Πέρασε τα χέρια της πάνω από τα γυμνά της μπράτσα και τους πήχεις της προσπαθώντας να κατευνάσει τ΄ανασηκωμένο, από τη φθινοπωρινή ψύχρα και την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, χνούδι, όμως τα ξυλιασμένα της ακροδάχτυλα έφεραν τ΄αντίθετο αποτέλεσμα κάνοντάς τη να ριγήσει. Τα μάτια της προσπαθούσαν μάταια να διαπεράσουν το πνιγηρό, πηχτό σκοτάδι που τη σαβάνωνε. Φευγαλέα σπιθίσματα στον ορίζοντα διέγραφαν που και που τη λευκή κουπαστή της βεράντας. Η Μαντώ προχώρησε με σταθερό βήμα ως εκεί, ώσπου την ένιωσε ν’ ακουμπά στη μύτη του ποδιού της, μισό βήμα ακόμη κι ένιωσε το κρύο μάρμαρο ν΄ακουμπά τη λεκάνη της. Έμεινε διστακτική ακουμπώντας πάνω σ’αυτό, το μόνο όριο ανάμεσα στο θνητό, τυλιγμένο στο μετάξι κορμί της και την απεραντοσύνη μπροστά της. Ο ήχος των κυμάτων που γόγγυζαν έφθανε με δυσκολία ως τα αυτιά της και καλυπτόταν συχνά από τα μακρινά μπουμπουνητά.
Πήρε μια βαθιά ανάσα κλείνοντας τα μάτια της, ρουφώντας την έντονη, χαρακτηριστική μυρωδιά της καταιγίδας που πλησίαζε και ακούμπησε τα χέρια της ασυναίσθητα πάνω στην κοιλιά της. Μια αλμυρή σπιλιάδα ανασήκωσε τα κυματιστά μαλλιά της και μικρές τούφες τη μαστίγωσαν στο πρόσωπο που συσπάστηκε από το κρύο. Η υγρή πορεία μιας σταγόνας χάραξε το μάγουλό της. Η βροχή όμως δεν είχε φτάσει μέχρι εκεί, ακόμη. Η Μαντώ γράπωσε δυνατά την πλατιά μαρμάρινη κουπαστή και λύγισε τους ώμους της γέρνοντας το κεφάλι της ανάμεσα τους. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει πια τα δάκρυα της που έτρεχαν καυτά πάνω στο παγωμένο πρόσωπο της. Το κορμί της τραντάχτηκε από τους λυγμούς. Πώς είχαν διαλυθεί όλα προτού καλά καλά αρχίσουν; Πώς το πιο πολύτιμο δώρο του θεού, η ζωή, της φαινόταν αβάσταχτο φορτίο που τη συνέτριβε αργά, βασανιστικά κάτω από το βάρος της; Και τώρα θα υπέβαλλε κι άλλη μια ψυχή, που δεν είχε φταίξει σε τίποτα να σηκώσει το βάρος της φρικτής κληρονομιάς του; Δεν μπορούσε να επιτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο. Το σκεφτόταν τόσο καιρό και δεν το έπαιρνε απόφαση, μα τώρα δεν έπρεπε να χασομερά άλλο. Τώρα το ζήτημα δεν ήταν αυτή, αν άντεχε και πόσα, ήταν το παιδί της, ένα αθώο, μολεμένο από το σπόρο πλάσμα που θα έρχονταν σ΄αυτόν τον σάπιο κόσμο και θα υπέφερε για τις δικές τους αποφάσεις, για τις δικές τους πράξεις, για τη μισερή κληρονομιά του. Η αρρωστημένη αλυσίδα των μυστικών και των ψεμάτων δε θα έσπαγε, θα συνέχιζε να τυλίγει, να εγκλωβίζει και να στραγγαλίζει τους απογόνους τους. Κάποιος έπρεπε να βάλει ένα τέλος. Κάποιος έπρεπε να τους προστατέψει. Κάποιος έπρεπε να φανεί γενναίος, ή απίστευτα δειλός… Δεν μπορούσε να περιμένει, δεν θ’άντεχε να το νιώσει να φτερουγίζει μέσα της, δεν άντεχε να ζει άλλο με το μόλεμα…
Η καταιγίδα είχε πλησιάσει, τα κύματα ακούγονταν τώρα να χτυπάν οργισμένα πάνω στα μαλλιαρά βράχια, τα μαλλιά της είχαν ανασηκωθεί ηλεκτρισμένα, τα δάκρυα της είχαν στερέψει. Οι ώμοι ορθώθηκαν ξαφνικά και με μια αποφασιστική κίνηση πέρασε τα πόδια της πάνω από την κουπαστή, πέρα από το όριο. Καθώς τα πόδια της αιωρούνταν πάνω από κενό, τα γατίσια μάτια της προσπάθησαν να διαπεράσουν γι΄άλλη μια φορά το πνιγηρό, πηχτό σκοτάδι που τη σαβάνωνε και που έκρυβε τη μαγεία εκείνου του τόπου.
Κι είναι μαγευτικός ο τόπος σε τούτη τη γωνιά της γης. Πόσες ώρες πέρασε από παιδί τυλιγμένη στην μαγεία του, ν΄αγναντεύει τα πλουμιστά διαμαντοποίκιλτα φορέματα της κόρης της Γαίας, της Θάλασσας. Ξετυλιγόταν το παιδιάστικο βλέμμα της χαϊδευτικά πάνω στο αλμυρό νερό, το διάσπαρτο με μικρά και μεγάλα ξερονήσια, άλλοτε ζωηρόχρωμα κι άλλοτε τυλιγμένα σε άχλη. Όλα τα τυλίγει στην αγκαλιά της με περισσή φροντίδα η ζωοδότα θάλασσα, με τις ανεξάντλητες εναλλασσόμενες αποχρώσεις της, από το μελανό στο μαβί και βαθύ μπλε, για να γίνει ρόδινο και μαλαματένιο και ξανά κυανό και θαλασσί ή σμαραγδί, για να μεταβληθεί σύντομα σε γκριζογάλανο, να βαφτεί φευγαλέα πορτοκαλοκόκκινο και χρυσό, προτού ξαναβυθιστεί σε ιώδεις αποχρώσεις και τέλος κρυφτεί στη σκοτεινιά. Κι όλα μπορούν ν΄αλλάξουν από λεπτό σε λεπτό, από τόπο σε τόπο, κατά τη διάρκεια της μέρας και αυτό οφείλεται άλλοτε σ΄ένα συννεφάκι, ή πολλά, στον άνεμο, στην υγρασία…
Η Μαντώ λάτρευε τη θάλασσα από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Σαν κόρη ψαρά περνούσε πολλές ώρες κοντά της, πότε βυθισμένη στα κρυστάλλινα νερά της, πότε σκίζοντας το ρυτιδωμένο μεταξένιο φόρεμα της με τη βάρκα του πατέρα της και πότε αγναντεύοντας την από το καταφύγιο της, τον θαλλασοδαρμένο βράχο στην άκρη του ακρωτηρίου. Τα άλλοτε φουρτουνιασμένα και άλλοτε ήρεμα νερά ταίριαζαν κάθε φορά με τη διάθεση της, τη στεναχώρια της, την αγωνία της, αλλά και τη χαρά και την ανακούφιση της κάθε φορά που αντίκριζε τη Μαρουλιώ, τη βάρκα τους, να πλησιάζει κλυδωνιζόμενη ανάλογα με τη διάθεση της όμορφης πλανεύτρας.
Μια μέρα όμως η Μαρουλιώ δε γύρισε, ούτε ΄κείνη τη νύχτα, ούτε την επόμενη μέρα. Η Μαντώ έμεινε δύο μερόνυχτα γαντζωμένη πάνω στο μεγάλο, μελί βράχο που θρυμματιζόταν κάτω από τα πόδια της, ψάχνοντας με το βλέμμα της τα μελανά με ασημιές λάμψεις αγριεμένα νερά της θεάς, ώσπου ένιωσε δυο χέρια ζεστά να τυλίγουν το παγωμένο κορμί της, δύο χέρια δουλεμένα, να σπρώχνουν το κεφάλι της σ΄ένα ζεστό κόρφο, σ΄ένα κόρφο που δε θα ξαναφώλιαζε ποτέ ξανά το κεφάλι του πατέρας της. Μια βδομάδα έκανε να συνέλθει από τον πυρετό, με τη μάνα της να κάνει τάματα στην Παναγία φοβούμενη μη θρηνήσει μαζί με τον άντρα της και τη μοναχοκόρη της. Ένα μήνα μετά αποχαιρέτησε το πατρικό της, την προσφατογερασμένη μάνα της και τα μικρά αδελφάκια της για να μπει εσωτερική υπηρέτρια στο Αρχοντικό του Σιδέρη. Αρχοντικό στην όψη, φτωχικό στην ψυχή, ρούφαγε άπληστα την εντιμότητα και την ηθική από τις ψυχές των ενοίκων του. Η Μαντώ πίστευε ότι είχε καταφέρει να του ξεφύγει, μα να που τη λύγισε κι ακόμη και τώρα της ζητά υποταγή. Κι ένιωθε η Μαντώ σα να μην κύλισε μια μέρα από τότε που πέρασε το κατώφλι του καταραμένου εκείνου σπιτιού.
***
Η μικρούλα Μαντώ ανασήκωσε το βλέμμα της να ρίξει άλλη μια κλεφτή ματιά στην πρόσοψη του αρχοντικού, καθώς στεκόταν μπροστά από μια ξύλινη φθαρμένη δίφυλλη πόρτα στο χρώμα της μέντας. Ο μεταλλικός ήχος από το πρασινισμένο ρόπτρο με σχήμα γυναικείας κεφαλής την έκανε ν΄αναπηδήσει ξαφνιασμένη, ένας σουρτός ήχος βημάτων πάνω σε μάρμαρο τον ακολούθησε. Η πόρτα άνοιξε απότομα και μια ευτραφής γυναίκα, με μικρά γκρίζα μάτια που σπίθιζαν από εξυπνάδα, κοίταξε πρώτα τη μάνα της κι έπειτα τη Μαντώ κι ένα τεράστιο χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του αφανίζοντας σχεδόν τα μάτια της.
«Καλώς τες, καλώς τες! Περάστε! Μη στέκεστε εκεί!» τους είπε με μια ζωηρή κελαρυστή φωνή και παραμέρισε.
«Καλώς σε βρήκαμε κουμπάρα. Τι κάνεις;», είπε διστακτικά μ΄ένα γρέζι στη φωνή η μητέρα της Μαντώς. Μετά το θάνατο του πατέρα της, η μητέρα της ακουγόταν μόνιμα κουρασμένη. Η Μαντώ έριξε μια πιο προσεκτική ματιά στο πρόσωπο της μητέρας της, προτού αυτό χαθεί στη σφιχτή αγκαλιά της ηλικιωμένης γυναίκας. Δυο βαθιοί μαύροι κύκλοι, μια βαθιά χαρακιά ανάμεσα στα φρύδια κι άλλη μια που διέτρεχε και χώριζε στα δυο το μέτωπο της ήταν πρόσφατα αποκτήματα, ενώ τα άλλοτε γεμάτα ζωή γήινα μάτια της τώρα φαίνονταν θαμπά και απόμακρα. Η γυναίκα τράβηξε από την αγκαλιά της για δευτερόλεπτα κρατώντας τη με τα παχιά, κοντά και τραχιά δάκτυλα της από τα μπράτσα, την κοίταξε μ΄ένα βαθύ εξεταστικό βλέμμα και την ξανάσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της αναστενάζοντας. Δύο καλοφτιαγμένες σταχτί πλεξούδες στεφάνωναν το κεφάλι της ηλικιωμένης γυναίκας κι εξείχαν κάτω από το μισοτραβηγμένο πλουμιστό μαντήλι. Η μητέρα της Μαντώς τραβήχτηκε ελαφρά αμήχανη και η ηλικιωμένη γυναίκα στράφηκε στο μικρό κορίτσι μ΄ένα αληθινό χαμόγελο που χάραζε το μισό πρόσωπο της.
«Πώς μεγάλωσες! Ψήλωσες και ομόρφυνες!», είπε και μια σκιά ανησυχίας πέρασε από τα μάτια της. «Έλα πάρε μια αγκαλιά τη νονά σου!», πρόσθεσε ανοίγοντας τα χέρια της. Η Μαντώ έκανε ένα μικρό διστακτικό βήμα και ξαφνικά ένιωσε να πνίγεται τυλιγμένη από τα μεγάλα παχουλά μπράτσα. Η νονά της μύριζε έντονα δεντρολίβανο, πράσινο σαπούνι και μια συγκεχυμένη μυρωδιά που δεν μπορούσε να καταλάβει. Τότε μόνο πρόσεξε η Μαντώ το μεγάλο σκαλιστό χρυσό καθρέφτη με τα μικρά τριανταφυλλάκια, το στενό χρυσό τραπεζάκι με τα παράξενα κουρμπαριστά πόδια και το περίεργο μάρμαρο, το ολόλευκο μαρμάρινο πάτωμα, τις ζωγραφιές στους τοίχους και τα γύψινα στο ταβάνι, μα δεν πρόλαβε να τα περιεργαστεί. Η γυναίκα την τράβηξε από το μπράτσο κι άρχισε να περπατά προς τη στενή ξύλινη σκάλα στην άκρη του χολ. Προσπέρασαν τη σκάλα και μπήκαν σ’ένα στενό διαδρομάκο, όπου δε χωρούσαν και οι δυο δίπλα δίπλα. Η νονά της πέρασε μια μικρή στενή πόρτα και πριν προλάβει να το συνειδητοποιήσει η Μαντώ έπεσε πάνω της, καθώς πάτησε στο κενό, δεν είχε δει το μικρό σκαλοπάτι. Η νονά της γέλασε καλόκαρδα.
«Ξέχασα να στο πω! Θα το συνηθίσεις».
Εκείνη τη στιγμή ένιωσε πίσω της και τη μητέρα της να τραντάζεται από την μικρή πτώση. Η αμηχανία τις τύλιξε. Το δωμάτιο ήταν αρκετά σκοτεινό, πνιγμένο στις σκιές, αν και υπήρχε ένα μικρό παράθυρο δεξιά τους, απ’ όπου έμπαινε ένα αδύναμο φως μιας κι έβλεπε τον τοίχο μιας μικρής εσωτερικής αυλής με μερικές γλάστρες. Στην καθαρή και συμμαζεμένη κουζίνα επικρατούσε μια έντονη μυρωδιά από γάτες και μπαχαρικά. Στη μέση της κουζίνας βρισκόταν ένα μεγάλο, βαρύ, τετράγωνο τραπέζι που καλυπτόταν από ένα καρό κόκκινο ζωηρόχρωμο τραπεζομάντιλο και είχε κάμποσες καρέκλες γύρω του. Τα μάτια της Μαντώς είχαν αρχίσει να συνηθίζουν στο μισοσκόταδο.
«Καθίστε, καθίστε!», είπε η γυναίκα και γυρνώντας τους την πλάτη άρχισε να βγάζει πιατικά, πιατέλες, ποτήρια, κανάτες και να τα βάζει μπροστά τους γεμάτα μ’ένα σωρό καλούδια. Η γριά είδε την διστακτικότητα στα μάτια τους και τους χαμογέλασε πλατιά αποκαλύπτοντας τα ελάχιστα δόντια της.
«Καθίστε», είπε ήσυχα, τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε αφήνοντας ένα κοφτό αναστεναγμό πόνου.
«Λοιπόν Μαντώ, νομίζω ότι εμείς οι δυο θα τα πάμε μια χαρά και θα δεις που, όταν θα έρθει, θα συμπαθήσεις πολύ και την κυρία Ιουλία, είναι πολύ καλός άνθρωπος!», είπε η γυναίκα και έριξε ένα απροσδιόριστο βλέμμα στην Μαρουλιώ. Η Μαντώ δε μίλησε παρά μόνο έκανε ένα γύρο του μελαγχολικού δωματίου με το βλέμμα της που στάθηκε πάνω σ’ένα μικρό καναπέ χωμένο στις σκιές απέναντι της. Της φάνηκε ότι έπιασε κάποια κίνηση και ένιωσε δυο μάτια καρφωμένα απάνω της.
«Λοιπόν Μαρουλιώ μου όλα θα πάνε μια χαρά, μην ανησυχείς, η μικρή θα ΄ναι μια χαρά εδώ, η κυρία Ιουλία είναι…». Η μικρή σταμάτησε να προσέχει τα λόγια της και είχε στυλώσει το βλέμμα στο μικρό καναπέ προσπαθώντας να τρυπήσει με το βλέμμα της το σκοτάδι που τον κάλυπτε, ξάφνου με μια αναπάντεχη κίνηση ένας παχύς μαύρος γάτος ξεπήδησε από το σκοτάδι προς το μέρος της κάνοντάς τη ν’ αναπηδήσει και να της ξεφύγει μια μικρή κραυγή τρόμου. Ο γάτος δεν της έδωσε σημασία, κατευθύνθηκε προς την κυρά του και στριφογύρισε για λίγο χαϊδευόμενος ανάμεσα στα πόδια της. Έπειτα μπλέχτηκε ανάμεσα στα πόδια της Μαντώς γουργουρίζοντας και χαϊδεύοντας τις γάμπες της με την τεντωμένη του ουρά και τα μουστάκια του κάνοντας τη ν’ ανατριχιάσει ευχάριστα.
«Σε συμπάθησε! Πολύ σπάνιο αυτό!», αναφώνησε η νονά της φανερά ενθουσιασμένη και ξεκίνησε να μιλάει πάλι, αλλά η Μαντώ χάθηκε πάλι παραδομένη στις μαύρες σκέψεις τις και τις εντυπώσεις από αυτό το μελαγχολικό, αποπνικτικό δωμάτιο που από εκείνη τη μέρα θα πέρναγε το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητας της. Πόσο άσχημη μπορεί να είναι η ζωή σ’ ένα τέτοιο σπίτι που φαίνεται να έχει όλα τα καλά; σκέφτηκε και το βλέμμα της έπεσε πάνω στις πιατέλες με τα γλυκά.