τη.
«Ναι, ήμουν σίγουρη ότι αυτό θα ΄λεγες», είπε εκείνη μειδιώντας σαρκαστικά «Γιατί αρνείσαι να πάρεις τη νέα θεραπεία;» τον ρώτησε ξαφνικά τώρα που την κοιτούσε. Τα μάτια του μίκρυναν από θυμό.
«Γι ΄αυτό σε κουβάλησαν; Νόμιζαν πως θα μου αλλάξεις γνώμη;» φώναξε νευριασμένος. Εκείνη σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της.
«Δε με κουβάλησαν, ο μπαμπάς μου είναι στο διπλανό δωμάτιο, έχει καρκίνο και έκανε χειρουργείο… Δεν έχει συνέλθει ακόμα», έκανε λυπημένα η Δανάη και έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. Ο Φαέθων είπε αδύναμα κλείνοντας τα μάτια, «Φύγε». Η Δανάη ήρθε και κάθισε πάλι στο κρεβάτι δίπλα του πιο ήρεμη τώρα.
«Πώς πέρασες στο ταξίδι;», είπε με προσποιητή ανεμελιά.
«Φύγε», ήχησε τραχιά η φωνή του Φαέθωνος κοιτώντας τη στα μάτια μορφάζοντας ελαφρά από τον πόνο. Η Δανάη έσμιξε τα φρύδια με δυσαρέσκεια.
«Φύγε, δε θέλω να με θυμάσαι έτσι…», είπε με χείλη να τρέμουν ελαφρά προσπαθώντας να διατηρήσει το άκαμπτο πρόσωπο.
«Δε θα σε θυμάμαι έτσι, γιατί κάθε μέρα θα βλέπω αυτά τα μάτια γεμάτα ζωή και θέληση να κατακτήσουν όλον τον κόσμο», είπε χαμηλόφωνα βυθίζοντας το βλέμμα της στο δικό του. «Ο γιος σου βέβαια απ΄ την άλλη, δε θα σε θυμάται καθόλου…», είπε ξερά και σηκώθηκε. Ο Φαέθων την κοίταξε ανταριασμένος.
«Συγγνώμη, μπορείτε να περάσετε λίγο έξω; Ευχαριστώ», είπε μια κοκκινομάλλα στρουμπουλή νοσοκόμα που μπήκε μέσα κρατώντας ένα νεφρόσχημα με διάφορα μπουκαλάκια πάνω. Η Δανάη της έγνεψε καταφατικά και έκανε να βγει, αλλά ξαναγύρισε αφήνοντας του το κινητό της.
«Δεν είμαι και πολύ καλή φωτογράφος…» είπε σιγανά και χωρίς να περιμένει απάντηση στράφηκε προς την πόρτα και βγήκε σαν κυνηγημένη. Σαν έκλεισε η πόρτα πίσω της, ένιωσε όλη την ένταση που ένιωθε τόση ώρα να την κατακλύζει. Έσκυψε το κεφάλι της και κλείνοντας τα μάτια πήρε μια βαθιά ανάσα, όταν τα ξανάνοιξε δυο ζευγάρια παπούτσια βρίσκονταν μπροστά από τα δικά της. Ανέστρεψε το βλέμμα της, δύο ζευγάρια μάτια την κοίταζαν διάπλατα γεμάτα ένταση και προσμονή. Η Δανάη τους χάρισε ένα αδύναμο χαμόγελο
«Χρειάζεται λίγο χρόνο…» τους είπε μαλακά, τις παραμέρισε και προχώρησε προς το δωμάτιο του πατέρα της.
Ο Φαέθων κοιτούσε αποσβολωμένος το κινητό στο χέρι του το ένιωθε να καίει. Η νοσοκόμα που μύριζε έντονα γιασεμί του, το αφαίρεσε ξαφνικά από το χέρι του και το ακούμπησε δίπλα του στο κομοδίνο, έπειτα με γρήγορες κινήσεις άρχισε να ελέγχει τον ορό και τον ξεσκέπασε αποκαλύπτοντας έναν τεράστιο μπλαβή μώλωπα που κάλυπτε το στέρνο του. Ο Φαέθων ένιωσε ένα συνεχόμενο, μέτριας έντασης πόνο που τον έκανε να μορφάσει. Το βλέμμα του στυλώθηκε στο κινητό. Η νοσηλεύτρια πήρε τη θερμοκρασία του, τον τακτοποίησε με γρήγορες σταθερές κινήσεις και κινήθηκε να φύγει, όταν πισωγύρισε και με μια υποψία χαμόγελου σήκωσε το κινητό και το απέθεσε στο χέρι του. Ο Φαέθων το έσφιξε με δύναμη, χωρίς να το παίρνει απόφαση να το κοιτάξει. Μόλις όμως την είδε να χάνεται κλείνοντας την πόρτα, το έφερε στο ύψος των ματιών του και πάτησε το πλαϊνό πλήκτρο. Η εικόνα ενός στρουμπουλού μωρού με μεγάλα βαθυγάλανα μάτια και μια υποψία ξανθωπού χνουδιού στο κεφαλάκι του εμφανίστηκε στην οθόνη. Ένα γλυκό χαμόγελο κύρτωνε τα χείλη του μ ΄ένα μικρό λακκάκι στο ένα του μάγουλο, σα τη Δανάη σκέφτηκε ο Φαέθων και χαμογέλασε αχνά. Έκλεισε τα μάτια γέρνοντας πίσω, προσπάθησε να περάσει τα δάχτυλα του μέσα από τα μαλλιά του, αλλά ο οξύς πόνος που ένιωσε τον έκανε να το κατεβάσει αποκαρδιωμένος. Δύο φιγούρες εισέβαλαν μέσα νευρικές. Δε μιλούσαν μόνο τον κοιτούσαν ερωτηματικά. Της αγνόησε και έκλεισε τα μάτια του. Φωνές ακούστηκαν και ποδοβολητά απ ΄έξω από το δωμάτιο. Η Χρύσα έβγαλε το κεφάλι της έξω από την πόρτα. Ένας νοσοκόμος έσπρωχνε ένα φορείο προς το ασανσέρ και δίπλα του με βήμα ταχύ ένας νεαρός με ιατρική μπλούζα του μιλούσε νευρικά. Ξοπίσω τους έτρεχαν δύο γυναίκες πανιασμένες και ξέπνοες, η Δανάη με την Ευθαλία με χέρια πλεγμένα, που έμειναν να κοιτούν ανίκανες να συνειδητοποιήσουν τι έχει συμβεί την πόρτα του ασανσέρ, που έκλεινε μπροστά τους και τον νεαρό που φώναζε «Στο χειρουργείο! Γρήγορα!» Η Δανάη παρέσυρε τη μητέρα της στην πόρτα για τις σκάλες αφήνοντας τη ν ΄ανοιγοκλείνει πίσω τους.
«Ο πατέρας της Δανάης πάει ξανά στο χειρουργείο…», είπε αδύναμα η Χρύσα απαντώντας στο ερωτηματικό βλέμμα της μητέρα της που κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Ο Φαέθων όμως έμοιαζε απορροφημένος με το κινητό. Παρακολουθούσε ένα βίντεο με μάτια υγρά. Η Δανάη θήλαζε το μωρό κοιτώντας το στα μάτια κι εκείνο της τραβούσε την αλυσίδα με τα δελφίνια, που της είχε κάνει δώρο, κλείνοντας τη στη μικροσκοπική χουφτίτσα του. Το μωρό σταμάτησε να τρώει και το έβαλε στον ώμο της, όπου έκανε γουλίτσα. Αυτός που τραβούσε το βίντεο γέλασε και άπλωσε το χέρι του να χαϊδέψει το μωρό, έπειτα η κάμερα πέρασε στα χέρια της Δανάης και το μωρό στα χέρια του άντρα που έσκυψε και το φίλησε. Ο Μαρκ… Το μέτωπο του Φαέθωνα ρυτίδωσε και πήρε κοφτές ανάσες. Η μητέρα του όρμησε προς το μέρος του ανήσυχη.
«Είσαι καλά αγόρι μου;» είπε βάζοντας το χέρι της να διώξει μια τούφα από το χαρακωμένο μέτωπο του.
«Κάλεσε το γιατρό…», είπε αδύναμα εκείνος με μάτια ερμητικά κλειστά προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά του.
Το βλέμμα της Δανάης πλανήθηκε στη λευκή, ψυχρή αίθουσα και μη βρίσκοντας σημείο αναφοράς ξαναγύρισε στα πλεγμένα χέρια πάνω στα πόδια της. Το μυαλό της παράδερνε σ ΄όλα αυτά που είχαν γίνει σήμερα με την εικόνα του Φαέθωνος να κυριαρχεί.
«Ω θεέ μου», αναστέναξε ελαφρά. Σαν είμαι μακριά του παγώνω, ζω απλά για να ζω, μηχανικά, χωρίς ουσία. Νόμιζε ότι το κενό θα γέμιζε από την παρουσία του μωρού, όμως σήμερα το κατάλαβε καλά, τόσο καιρό ήταν μισή, μπορεί η ζωή της να ήταν γεμάτη, αλλά η ψυχή της ήταν μισή. Πώς μπόρεσε να πιστέψει ότι θα μπορούσε να ζει μακριά του, μακριά από το φως του; Για πρώτη φορά ένιωθε ότι τίποτα δεν είχε σημασία, ούτε το να μην πληγωθεί, ούτε τα όνειρα της, ήταν ελεύθερη, αγαπούσε άνευ όρων.
Πίσω από τις πορτοκαλί πόρτες βρισκόταν ο πατέρας της να παίζει κρυφτό με τον θάνατο. Ο πατέρας της, ο οποίος τον τελευταίο χρόνο υπήρξε αληθινό στήριγμα γι΄ αυτή. Όχι, ότι δεν το ΄κάνε τόσα χρόνια με το τρόπο του, σιωπηλά και αντιμετωπίζοντας με τρομερή υπομονή τα ξεσπάσματα της Ευθαλίας. Ούτε και αυτή τη φορά εξέφρασε κάποια αντίρρηση στη θέληση της να κρατήσει το παιδί και να παραιτηθεί από τη δουλειά της. Μόνο την κοίταξε με ‘κείνο το βαθύ ερευνητικό βλέμμα με το οποίο υποδέχονταν κάθε της απόφαση και επιθυμία τόσα χρόνια και μετά χαμογέλασε και της χάιδεψε τα μαλλιά. Ποτέ άλλοτε δεν θυμόταν να της είχε χαϊδέψει τα μαλλιά.
«Όπως θες, Δανάη μου» της είπε απαλά. Ούτε Δανάη μου, την είχε πει ποτέ.
«Να δω μόνο πώς θα το ανακοινώσουμε στη μάνα σου…», έκανε σκεπτικά.
«Πρέπει;»
«Πρέπει, γιαγιά θα γίνει. Μη φοβάσαι θα χαρεί πολύ»
«Θα χαρεί;» τον ρώτησε αβέβαιη.
«Θα χαρεί, θα ουρλιάξει και θα χτυπιέται για κάνα δυό μέρες και μετά θα τρέξει στα μαγαζιά να ψωνίσει για το μωρό. Θα δεις!» και είχε δίκιο, όπως πάντα. Η Ευθαλία δέχτηκε το νέο με το δραματικό, θεατρινίστικο τρόπο που δεχόταν κάθε αλλαγή στη ζωή της και δύο μέρες μετά έτρεχε στα μαγαζιά και έκανε όνειρα για το μωρό. Μια νύχτα, λίγες μόνο μέρες, αφού μετακόμισε πίσω στην Ελλάδα, ίσως γιατί βαθιά μέσα της ήθελε να νιώθει πιο κοντά στον Φαέθωνα, καθόταν μπροστά στο τζάκι και διάβαζε, ενώ ο πατέρας της καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρόνα και αργόπινε ένα ποτήρι λευκό κρασί με το βλέμμα του στυλωμένο στις φλόγες.
«Δανάη», είπε μαλακά κι εκείνη τράβηξε το βλέμμα της από το βιβλίο και τον κοίταξε ερωτηματικά.
«Ο Φαέθων…», είπε κοιτώντας τη διαπεραστικά. «Θα γίνει καλός πατέρας, αν τον αφήσεις…», είπε σιγανά και ξαναγύρισε στο κρασί του. Εκείνη του χαμογέλασε αχνά και ξαναγύρισε στο βιβλίο της. Τι θα ΄λέγε άραγε ο πατέρας της αν ήξερε για τον Φαέθωνα, ότι ήταν άρρωστος και δε δεχόταν να προσπαθήσει να ζήσει; Ο ίδιος ήταν αγωνιστής, ποτέ του δεν παραιτήθηκε στα δύσκολα, ακόμη και αυτή τη στιγμή πάλευε σ ‘αυτό το δωμάτιο για τη ζωή του. Πώς γίνεται ένας άνθρωπος σαν τον Φαέθωνα που λατρεύει τη ζωή, να μην παλεύει γι ΄αυτή; Δε θ ΄άντεχε να τον χάσει ξανά. Δε θα νιώθε ποτέ ξανά ολοκληρωτικά ευτυχισμένη, όπως εκείνες τις μέρες που πέρασε στο σκάφος μαζί του.
Ένας βαθύς αναστεναγμός ακούστηκε δίπλα της και η Ευθαλία έγειρε το κεφάλι της, που κόντευε να σπάσει, πάνω στο κρύο τοίχο κλείνοντας τα μάτια της. Η Δανάη της χτύπησε καθησυχαστικά το χέρι της. «Αχ», αναστέναξε πάλι βαθιά η μητέρα της «Τι ήταν αυτό πάλι σήμερα; Τι ήταν αυτό; Πόσα θ ΄αντέξω η γυναίκα, θεέ μου!» μονολόγησε με ύφος δραματικό. Η Δανάη μετακινήθηκε νευρικά στην καρέκλα της. «Πού να πάω να πέσω να πνιγώ, να ησυχάσω! Παναγιά μου, εγκεφαλικό θα μου ΄ρθει!» Η Δανάη τράβηξε τα χέρια της και έστρεψε το βλέμμα της αλλού. «Και στα ‘πα, δε στα ‘πα; Δε μ ΄άρεσε αυτός ο άνθρωπος! Αν είναι δυνατόν να ΄χεις τον Μαρκ, κούκλο, δουλευταρά, πετυχημένο, μορφωμένο, να λιώνει για σένα και το παιδί, και εσύ; Αχ και εσύ!». Η Δανάη ανέστρεψε το βλέμμα στον ουρανό. Άντε πάλι αρχίζει το δράμα και πραγματικά αυτήν τη στιγμή το τελευταίο πράγμα με το οποίο θα ΄θελε να ασχολείται, είναι με το δράμα της Ευθαλίας. Ο Φαέθων άρρωστος, επέστρεψε στις σκέψεις της και προσπάθησε ν ΄ανασύρει τις πληροφορίες που θυμόταν από το σχολείο σχετικά με την αιμορροφιλία, δεν ήταν και πολλές. Έτσι όμως εξηγούνται το άνοιγμα της μύτης του στο Σαρακήνικο, η υστερία της Χρύσας όταν χτύπησε στο Κλέφτικο, τα περίεργα φιαλίδια στο φαρμακείο, η ένεση που βρήκε κοντά του όταν κόπηκε από το γυαλί…
«Αχ παιδάκι μου ντιπ στραβώθηκες;», έσκουξε η Ευθαλία μες στ ΄αυτί της κάνοντας τη να τιναχτεί.
«Πάω να πάρω έναν καφέ, θες;», είπε εκνευρισμένη και σηκώθηκε απότομα.
«Τόσο δηλητήριο ήπια σήμερα…» η Δανάη αναστέναξε και απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, όταν άκουσε την Ευθαλία να της φωνάζει «Ένα freddo espresso πολύ γλυκό!» Καθώς πλήρωνε για τους καφέδες στο μικρό κυλικείο η Δανάη έψαξε ασυναίσθητα την τσάντα της για να πάρει τηλέφωνο σπίτι, να δει τι κάνει το μωρό. Μα το κινητό το ΄χε αφήσει στον Φαέθωνα, έπρεπε να περάσει να το πάρει. Το στήθος της πονούσε από το γάλα χρειαζόταν ένα ήσυχο μέρος να το αδειάσει. Κοίταξε τις πόρτες του ασανσέρ και δυναμικά προχώρησε προς εκεί.
Πέρασε βιαστική την αίθουσα αναμονής και χτύπησε ελαφρά την πόρτα του Φαέθωνα. Κανείς δεν απάντησε, άνοιξε την πόρτα αργά δεν υπήρχε ψυχή στο δωμάτιο και την ώρα που ετοιμαζόταν να φύγει εμφανίστηκε μια νοσηλεύτρια.
«Κατέβηκαν κάτω για εξετάσεις» της είπε απότομα και μπήκε σ ΄ένα δωμάτιο μην αφήνοντας περιθώριο στη Δανάη να τη ρωτήσει οτιδήποτε. Η Δανάη μπήκε στο δωμάτιο του Φαέθωνα και κάθισε να τραβήξει το γάλα. Η σκέψη της ταξίδεψε στο μωρό της. Καρδούλα μου, πώς σου το ΄κάνα αυτό; Πώς για να μην πληγωθώ εγώ, για να μείνω μακριά από τη φλόγα του αποφάσισα για σένα ότι δε θα γνωρίσεις το πατέρα σου; Έπρεπε να του το ‘χα πει. Έπρεπε να είχα πάρει τηλέφωνο. Αυτός δεν θέλει καν να ζει… Αν όμως είχα πάρει και αυτός δε μας ήθελε στη ζωή του; Αν εξαφανίζονταν ξανά; Δε θα το άντεχα να το ξαναζήσω. Και αυτή η ασθένεια; Πρέπει να μάθει λεπτομέρειες.
Η Δανάη κατευθύνθηκε προς το γραφείο των γιατρών και βρήκε ένα κοντόχοντρο νεαρό με γυαλιά και κάμποσα μπιμπίκια στο πρόσωπο.
«Συγνώμη γιατρέ, μπορώ να σας απασχολήσω για λίγο;», είπε χαρίζοντας του ένα μελαγχολικό, γοητευτικό, χαμόγελο.
«Παρακαλώ», είπε εκείνος με βαριά φωνή. Η Δανάη του εξήγησε με λίγα λόγια το θέμα κι εκείνος ήταν πολύ αναλυτικός, παρόλο που στην αρχή αρνιόταν πεισματικά, λόγω ιατρικού απορρήτου να της πει πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση του Φαέθωνα.
Η Δανάη μπήκε στο ασανσέρ για το χειρουργείο σέρνοντας τα βήματα της. Κάθε λεπτό που περνούσε τον έφερνε και πιο κοντά στο θάνατο και αυτή και το παιδί θα τον έχαναν, οριστικά. Για πάντα, του ΄χε πει. Μα τώρα που αυτό το “για πάντα” φαινόταν τόσο αληθινό και τόσο εφικτό… Οι πόρτες άνοιξαν κάνοντας τον χαρακτηριστικό ήχο. Δίπλα στην Ευθαλία καθόταν τώρα η Χρύσα και η μητέρα της και συζητούσαν ήρεμες, ενώ ο Φαέθων καθόταν χλωμός και φανερά ταλαιπωρημένος σε μια αναπηρική καρέκλα μπροστά τους. Η Κατερίνα σηκώθηκε, μόλις την είδε και την αγκάλιασε σφιχτά. Η Δανάη τραβήχτηκε αφήνοντας ένα βογκητό.
«Αχ συγνώμη, σε πόνεσα, κοπέλα μου! Σ ΄ευχαριστώ πολύ!» είπε πιάνοντας της το χέρι της με τα δύο της χέρια και κοιτώντας τη με υγρά μάτια. Η Χρύσα την πλησίασε και αυτή και την αγκάλιασε μισοκλαίγοντας. Η Δανάη κοίταξε πάνω από τον ώμο της και είδε τον Φαέθωνα να την κοιτά διαπεραστικά, σφίγγοντας στο χέρι του το κινητό της, ενώ πίσω του άνοιξαν οι πορτοκαλιές πόρτες και βγήκε ο χειρούργος.
«Με συγχωρείτε…» είπε η Δανάη, καθώς αποτραβήχτηκε από την αγκαλιά της Χρύσας και προσπερνώντας τες όρμησε προς τα εκεί, δίπλα της κατέφθασε και η Ευθαλία.
«Όλα καλά, όλα καλά! Προλάβαμε. Θα περιμένουμε βέβαια να ξυπνήσει. Είμαι όμως πολύ αισιόδοξος, είναι αγωνιστής. Θα μείνει στην ανάνηψη καμιά ώρα και μετά θα τον ανεβάσουμε πάνω», είπε ο νεαρός γιατρός κοιτώντας πότε τη μια και πότε την άλλη.
«Αχ σ ΄ευχαριστώ, Παναγία μου!» είπε δραματικά η Ευθαλία και πήγε και κάθισε βαριά στις καρέκλες, δίπλα της έκατσε και η Δανάη γέρνοντας το κεφάλι της πίσω. η Δανάη ένιωσε να τραντάζεται το στήθος της και οι ώμοι της, το πρόσωπο της υγράνθηκε και χοντρές, αλμυρές σταγόνες κυλούσαν στα μάγουλα της σα να την ψέκαζε το κύμα στο μέσω μιας τρικυμίας. Έβαλε τις παλάμες της στο πρόσωπο της και κατάλαβε ότι αυτές οι σταγόνες έτρεχαν από τα μάτια της. Έκλαιγε γοερά. Δυο χέρια την τύλιξαν από τους ώμους και την τράβηξαν προς το μέρος τους.
«Ηρέμησε, μωρό μου, ηρέμησε! Όλα καλά, όλα καλά θα πάνε!» είπε βραχνά ο Φαέθων και τη φίλησε στο μέτωπο. «Ο μπαμπάς σου είναι δυνατός, θα γίνει καλά» Η Δανάη έγειρε πίσω και τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια.
«Δεν κλαίω για τον πατέρα μου…», είπε ρουφώντας τη μύτη της «Κλαίω…»
«Σσσ σώπασε, μωρό μου, ξέρω γιατί κλαις… Όλα καλά θα πάνε! Ξεκίνησα την θεραπεία και σύντομα θα ΄μαστε οικογένεια. Εσύ, εγώ και το μωρό μας»
Η Δανάη ανέστρεψε το βλέμμα της στον ουρανό. Ήταν ένας υπέροχος γαλανός ουρανός, ούτε μια υποψία σύννεφου, ο ήλιος λαμπερός και ζεστός έστελνε γενναιόδωρα τις ζεστές ακτίνες του στην ανοιξιάτικη γη θερμαίνοντας τη μετά από ένα βαρύ χειμώνα. Τα πρώτα ζωηρόχρωμα αγριολούλουδα είχαν κάνει δειλά την εμφάνιση τους στις γωνιές ανάμεσα στις μαρμάρινες πλάκες και τρίλιες ακουγόταν αχνά από τα κοντινά δέντρα καλυπτόμενα από τα σερνάμενα, βαριά βήματα και τον ήχο τακουνιών στη ζεστή άσφαλτο και το σιγομουρμουρητό της πομπής.
Η Δανάη προχώρησε σαν υπνωτισμένη στη σκοτεινή αίθουσα. Χρειάστηκε λίγη ώρα για να συνηθίσουν τα υγρά μάτια της στο ημίφως, έπειτα από το λαμπερό φως. Κάποιος την παρέσυρε προς μια σειρά καθίσματα και κάθισε μηχανικά. Δίπλα της η Ευθαλία έκανε το ίδιο, η μύτη της ήταν κατακόκκινη και σκούπιζε συνέχεια τα μάγουλα της κάτω από τα μεγάλα μαύρα γυαλιά μ ΄ένα υφασμάτινο μαντήλι. Η Κατερίνα, η πεθερά της, της κράταγε σφιχτά το χέρι και κοιτούσε πέρα μακριά σα μαρμαρωμένη.
Κάποιος της έβαλε ένα φλιτζανάκι με ελληνικό καφέ στο χέρι της. Το έφερε μηχανικά στα χείλη της. Ήταν πικρός ή έτσι της φάνηκε.
«Μαμά;» ένιωσε ένα χεράκι να της τραβά την μπλούζα. Η Δανάη κοίταξε προς το μέρος του. Το μικρό στρογγυλό μουτράκι πλαισιωμένο με ολόχρυσα δαχτυλίδια και δυο βαθιά μπλε μάτια που την κοιτούσαν ερωτηματικά. «Να φάω;» της είπε δείχνοντας με το δαχτυλάκι του την πιατέλα με τα κουλουράκια. Εκείνη κύρτωσε τις άκρες των χειλιών της σ ΄ένα αδύναμο χαμόγελο και του ΄γνέψε καταφατικά. Ο πιτσιρίκος σήκωσε ζωηρά ένα κουλουράκι και άρχισε να το ροκανίζει κουνώντας ρυθμικά τα πόδια του.
Η Δανάη βυθίστηκε πάλι στις σκέψεις της. Ήταν, ως συνήθως, στην εταιρία του πατέρα της την οποία την είχε αναλάβει, όταν την ειδοποίησαν. Δούλευε πάνω σ ΄ένα καινούριο πρότζεκτ που ετοίμαζαν. Ο πατέρας της είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα και την έπαιρνε συχνά πυκνά τηλέφωνο για να τη ρωτήσει πως πάει κι εκείνη του τα ΄λέγε όλα λεπτομερώς. Εκείνη την ημέρα όμως, αντί για τον πατέρα της, ήταν η πεθερά της που την πήρε.
«Κρίμα ήταν νεότατος!» άκουσε μια φωνή από πάνω της η Δανάη που διέκοψε τις σκέψεις της. Μια σαφρακιασμένη γριά με βαριά χρυσά σκουλαρίκια και πολλά δαχτυλίδια στα δάχτυλα της, της έσφιξε το χέρι. «Τα συλλυπητήρια μου, Δανάη»
«Ευχαριστώ» έκανε εκείνη αδύναμα και η γριά προχώρησε παρακάτω.
Πριν από τρία χρόνια όλα είχαν μπει σε μια σειρά. Ήταν δύσκολα βέβαια στην αρχή και αγωνίστηκε σκληρά επί ένα χρόνο με αφόρητους πόνους, θεραπείες και φάρμακα για να κρατηθεί στη ζωή. Μετά από αυτό ήταν λες και τον έκλεισαν σ ΄ένα χρυσό κλουβί φροντίδας και μόνη του παρηγοριά ο μικρός. Για έναν άνθρωπο γεμάτο τόση ενέργεια δεν είναι εύκολο πράγμα αυτό και όμως δεν τους έφερε αντιρρήσεις. Ήταν εξαιρετικός ασθενής. Οι εξετάσεις του έβγαιναν καλές και όλοι είχαν πιστέψει ότι το κακό πέρασε, ώσπου τον πρόδωσε η καρδιά του. Είχε αδύναμη καρδιά, είπε ο γιατρός και η Δανάη κουνούσε το κεφάλι της μην μπορώντας να το πιστέψει.
«Συλλυπητήρια, κοπέλα μου, η ζωή προχωρά!» της είπε ένας άγνωστος άντρας με ψαρά μαλλιά και ξεπλυμένα γκρι μάτια κρατώντας το χέρι της στη ζεστή χούφτα του. Η ζωή προχωρά, κόλλησε στο μυαλό της η φράση και η ματιά της έπεσε πάνω στη Χρύσα που κάθονταν απέναντι της και την κοίταγε θλιμμένα. Ο Μαρκ είχε τυλίξει το χέρι του προστατευτικά γύρω από τους ώμους της, το άλλο χέρι του το ΄χε πάνω στο χέρι της Χρύσας, το οποίο με τη σειρά του καθόταν προστατευτικά πάνω στη φουσκωμένη της κοιλιά. Είχε χαρεί με αυτόν το γάμο, αν και, παρόλο που δεν το ΄χε ομολογήσει ποτέ, αντιπαθούσε τον Μαρκ.
Ένας παχουλός άντρας στάθηκε μπροστά της και τη χαιρέτησε με ιδρωμένη παλάμη.
«Είχε μια καλή ζωή και ήταν τυχερός που είδε το παιδί! Το λάτρευε!», είπε με βαριά φωνή γυρνώντας προς το μέρος του μικρού που κοίταζε συνοφρυωμένος το κόσμο. “Μόνο που δεν πρόλαβε να δει αυτό…”, σκέφτηκε η Δανάη σφίγγοντας το στόμα της και χαϊδεύοντας απαλά την κοιλιά της. Δεν πρόλαβα καν να του το πω, σκέφτονταν η Δανάη καθώς χαιρετούσε μηχανικά. Μια γριά όρμησε πάνω στο μικρό παιδί και το φίλαγε ζουλώντας του τα μάγουλα, εκείνο έσκουξε και σκούπισε τα μάγουλα του με το πίσω μέρος του χεριού του κοιτώντας τη με αηδία και μίσος.
Σαν τελείωσε αυτό το μαρτύριο κάποιος τη βοήθησε να σταθεί στα πόδια της, πήρε το μικρό χεράκι μέσα στο δικό της και βοήθησε με τη σειρά της να σηκωθεί η μητέρα της. Καημένη Ευθαλία τις τελευταίες μέρες ήταν σα μαριονέτα, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Προχώρησαν μαζί στην έξοδο και στάθηκαν στην άκρη του πεζοδρομίου.
«Πάω να φέρω τ ΄αμάξι» άκουσε μες στη θολούρα της τη φωνή του Μαρκ να λέει και αυτές στάθηκαν εκεί, περιμένοντας.
Ο μικρός ξαφνικά τινάχτηκε μπροστά φωνάζοντας, «Μπαμπά, μπαμπά!». Η καρδιά της Δανάης κόντεψε να πεταχτεί από το στήθος της έσφιξε το μικρό χεράκι τόσο που το πόνεσε. Ο ήχος φρένων που στριγκλίζουν ακούστηκαν και η πόρτα ενός ταξί άνοιξε. Ο ήλιος έπεσε στα μαλλιά του σχηματίζοντας ένα χρυσό, φωτεινό στεφάνι. Το χεράκι τινάχτηκε και ξεγλίστρησε
«Μπαμπά!»
«Ήρθα μωρό μου, ήρθα!», είπε ο Φαέθων σφίγγοντας το μικρό κορμάκι και ανασηκώνοντας το προχώρησε με μεγάλα βήματα προς το μέρος της Δανάης.
«Δεν πρόλαβα! Συγγνώμη, μωρό μου. Λυπάμαι που έχασα την κηδεία του πατέρα σου», είπε θλιμμένα απλώνοντας το χέρι του και η Δανάη έτρεξε να φωλιάσει στην αγκαλιά του.
«Αρκεί που είσαι εδώ, τώρα!», του ψιθύρισε χαρίζοντας του ένα αχνό χαμόγελο.