,

Η γέφυρα

Ξυπνήσαμε εκείνο το πρωινό ορεξάτοι. Εδώ και τρεις μέρες εισπνέαμε καθαρό ορεινό αέρα. Είχαμε έρθει στο βουνό για να ξεσκάσουμε. Ο Γιώργος δούλευε σαν τεχνικός υπολογιστών και εγώ σα γραμματέας σε δικηγορικό γραφείο. Ήμαστε κατά βάση άνθρωποι της δράσης, λάτρεις της πεζοπορίας και της φύσης, οπότε αποφασίσαμε να δραπετεύσουμε από την πόλη και το μικρό διαμέρισμα στο οποίο μέναμε έξι χρόνια τώρα και να έρθουμε εδώ, να εξερευνήσουμε την περιοχή και να πούμε ιστορίες τρόμου γύρω από τη φωτιά –είχαμε και αυτή την πετριά.

Βρήκα τον Γιώργο έξω από τη σκηνή. Ήταν ντυμένος και έπινε καφέ από το θερμός, που άχνιζε. «Καλημέρα», του είπα.

«Καλημέρα». Ο Γιώργος είχε ανοιχτόχρωμα γαλάζια μάτια. Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν πριν από τα δικά μου και κυρίως μετά το θάνατο του πατέρα του.

«Μην πιεις όλο τον καφέ, ναι;»

«Δεν τάζω», απάντησε.

Μπήκα ξανά στη σκηνή και φόρεσα τα ρούχα μου.

Βγήκα και τον φίλησα και κάθισα δίπλα του. Πήρα το θερμός και μια μπανάνα με γιαούρτι και λίγο ψωμί. Κοίταξα γύρω μου. Είχαμε κατασκηνώσει κάτω από ένα έλατο. Η μέρα ήταν ασυννέφιαστη και ο αέρας μας καλημέρισε με την παγωμένη ανάσα του. Τα δέντρα ψηλά και μαυροντυμένα. Ο ήλιος διακρινόταν ανάμεσά τους, δεν είχε ανέβει ακόμα πολύ ψηλά.

«Το σκέφτηκες καθόλου;» τον ρώτησα.

Κοίταξε ευθεία μπροστά του, τη στενή γέφυρα που υπήρχε γύρω στα είκοσι μέτρα μακριά από εμάς. Μια κατασκευή πιο παλιά και από την Ακρόπολη, κατά τα φαινόμενα. Φτιαγμένη με ξύλινες πλάκες και με σκουριασμένες αλυσίδες να τη βαστάνε και δοκάρια που έφταναν τα δύο μέτρα. Μια πινακίδα με σβησμένη την επιγραφή στην κορυφή. Στην άλλη πλευρά το δάσος συνεχιζόταν κανονικά.

«Ναι», είπε. «Εξακολουθώ να μη θέλω να πάμε».

«Είναι ωραία. Ατμοσφαιρικά. Δες το σαν να παίζουμε στην επόμενη ταινία Παρασκευή και 13».

Με κοίταξε. Πάντα μου άρεσε το βλέμμα του. Μεταξύ άλλων χαρακτηριστικών που διέθετε. «Δεν μ’ αρέσει ο Τζέισον. Προτιμώ τον Φρέντι».

«Έλα, θα έχει πλάκα».

Είχε χάσει από χθες το βράδυ, και το ξέραμε και οι δύο. Ήμουν η Μαίρη του. Δεν θα μου έκανε χαλάστρα. Όπως δεν του έκανα και εγώ αυτές τις μέρες.

Ένευσε τελικά και φιληθήκαμε ξανά, σταματώντας, όμως, γιατί θα ξέφευγαν τα πράγματα και η ώρα ήταν εννιά.

Μαζέψαμε τα υπάρχοντά μας μισή ώρα αργότερα και ξεκινήσαμε. Πλησιάσαμε, πρώτη εγώ και μετά ο Γιώργος. Κοίταξα κάτω. Δεν μπορούσα να δω πόσο βαθιά έφτανε το κενό ανάμεσα στη μια πλευρά και την άλλη. Ατέλειωτο, μου φάνηκε.

Ο Γιώργος έπιασε με τα γαντοφορεμένα χέρια του τις αλυσίδες και τα δοκάρια. Εκτός από τα ψηλά, υπήρχαν και άλλα οχτώ καρφωμένα στο έδαφος, δεξιά και αριστερά.

Τον έπιασα από τον ώμο. «Έτοιμος;»

«Δεν θα το έλεγα. Δεν είμαι σίγουρος αν θα μας κρατήσει τούτο το πράγμα».

«Υπερβολικός, όπως πάντα». Ακούμπησα με τη μπότα μου τις πλάκες της γέφυρας. Πίεσα λίγο. Έτριξαν, αλλά δεν ένιωσα να μετακινούνται ή να υποχωρούν. «Μια χαρά είναι», είπα και του έκλεισα το μάτι. «Αντέχουν».

Τις δοκίμασε και ο Γιώργος. Αλλά πιο δυνατά και πιο απότομα, σαν να τις κλοτσούσε. Το τρίξιμο ήταν τρεις φορές πιο ηχηρό, αλλά και πάλι δεν έγινε κάτι περισσότερο.

«Λοιπόν;» ρώτησα.

«Καλά», είπε. «Πρώτος εγώ».

«Τέλεια».

Έκανε τα πρώτα τέσσερα βήματα συγκρατημένα. Δεν κοίταξε κάτω, ούτε τη γέφυρα ούτε το κενό. Εγώ κοίταξα και τα δύο, νιώθοντας έξαψη και… Και άλλα πράγματα, τα οποία θα φρόντιζα μαζί με τον Γιώργο αργότερα. Η γέφυρα διαμαρτυρόταν, αλλά έδειχνε ικανή να σηκώσει και αμάξι –αν το χωρούσε. Το φως της μέρας δεν αποκάλυπτε και πολλά ανάμεσα από κάτω μας, στη χαράδρα. Κάτι φυτά και πέτρα και χώμα στις δύο πλευρές. Μετά μαυρίλα.

Περάσαμε στην αντίπερα όχθη, πέντε μέτρα απόσταση. «Ουάου, τα καταφέραμε», είπα, για να τσιγκλήσω τον Γιώργο.

«Γελάσαμε», σχολίασε.

«Εγώ γέλασα».

Περπατήσαμε στο μονοπάτι. Έλατα, σφεντάμια, πεύκα, φτελιές και μικροί θάμνοι παντού γύρω μας. Ένα απέραντο χειμωνιάτικο τοπίο. Όπως και στην άλλη πλευρά. Αν συνεχίζαμε για κάνα πεντάρι χιλιόμετρα, όπως υπολογίζαμε, θα φτάναμε στην επόμενη πόλη. Όχι ότι είχαμε σκοπό να πάμε τόσο μακριά. Απλά θα περπατούσαμε λίγο ακόμα, εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία για ολιγοήμερη απόδραση που μας είχε δοθεί.

Σταματήσαμε όταν είδαμε ξανά τη γέφυρα. Σε απόσταση είκοσι μέτρων. Στενή, ξύλινη, με δοκάρια και σκουριασμένες αλυσίδες.

Κοιταχτήκαμε. Στα αριστερά μας, το έλατο που είχαμε κατασκηνώσει το βράδυ.

«Τι γίνεται;» ρώτησα.

«Ο ήλιος», είπε ο Γιώργος, που είχε σηκώσει το κεφάλι.

Ακολούθησα το βλέμμα του.

Ο ήλιος καλυπτόταν ακόμα από τα δέντρα.

«Τόσο χαμηλά ήταν στις…» είπα.

«Εννιά». Είχε γείρει το χέρι του, για να δω την ώρα.

Ήταν εννιά. Οι δείχτες γυρνούσαν κανονικά. Έριξα μια ματιά και στο δικό μου ρολόι. Και στα κινητά μας. Ήταν εννιά.

«Τι συμβαίνει, Γιώργο;»

«Πού να ξέρω, ρε Μαίρη; Πού να ξέρω; Εγώ σου είπα να μην περάσουμε εκείνη την γέφυρα».

«Μη φωνάζεις. Ήξερα εγώ τι θα γίνει;» Ανασήκωσα τους ώμους. «Ακόμα δεν ξέρω τι έχει παιχτεί».

Σταματήσαμε για λίγο.

Έπειτα ο Γιώργος είπε: «Είναι απλό. Θα γυρίσουμε από εκεί που ήρθαμε».

Αυτό κάναμε. Στραφήκαμε για να επιστρέψουμε από κει που ήρθαμε. Δεν τρέξαμε. Δε θέλαμε να πανικοβληθούμε περισσότερο απ’ όσο είχαμε ήδη φοβηθεί. Απλά περπατήσαμε.

Ξανά στην «αρχική» γέφυρα. Αυτή τη φορά περάσαμε στην άλλη πλευρά χωρίς δισταγμούς. Δε δώσαμε σημασία στα τριξίματα.

Όταν πάτησα το χώμα, αναστέναξα βαθιά. «Τα καταφέραμε, ε;»

Ο Γιώργος δεν απάντησε.

Τον κοίταξα.

Κουνούσε το κεφάλι, έχοντας το βλέμμα στο ρολόι του.

Έλεγξα κι εγώ το δικό μου. Και το κινητό μου. Και τη θέση του ήλιου. Όλα φώναζαν το ίδιο πράγμα.

Ήταν εννιά. Κι όμως οι δείχτες δεν είχαν σταματήσει τον κύκλο τους.

«Γιώργο;»

«Πεινάω». Χασμουρήθηκε. «Δεν έχω πιει ούτε καφέ».

Ένιωθα κι εγώ το ίδιο.

«Πρέπει να φύγουμε από δω».

«Πρέπει, ναι», συμφώνησα. Έτριψα την πλάτη μου. «Αλλά… ίσως αύριο;»

«Ναι. Ναι. Ας κοιμηθούμε τώρα».

Στήσαμε τη σκηνή κάτω από ένα έλατο, γύρω στα είκοσι μέτρα από τη γέφυρα. Μπήκαμε, αλλάξαμε ρούχα και ξαπλώσαμε.

 

Ξύπνησα και είχε ήδη ξημερώσει. Ο Γιώργος δεν ήταν δίπλα μου.

Τον βρήκα ντυμένο, να κάθεται και να πίνει από το θερμός.

«Καλημέρα», του είπα.

«Καλημέρα».

«Μην πιεις όλο τον καφέ, ναι;»

«Δεν τάζω», απάντησε.

Μπήκα ξανά στη σκηνή και άρχισα να ντύνομαι. Αλλά ξαφνικά, ένιωσα την καρδιά μου να αγωνιά. Κάτι δεν μου πήγαινε καλά, όμως δεν ήξερα τι. Κράτησα μια σημείωση στο μυαλό μου και βγήκα.

Καθώς παίρναμε πρωινό, τον ρώτησα: «Το σκέφτηκες καθόλου;»

Κοίταξε προς τη γέφυρα. «Ναι», είπε.

Παραξενεύτηκα κι άλλο.

«Εξακολουθώ να μη θέλω να πάμε».

Μου ήρθε να πω, Είναι ωραία. Ατμοσφαιρικά. Δες το σαν να παίζουμε στην επόμενη ταινία Παρασκευή και 13, αλλά δεν το έκανα. Πώς μου είχε έρθει στο νου αυτή η ταινία; Δεν μου άρεσαν οι ταινίες τρόμου.

Κοίταξα το θερμός και το ψωμί που είχε απομείνει στο χέρι μου. Κοίταξα την ώρα. Εννιά. Κοίταξα τον ήλιο. Δεν είχε φτάσει στο ψηλότερο σημείο του.

Κοίταξα τη γέφυρα. Ίδια κι απαράλλαχτη. Ό,τι υπήρχε απέναντι, το ίδιο. Όσο βαθιά κι αν προχωρούσες, θα ήταν σαν να έκανες κύκλους. Το ήξερα, γιατί…

Ο Γιώργος είπε: «Δεν μ’ αρέσει ο Τζέισον. Προτιμώ τον Φρέντι».

Δεν μίλησα.

Προσπάθησα να θυμηθώ τι μέρα είχαμε. Σάββατο ή Κυριακή; Ή Παρασκευή; Όχι, αποκλείεται Παρασκευή. Πέμπτη θα τελειώναμε από τη δουλειά και Παρασκευή θα ξεκινούσαμε.

Άρχισα να ιδρώνω.

Σηκώθηκα απότομα.

Ο Γιώργος έκανε να με φιλήσει, χωρίς να σηκωθεί. Μισόκλεισε και τα μάτια, όπως συνήθιζε. Έμεινε έτσι για λίγο και έπειτα έκανε πίσω χαμογελαστός.

Έπιασα το κεφάλι μου. «Γιώργο; Είσαι καλά; Γιώργο;» είπα.

Κοίταξα γύρω μου. Τίποτα δεν είχε αλλάξει.

Ρολόι χειρός και κινητό.

Εννιά η ώρα.

Ο Γιώργος σηκώθηκε και άρχισε να μαζεύει τη σκηνή.

Τον άρπαξα. «Γιώργο; Σταμάτα. Γιώργο!»

Δεν με άκουσε. Φόρτωσε τα πάντα και άρχισε να προχωράει. Προς τη γέφυρα.

Πήγε και στάθηκε κοντά της. Θα απαντήσει στην ερώτησή μου. Κάτι είπε, αλλά δεν το άκουσα –δε χρειαζόταν. Θα ελέγξει τις ξύλινες τάβλες, σκέφτηκα. Το έκανε.

Θεέ μου, τι συμβαίνει; αναρωτήθηκα.

Το κεφάλι μου πονούσε.

Τον είδα να περπατάει στη γέφυρα. Αργά, διστακτικά.

Δεν τον ακολούθησα. Ήξερα ότι θα γυρίσει.

Σύντομα χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο.

Γονάτισα. Έκλαψα.

Άκουσα κάτι. Πολλοί ήχοι. Από παντού. Βουητά. Σήκωσα το κεφάλι και είδα. Τα δέντρα έγιναν γκρι. Το χορτάρι έγινε γκρι. Οι θάμνοι. Ο ουρανός. Ο ήλιος έσβησε.

Ένιωσα…

 

Το βίντεο εναλλακτικής πραγματικότητας σταμάτησε να παίζει.

«Δεν είναι έτοιμο, λοιπόν», είπε το προφανές ο ιδιοκτήτης της εταιρείας.

«Όχι, κύριε», συμφώνησε ο επικεφαλής επιστήμονας. «Το θηλυκό υποκείμενο κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει».

«Τι πήγε στραβά;»

Όλοι κοίταξαν τα δύο νεαρά άτομα που κάθονταν στις καρέκλες, στην αίθουσα των πειραμάτων.

Ο επικεφαλής είπε: «Μάλλον πρέπει να διαγράψουμε όλη την προηγούμενη ζωή τους».

«Αν θυμούνται την προηγούμενη ζωή τους, γιατί κατάλαβε μόνο το θηλυκό;»

«Έχουμε αναπτύξει κυρίως τον δικό της κώδικα, μιας και είναι η αφηγήτρια».

Ο ιδιοκτήτης ένευσε. «Δε χρειάζεται να διαγράψετε όλη την πραγματική ζωή τους. Απλά, πειράξτε τον κώδικα του θηλυκού πειραματόζωου. Κάντε τον σαν του αρσενικού. Δε χρειαζόμαστε αφηγητές. Όποιος μπαίνει στο βίντεο θέλει απλά να ζήσει κάτι που του αρέσει. Να ξεφύγει. Δε χρειάζεται αφήγηση. Η δράση αρκεί».

«Μάλιστα, κύριε».

 

Τρία εικοσιτετράωρα αργότερα.

«Δοκιμαστικό τεστ 2», ανακοίνωσε ο επικεφαλής και πάτησε το κουμπί.

 

Βουητά για μερικά δευτερόλεπτα. Χρώματα σε όλο το περιβάλλον.

Η Μαίρη και ο Γιώργος ξύπνησαν ορεξάτοι εκείνο το πρωινό. Εδώ και τρεις μέρες εισέπνεαν καθαρό ορεινό αέρα. Είχαν έρθει στο βουνό για να ξεσκάσουν. Ο Γιώργος δούλευε σαν γυμναστής σε σχολείο και η Μαίρη σαν δασκάλα χορού. Ήταν κατά βάση άνθρωποι της δράσης, λάτρεις της πεζοπορίας και της φύσης, οπότε αποφάσισαν να δραπετεύσουν από την πόλη και το πατρικό σπίτι της Μαίρης και να έρθουν εδώ, να εξερευνήσουν την περιοχή.

Ο Γιώργος είχε ξυπνήσει νωρίτερα και είχε βγει.

Η Μαίρη τον βρήκε έξω από τη σκηνή. Ήταν ντυμένος και έπινε καφέ από το θερμός, που άχνιζε. «Καλημέρα», του είπε.

«Καλημέρα». Ο Γιώργος είχε ανοιχτόχρωμα γαλάζια μάτια. Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν πριν από της Μαίρη και κυρίως μετά το θάνατο του πατέρα του.

«Μην πιεις όλο τον καφέ, ναι;»

«Δεν τάζω», απάντησε.

Η Μαίρη μπήκε ξανά στη σκηνή και φόρεσε τα ρούχα της.

Έπειτα βγήκε.

Η ώρα ήταν εννιά.

 

 

——————————————————————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

 

Απάντηση


%d