Πέρασαν χρόνια πολλά από τα γεγονότα τούτης δω της ιστορίας.
Είμαι πια κι εγώ παππούς, με παιδιά κι εγγόνια. Εύκολη δεν ήταν η ζωή μου. Όμως όσες φορές κι αν έπεσα, έσφιξα τα δόντια και σηκώθηκα. Και τα κατάφερα να φτιάξω μια μεγάλη επιχείρηση που αν σας πω τ’ όνομά της, μπορεί και να την γνωρίζετε οι περισσότεροι. Τον άνθρωπο του οποίου θα σας διηγηθώ την ζωή, τον έφερνα πάντα στο μυαλό όλα αυτά τα χρόνια κι έπαιρνα κουράγιο.
Ήταν λοιπόν κάποτε ένας σπουδαίος μηχανικός οικοδομών, ο κύριος Αντωνίου, που ζούσε σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Άξιος άνθρωπος, από μικρός έδειξε το μεγάλο του ταλέντο, αλλά πάμφτωχος, κατάφερε με χίλια ζόρια να σπουδάσει, δουλεύοντας συγχρόνως. Με το που έφτιαξε την πρώτη οικοδομή, ξετρελάθηκαν οι συμπολίτες του .Τι πρωτοτυπία, τι κομψότητα! Βροχή οι προτάσεις για δουλειά. Ήταν η εποχή της αντιπαροχής. Νέες περίλαμπρες πολυκατοικίες χτίζονταν εκεί που κάποτε υπήρχαν φτωχικές παράγκες.
Τόσο δουλευταράς και άξιος ήταν ο άνδρας της ιστορίας μας, που σύντομα έφτιαξε το δικό του όμορφο σπίτι. Έλα όμως που η ζωή είχε αλλά σχέδια για αυτόν.
Στη δεύτερη γέννα, του γιού του, του Γιωργάκη, πέθανε η γυναίκα του. Ένα καλόβολο κι όμορφο κορίτσι που τον αγαπούσε και τον πρόσεχε. Ο κ. Αντωνίου δε θέλησε να ξαναπαντρευτεί. Παλιάς κοπής άνδρας. Το θεωρούσε αδικία να πάρει μια γυναίκα που δε θα μπορούσε ν’ αγαπήσει. Η καρδιά του βλέπεις έμεινε στο Λενιώ του για πάντα.
Απαρηγόρητος ήταν που λέτε, όμως στάθηκε ξανά στα πόδια του για το χατίρι των παιδιών. Η δουλειά πήγαινε παραπάνω από καλά. Οι επαγγελματικές επιτυχίες δεν είχαν τελειωμό, ώσπου μια κακιά μοίρα, έβαλε σημάδι τον καλό αυτόν άνθρωπο. Ένα σπίτι στο κέντρο της πόλης, έκανε ραγισματιά. Τρελάθηκε ο Αντωνίου. Δεν μπόρεσε να καταλάβει πώς έγινε τέτοια ζημιά σε δικό του έργο. Σχολαστικός και προσεκτικός, σαν και κείνον δεν υπήρχε άλλος. Τι τα θες… Όταν βρήκε απ’ τους υπολογισμούς ότι ο εργολάβος είχε κλέψει στα μπετά, ήταν αργά. Μεγάλη η ζημιά, πάει κι η καλή του φήμη. Περίγελος έγινε παντού, γιατί δεν υπάρχει πιότερη χαρά για τον κόσμο απ’ το να διηγείται τα βάσανα των άλλων.
Έγινε κάποτε το δικαστήριο. Αθωώθηκε ο άνθρωπος στο ποινικό κομμάτι. Στην αγωγή όμως όρισαν οι δικαστές πως και τούτος όφειλε αποζημίωση στον ιδιοκτήτη του σπιτιού.
Η ζωή έχει μία ιδιοτροπία… Χίλια πράματα να πετύχεις, έχει τον τρόπο για ένα και μοναδικό λάθος να σε ρίξει κάτω και να σε πατήσει. Γίνεται βούρκος τότε, που όσο εσύ κουνάς τα χέρια απελπισμένα, σε ρουφάει πιο βαθιά. Και θέλει πολύ κουράγιο κι υπομονή για να ξεφύγεις. Χρήματα δεν είχε ο κύριος Αντώνιος. Ό,τι έβγαζε, το ‘ρίχνε στη δουλειά του. Πούλησε αναγκαστικά το όμορφο σπίτι του και πήγε σε ένα υπόγειο να κατοικίσει με τα δύο μωρά. Φτώχεια και ταλαιπωρία μεγάλη, έφερε και τη γριά μάνα του απ’ το χωριό, μισότυφλη πια απ’ το ζάχαρο, γύρω στα 75, να προσέχει τα μικρά.
Ελεημοσύνη πάντως δε δέχτηκε ποτέ απ’ τη γειτονιά. Δεν μάθαν οι γειτόνοι αν είχαν να φάνε ή να ζεσταθούν. Ο ίδιος, έτρεχε όλη τη βδομάδα στις γειτονικές πόλεις μιας και στη δικιά μας κάνεις δεν τον ήθελε πια. Θα του έδιναν με περισσή χαρά ένα ξεροκόμματο, όχι όμως και δουλειά να πάρει τα πάνω του.
Τις Κυριακές ωστόσο, την ίδια πάντα ώρα, στητός και σοβαρός, με το καλό του κουστούμι και την καπαρντίνα, απομεινάρια μιας άλλης εποχής, περνούσε το δρόμο κρατώντας το ταψί με το ψητό για τον ξυλόφουρνο της γειτονιάς.
«Καλημέρα σας κ. Αντωνίου» χαιρετούσαν οι γειτόνισσες, που μάταια καραδοκούσαν να πιάσουν ένα σπάσιμο της φωνής.
«Καλημέρα» απαντούσε εκείνος σοβαρά και βλοσυρά.
Κι όσο κι αν προσπαθούσαν, το πονεμένο βλέμμα του κανείς δε μπορούσε να το δει. Ο κ. Αντωνίου το έκρυβε επιμελώς, πίσω από ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά.
«Μα τι ψωροπερήφανος!» σχολίαζαν πίσω απ’ την πλάτη του. «Νομίζει ακόμα πως έχει πλούτη». Και τραβούσαν το κουρτινάκι της κουζίνας τους, μπας και τον δουν έστω μια φορά να λυγίζει. Αλλά αυτός, παρόλο που τις νύχτες έκλαιγε κρατώντας τη φωτογραφία της Ελένης του, είχε βάλει ένα όριο στην αξιοπρέπειά του. Όσο άντεχαν τα δύο του χέρια, ούτε τα παιδιά του θα πεινούσαν και θα κρύωναν, ούτε τον πόνο του κάνεις θα έβλεπε.
Ώσπου πέρασε καιρός κι ήρθε μια χρονιά ένας χιονιάς βαρύς. Ελάχιστη η δουλειά, με το ζόρι έβγαζε το μεροκάματο. Ένα βράδυ γυρνώντας αποκαμωμένος σπίτι, ο κ. Αντωνίου βρήκε την πόρτα ανοιχτή και τη γριά μάνα του φευγάτη. Τρελάθηκε ο άνθρωπος. Βγήκε στη γειτονιά να ψάξει, να βρει τι έγινε. Τη βρήκαν τη γριά χαμένη στους δρόμους να γυρνάει. Αρχή άνοιας η διάγνωση. Ο κ. Αντωνίου έκανε μέρες να βγει απ’ το σπίτι. Κι όταν βγήκε, δε φορούσε πια τα όμορφα γυαλιά του. Πάνω στην ταραχή του, του έπεσαν και τα πάτησε ένα αυτοκίνητο. Τώρα πια δεν θα μπορούσε να κρυφτεί. Οι ύαινες περίμεναν να φάνε τις σάρκες του.
Λίγες μέρες μετά, ήρθαν τα Χριστούγεννα. Κι ενώ περίμεναν όλοι στη γειτονιά να τον δουν καραβοτσακισμένο να περνάει, να τος ο κ. Αντωνίου, με τη γνώριμη καπαρντίνα και το ταψί με το ψητό του, αγέρωχος κι ευθυτενής. Ένα ζευγάρι ολοκαίνουρια γυαλιά είχαν αντικαταστήσει τα προηγούμενα.
Οι άνθρωποι χρειάζονται ένα μικρό σπρώξιμο για να πάνε παραπέρα. Δεν αρκεί να ‘χουν το ταλέντο και τις γνώσεις. Έτσι είμαστε φκιασμένοι. Να ‘χουμε ανάγκη τον καλό λόγο, το χτύπημα στον ώμο. Να πιστεύουμε ότι τα φτερά ενός αγγέλου μας ζεσταίνουν.
Κι είχε βρεθεί ο άγγελος για τον καλό πατέρα.
Ο γιός του, ο Γιωργής, ξύπνησε χαράματα την προηγούμενη μέρα. Περπάτησε χιλιόμετρα σε όλη την πόλη. Δεν άφησε στενό κι ανηφοριά κι όλο το ποσόν που μάζεψε λέγοντας τα κάλαντα, το έδωσε για να χαρίσει στο μπαμπά του εκείνα τα γυαλιά. Κάτι θεαματικό δεν έγινε από κει και πέρα, να αποκτήσει δηλαδή με μιας όσα έχασε. Αυτά γίνονται στα παραμύθια. Αλλά να… ζεστάθηκε η ψυχούλα του απ’ την αγάπη του παιδιού του και σιγά – σιγά μια δουλίτσα από δω, μια από κει, έπιασε τη μπάλα πάλι. Έβαλε μια σειρά ο χριστιανός να ζήσουν σαν άνθρωποι.
Και μεγάλωσε καλά παιδιά, που σπούδασαν και πρόκοψαν και πήραν τον πατέρα τους στην πρωτεύουσα να ζήσει κοντά τους όταν πέρασαν τα χρόνια.
Αυτός λοιπόν ήταν ο άνθρωπος που αποτέλεσε για μένα τον φάρο που φώτιζε τη ζωή μου. Κι αν έμαθα κάτι από κείνον, είναι η σημασία να στηρίζεις τον αδύναμο και τον φτωχό, χωρίς να τον κάνεις να φανεί ζητιάνος. Μονάχα μπαίνοντας στα παπούτσια του άλλου, μπόρεσα κι εγώ να μικρύνω το εγώ μου και να μεγαλώσω την ψυχή μου.
Ονομάζομαι Γεώργιος Αντωνίου, ο μικρός Γιωργάκης ήμουν κάποτε κι αφιερώνω αυτή τη μικρή ιστορία στη μνήμη του πατέρα μου.
The BluezGuest