Ο Αρσένης ήταν ένας ψηλός μελαχρινός άντρας ογδόντα πέντε κιλών και μόλις είκοσι εννιά ετών, και είχε ήδη μια από τις ακμαιότερες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, την Standard Analysis & Counselling. Παρείχε συμβουλές προς κάθε ενδιαφερόμενο, με βάση σχετικές έρευνες που διεξήγαγε. Την είχε ξεκινήσει με κεφάλαιο από τους γονείς του, με το που τελείωσε το πανεπιστήμιο. Στην αρχή, ήταν ένα κοινό κτίριο στα ανατολικά της Αθήνας, μια πολυκατοικία που χανόταν στο γκρίζο, παγωμένο δάσος από πολυκατοικίες της πόλης. Οι υπάλληλοι, μετρημένοι και χαμηλόμισθοι. Όμως, γρήγορα αποδείχτηκε πως ο Αρσένης ήταν ικανότατος στη διοίκηση της εταιρείας και όλοι οι εργαζόμενοι θα τον ακολουθούσαν. Και είχε αποτέλεσμα. Από εκεί όπου ζητούσαν τις υπηρεσίες της Standard Analysis & Counselling μικρές εταιρείες, ακόμα και κατ’ ουσίαν άγνωστες στο ευρύ κοινό, τα τηλέφωνα άρχισαν να δέχονται κλήσεις από πανίσχυρους οργανισμούς. Πλέον, το προσωπικό και επαγγελματικό email, αλλά και οι αντίστοιχοι αριθμοί τηλεφώνων του Αρσένη ήταν σημειωμένα στα αρχεία των υψηλόβαθμων συνεργατών του πρωθυπουργού.
Το γραφείο του Αρσένη βρισκόταν στον πέμπτο όροφο. Ήταν ένα ευρύχωρο δωμάτιο, με υπολογιστή τελευταίας τεχνολογίας, ακριβό περσικό χαλί, δερμάτινο καναπέ, βιβλιοθήκη, τηλεόραση με home cinema… Ό,τι μπορεί να χρειαζόταν ο Αρσένης -που τις περισσότερες μέρες έμενε στην εταιρεία σχεδόν μέχρι το βράδυ-, ή ίσως και κάποιος απαιτητικός πελάτης που επέμενε να δει τον διευθυντή –είχαν συμβεί και αυτά. Είχε θέα το πάρκο που είχε φτιαχτεί πριν ένα χρόνο, όταν αγοράστηκε και η υπόλοιπη έκταση από τον δήμο –που ήταν επίσης στο πελατολόγιο της Standard Analysis & Counselling.
Τώρα, απόγευμα Παρασκευής, με το κτίριο σχεδόν άδειο από κόσμο, καθόταν στην περιστρεφόμενη καρέκλα του, κάπνιζε ένα ακόμα μαύρο πούρο και σκεφτόταν διάφορα πράγματα. Είχε κλείσει το παράθυρο και την πόρτα, ως συνήθως. Ο υπολογιστής ήταν κλειστός και το κινητό του στο αθόρυβο. Πού και πού, ο Αρσένης έριχνε μια ματιά στις φωτογραφίες των παιδιών του. Είχε και της γυναίκας του, αλλά δεν εστίαζε σε αυτήν, γιατί τα πράγματα πήγαιναν κατά διαβόλου μεταξύ τους, επειδή, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, αυτός έδινε περισσότερη σημασία στη δουλειά παρά στην οικογένειά του. Όχι ότι είχε άδικο, αλλά…
«Αλλά δεν μας ενδιαφέρει αυτό».
Αυτή η βραχνιασμένη φωνή ήταν υπεύθυνη για όλα όσα απολάμβανε. Όλοι μέσα και έξω από την εταιρεία δεν είχαν ιδέα πώς κατάφερε να φτάσει ως εδώ ο Αρσένης, και μάλιστα τόσο σύντομα. Οι πελάτες, αλλά κυρίως οι υπάλληλοι -που έβλεπαν εκ των έσω πώς διοικούνταν η εταιρεία- απορούσαν όταν τους έλεγε να προχωρήσουν σε ενέργειες με υπερβολικά υψηλό ρίσκο και εντέλει αποδεικνυόταν ότι ο Αρσένης είχε δίκιο. Όμως, το αφεντικό τους δεν τους παρεξηγούσε. Τους καταλάβαινε. Δεν ήξεραν για τη φωνή και τον κάτοχό της.
Όταν κάποιος έμπαινε στο γραφείο του Αρσένη και κοιτούσε γύρω του, θαυμάζοντας όσα περιείχε, έβλεπε σε μια άκρη κοντά στον καναπέ και την τηλεόραση -βασικά, στο κενό ανάμεσά τους- ένα τρίποδο που πάνω του υπήρχε ένας πίνακας ζωγραφικής. Εκεί συνήθως κοντοστεκόταν το βλέμμα του επισκέπτη, κυρίως λόγω της εικόνας και της αίσθησης που απέπνεε.
Στο κάδρο, υπήρχε ένας λεπτοκαμωμένος άντρας με έντονα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του: μεγάλη και φαρδιά μύτη, σαγόνι με οξεία γωνία σαν βέλος, κλειστά χείλη, μάτια στο χρώμα της ώχρας και πεταχτά αυτιά. Ο άντρας δεν είχε μαλλιά ή γένια, αλλά και τα φρύδια του δε φαίνονταν, εκτός αν πλησίαζες σε απόσταση εκατοστών. Φορούσε λευκό πουκάμισο και δερμάτινη καπαρντίνα. Στο φόντο πίσω του -όσο διακρινόταν, δηλαδή, καθότι το σώμα του άντρα κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του πίνακα- υπήρχε ένα ασαφές γκρι, που πολλοί υπέθεταν ότι είναι ένας τοίχος.
Πολλοί πελάτες παραξενεύονταν και ένιωθαν άβολα στη θέα του πίνακα. Όλοι φυσικά ρωτούσαν τον Αρσένη γιατί τον είχε στο γραφείο του. Ο διευθυντής και ιδιοκτήτης της Standard Analysis & Counselling χαμογελούσε και έλεγε πως «είναι μια ακόμα σημαντική επένδυση που, από οικονομικής απόψεως, θα ήταν κρίμα να έμενε κλειδωμένη σε ένα υπόγειο».
Ο Αρσένης ρούφηξε κι άλλο καπνό και κοίταξε προς τον πίνακα και τον Μέντορα. Έτσι τον έλεγε πλέον. Μέντορα. Αυτός τον καθοδηγούσε, από τότε που ο Αρσένης μαγνητίστηκε από το βλέμμα του σε εκείνη την έκθεση ζωγραφικής, πριν έξι χρόνια, όταν ήταν ακόμα στο πανεπιστήμιο. Είχε πάει με την τότε κοπέλα του, η οποία λάτρευε τα έργα ζωγραφικής. Εκείνη προσπάθησε να τον αποτρέψει από το να αγοράσει τον πίνακα. Ήταν το μοναδικό έκθεμα που δεν άρεσε σε εκείνη και στους περισσότερους παρευρισκόμενους. Εκτός από τον Αρσένη. Αυτός τον ήθελε. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από το βλέμμα του μυστηριώδη άντρα.
Η κοπέλα του Αρσένη, όταν κατάλαβε ότι εκείνος δεν της έδινε ιδιαίτερη σημασία, είχε προχωρήσει στα άλλα εκθέματα. Και έτσι δεν είδε. Όπως δεν είδε και κανείς άλλος.
Μόνο ο Αρσένης είδε εκείνα τα αλλόκοτα μάτια να στρέφονται προς αυτόν και εκείνα τα χείλη να ξεκλειδώνουν και να μιλούν. Να του μιλούν και να του τάζουν μεγαλεία. Δεν είχε δει λίγα μέχρι τότε, αλλά δεν θα έλεγε όχι και σε άλλα, τα οποία δεν θα του τα παρείχαν οι γονείς του.
Ο Αρσένης αγόρασε τελικά τον πίνακα, χωρίς να ρωτήσει λεπτομέρειες τον πωλητή.
Έκτοτε, οι συμβουλές του Μέντορα τον καθοδηγούσαν στο πανεπιστήμιο, στις σχέσεις του με τους άλλους και, πλέον, στη δουλειά. Και ήταν όλες εύστοχες. Ο Αρσένης δεν είχε αποτύχει σε κανέναν τομέα. Απλά έκανε ό,τι του έλεγε ο Μέντορας: τι να διαβάσει, τι να προσέξει με τον εκάστοτε πελάτη… Η μία επιτυχία μετά την άλλη. Όλοι τον επαινούσαν, αγνοώντας την φωνή από τις σκιές που έψελνε το εκάστοτε τραγούδι της.
Εκτός από την εχεμύθεια, μόνο ένα πράγμα ζητούσε ο Μέντορας. Μόνο ένα. Ο Αρσένης έπρεπε να καπνίζει τα συγκεκριμένα πούρα. Ήταν κάτι που δεν άρεσε στον Αρσένη, όχι στην αρχή, γιατί δεν το γούσταρε το τσιγάρο –πόσω μάλλον το πούρο. Το είχε δοκιμάσει στο πανεπιστήμιο και δεν καταλάβαινε τι έβρισκαν οι συμφοιτητές του ή η τότε κοπέλα του στο κάπνισμα.
Αλλά, αφού το ήθελε ο Μέντορας, θα το έκανε. Το ξεκίνησε, σιγά-σιγά στην αρχή, για να συνηθίσει. Ήταν απαίσιο, είχε γεύση επεξεργασμένου ξύλου αναμεμειγμένου με πλαστικό. Κάπνιζε το πολύ πέντε πούρα την ημέρα. Ο Μέντορας ευτυχώς έδειξε κατανόηση. Απλά τον ενθάρρυνε και συνέχιζε να του προσφέρει τη σοφία του.
Η αρχή είχε γίνει και η συνέχεια ήταν σίγουρη, μιας και όλα στη ζωή του Αρσένη έβαιναν εξαιρετικά. Έκανε ό,τι του έλεγε ο Μέντορας και, για αντάλλαγμα, κάπνιζε τα πούρα του. Μάλιστα, τις περισσότερες φορές που ήταν στο γραφείο, κάπνιζαν μαζί. Γιατί, εκεί που όλοι οι άλλοι έβλεπαν έναν αλλόκοτο πίνακα ζωγραφικής, ο Αρσένης έβλεπε ότι ο εικονιζόμενος κινούσε τα χέρια του και το στόμα του, που φυσούσε τον καπνό έξω από τον πίνακα. Επίσης, αυτό που έβλεπε ο Αρσένης ήταν ότι ο Μέντορας φορούσε μανδύα με κουκούλα και όχι κοστούμι, ενώ το δέρμα του είχε ξεροσταλιάσει από τους αιώνες που είχε ζήσει. Αυτή ήταν η πραγματική του μορφή. Μια καμπουριασμένη φιγούρα, σαν μοναχός ξεχασμένος σε μιαν ατέλειωτη έρημο.
Όλα καλά, κατά τον Αρσένη, μέχρι να μάθει γιατί ήθελε ο Μέντορας να καπνίζουν μαζί στο γραφείο, ενώ ήταν και άλλοι παρόντες.
Ο καπνός από τα πούρα των δύο ενωνόταν, τη στιγμή που ο εκάστοτε πελάτης (ή υπάλληλος) προσπαθούσε να υπομείνει τη βαριά ατμόσφαιρα. Εκτός αν ήθελε να συμβάλλει και αυτός με τα δικά του τσιγάρα. Ακόμα καλύτερα, σκεφτόταν ο Αρσένης εκείνες τις φορές. Γιατί έτσι το θύμα έδινε οικειοθελώς την πνοή του στον Μέντορα, που γινόταν ολοένα και πιο δυνατός.
Εδώ και τέσσερα χρόνια, δυνάμωνε. Λίγο χρειαζόταν ακόμα. Λίγη δηλητηριασμένη πνοή και θα μπορούσε να υλοποιηθεί στην γήινη διάσταση. Ο Αρσένης δεν ήξερε πώς έπρεπε να νιώθει για αυτό. Δηλαδή, ήθελε να βοηθήσει τον Μέντορα, αλλά έβλεπε τους επισκέπτες του (από τους υπαλλήλους μέχρι ισχυρούς πολιτικούς) να δυσανασχετούν. Συν ότι κάποιοι είχαν μεγάλη ευαισθησία και ήθελαν να φύγουν. Κάτι που δεν ήταν καλό γενικά, αλλά και για την εταιρεία ειδικά.
Όμως, ο Μέντορας ήξερε και αυτό αρκούσε στον Αρσένη, ο οποίος έβρισκε δικαιολογίες και μπάλωνε την εκάστοτε κατάσταση.
Άλλωστε, σκέφτηκε κάποτε, δεν παθαίνουν και κάτι πολύ σοβαρό. Δεν πεθαίνουν. Απλά δυσανασχετούν, ίσως να τους πιάσει και δυνατός βήχας. Μέχρι εκεί.
Όντως, δεν είχε πεθάνει κανείς από αυτό το κόλπο. Και ο Αρσένης δεν ήταν τόσο χαζός, ώστε να το δοκιμάσει με κάποιον που είχε σοβαρό πρόβλημα υγείας, όπως άσμα ή κάτι τέτοιο. Όσοι πελάτες ή υπάλληλοι είχαν αναπνευστικά προβλήματα, με το που τον έβλεπαν να ετοιμάζεται να ανάψει το πούρο, του τόνιζαν ότι δεν το αντέχουν και αυτός υπάκουε. Έτσι κι αλλιώς, πάντα θα υπήρχαν θύματα. Δεν πειράζει και αν πήγαιναν χαμένες μερικές ευκαιρίες –ως προς αυτό το κομμάτι· ως προς τη δουλειά δεν έπρεπε να πάει κάτι στραβά.
Ο Μέντορας τώρα τον έβγαλε από τις σκέψεις του, λέγοντας: «Ξέρεις τι χρειάζομαι. Εκείνη. Φέρ’ την εδώ. Φέρ’ την σε εμένα».
Ο Αρσένης το σκεφτόταν τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Ο Μέντορας χρειαζόταν ένα άτομο το οποίο αγαπούσε ο Αρσένης. Δεν είχε σημασία που αυτή η αγάπη είχε ξεθωριάσει. Όταν ήταν στο ίδιο δωμάτιο με την γυναίκα του, ο ιδιοκτήτης της Standard Analysis & Counselling ένιωθε την καρδιά του να σκιρτάει. Κάτι υπήρχε ακόμα.
Αλλά όχι και τόσο δυνατό κάτι, ε; σκέφτηκε. Θυμήθηκε όλες εκείνες τις φορές που η γυναίκα του έβαζε τις φωνές επειδή αμελούσε την οικογένειά τους. Η φωνή της, εκνευριστική. Οι κινήσεις της, απειλητικές. Η στάση της γενικά, εχθρική. Του φερόταν σαν να ήταν κάνας παρείσακτος. Κάποιος ένοικος που δεν είχε πληρώσει τα νοίκια. Λες και ο Αρσένης καθόταν και κωλοβαρούσε. Λες και δε δούλευε για να έχουν ό,τι θελήσουν. Ερχόταν στο σπίτι αργά, περίμενε μια καλή κουβέντα, και αντ’ αυτού η γυναίκα του τον κατσάδιαζε.
Και εκείνος, όμως, της απαντούσε αντίστοιχα. Φώναζε και αυτός. Το βλέμμα του, καρφωμένο στο δικό της, μια αναμέτρηση δύο αντίθετων δυνάμεων. Τα χέρια του έκαναν σπασμωδικές χειρονομίες. Ο οργανισμός του αποζητούσε το τσιγάρο. Τα πούρα του. Ήθελε να αρπάξει όλο το πακέτο που του είχε δώσει ο Μέντορας και να το καπνίσει μέχρι την επόμενη μέρα, κάνοντας το σπίτι να μοιάζει με καιόμενο κτίριο από τον καπνό. Αυτός που ποτέ δεν ήθελε να καπνίσει και που θεωρούσε ότι κάπνιζε απλά για να ευχαριστήσει τον Μέντορα, πλέον, τις στιγμές που τσακωνόταν με την γυναίκα του, ήθελε να γεμίσει τα πνευμόνια και το σπίτι του με δηλητηριασμένο καπνό.
Ένιωθε κάτι όταν ήταν μαζί της, ναι. Σίγουρα. Όχι μόνο θυμό ή αγανάκτηση, αλλά και κάτι από εκείνη την παλιά αγάπη. Κάτι υπήρχε. Όμως, ήταν αρκετό;
Ο Αρσένης κοίταξε τα ψυχρά, σαν φθινοπωρινά φύλλα, μάτια του Μέντορα. Φαντάστηκε τον εαυτό του και εκείνον να καταστρώνουν τα σχέδιά τους εδώ, στον πραγματικό κόσμο. Αν ο Μέντορας έκανε τόσα θαύματα όντας παγιδευμένος σε έναν πίνακα ζωγραφικής, τι θα κατάφερνε όταν θα υλοποιούνταν;
Δεν ήξερε, αλλά ήταν σίγουρος για ένα πράγμα. Προτιμούσε την παρέα του Μέντορα από την γυναίκα του. Αν μη τι άλλο, εκείνος δεν τον έπρηζε, αλλά τον καθοδηγούσε με τη σοφία του.
Οπότε, αποφάσισε, δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα σε εμένα και σε εκείνη.
Κάλεσε τον αριθμό της Ασπασίας. Της είπε να έρθει από το γραφείο. Η Ασπασία απόρησε -δεν την καλούσε συχνά στη δουλειά-, αλλά συμφώνησε.
Πέρασε ένα σχετικά ήρεμο εικοσάλεπτο μέχρι να ακουστεί το χτύπημα στην πόρτα.
«Εμπρός», είπε ο Αρσένης.
Η πόρτα άνοιξε και τρεις φιγούρες μπήκαν στο δωμάτιο. Η Ασπασία, ο Γιώργος και η Δήμητρα. Σύζυγος και δύο τέκνα.
Ο Αρσένης πάγωσε στη θέση του. «Τι δουλειά έχουν εδώ τα παιδιά;» είπε πανικοβλημένος. Έριξε μια δυο ματιές προς τον Μέντορα, ο οποίος κοιτούσε χαμογελαστός την οικογένεια του Αρσένη.
Η Ασπασία μόρφασε. «Ηρέμησε. Δεν μπορούσα να τα αφήσω κάπου. Όλοι λείπουν». Έβηξε, όπως και τα παιδιά. «Σβήσε το πούρο. Και άνοιξε κάνα παράθυρο. Βρομάει εδώ μέσα».
«Δεν έπρεπε…» Τι ετοιμαζόταν να πει μπροστά στα παιδιά του; Ότι δεν τα ήθελε εκεί;
«Με ένα σμπάρο, τρία τρυγόνια», είπε ο Μέντορας.
«Όχι! Με τίποτα», είπε ο Αρσένης.
Η Ασπασία ρώτησε: «Τι; Σε ποιον μιλάς;»
«Αρσένη, χρειάζομαι την πνοή τους. Και θα την έχω».
«Όχι. Όχι τα παιδιά μου». Ο Αρσένης έκανε το γύρο του γραφείου και ήρθε ανάμεσα στον Μέντορα και την οικογένειά του. «Όχι τα παιδιά μου! Πάρε… πάρε αυτήν, αλλά όχι τα παιδιά».
«Τι έπαθες, Αρσένη;»
Η Δήμητρα: «Μπαμπά, είσαι καλά;»
«Τολμάς να μου αντιμιλάς! Εγώ σε έφερα εδώ που είσαι. Εγώ σε δημιούργησα. Όλα αυτά είναι δικά μου επιτεύγματα. Δεν θα ήσουν τίποτα, αν δεν υπήρχα εγώ. Τώρα πάρε μια ανάσα και φύσα τον καπνό».
Ο Αρσένης κοίταξε το πούρο στο χέρι του. Η καρδιά του βροντοχτυπούσε και για πρώτη φορά ένιωθε την κάψα του γραφείου του να τον σιγοτρώει.
«Κάνε ό,τι σου λέω».
«Αρσένη, τι συμβαίνει;» ρώτησε η Ασπασία.
Ο Γιώργος: «Μπαμπά;»
Ο Αρσένης έβηξε. Ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Το σάλιο στο στόμα του έγινε πηχτό σαν αίμα. Έφτυσε στο περσικό χαλί, με την αηδία να γεμίζει τις αισθήσεις του.
«Κάνε ό,τι σου λέω, Αρσένη, γιατί θα σου συμβούν πολύ χειρότερα».
Αυτός το έκανε, λοιπόν; Δεν μπορούσε να δεχθεί ότι για πρώτη φορά δεν θα έπαιρνε αυτό που ήθελε; Γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να πάρει τα παιδιά του Αρσένη, με την σύμφωνη γνώμη του τελευταίου.
«Όχι», είπε. «Όχι, δεν θα το κάνω». Γύρισε προς την Ασπασία. «Πάρε τα παιδιά έξω από εδώ. Θα τα πούμε σε λίγο».
«Τι γίνεται εδώ, Αρσένη; Σε ποιον λες όχι;»
Δήμητρα: «Μαμά, τι έπαθε ο μπαμπάς;»
«Θα τα πούμε σε λίγο. Προς το παρόν, πάρ…»
Τότε ήταν που αισθάνθηκε κάτι συμπαγές να σκληραίνει στα σωθικά του και να διασπάται και να σέρνεται σε όλο του το σώμα, τρίβοντας κόκαλα, εσωτερικά όργανα και το αίμα του. Ο Αρσένης έβγαλε ένα ρόγχο και έπεσε στα γόνατα και έπιασε το λαιμό του. Δεν μπορούσε να ανασάνει καλά.
«Αρσένη! Για όνομα του Θεού». Η Ασπασία γονάτισε δίπλα του και τον έπιασε από το μπράτσο και τη μέση. «Πρέπει να πάρω τηλέφωνο το 166. Έλα να ξαπλώσεις στον καναπέ, προς το παρόν, και μετά…»
«Όχι», ψέλλισε ο Αρσένης. «Πάρε… τα παιδιά… μακριά». Γούρλωσε τα μάτια και πάλεψε με την αόρατη δύναμη που τον κυρίευε, χάνοντας όμως σε κάθε μάχη.
«Μην με πολεμάς, Αρσένη. Δεν μπορείς να νικήσεις. Είμαι ανώτερός σου».
«ΣΚΑΣΕ!» ούρλιαξε ο Αρσένης.
Τα παιδιά τρόμαξαν.
Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του Αρσένη και ενώθηκαν με τον καπνό που εντρυφούσε στο περιβάλλον. Τον έτσουξαν σαν να ήταν από θαλασσινό νερό. «Σε… παρακαλώ… Είναι… τα παιδιά μου…»
«Γι’ αυτό πρέπει να μου τα δώσεις. Είναι η τέλεια ευκαιρία!»
«Όχι… Ασπασία… Φύγετε».
«Αρσένη, χρειάζεσαι βοήθεια. Δεν ξέρω τι έχεις πάθει, αλλά έχεις χάσει το χρώμα σου, έχεις ιδρώσει και καις από τον πυρετό». Η Ασπασία γύρισε και αναζήτησε την τσάντα της. «Γιώργο, φέρε μου το κινητό μου. Γρήγορα».
«Όχι! ΦΥΓΕΤΕ!»
«Αρσένη, άκουσες τι σου είπα; Χρειάζεσαι…»
«ΦΥΓΕΤΕ! ΦΥΓΕΤΕ! ΦΥΓΕΤΕ!»
«ΣΤΑΜΑΤΑ!»
Ο Αρσένης βόγκηξε και ένιωσε τον εμετό να έρχεται στην επιφάνεια. Γύρισε προς τον καναπέ και έβγαλε ό,τι είχε φάει πριν δύο ώρες.
«Χριστέ μου», ψέλλισε η Ασπασία.
«Μαμά, το τηλέφωνο», είπε ο Γιώργος.
Εκείνη το άρπαξε και πληκτρολόγησε τον αριθμό.
Ο Αρσένης δεν έδωσε σημασία σε όσα έλεγε η Ασπασία στο τηλεφωνικό κέντρο. Μια σκέψη κυριαρχούσε στο μυαλό του. Αυτό που είχε μάθει όλα αυτά τα χρόνια στη δουλειά. Ήταν ένα απλό, αλλά ουσιώδες συμπέρασμα: Ό,τι ξεκινάει, ακόμα και με τις καλύτερες προδιαγραφές, αναπόφευκτα θα τελειώσει. Μερικές φορές, όχι τόσο ήπια όσο θα ήθελαν οι υπεύθυνοι.
«Ρούφηξε τον καπνό και δώσε μου την πνοή τους, Αρσένη. Δεν θα έχεις άλλη ευκαιρία. Θα σε κάνω να υποφέρεις δέκα φορές περισσότερο απ’ ό,τι μέχρι τώρα».
«Κάθε αρχή και ένα φινάλε», είπε ο Αρσένης στον Μέντορα.
«Μπαμπά; Μπαμπά;»
Η Δήμητρα έκλαιγε.
Ο Γιώργος έκλαιγε.
Η Ασπασία μόλις έκλεινε το κινητό.
Ο Αρσένης έσφιξε το πούρο και σηκώθηκε απότομα. Παραλίγο θα έπεφτε, η ζάλη τα γύριζε όλα γύρω του, όμως ήταν αποφασισμένος. Αρχή και τέλος. Την αρχή την είχε οραματιστεί κάποτε και το τέλος νόμιζε πως δεν θα το αντίκριζε παρά πολλές δεκαετίες αργότερα, και τότε θα ήταν απλά ένα τέλος για εκείνον, αλλά μια αρχή ή η συνέχεια για τα παιδιά του.
Από το πουθενά είχε γνωρίσει τον Μέντορα και στο πουθενά θα πήγαιναν -μαζί. Δεν λένε ότι η ζωή κάνει κύκλους;
«Σταμάτα, ηλίθιε! Σταμάτα! ΣΤΑΜΑΤΑ!»
Αλλά ο Αρσένης δεν έλεγε να σταματήσει. Κάρφωνε το αναμμένο πούρο στον πίνακα ζωγραφικής και χάραζε τη φιγούρα του γοτθικά πλασμένου άντρα.
«Για να σε δω τώρα, Μέντορα. Εμπρός, κάνε κάτι. Αμύνσου!» του έλεγε ο Αρσένης.
Ο Μέντορας μόνο ούρλιαζε. Ούρλιαζε και μάτωνε και έχανε κομμάτια του.
Και ήταν η πρώτη φορά που άλλα άτομα, πλην του Αρσένη, είδαν ότι αυτός ο πίνακας ήταν πολύ διαφορετικός από τους άλλους. Η Ασπασία και τα παιδιά είδαν κάτι μωβ να χύνεται στο πάτωμα και χλωμές λωρίδες σάρκας να πέφτουν στην λίμνη που σχηματιζόταν. Είδαν και κομμάτια του μανδύα να προσγειώνονται έξω από τον πίνακα.
Και μύρισαν… Μύρισαν την αποφορά του καπνού από πούρο να συνδυάζεται με το καμένο δέρμα.
«Αρσένη…» είπε η Ασπασία. Σηκώθηκε αργά-αργά, καλύπτοντας τη μύτη της με το μανίκι της. «Αρσένη… τι;…»
Η Δήμητρα: «Μαμά! Μαμά, ο Γιώργος κάτι έπαθε!»
Η Ασπασία κοίταξε τον μικρό, που είχε διπλωθεί στο πάτωμα και έβηχε και φταρνιζόταν. Αμέσως, τον έπιασε και έτρεξε προς την πόρτα. «Έλα μαζί μου», είπε στη Δήμητρα.
«Ο μπαμπάς;»
«Θα έρθει σε… σε λίγο. Έλα μαζί μου εσύ».
Η Δήμητρα κοίταξε τον πατέρα της μια φορά ακόμα και έφυγε.
Έφυγε πριν δει τον Αρσένη να πέφτει αποδυναμωμένος στο πάτωμα, ένας άνθρωπος με δέρμα που κιτρίνιζε, που οι φλέβες και οι αρτηρίες φούσκωναν δυσοίωνα και κάθε όργανο, ζωτικό ή μη, αποφορτιζόταν από κάθε ρανίδα ζωής. Κάπου στο βάθος του θολωμένου του μυαλού, στιγμές πριν αυτό χάσει την επαφή με την ύπαρξη, ο Αρσένης ήξερε ότι είχε κάνει το σωστό. Είχε επέμβει την τελευταία στιγμή, για να υπάρχει εκείνη η συνέχεια που ήλπιζε για τα παιδιά του και… ναι, και για την Ασπασία. Για όλους τους. Το άξιζαν.
Τα τελευταία κομμάτια του καψαλισμένου πίνακα σωριάστηκαν και αυτά στο δάπεδο, ενώ από την ανοιχτή πόρτα ένα απαλό αεράκι εισήλθε, για να πάρει μερικά φλεγόμενα μέρη του καμβά και να τα απλώσει σε διάφορα σημεία του γραφείου, λαμπαδιάζοντας τον υπολογιστή, το χαλί, τη βιβλιοθήκη και την τηλεόραση.
——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/