Από τότε που οι συγκυρίες ανάγκασαν την Δανάη να επιστρέψει στο χωριό που μεγάλωσε, με έναν ήχο έχει συνδέσει την ζωή της, αυτόν του πρωινού ξυπνητηριού. Κάθε μέρα, βρέξει-χιονίσει, αυτό το καταραμένο, λες και οι μπαταρίες του είχαν ορκιστεί να φυλούν αιώνια πίστη σε αυτό, χτυπούσε σαν δαιμονισμένο στις 06:00 το πρωί. Καθήκον του να προαναγγείλει το ξεκίνημα μιας νέας ημέρας, ίδια με την χθεσινή, την προχθεσινή, ίδια με τις τελευταίες ημέρες των πέντε αυτών χρόνων, που είχε μάθει να ζει με την απουσία του. Πολλές φορές ξυπνούσε πριν καν αυτό χτυπήσει, νιώθοντας ότι το κέρδισε. Άλλες πάλι, εκείνες τις κρύες μέρες του χειμώνα, παρακαλούσε να μην χτυπήσει, μήπως και κερδίσει λίγα λεπτά ζεστασιάς ακόμη, εκεί, κάτω από το πουπουλένιο της πάπλωμα, που μοσχομύριζε το αγαπημένο της μαλακτικό ρούχων.
Πόσο της άρεσε η μυρωδιά αυτή της φρεσκάδας! Ίσως ήταν και η καλύτερη στιγμή της ημέρας, όταν μετά το βραδινό της μπάνιο κουκουλωνόταν στα σκεπάσματα και τα ρουθούνια της γέμιζαν γιασεμιά και νυχτολούλουδα. Τότε ήταν η στιγμή της, ναι, που μπορούσε να ονειρευτεί και ας τα βλέφαρά της ήταν ορθάνοιχτα και ας το κορμί της πονούσε και ας στην πλάτη της ένιωθε χίλιες σουβλιές, για λίγα λεπτά τα ξεχνούσε όλα. Ονειρευόταν ότι ζούσε, ζούσε ελεύθερη χωρίς έννοιες, χωρίς σκοτούρες, χωρίς να διακατέχεται από ένα μόνιμο άγχος για τους λογαριασμούς που τρέχουν, χωρίς να σκέφτεται τα έξοδα του μήνα, τα φροντιστήρια των παιδιών, τη δόση του δανείου. Όλες αυτές οι σκέψεις εκείνα τα λίγα λεπτά έκαναν φτερά και ένιωθε ελεύθερη, ένα κορίτσι της ηλικίας της, με αστείρευτη δίψα για ζωή, έτοιμη να την ρουφήξει μέχρι το μεδούλι.
Άλλοτε ονειρευόταν ότι ήταν μια πολύχρωμη εντυπωσιακή πεταλούδα που χόρευε πάνω από έναν ολάνθιστο Νάρκισσο, έτοιμη να ρουφήξει το νέκταρ της γνώσης, ώσπου να κάνει το μοιραίο λάθος και να μετακινήσει έστω και λίγα χιλιοστά το ταλαιπωρημένο της κορμί. Γκρτςςςς… στρίγκλιζε σαν εκκωφαντική σειρήνα το στρώμα στα αυτιά της και της χαλούσε το όνειρο.
Ντριιιιννν!
06:00 το πρωί.
Το ξυπνητήρι χτυπάει. Η Δανάη αποχωρίζεται το πουπουλένιο της πάπλωμα και με νωχελικές κινήσεις κατευθύνεται προς τον ολόσωμο καθρέφτη του δωματίου της. Όσο πλησιάζει, η φιγούρα απέναντί της όλο και μεγαλώνει. Φτάνει σε απόσταση αναπνοής, κοντοστέκεται και σηκώνει το βλέμμα της προσπαθώντας να διακρίνει την εικόνα της στο πρωινό ημίφως.
Δυο άλλοτε καλοσχηματισμένα πυκνά φρύδια πλαισιώνουν τα πρησμένα από το κλάμα πράσινα μάτια της. Μια ατημέλητη πλεξούδα χαϊδεύει τον λαιμό της. Σηκώνει τα χέρια της δειλά για να τον αγγίξει και νιώθει το πέρασμα του χρόνου πάνω του. Κατευθύνει τα τρεμάμενα χέρια της στο πρόσωπό της και νιώθει το σουρωμένο του δέρμα, λες και όσοι χείμαρροι δακρύων ξεχύθηκαν από τα μάτια της, έσκαψαν αυλάκια για να αφήσουν ανεξίτηλα χαραγμένη την πορεία τους πάνω του.
«Μα για στάσου!» αναφωνεί. «Το πρόσωπο αυτό… δεν… δεν… γίνεται να είναι δικό μου!».
Πανικόβλητη αναζητά τον διακόπτη στα δεξιά του καθρέφτη.
Φως ξεχύνεται μέσα στη μικρή της κάμαρα. Στρέφει το βλέμμα της ευθύς στον καθρέφτη και αντικρύζει μια αποστεωμένη φιγούρα να την κοιτάζει επικριτικά. Και τότε την άκουσε… Την άκουσε να της μιλάει… και η φωνή που άκουγε, ήταν η δική της φωνή, μα τα λόγια δεν έβγαιναν από το δικό της στόμα, αλλά από τα σουφρωμένα άχρωμα χείλη της γυναίκας στον καθρέφτη.
«Δεν θα μεταμορφωθείς ποτέ σε πεταλούδα Δανάη, θα παραμείνεις για πάντα μια ασήμαντη κάμπια…»
Ντριιιιννν!
06:00 το πρωί.
Η Δανάη πετάγεται σαν ελατήριο από κρεβάτι της μούσκεμα στον ιδρώτα.
«Ηρέμησε Δανάη» καθησυχάζει τον εαυτό της παίρνοντας βαθιές ανάσες. «Ένα κακό όνειρο ήτανε» μονολογεί.
Μα στα αυτιά της ηχεί ακόμη η φωνή της γυναίκας στον καθρέφτη και μοιάζει λες και είναι βγαλμένη από τα έγκατα της γης… ή μήπως της ψυχής της;