,

Αποκαλόκαιρο στην Μάνη

Αγιασμένο απόγευμα Σεπτέμβρη. Το χέρι που κρατά το βιβλίο, ακουμπά στο μπράτσο της κουνιστής πολυθρόνας. Το πέτρινο μπαλκονάκι κρέμεται πάνω από έναν ελαιώνα που φτάνει ως τη θάλασσα. Οι ελιές έχουν λυγίσει από τον πολύ καρπό και γέρνουν προς το χώμα. Τριγύρω θάμνοι από δεντρολίβανα, λεβάντες, ανοιχτά ρόδια που χάσκουν ροδοκόκκινα σαν πλατιά, βρεφικά χαμόγελα και κυπαρίσσια που περιστοιχίζουν τα πυργόσπιτα. Στο κέντρο του κάδρου η μεγάλη αρχόντισσα, η θάλασσα, χαϊδεύει τρυφερά το απέναντι πόδι της Πελοποννήσου. Ο ήλιος μαλακωμένος από το κάμα του μεσημεριού, γέρνει πάνω της σαν αποκαμωμένο μωρό στον κόρφο της μάνας του.

Ένα αεράκι ίσα που σαλεύει τα φύλλα των δέντρων και χαρακώνει το φουστάνι της αρχόντισσας με αχνές, ασημένιες γραμμές.

Οι τελευταίοι τουρίστες ρουφούν λαίμαργα αλμύρα, εικόνες και μυρωδιές καλοκαιριού. Αποθηκεύουν στον σκληρό δίσκο το τοπίο, για να έχει κάπου να πηγαίνει ο νους στα δύσκολα που πάντα έρχονται. Να ακουμπάει εκεί και να ξεκουράζεται. Να απλώνει την ψάθα του κάτω από μιαν ελιά και να αφουγκράζεται τα τζιτζίκια της Καρδαμύλης να του τραγουδούν. Και να μένει εκεί όσο χρειάζεται για να πάρει δύναμη, κι ύστερα να μαζεύει τα συμπράγκαλά του και να ξαναπροσγειώνεται στον χειμώνα του.

Δυό λευκά ποδήλατα ακουμπισμένα στον πέτρινο τοίχο του απέναντι σπιτιού, μετρούν ευτυχισμένα χιλιόμετρα που γράφτηκαν σε καλοκαιρινές βόλτες. Μια τηλεόραση ακούγεται στο βάθος. Αναμεταδίδει έναν αγώνα μπάσκετ με την Εθνική Ελλάδος και ξυπνά γλυκόπικρες μνήμες από Κυριακές των παιδικών χρόνων. Τότε που τίποτα κακό δεν μπορούσε να συμβεί όσο οι πατεράδες μας ήταν ζωντανοί και παρακολουθούσαν στο σαλόνι την αθλητική Κυριακή μασουλώντας φυστίκια, κι από την κουζίνα ερχόταν η μυρωδιά του βραδινού φαγητού. Αλλά μήπως αυτό δεν είναι εν τέλει το αποκαλόκαιρο; Μια υπόσχεση επίπλαστης ασφάλειας μπροστά στο άγνωστο του χειμώνα που έρχεται.

Οι ιστορίες των ανθρώπων γράφονται με ρήματα. Τα ρήματα κίνησης διαδέχονται τα ρήματα στάσης κι έτσι προχωρά η ζωή. Η στάση όταν ποτίζεται με γιασεμί, παφλασμό κυμάτων και δροσερό λευκό κρασί, λαδώνει καλύτερα τα γρανάζια της κίνησης. Βοηθά το βύθισμα να γίνει ανάδυση και την ανάδυση να γίνει δράση.

Ας αφήσουμε το μέλλον μας να το διαφεντέψει ένα ζευγάρι σαγιονάρες πάνω στη λευκή άμμο, μια μισό βρεγμένη πετσέτα, κι ένα βιβλίο ανοιχτό πάνω στα βότσαλα. Κι ας εμπιστευτούμε αυτά τα ελάχιστα, κι ας τα αφήσουμε να μας οδηγήσουν. Ας τα έχουμε σαν μικρές, κίτρινες σημαδούρες στη μέση του ανοιχτού πελάγους για να μην φοβόμαστε να ξεστομίσουμε σθεναρά:

Καλό χειμώνα φίλες και φίλοι!

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: