,

Καβούρια και φιλιά

«Δε θέλω να βλέπω κανέναν».

Η συνάντηση  με τη φίλη μου τη  Μαλένα στην μικρή επαρχιακή καφετέρια, ξεκίνησε επεισοδιακά. Ήταν χωρισμένη με δύο μικρά παιδιά και τα έβγαζε δύσκολα πέρα. Είχε έρθει φουντωμένη πάλι  και μίλαγε ακατάπαυστα.

«Δεν πάω πουθενά. Δουλειά – σπίτι – παιδική χαρά. Όσο είμαι μόνη μου, δε χρειάζεται να απολογούμαι σε κανέναν. Τους βαρέθηκα όλους».

«Να απολογείσαι για ποιο πράγμα;»

«Για την αποτυχία Ανναλίζα. Τι έκανα λάθος; Σπούδασα, δούλεψα, έκανα οικογένεια από μικρή. Γιατί λοιπόν νιώθω τόσο μηδενικό; Ούτε ένα τόσο δα κομματάκι από όλο αυτό εκεί έξω δε μου ανήκει» έκανε μια κάπως θεατρική κίνηση με το χέρι. «Τίποτα απολύτως απ’ τις χαρές αυτού του κόσμου. Μόνο τρέχω απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ για όλους, παιδιά, γονείς, πρώην πεθερικά. Όλοι έχουν κάτι να πουν. Κάτι να σχολιάσουν. Είμαι ένα κινούμενο λάθος. Τι έκανα όμως;» επανέλαβε με λυγμό σχεδόν αυτή τη φορά. «Σωστή  ήμουν, σωστή κόρη, σωστή σύζυγος, καλή μητέρα. Ξέρεις, δεν το έβαλα κάτω όταν έφυγε . Πρόπερσι έφτιαξα ένα ιντερνετικό φροντιστήριο. Ήμουν βέβαιη στην αρχή ότι θα πετύχει. Άρχισα να κάνω ξανά όνειρα για το μέλλον. Είχα δουλέψει πολύ πάνω στην ιδέα, μη νομίζεις ότι ήταν προχειροδουλειά. Κάθε άλλο. Άπειρα ξενύχτια μέχρι να το οργανώσω, χαμηλές τιμές, καλό υλικό. Δεν έχω κι άσχημη φήμη. Απεναντίας, από τότε που μπήκα με σειρά στο πανεπιστήμιο, με υπολογίζουν στις πολύ καλές… Μάντεψε πόσες εγγραφές είχα. Δώδεκα. Καταχρεώθηκα για να το στήσω κι ακόμα πληρώνω… Τίποτα δεν κινείται σε αυτήν εδώ την Τουρκόπολη. Τέσπα, φλυαρώ πάλι. Κι εσύ είσαι, πώς να το πω… Σα κλειστή φιάλη. Πες κάτι ρε παιδί μου!».

Μαζεύτηκε απότομα με μια ένδειξη συστολής. Σα να ένιωσε αγενής που ξεδίπλωσε τόσο έντονα τα συναισθήματά της.

«Τουλάχιστον είμαστε όλοι υγιείς» παρατήρησε προσπαθώντας να δείξει ευχαριστημένη με τη γενναιοδωρία του Θεού. Το πονεμένο βλέμμα της όμως μαρτυρούσε πόσο υπέφερε.

Την φαντάστηκα να κλαίει μόνη τα βράδια κι η καρδιά μου σφίχτηκε. Δεν μου έβγαινε όμως ούτε μια καλή λέξη για κείνη. Καημενούλα, ήθελα να της πω. Σε έριξαν σε ένα λάκκο με φίδια χωρίς καμία προειδοποίηση. Αυτή θα  είναι η ζωή σου, τα μικρά διαστήματα που τα φίδια δε σε τσιμπάνε. Δεν έχεις ελπίδες.

Η άλλη είχε πάρει φόρα και συνέχιζε.

«Δεν ήταν πάντα έτσι»  είπε σχεδόν απολογητικά. «Μου τραγουδούσε Θεοδωράκη κάποτε».

«Θεοδωράκη; Εμβατήρια δηλαδή;» της είπα περιπαιχτικά.

Δε χρειαζόταν να ρωτήσω για ποιον μιλούσε. Από το γυμνάσιο ήταν μαζί. Γελάσαμε  κι οι δύο .

«Ξέρεις, με τις λέξεις τον ερωτεύτηκα. Αλλά μετά δε ξέρω τι έγινε» ανασήκωσε τους ώμους. «Μάλλον αποφάσισε να γίνει ο εραστής που δεν ήταν. Για άλλες όμως». Έγειρε το κεφάλι απαλά στο πλάι  κι άρχισε να μουρμουρίζει  με κλειστά μάτια.

«Θα πάρω μια βαρκούλα μανούλα μου
στον Κάτω Γαλατά και στην Αθήνα
θα ‘ρθω καρδούλα μου καβάλα στο Νοτιά.

Θ’ αράξω τη βαρκούλα μανούλα μου
μπροστά σε μια σπηλιά, θα σε ταΐζω χάδια
καρδούλα μου, καβούρια και φιλιά»

Σηκώθηκε ξαφνικά κι εγκατέλειψε το τραπέζι  χωρίς κουβέντα. Δεν την φώναξα πίσω. Ήξερα ότι ήθελε να μείνει  μόνη  της. Εξάλλου ήμουν πολύ θυμωμένη μαζί της. Τον σκεφτόταν ακόμα μετά από όσα της είχε κάνει, ήταν φανερό. Πώς μπορούσε; Τι περίμενε να καταφέρει με τέτοιο κολλημένο μυαλό;

Αργά το βράδυ, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, αναρωτιόμουν αν τα παιδιά είναι βαρίδια για τη μητέρα που μένει μόνη. Θεέ μου πώς είναι δυνατόν να μου περνάνε απ’ το μυαλό  τέτοιες σκέψεις; Θύμωσα με τον εαυτό μου. Όμως έβλεπα τη Μαλένα, παρόλο που δε θα άλλαζε τα παιδιά της με τίποτα στον κόσμο, άφηνε την απελπισία να την κυριεύει ώρες – ώρες, ζοριζόταν. Και τότε κατάλαβα ότι δεν ήταν τα παιδιά της το πρόβλημα. Ήταν ότι είχε ανάγκη από λίγο σπρώξιμο, λίγη ενθάρρυνση. Η φίλη μου, ζούσε έναν σε έναν κόσμο εχθρικό που την επιτιμούσε.

Την ίδια ακριβώς στιγμή που ο εγκέφαλός μου συνέλαβε την απέραντη μοναξιά της, ένα βουβό κλάμα με έπνιξε, σχεδόν αντανακλαστικό. Κι έπιασα τον εαυτό μου να είναι λάθος. Την έκρινα κι εγώ με τον τρόπο μου και απαιτούσα από κείνη να ξεπεράσει όσα ίσως δεν μπορούσε ακόμα. Γαμώτο. Την αγαπούσα τη Μαλένα. Την ήξερα χρόνια. Πώς ήμουν τόσο τυφλή που δεν καταλάβαινα την πάλη μέσα της; Γιατί δεν της άνοιγα τη αγκαλιά μου, αντί να πετάω σπόντες για τις αδυναμίες της;

Δε θα την αφήσω να καταρρεύσει, υποσχέθηκα στον εαυτό μου. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν αργά, αλλά ήμουν σίγουρη ότι δεν κοιμόταν.

«Έλα χαζή» έγραψα στο κινητό. «Φέρνω μπύρες. Βάζεις τσιγάρα;»

«Μην αργήσεις» μου απάντησε. «Σε περιμένω».

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: