,

Το νησί

Την ώρα που η Αννέτ κατέβηκε από το πλοίο με τα κορίτσια, ένιωσε το ίδιο τρέμουλο που αισθάνθηκε την πρώτη στιγμή που πρωτοπάτησε στο νησί, νεαρή γαλλιδούλα τότε, με κοντά μαλλιά και σορτς.

Χαμογέλασε γλυκόπικρα ρίχνοντας  μια ματιά στο μπρούτζινο άγαλμα του ψαρά στην άκρη της προβλήτας, δωρεά της οικογένειας Βενέτη. Παρίστανε ένα γεροδεμένο παλικάρι  που με το ένα χέρι κρατούσε το δίχτυ και με το άλλο έδειχνε κάπου βαθιά στη θάλασσα. Στη βάση του αγάλματος έγραφε “mare nostrum”, η θάλασσά μας. Οι δίδυμες μιλούσαν μεταξύ τους γαλλικά και σχολίαζαν χαρούμενες ανυπομονώντας  να πάνε για μπάνιο. Είχαν πολλά χρόνια να κατέβουν στο μικροσκοπικό νησάκι, από τότε που πέθανε ο παππούς τους. Σύντομα ο οδηγός θα τις οδηγούσε στο αρχοντικό Βενέτη, το ωραιότερο και μεγαλύτερο σπίτι του νησιού. Έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό και συγκίνηση από τους ανθρώπους που κρατούσαν το σπίτι.

«Επιτέλους κυρία, γυρίσατε».

Ένας γέρος υπηρέτης έσκυψε και της φίλησε το χέρι, ενώ οι άλλοι σκούπιζαν τα δάκρυά τους.

«Γιατί τόση υπερβολή μαμά;» ρώτησε η Μαρί την άλλη μέρα το πρωί ενώ έπαιρναν πρωινό στη βεράντα που έβλεπε το πέλαγος. «Όλοι κλαίνε μόλις σε βλέπουν».

Έμεινε λίγη ώρα αμίλητη προσπαθώντας να βρει πώς να ξεκινήσει.

«Δεν είναι μόνο ότι ήθελα να γιορτάσουμε τα γενέθλια σας εδώ», είπε στο τέλος. «Κλείνετε τα 21 και νομίζω ήρθε η ώρα να  σας πω μια ιστορία. Την ιστορία της οικογένειάς μας. Θέλω όμως να μου δώσετε το λόγο σας ότι δεν θα την πείτε πουθενά. Μόνο στα παιδιά σας όταν γίνουν κι εκείνα 21 ετών».

Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν απορημένα. «Τι ιστορία;» είπαν.

«Το αρχοντικό αυτό ανήκει στον παππού σας, το ναύαρχο του πολεμικού ναυτικού Αριστείδη Βενέτη. Ο παππούς σας, σε μεγάλη ηλικία αγάπησε την Κυριακή Χωρέμη, κόρη εφοπλιστών και γιαγιά σας με καταγωγή από το νησί. Μη σας φανεί παράξενο. Εκείνη την εποχή οι κόρες των καλών οικογενειών παντρεύονταν μεγαλύτερους άνδρες. Κι ο Βενέτης ήταν αρχοντάνθρωπος, δύο μέτρα ψηλός κι όμορφος. Δυστυχώς η γιαγιά Κυριακούλα πέθανε στη γέννα του μπαμπά σας, αφήνοντας τον παππού σε μεγάλη θλίψη. Όπως και να ‘χει, μεγάλωσε το γιο του μόνος του με όνειρο να υπηρετήσει στο πολεμικό ναυτικό. Έτσι κι έγινε.

Όμως ο Αλέξανδρος Βενέτης μόλις τελείωσε τη σχολή ναυτικών δοκίμων, δήλωσε στον πατέρα του ότι τα παρατάει όλα και πάει να ζήσει τη ζωή του στη Γαλλία. Ήταν ήδη πάμπλουτος. Βλέπετε οι παππούδες του από τη μεριά της μητέρας του, άφησαν τα πάντα στον αγαπημένο εγγονό. Εκεί τον γνώρισα εγώ και σύντομα παντρευτήκαμε. Ποια θα αντιστεκόταν; Ήταν σαν Έλληνας θεός με γαλάζια μάτια» συμπλήρωσε.

«Μα έλα τώρα μαμά, αυτά  πάνω κάτω τα ξέρουμε» έκανε η Στεφανί κλείνοντας πονηρά το μάτι στην αδελφή της.

«Ζούσαμε στο Παρίσι» συνέχισε η μητέρα της, «μια ζωή γεμάτη χορούς  και γλέντια. Το κοσμικό ζευγάρι της εποχής. Κάναμε συχνά ταξίδια σε διάφορες χώρες, όπου ο μπαμπάς σας συναντούσε πάντα φίλους κι εξαφανιζόταν για ώρες. Τότε βέβαια  δεν ήξερα για ποιο λόγο.
Όταν γεννηθήκατε όμως, επέμενε να επιστρέψουμε στο νησί. Έλεγε ότι θα σας έκανε καλό να ζήσετε κοντά στη φύση και τον παππού σας μέχρι να πάτε σχολείο. Δεν μπορούσα να του αρνηθώ τίποτα κι έτσι ήρθαμε εδώ.

Τη μέρα που πρωτοσυνάντησα τον παππού, τα γόνατά μου έτρεμαν. Μας υποδέχτηκε στη βεράντα φορώντας την επίσημη στολή του με όλα τα παράσημα. Ήταν πια πολύ ηλικιωμένος. Παρόλα αυτά τόσο επιβλητικός που τρόμαζες. Αποδείχτηκε ωστόσο γλυκός κι ευγενικός μαζί μου και με σας ξετρελάθηκε απ’ τη χαρά του. Με το γιο του φαινόταν ότι υπήρχε ένταση, αλλά κρατούσαν τα προσχήματα.

Ο πατέρας σας όμως άλλαξε ξαφνικά, χωρίς καμιά εξήγηση. Άρχισε να ζει έκλυτη ζωή. Εξαφανιζόταν μέρες ολόκληρες κι εμφανιζόταν πάλι ξαφνικά με μεγάλες παρέες στο νησί. Πολύ γρήγορα φάνηκε με τι τρόπο σπαταλούσε την τεράστια περιουσία του. Αγόρασε δύο ελικόπτερα  κι έφτιαξε τέσσερα διαφορετικά ελικοδρόμια, με καταπακτή μάλιστα. Βλέπεις οι παρέες του ολοένα και γίνονταν μεγαλύτερες κι έπρεπε να τις πηγαινοφέρνει. Άγνωστοι νεαροί με περίεργα ντυσίματα και μακριά μαλλιά που όλη τη μέρα γυρνούσαν στο νησί με ένα μπουκάλι αλκοόλ στο χέρι. Στο τέλος, έφτιαξαν στο λόφο δίπλα ένα υπόγειο κλαμπ όπου μαζεύονταν τις νύχτες κι έπαιζαν μια άθλια μουσική. Τεράστια φορτηγά με ηχητικές εγκαταστάσεις έφταναν κάθε τρεις και λίγο από την πρωτεύουσα για τα τρελά πάρτι που οργάνωναν.

Ήμουν απελπισμένη, τόσο που ήθελα να σας πάρω μαζί μου και να φύγω. Δεν ξέρω τι με συγκράτησε. Ίσως ο ναύαρχος που μας φρόντιζε με κάθε τρόπο. Ίσως ο δικός μου πατέρας που ήταν απόλυτος ότι έπρεπε να κάνω υπομονή. Όμως τα πράγματα γίνονταν ολοένα και χειρότερα. Στο τέλος είχε καταλήξει να φέρει δέκα από αυτούς τους ξιπασμένους νεαρούς στις κρεβατοκάμαρες του σπιτιού. Τρωγόπιναν για μήνες όλη τη μέρα και σαχλαμάριζαν με τις υπηρέτριες. Τις νύχτες κάθονταν όλοι μαζί  και συζητούσαν  μέχρι αργά πίνοντας. Τότε το σπίτι ξέρετε είχε πολύ προσωπικό. Καμαριέρες, οδηγούς, μάγειρες, κηπουρούς. Κι έναν μπάτλερ υπεύθυνο για όλους. Ο παππούς το συντηρούσε με τον ίδιο τρόπο όπως και πριν τον θάνατο της γιαγιάς. Όσο για τα έξοδα, είχε πάρει μια τεράστια προίκα. Έτσι γινόταν τότε. Του ανήκε σχεδόν όλο το νησί και μερικές δεκάδες δεξαμενόπλοια.

Ώσπου μια μέρα το ποτήρι ξεχείλισε. Ανέβηκα τυχαία στη σοφίτα κι ανακάλυψα εκατοντάδες πίνακες προσεκτικά τυλιγμένους, χωρίς κορνίζα. Δεν είχα ιδέα πόσο καιρό ήταν εκεί. Είχα σπουδάσει ιστορία της τέχνης όπως ξέρετε κι ήξερα καλά να υπολογίσω την αξία τους. Άξιζαν δις. Και τότε κατάλαβα τα πάντα. Ο μπαμπάς σας ήταν κοινός κλέφτης και λαθρέμπορος. Πόσο αχόρταγος πρέπει να είναι, σκέφτηκα τότε. Η ζωή μου τελείωσε εκείνη τη στιγμή. Αποφάσισα να μην πω κουβέντα. Ετοίμασα τα πράγματά μας με σκοπό μόλις μπορέσουμε  να εγκαταλείψουμε το νησί».

«Μαμά συνέχισε», είπαν με μια φωνή τα κορίτσια που τώρα κρέμονταν από τα χείλη της. «Και μετά τι έγινε;».

«Θα σας πω» είπε η μητέρα τους «όλα τα γεγονότα, πολλά εκ των οποίων τα έμαθα κι εγώ στην πορεία. Ακούστε λοιπόν…

Στις 5.30 το πρωί της επόμενης μέρας, τι μέρα δηλαδή, πριν ακόμα χαράξει, ο ναύαρχος Βενέτης ξύπνησε όπως πάντα κι αφού έκανε την πρωινή του τουαλέτα, φόρεσε τη στολή του με τη βοήθεια του υπηρέτη του και βγήκε στη βεράντα να πάρει το πρωινό του, παρόλο που ήταν Μάρτης  κι έκανε παγωνιά. Ο ναύαρχος δεν άλλαζε συνήθειες. Δέκα λεπτά αργότερα, το προσωπικό του τηλέφωνο χτύπησε. Όταν το έκλεισε, ήταν κατάχλωμος. Ζήτησε αμέσως από τον υπηρέτη τα κιάλια του.

Ήταν ένα τηλεφώνημα ενός παλιού γνωστού του από το υπουργείο άμυνας, που τον πληροφορούσε ότι οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας είχαν τεθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω περίεργων κινήσεων του εχθρού. Όμως ο υπηρέτης δεν του έφερε ποτέ τα κιάλια. Τρία άτομα από το προσωπικό του σπιτιού με επικεφαλής τον μπάτλερ, μπήκαν ξαφνικά κρατώντας μαχαίρια. “Μην κουνηθείς παλιόγερε” του είπαν. “Σε λίγη ώρα το ναυτικό μας θα είναι εδώ. Δε θα έχεις ούτε νησί, ούτε πατρίδα”. Εφτά – οκτώ ακόμα άνδρες που δούλευαν στο σπίτι, όλοι οπλισμένοι εμφανίστηκαν. Ο ναύαρχος τους κοίταξε με αηδία.

“Σιχαμερά σκουλήκια” είπε, “δε θα γλυτώσετε!”.

“Ποιος θα μας σταματήσει; Ο γιος σου;”, γέλασαν εκείνοι.

Ο επικεφαλής τους έδωσε οδηγίες. “Σφάξτε τους στον ύπνο” διέταξε, “χωρίς θόρυβο. Είναι όλοι μεθυσμένοι. Προσέξτε μην κοιμούνται με κάποιο δικό μας κορίτσι. Δύο να πάνε πάνω να κατεβάσουν τους πίνακες”.

“Μην αγγίξετε τις εγγονούλες μου”, πήγε να πει ο ναύαρχος, αλλά αμέσως τον χτύπησαν στο κεφάλι κι έγειρε αιμόφυρτος στο πλάι.

Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, θόρυβος ακούστηκε στις σκάλες. Όλα είχαν πια τελειώσει.

Ο μπάτλερ εκείνη την ώρα είχε στρωθεί στο τραπέζι κι έτρωγε με τα χέρια, όταν η λάμα του έκοψε την καρωτίδα. Πέθανε με την έκπληξη στο βλέμμα. Γιατί αυτό που έβλεπε ήταν υπεράνω λογικής. Δέκα άντρες με στολές παραλλαγής με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Βενέτη, είχαν εμφανιστεί με τα μαχαίρια τους ματωμένα.

“Πατέρα είσαι καλά;” ρώτησε τον ηλικιωμένο.

“Το ήξερα, το ήξερα παιδί μου” απάντησε ο γέρος. “Ήξερα το γιο μου. Έπρεπε να μου μιλήσεις”.

“Δε γινόταν” έκανε ο άνδρας και χαιρέτησε στρατιωτικά. Ο ναύαρχος στάθηκε στα πόδια του και ανταπέδωσε το χαιρετισμό συγκινημένος.

Ένας από τους άνδρες άρπαξε απ’ τα μαλλιά μια καμαριέρα, ενώ με το άλλο χέρι ακουμπούσε το βαρύ πριονωτό μαχαίρι στο λαιμό της.

“Θα μιλήσεις στους δικούς σου”, είπε στη γλώσσα της. “Πες τους ότι όλα πάνε καλά κι ότι τους περιμένετε”.

Εκείνη προσποιήθηκε ότι δεν καταλαβαίνει. Αλλά ο άνδρας έστριψε βίαια το χέρι της πίσω από την πλάτη. “Θα κάνω ό,τι θες!” ούρλιαξε. “Μη με πονάς!”».

«Δηλαδή;» έκαναν τα κορίτσια κοιτάζοντας η μία την άλλη. «Μαμά, ο μπαμπάς δεν ήταν κλέφτης όπως νόμιζες;»

«Ήμουν ανόητη» είπε η μητέρα της. «Δεν έφυγε ποτέ από το πολεμικό ναυτικό ο πατέρας σας. Βρισκόταν σε ειδική αποστολή. Όλα ήταν κάλυψη για να ξεγελάσουν τον εχθρό που είχε απλώσει παντού τα δίχτυα του. Οι μυστικές μας υπηρεσίες είχαν αντιληφθεί πολύ καιρό πριν ότι οργάνωναν απόβαση σε κάποιο νησί. Εκείνο το πρωινό ο εχθρός χτύπησε  το νησάκι μας».

«Και πώς γλυτώσαμε;». Τώρα τα κορίτσια κοιτούσαν με ορθάνοιχτα μάτια.

«Η ομάδα του μπαμπά σας είχε εργαστεί πολύ, πολύ προσεκτικά, γιατί θα καταλάβατε ότι οι περίεργοι νεαροί ανήκαν στις επίλεκτες  δυνάμεις μας. Όλο  το προηγούμενο διάστημα, οι υπηρεσίες μας είχαν αφήσει να διαρρεύσει η πληροφορία για τους τεράστιας αξίας πίνακες. Θέλαν να τραβήξουν εδώ τον εχθρό και να τον εξοντώσουν. Οι αντίπαλοί μας είχαν ανάγκη το τεράστιο ποσό. Δεν μπορούσαμε να διακινδυνεύσουμε να επιτεθούν οπουδήποτε. Ίσως δεν τους  προλαβαίναμε. Χρειαζόμασταν ένα δόλωμα».

Τα κορίτσια τώρα σχεδόν έτρεμαν από ανυπομονησία.

«Αφού απαλλάχτηκαν από όλους τους μυστικούς πράκτορες στο σπίτι», συνέχισε η μητέρα τους, «ο πατέρας σας έδωσε εντολή να μεταφέρουν τους κατοίκους στο υπόγειο καταφύγιο που τότε νομίζαμε ότι ήταν κλαμπ. Πήγαμε κι εμείς μαζί τους με τον παππού. Ήταν ακριβώς η ώρα που τέσσερα πλοία του εχθρού φάνηκαν στο βάθος του ορίζοντα. Πρόλαβαν να ρίξουν μόνο δύο βολές. Η μία κατέστρεψε την εκκλησία της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας κι η άλλη έκανε μια τρύπα στο βουνό. Εν τω μεταξύ, οι δικοί μας είχαν λάβει θέσεις στα ελικοδρόμια. Όταν άνοιξαν οι καταπακτές όμως, βγήκαν από μέσα πύραυλοι. Βλέπετε, τα τεράστια φορτηγά δεν μετέφεραν ποτέ  ηχεία για πάρτι, αλλά όπλα τελευταίας τεχνολογίας. Ο αντίπαλος αιφνιδιάστηκε. Δεν έμεινε τίποτα απ’ τα πλοία τους».

Τα κορίτσια χτύπησαν τα χέρια τους. «Και μετά; Εδώ τελειώνει;»

«Δυστυχώς όχι» είπε η μητέρα τους. «Δεν ήταν εύκολο. Λίγα λεπτά αργότερα, ο ουρανός γέμισε μεταγωγικά αεροπλάνα. Έριχναν αλεξιπτωτιστές. Ήταν εκατοντάδες κι οι άνδρες του μπαμπά σου γύρω στους πενήντα».

«Μα η δική μας αεροπορία πού ήταν; Γιατί δε βοηθούσε;»

«Παρίσταναν πως δεν είχαν ακόμα πάρει είδηση τι γίνεται. Δεν ήθελαν να γίνει μαζικότερη η  κινητοποίηση του εχθρού και να μας χτυπήσουν για αντιπερισπασμό κάπου αλλού. Αφήστε τους να πιστεύουν ότι θα είναι παιγνιδάκι. Αυτές ήταν οι οδηγίες. Διέταξαν τον πατέρα σου να κρατήσει άμυνα μέχρις εσχάτων.

Εμείς όλοι ήμασταν στο καταφύγιο. Κάποια νεαρά παιδιά όμως, νησιώτες, ξεμύτισαν να δουν τι συμβαίνει. Και τότε είδαν τους αλεξιπτωτιστές να πέφτουν».

«Και μετά μαμά;»

«Όλοι αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, είχαν πάρει μαζί τους ό,τι όπλο είχαν φεύγοντας απ’ τα σπίτια. Τσουγκράνες, αξίνες, μπαλτάδες. Μη φανταστείτε, μια χούφτα ήταν, το χειμώνα το νησάκι άδειαζε. Μόλις οι πιτσιρικάδες έδωσαν σήμα ότι πέφτουν οι εχθροί στο νησί, δε λογάριασαν τίποτα. Όρμησαν όλοι μαζί πάνω τους την ώρα που έπεφταν. Και τους ξέκαναν. Απίστευτο, αλλά τους πρόλαβαν πριν λύσουν τα αλεξίπτωτα».

«Μαμά όπως στη μάχη της Κρήτης; Έχουμε διαβάσει γι’ αυτό».

«Λίγο μετά ακούστηκε ένας διαπεραστικός ήχος στον ουρανό. Ήταν οι δικοί μας. Η αερομαχία δεν κράτησε πολύ. Οι πιλότοι μας τους έδωσαν και κατάλαβαν. Όσοι εχθροί απέμειναν, παραδόθηκαν. Ο πατέρας σας έπεσε στη μάχη με σαράντα ακόμα από την ομάδα του και καμιά εικοσαριά ψαράδες  από το νησί».

Τα κορίτσια τώρα έκλαιγαν συγκινημένα. «Ώστε μητέρα» είπε η Μαρί, «ο μπαμπάς δεν πέθανε από καρδιακή προσβολή εκείνο το καλοκαίρι όπως νομίζαμε;»

«Ο πατέρας σας σκοτώθηκε πολεμώντας σώμα με σώμα», είπε η γυναίκα σκουπίζοντας τα δάκρυά της. «Ο εχθρός είχε χάσει τα τέσσερα καλύτερα πλοία του, τρία πολεμικά αεροπλάνα και τριακόσιους στρατιώτες. Άλλοι  εξακόσιοι που έπεσαν στη θάλασσα απ’ τα πλοία, παραδόθηκαν. Η χώρα τους απέσυρε αμέσως, κάθε μονάδα, με αντάλλαγμα να αποσιωπηθούν τα γεγονότα. Δεχτήκαμε. Ίσως μεσολάβησαν και κάποιες μεγάλες δυνάμεις, δεν ξέρω ακριβώς. Στην βουλή τους, είπαν ότι τάχα τα πλοία και τα αεροπλάνα τους που χάθηκαν, βρίσκονταν σε άσκηση στην Αίγυπτο. Δεν παραδέχτηκαν ποτέ αυτά που έγιναν εδώ, αλλά κι η δική μας πλευρά δε θέλησε να αποκαλυφθούν οι λεπτομέρειες. Οι λιγοστοί νησιώτες έδωσαν όρκο στον παππού σου ότι δε θα μιλήσουν και τον κράτησαν. Καταλάβατε όμως τώρα γιατί συγκινήθηκαν μόλις μας είδαν;»

«Μαμά μιλάς σαν Ελληνίδα», είπαν τα κορίτσια.

«Ναι, γιατί έτσι νιώθω» απάντησε εκείνη.

«Και οι πίνακες; Πώς βρέθηκαν;»

«Ήταν όντως γνήσιοι. Κάποιοι αγοράστηκαν από την οικογένειά μας, οι περισσότεροι δανεισμένοι από την Εθνική Πινακοθήκη κι άλλοι από συλλέκτες που γνώριζαν την οικογένεια της γιαγιάς σου. Βλέπεις, ο μπαμπάς σου στα ατελείωτα ταξίδια αυτό έκανε επί χρόνια. Ήξερε ότι τον παρακολουθούν. Μετά επιστράφησαν πίσω».

«Τι συζητάτε εσείς εδώ;». Ο νεαρός άνδρας  με τα  τα γαλάζια ματιά και τη ναυτική στολή έτρεξε να τις αγκαλιάσει.

«Αριστείδη πότε γυρίσατε;», έκανε εκείνη αγκαλιάζοντας τον μικρό γιο της. Ήταν λίγων εβδομάδων έγκυος όταν έγιναν τα παραπάνω περιστατικά.

«Ήρθα με σκάφος του λιμενικού» απάντησε ο νέος. «Η άσκηση τελείωσε».

«Επιτέλους! Μου φάνηκε ότι λείπεις αιώνες».

Κι έτσι όπως τον κοίταζε, με τη στολή του, λουσμένο στο φως του ήλιου, για ένα μόνο ελάχιστο δευτερόλεπτο έχασε το χρόνο και νόμιζε ότι βλέπει τον αγαπημένο της.

Ανναλίζα ΣτηνΠριζα

Η ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας.
Κάθε ομοιότητα με πραγματικά περιστατικά και πρόσωπα είναι τυχαία.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: