,

Το προξενιό της Αθηνάς

Ζούσε μια φορά κι ένα καιρό, πριν πολλά χρόνια, σ’ ένα χωριό, μια αδυνάτουλα, κοτσονάτη, που καθισιό δεν είχε. Ξύπναγε αχάραγα κάθε μέρα να πάει στα ζα και μετά να  σκουπίσει τις αυλές. Και τέτοια μανία είχε με την καθαριότητα, που έβγαινε έξω και στο δρόμο ακόμα, να καθαρίσει κι εκεί απ’ άκρη σ’ άκρη.

«Να ‘ναι καθαρό» έλεγε, «μη μας γελάει ο κόσμος».

Χήρα ήταν η κυρά Μαριώ, με ένα γιο λεβέντη και μια κοπελούλα 18 χρόνων, όμορφη σαν νεράιδα. Καλή γυναίκα και τίμια, λίγο αφελής μονάχα. Ευτυχώς σαν πέθανε ο μακαρίτης της άφησε δυο χωραφάκια και πέντε ζωντανά και κουτσά – στραβά ψευτοζούσαν.

Σα γύρισε ωστόσο απ’ το στρατό ο Κωστής της, αποφάσισε να φύγει στα ξένα.

«Δε κάνω εδώ προκοπή μάνα, να φύγω στη Γερμανία να φκιάσω κι εγώ ένα κομπόδεμα».

Έστερξε η κυρά Μαριώ, δίκιο είχε το παλικάρι. Εκεί στο χωριό μόνο φτώχεια, το περίμενε.

Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Η Αθηνούλα,  η κόρη της, ήταν ακόμα ανύπαντρη. Πώς να άφηνε τ’ αγόρι, αδελφή αστεφάνωτη πίσω του; Ούτε ο Κωστής  το ‘ θελε να αφήσει δυο γυναίκες μοναχές, ν’ αρχίσουν τα στόματα να μιλάνε.

«Α μωρέ μάνα» της είπε ένα πρωϊνό. «Δεν είναι κάνα παιδί εδώ απ’ το χωριό να τη δώσουμε; Να τον θέλει κι αυτή, δε λέω με το ζόρι».

Πιάνει το λοιπόν η κυρά Μαριώ την κόρη της:

«Ποιον αγαπάς κόρη μου;» της λέει. «Είναι κανένας από δω, απ’ το χωριό μας;»

«Μάνα, τον Μιχελή του παπά» λέει εκείνη. «Τον είδα στη λειτουργία την Κυριακή. Αν είναι να με δώσεις, μόνο σε κείνον καλή μου μάνα. Άλλον δε θα ματαγαπήσω».

Τα ‘βάλε κάτω η κυρά Μαριώ. Δύσκολα τα πράγματα. Το παπαδοπαίδι, ανεψιός Δεσπότη, είχε χτήματα πολλά. Πώς να στεφανωθεί φτωχή κοπέλα; Τι να κάνει, τι να κάνει… Αγράμματη γυναίκα ήταν. Δεν ήξερε πώς να αντεπεξέλθει σε τέτοιες  καταστάσεις. Θυμήθηκε τότε μια δασκάλα, που χρόνια πριν της είχε μάθει δυο κολυβογράμματα.

«Μαριώ μου» της είχε πει «όταν τα πράματα δυσκολεύουν, μη διστάσεις να μου ζητήσεις τη βοήθειά μου. Κι αν μπορώ θα σε συμβουλεύσω».

Μία και δύο λοιπόν, καβαλάει η Μαριώ το γάιδαρο και κινάει για το παραδίπλα χωριό, να βρει την κυρά δασκάλα, γραία πια, άνω των 80 ετών. Με χαρά την δέχτηκε εκείνη. Κάθισαν στη σκιά , ήπιαν καφεδάκι, θυμήθηκαν τα παλιά και φεύγοντας η δασκάλα την ορμήνεψε.

«”ΣΥΝ Αθηνά και χείρα κίνει”» της είπε. «Αυτή είναι η συμβουλή μου, πάρτην εδώ γραμμένη σε τούτο δα το χαρτάκι να τη θυμάσαι».

Γούρλωσε τα μάτια η Μαριώ, να διαβάσει τόσες πολλές λέξεις δεν ήξερε, είχε όμως καταλάβει.

Λίγες μέρες μετά, στο πανηγύρι του χωριού, το παπαδοπαίδι ο Μιχελής, πρόσεξε  μια πανέμορφη νεράιδα που χόρευε καλαματιανό κι ανέμιζε το μαντηλάκι της. Και τι συγκυρία. Μόλις ο χορός περνούσε μπροστά του, έπεσε της κοπελιάς το μαντήλι κι έσκυψαν κι οι δυο μαζί να το σηκώσουν. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που το βλέμμα του συνάντησε τα μεγάλα μπλε μάτια της Αθηνάς, κεραυνοβολήθηκε ο καημένος ο Μιχάλης  κι έχασε τον ύπνο του. Σύντομα, μη μπορώντας να συνέλθει, έστειλε προξενιό στη μάνα της.

«Απαπαπα!» είπε η κυρά Μαριώ. «Έξω από το σπίτι μου» κι έδιωξε την προξενήτρα.

Ταράχτηκε όλο το χωριό. «Ζουρλάθηκες μωρή Μαριώ και διώχνεις τέτοια τύχη!»

Η Αθηνούλα έκλαιγε ολημερίς κι ολονυχτίς.

«Γιατί μάνα δε με δίνεις;»

Μα η Μαριώ δε μιλούσε σε κανέναν.

Έπεσε ν’ αρρωστήσει κι ο Μιχάλης, ο μοναχογιός του παπά, από έρωτα για την όμορφη Αθηνά. Ο παπά – Λάμπρος, ο πατέρας του, φοβούμενος πια μην του πάθει και τίποτα  το παιδί, πήγε να βρει τη Μαριώ.

«Ένα παλικάρι έχω» της είπε, «όμορφο σαν άγγελο και με τις τσέπες γεμάτες λίρες. Τι προσβολή ήταν αυτή να μας στείλεις πίσω τα προξενιά μωρή Μαριώ;»

Έπιασε η κακόμοιρα η Μαριώ το χέρι του και το φιλούσε και ζητούσε  συγχώρεση.

«Τι να έκαμα παπά μου;» είπε. «Θα πεθάνει ο γιος σου αν την παντρευτεί κι η κόρη μου χήρα και πονεμένη θα μείνει».

«Τι κουβέντες είν’ αυτές; Ποιος σου ‘πε τέτοιο πράμα;»

«Να, η κυρά δασκάλα παπά μου, που ξέρει πολλά γράμματα κι όλοι τη συμβουλεύονται. Πήγα και της ζήτησα ορμήνεια. Αθηνά και χήρα μου είπε, να εδώ μου το γράψε και στο χαρτί»

Διαβάζει ο παπάς και τον πιάνουν τα γέλια.

«Ώστε γι’ αυτό μας γύρισες το προξενιό Μαριώ. Μη φοβάσαι της είπε. Άλλο πράμα πάει να πει τούτο δω».

Βαράτε οι βιολιτζήδες τα όργανα, φορέστε οι κοπελιές το κοκκινάδι. Σήμερα γάμος γίνεται, γάμος και πανηγύρι. Παντρεύει η Μαριώ την Αθηνούλα της με τ’ ομορφότερο παλικάρι του χωριού. Και στα δικά σας οι ανύπαντρες. Βγείτε και χορέψτε στα πανηγύρια και στις χαρές. Και προσοχή μη σας πέσει κι εσάς το μαντήλι την ώρα του χορού. Ή πάλι, ποιος ξέρει! Μπορεί και να’ ναι το γραφτό σας. Ίσως τελικά κάτι ήξερε η κυρά – δασκάλα.

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: