,

Η κόκκινη ντάλια

Νύχτα τον έπιασαν. Εκείνη την μαύρη εποχή, επί Χούντας , όλα τα άσχημα πράγματα νύχτα συνέβαιναν. Στο τμήμα τον σάπισαν το ξύλο και στο τέλος τον έβαλαν να υπογράψει. Μήτε που κατάλαβε τι υπόγραψε.

«Βάλε εδώ μια τζίφρα» του είπαν, «να γλυτώσεις το ξύλο».

Παραπέμφθηκε για φόνο . Το θύμα η νεαρή δασκάλα του χωριού, είχε βρεθεί νεκρή, πεταμένη σ’ένα χωράφι. Γιατί έπιασαν αυτόν; Βρέθηκε ένα λουλούδι δίπλα στη νεκρή. Μία κόκκινη ντάλια. Μόνο η γυναίκα του, η Αργυρώ, φύτευε τέτοιες ντάλιες στην αυλή της, όλο το χωριό το ήξερε.

«Την κυνήγησες την δασκαλίτσα, ε;» του είπε ο αστυνόμος. «Με το δίκιο σου. Τέτοια γυναίκα στα μέρη μας δεν έχει ξαναπεράσει, σκέτος πειρασμός. Κι όταν σε απέρριψε, τη σκότωσες. Ξέχασες να μαζέψεις το λουλούδι μονάχα. Κακομοίρη! Με αυτό έλπιζες να τη ρίξεις;»

«Δεν την άγγιξα!» φώναξε ο Δημητρός. «Η πόρτα του κήπου μας ήταν πάντα ανοιχτή. Οποιοσδήποτε μπορούσε να κόψει το λουλούδι. Μόνος σου το είπες πως όλοι οι άντρες την κυνηγούσαν».

Μέχρι που από το πολύ ξύλο μαύρισαν τα μάτια του, πρήστηκε το πρόσωπό του κι αναγκάστηκε να παραδεχτεί την ενοχή του.

Ο μεγαλοδικηγόρος Στέφανος Λιάκος αναπαυόταν στον καναπέ του σπιτιού του πίνοντας ένα ουίσκι με μπόλικο πάγο μετά από μια πολύ κουραστική μέρα, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.

«Αργυρώ εσύ;»

Ταράχτηκε στο άκουσμα της φωνής της. Ο παιδικός του έρωτας, το ομορφότερο κορίτσι που είδε στη ζωή του.Πόσα όνειρα είχε κάνει για κείνη… Είχε διαλέξει όμως τον Δημητρό, τον συγχωριανό και παιδικό του φίλο.

«Σε χρειάζομαι», ακούστηκε η φωνή της ραγισμένη. «Ο Δημητρός κατηγορείται για φόνο. Βοήθησέ  με»

Δε χρειάστηκε να πει κάτι άλλο. Θα έτρεχε για κείνη στα πέρατα της γης. Οδήγησε όλη νύχτα. Το επόμενο πρωί  βρισκόταν κιόλας στο μικρό χωριό που μεγάλωσε. Σύντομα έμαθε από την Αργυρώ τι είχε συμβεί. Είδε το Δημητρό στο κελί του στη διπλανή πόλη, μετά από ειδική άδεια. Δεν δυσκολεύτηκε πολύ. Το όνομα του ήταν πασίγνωστο σε όλη τη χώρα, ο καλύτερος ποινικός δικηγόρος.

«Δε μπορεί να το έκανες», του είπε.

Ο φίλος του τον κοίταξε με πονεμένο βλέμμα.

«Θέλω τη βοήθεια σου Στέφανε», ψιθύρισε.

«Μα φυσικά, ό, τι θέλεις» απάντησε εκείνος.

«Θα με στήσουν στα έξι μέτρα. Θέλω όταν τελειώσουν όλα, να πάρεις την Αργυρώ και τα παιδιά και να φύγετε μακριά».

«Τρελάθηκες; Τι είναι αυτά που λες; Θα σε σώσω. Είμαι βέβαιος ότι δεν το έκανες» απάντησε ο Στεφανής.

Όμως ο Δημητρός κούνησε το κεφάλι. «Δεν καταλαβαίνεις;» είπε. «Δε θέλω να με σώσεις».

Ο Στέφανος τον κοίταξε ερωτηματικά. Ο Δημητρός με χαμηλή φωνή του εξήγησε:

«Έχασα το μυαλό μου όταν ήρθε η Ελένη, η δασκάλα, στο χωριό. Την ερωτεύτηκα με πάθος. Κάθε πρωί πριν ξεκινήσω για το χωράφι, χαράματα ακόμα περνούσα απ’ το σπίτι της. Γίναμε εραστές. Σχεδιάζαμε να φύγουμε μαζί. Πρόδωσα την Αργυρώ, τα παιδιά μου, όλους. Όχι, δεν την σκότωσα εγώ, όπως καταλαβαίνεις. Προτιμώ όμως να με σκοτώσουν άδικα πάρα να μάθει η Αργυρώ και τα παιδιά την προδοσία μου. Δεν ομολόγησα  από το πολύ ξύλο. Εσύ με ξέρεις. Ποτέ δε θα λύγιζα. Ήθελα μόνο η Αργυρώ να πειστεί ότι με ανάγκασαν να ομολογήσω με τη βία κάτι που δεν έκανα, για να μη το ψάξουν περισσότερο. Εγώ  άφησα τη ντάλια  εκείνο το πρωί στην Ελένη.  Της άφηνα ένα λουλούδι κάθε μέρα».

«Δε θα  αφήσω να γίνει αυτό», είπε ο Στέφανος. «Θα μιλήσω στον διοικητή»

Αλλά ο άλλος ήταν ανένδοτος. «Δε θα πεις κουβέντα. Μόνο σε παρακαλώ δώσε στην Αργυρώ όσα της αξίζουν. Δεν ανήκω σε κείνη πια Στέφανε. Ούτε εκείνη σε μένα. Βλέπεις, νόμιζα πως η Αργυρώ ήταν ο έρωτας της ζωής μου. Όμως όταν ήρθε η Ελένη στο χωριό κατάλαβα πως η καρδιά μου της  ανήκε. Θέλω να πάω κοντά της».

Εκείνο το βράδυ ο Στέφανος  δεν έκλεισε μάτι. Να φύγει με την Αργυρώ. Πόσες νύχτες δεν πέρασε άγρυπνος να την σκέφτεται. Καμία γυναίκα, κι υπήρξαν πολλές, δεν μπορούσε να την αντικαταστήσει. Όμως όχι. Ο Δημητρός ήταν φίλος του. Δε θα τον άφηνε να θυσιαστεί έτσι.

Η είδηση ότι ο Δημητρός κρεμάστηκε στο κελί του την βρήκε την ώρα που πότιζε τα λουλούδια στην αυλή της. Ο Στέφανος στην άλλη άκρη του τηλεφώνου ακουγόταν ταραγμένος.

«Μα γιατί, γιατί το έκανε;! Του είχα πει ότι θα τον βοηθούσα. Περίμενε με Αργυρώ. Ξέρω πως θα νιώθεις χάλια. Άφησε ένα γράμμα για σένα και τα παιδιά. Ορκίζεται πως είναι αθώος. Είναι αθώος Αργυρώ. Πρέπει να το πιστέψεις! Έρχομαι από κει».

Χάιδεψε με το χέρι της τις ντάλιες στη γλάστρα. Ο ανόητος. Φανταζόταν πως δεν θα πρόσεχε πόσα λουλούδια λείπουν. Τις αγαπούσε σαν παιδιά της τις ντάλιες. Κι εκείνος τις έκοβε για να τις χαρίσει στην μικρή πόρνη. Την ακολούθησε εκείνη τη μέρα μέσα στα χωράφια καθώς πήγαινε για μάθημα στο γειτονικό χωριό. Ήταν δυνατό κορίτσι η Αργυρώ. Σκληραγωγημένη απ’ τις δουλειές του χωριού. Χρειάστηκε μόνο ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι και μετά πέταξε τη πέτρα στο διπλανό ρυάκι.

Αναστέναξε βαθιά. Πόσο πολύ σε είχα αγαπήσει Δημητρό, είπε μέσα της. Το αυτοκίνητο του Στέφανου σταμάτησε στην είσοδο του μικρού σπιτιού. Έπεσε στην αγκαλιά του και ξέσπασε σε  κλάματα. Εκείνος τη χάιδεψε τρυφερά και την φίλησε στα μαλλιά.

Καημενούλα, σκέφτηκε. Θα σε πάρω μακριά. Μόνο εσύ δε φταις. Πόσο αθώα και γλυκιά είσαι, στον χυδαίο αυτό κόσμο.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: