Επιτέλους τα καταφέραμε! Πετάμε σήμερα! Π Ε Τ Α Μ Ε, λέμε! Είμαστε εδώ, είμαστε στο αεροδρόμιο! Χαλάλι τα νυχτέρια, τα Σαββατοκύριακα που δεν χαρήκαμε και οι βάρδιες, αφού τα καταφέραμε! Μαζέψαμε τα λεφτά και θα πάμε επιτέλους εκείνο το ταξίδι του μέλιτος που δύο χρόνια τώρα όλο κάτι γινόταν κι ακυρωνόταν, μια το ρημαδοSARS, μια γρίπη των πτηνών, μια φάγαμε τα λεφτά σε ατυχίες. Αλλά δεν έχει σημασία, τώρα είμαστε εδώ και τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά! Σε λίγες ώρες, βζζζ θα είμαστε στη χώρα των ονείρων μας! σκεφτόμουν καθώς μπαίναμε, εγώ και ο άντρας μου, γεμάτοι έξαψη μια Πέμπτη απόγευμα στο καινούριο, τότε, αεροδρόμιο του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Προχωρήσαμε όλο ανυπομονησία στο check in και δώσαμε τη βαλίτσα μας λέγοντας μ’ ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά, ότι ο τελικός προορισμός είναι το Μπαλί, μιας και οι πτήσεις ήταν Αθήνα-Μπανγκόκ, Μπανγκόκ-Μπαλί. Η υπάλληλος, μια μακρυμούρα με βαμμένο ξανθό μαλλί και κατακόκκινα χείλη, μας κοίταξε μ’ ένα περίεργο ξινό ύφος κι άρχισε να ξεφυλλίζει αργά τα διαβατήρια μας. Αλλά εμείς ήμασταν ήδη στο αεροπλάνο, μη σου πω, είχαμε φθάσει και αράζαμε ήδη στην παραλία!
«Δεν μπορείτε να πετάξετε για Μπαλί, δεν έχετε βίζα…» μας είπε ψυχρά, σπάζοντας τη σιωπή και μας προέτεινε τα διαβατήριά μας. Είμαι σίγουρη ότι άκουσα ένα γκντουπ! Κοίταξα τον άντρα μου. Όχι, εντάξει, όρθιος ήταν ακόμη, αν και έμοιαζε να χρήζει άμεσης ιατρικής βοήθειας, έτσι όπως είχε γουρλώσει τα μάτια και το στόμα του έκανε κάτι μικροσπασμούς. Τελικά το γκντουπ ήταν από το σαγόνι μου, που είχε πέσει στο πάτωμα! Δεν μπορεί ν’ άκουσα καλά! Με δουλεύει, να σε λίγο θα πεταχτεί κάποιος και θα μας πει “Smile είστε στην candid κάμερα!”.
«Τι εννοείτε;» κατάφερα να ψελλίσω έπειτα από λίγο.
«Για το Μπαλί, βγήκε απόφαση πριν είκοσι μέρες ότι χρειάζεται βίζα για να πάτε…», μας ενημέρωσε βαριεστημένα η υπάλληλος και άρχισε να κουνά νευρικά τα δάχτυλά της με τα μακριά σουβλερά κατακόκκινα νύχια πάνω στα διαβατήρια.
Εμείς είχαμε κλείσει το ταξίδι πριν ένα μήνα και στο ενδιάμεσο ο πράκτορας δεν είχε ενδιαφερθεί να μας ενημερώσει για την αλλαγή. Και τώρα που επιτέλους είπαμε τα καταφέραμε, που κατεβάσαμε τις βαλίτσες στο αμάξι αξημέρωτα, για να μην μας πάρει χαμπάρι η Γειτονιακή Υπηρεσία Πληροφοριών και που κάναμε ολόκληρο αντιπερισπασμό για να γλιτώσουμε την ανάκριση από τις κουσελιάρες γραίες που ήταν τοποθετημένες σε στρατηγικά σημεία επί του δρόμου μας, ώστε να μην μπαινοβγαίνει μύγα ακατάγραφη και χωρίς την τυπική ανάκριση, να μας πει η ξινή, δεν πάτε πουθενά! Και ‘κείνο το αεροδρόμιο, ένα ψυχρό πράγμα βρε παιδί μου, δε σε εμπνέει να εκφραστείς, να βροντοφωνάξεις με ύφος τραγωδού ένα “ Όι μάνα μοοουυυυυυυ! Τι μου μετέφερε, ω Δία, το ξέπλυμα; Πάει το ταξίδι, πάει!”.
«Τι μπορούμε να κάνουμε;», τη ρώτησε ο άντρας μου σαστισμένος παίρνοντας τα εισιτήρια και τα διαβατήρια.
«Να πάτε στην Ινδονησιακή πρεσβεία στην Αθήνα να βγάλετε βίζα», μας απάντησε ανυπόμονα η υπάλληλος.
«Δε νομίζω ότι προλαβαίνουμε!» ψέλλισε ο κακόμοιρος.
«Δεν προλαβαίνετε», μας διαβεβαίωσε με θριαμβευτικό τόνο η υπάλληλος. «Πρέπει να πάτε πρωί και θέλει δύο εργάσιμες μέρες. Χάνετε τα εισιτήρια. Δεν μπορούμε να παραλάβουμε τη βαλίτσα σας», είπε χωρίς να πάρει ανάσα, η αντιπαθητική ξανθιά με μισό χαμόγελο και έκανε να μας δώσει τη βαλίτσα μας πίσω κάνοντας νόημα στον επόμενο.
«Τι θα κάνουμε; Το πρακτορείο έχει κλείσει τέτοια ώρα. Φεύγουμε και τα χάνουμε όλα;» με ρώτησε ο άντρας μου προσπαθώντας να κρύψει τον πανικό στη φωνή του, μα κι εγώ είχα μείνει άναυδη (Δε θέλω σχόλια, τότε το πάθαινα συχνά!). Το ταξίδι ακυρωνόταν, πάλι! Ο άντρας μου φρίκαρε και άρχισε να φωνάζει πεισμωμένος «Πάμε να φύγουμε! Δεν πάμε πουθενά!» και έκανε να πάρει τις βαλίτσες. Τα λόγια του επέδρασαν σα χαστούκι απάνω μου, αναγκάζοντάς με να “ξυπνήσω”. Μπήκα στη μέση και τραβώντας τα εισιτήρια και τα διαβατήρια από τα χέρια του τα ξανάφησα στον γκισέ.
«Τα εισιτήρια μας είναι για Ταϊλάνδη! Θα πάμε Ταϊλάνδη!» υψώνω τη φωνή μου και την κοιτώ προειδοποιητικά με ύφος μαινάδας, σκεπτόμενη “Μη τα βάλεις μαζί μου, κουκλίτσα μου, γιατί βλέπω τις σκύλες τις λύσσας να σου ορμάνε όλες, σε μια!”. «Εγώ πίσω δε γυρνώ! Θα πάμε Ταϊλάνδη και θα προσπαθήσουμε να βγάλουμε άκρη εκεί με το τοπικό πρακτορείο, ώσπου να πάρουμε την πτήση για Μπαλί!», είπα με σιγουριά. Το χαιρέκακο χαμογελάκι της ξανθιάς κόπηκε μεμιάς κι άρχισε να πληκτρολογεί εκνευρισμένα.
«Να πάτε στην πρεσβεία εκεί όταν φτάσετε», μας είπε ένας νεαρός που περνούσε τις βαλίτσες μας στον κυλιόμενο διάδρομο και μας χαμογέλασε καθησυχαστικά καθώς φεύγαμε.
Επί δεκατρείς ώρες που διήρκεσε το ταξίδι ο άντρας μου στριφογυρνούσε συνέχεια και δεν έβρισκε ησυχία. Πλησιάζοντας πια στην Μπανγκόγκ, το άγχος του είχε χτυπήσει κόκκινο και κουνούσε συνέχεια νευρικά το πόδι του σα να ‘χε καταπιεί κομπρεσέρ. Εγώ, Βούδας. Εγώ, που συνήθως αγχώνομαι και πανικοβάλλομαι, χαλάααρωνα στο κάθισμά μου και απολάμβανα τα καυτερά φαγητά της Thai. Επιτέλους ταξίδευα και δε μ’ ένοιαζε τίποτα άλλο! Κατεβήκαμε από το αεροπλάνο κυριολεκτικά σέρνοντάς τον. Είχε ήδη πει την ιστορία στις τρεις φουκαριάρες αεροσυνοδούς που εξυπηρετούσαν το διάδρομό μας, οι οποίες ήταν λες και τους κάρφωσαν τα κατακόκκινα χείλη να σχηματίζουν χαμόγελο, όπως και σε όλους σχεδόν όσους κάθονταν γύρω μας (Καταλάβαιναν, δεν καταλάβαιναν). Από τη φυσούνα ως την παραλαβή της βαλίτσας είχε πιάσει όποιον Ταϊλανδό και μη έβρισκε και του ‘λεγε, «Πήγαμε στο αεροδρόμιο και δεν έχουμε βίζα μπλα μπλα». Ακόμα και τον αχθοφόρο έπιασε! Τι να καταλάβει ο δόλιος ο αχθοφόρος, μάνα μ’; Να μας κοιτάει ο κακόμοιρος με τα μικρά μαυριδερά ματάκια του και μ’ ένα πλατύ χαμόγελο σκαλισμένο στο πρόσωπό του. Σου λέει ο δικός μου, καταλαβαίνει και δώσ’ του να του λέει.
«Βρε καρδιά μου, άσε τον αχθοφόρο ήσυχο και πάμε!»
Με τα πολλά τον έβαλα σ’ ένα ταξί για να πάμε στην Ινδονησιακή πρεσβεία στην Ταϊλάνδη. Η Μπανγκόκ, είναι μια μοντέρνα πόλη με δρόμους πλατιούς, άνετους, με ανισόπεδους κόμβους και πήχτρα, να κάνει το ταξί μισό εκατοστό κάθε δέκα λεπτά, ούτε στην Αθήνα μέρα πορειών και απεργίας τέτοιο κακό! Φτάσαμε στην πρεσβεία δύο και σαράντα, Παρασκευή μεσημέρι! Μπήκαμε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο όπου υπήρχαν γκισέ και λέμε σ’ έναν ευγενέστατο κυριούλη ότι θέλουμε βίζα για Μπαλί και φυσικά όλη την ιστορία (Εμ, ο καλός μου, είχε πάρει πια το κολάι!).
«Μην ανησυχείτε», μας λέει αυτός, «Θα σας βγάλουμε βίζες! Αν και κλείνουμε σε είκοσι λεπτά, θα σας περιμένουμε, ώσπου να φέρετε τα λεφτά και τις φωτογραφίες».
«Ποια λεφτά και ποιες φωτογραφίες;» Χρειαζόμασταν, λέει, διακόσια μπατ για τον καθένα σε Ταϊλανδέζικο νόμισμα και δύο φωτογραφίες. Τους παρατάμε τη βαλίτσα και βγαίνουμε σαν τους τρελούς στο δρόμο να ψάχνουμε ATM. Οι Ταϊλανδοί όλοι πρόθυμοι να μας βοηθήσουν, μας έδιναν οδηγίες ήρεμοι και χαμογελαστοί. Τελικά βρήκαμε ένα ΑΤΜ και με τα πολλά καταφέραμε να γυρίσουμε τη γλώσσα στ’ αγγλικά, όμως λεφτά δεν μπορούσαμε να βγάλουμε. Δίναμε εντολή για ανάληψη και το ΑΤΜ έβγαζε χαρτάκι, χωρίς τα λεφτά. Είχαμε αρχίσει ν’ ανησυχούμε και να μην ξέρουμε τι να κάνουμε, ώσπου καταφύγαμε στην κλασική ελληνική λύση, του κατέβασε κάτι καντήλια ο δικός μου και μας τα ‘φτύσε με μιας τα λεφτά! Έμενε να βγάλουμε τις φωτογραφίες.
Ο δρόμος πλατύς, πολυσύχναστος με τσιμεντένια κτίρια, πολλά από αυτά παλιά, μικροπωλητές να διαλαλούν την πραμάτεια τους κι ένα σωρό σταντ για φαγητό να ψήνουν στο γουόκ από λαχανικά μέχρι κατσαρίδες, ενώ οι αψιές μυρωδιές μας τύλιγαν αξεδιάλυτες. Προχωρούσαμε βιαστικά, όταν είδαμε μια μικρή βιτρίνα με δυο τρία πόστερ που θύμιζε φωτογραφείο. Ορμήσαμε μέσα και του μιλήσαμε στη διεθνή γλώσσα της νοηματικής για το τι θέλουμε, κλικ κλικ! Ο Ταϊλανδός, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, μας έκανε θετικό νόημα και μας έδειξε μια σαραβαλιασμένη πόρτα στο βάθος του μαγαζιού. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί και μας κάλεσε να μπούμε. Σταθήκαμε αναποφάσιστοι σ’ ένα στενό διάδρομο, ενώ ο φωτογράφος μας έδειχνε μια στενή σκάλα με κατάμαυρους από τη βρώμα τοίχους και μας έκανε νόημα, πάνω. Στο διάδρομο υπήρχε ένας βρώμικος καναπές που κάποτε πρέπει να ήταν μπεζ. Ένας πιτσιρικάς ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ και κουκουλωμένος με μια κουβέρτα, το μάτι του είχε πάρει ένα ωραίο μελιτζανί χρώμα, ενώ το υπόλοιπο πρόσωπό του ήταν κοκκινωπό και γεμάτο εκδορές από το ξύλο που είχε φάει. Ώρε πού πάμε; αναρωτιόμασταν και ανταλλάσσαμε βλέμματα γεμάτα ανησυχία. Εκείνη την ώρα κατέφθασαν πίσω μας και δύο κοριτσάκια φορώντας τη σχολική στολή τους με τη φουστίτσα και τα μαλλιά τους πλεγμένα κοτσίδες, κουβαλούσαν τις σχολικές τσάντες τους και τιτίβιζαν χαρούμενα.
«Σαν ταινία του Τσάκι Τσαν!» μουρμούρισα και χασκογέλασα αμήχανη καθώς ανέβαινα αποφασιστικά τη στενή σκάλα. Στο πάνω πάτωμα υπήρχε ένα άδειο βρώμικο δωμάτιο με πεσμένους σοβάδες, ένα σκαμπό κι ένα τρίποδο με μια φωτογραφική μηχανή. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης μας ξέφυγε. Ο φωτογράφος μας έδειξε ένα βρώμικο καθρέφτη και μου προέταξε μια λιγδιασμένη χτένα γεμάτη τρίχες και πιτυρίδα να χτενιστώ, την οποία αρνήθηκα όσο πιο ευγενικά μπορούσα γελώντας νευρικά.
«Αυτό μας μάρανε, ο καλλωπισμός! Άντε να τελειώνουμε με τις φωτογραφίες, άνθρωπέ μου!», του είπα στα ελληνικά γελώντας κι εκείνος χαμογέλασε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του σα να κατάλαβε!
Με τις φωτογραφίες και τα λεφτά στο χέρι τρέξαμε στην πρεσβεία. Ευτυχώς ο κυριούλης μας περίμενε! Δώσαμε τα λεφτά και τις φωτογραφίες ενθουσιασμένοι που τα καταφέραμε και προλαβαίναμε να γυρίσουμε στο αεροδρόμιο για την επόμενη πτήση. Ο κυριούλης όμως μας έκοψε τη χαρά απότομα!
«Θέλει δύο εργάσιμες μέρες και σήμερα είναι Παρασκευή. Θα πρέπει να κρατήσω τα διαβατήρια σας. Γεια σας!»
Παρατρίχα να μείνω χήρα! Αφού συνέρχεται λίγο από το σοκ ο άντρας μου, τον τραβώ κατά την έξοδο. Βγάζω τα χαρτιά από το πρακτορείο, βρίσκω το voucher που έλεγε το όνομα του τοπικού πρακτορείου που συνεργαζόταν με το δικό μας και μπήκαμε σ’ ένα ταξί. Στην Μπανγκόκ να γίνεται χαμός και εμείς, ξανακολλήσαμε στην κίνηση! Μες την καλή χαρά εγώ, κοιτούσα ενθουσιασμένη τις εικόνες. Τα μικρά σταντ φαγητού με τα πολύχρωμα φαγητά τους. Τα μαγαζάκια, μα και τα μεγάλα εμπορικά με τις υπέργειες διαβάσεις. Τα μικρά ιερά, σαν προσκυνητάρια. Τα όμορφα δέντρα με τους παχιούς κορμούς τους τυλιγμένους με πορτοκαλί υφάσματα και κορδέλες από λουλουδάκια, ενώ στις ρίζες τους υπάρχουν προσφορές μέσα σε μικρά πλεγμένα πιατάκια φτιαγμένα από φύλλα. Ταϊλανδές να καταβρέχουν τα πουλάκια στα κλουβιά και να κυνηγούν μικρά για να τα ταΐσουν (είναι διεθνές το πρόβλημα!)… Εν τω μεταξύ ο καλός μου δίπλα μου να βαριανασαίνει και να μουρμουρά «Πολλή συννεφιά. Πολλή γκριζίλα. Πολλή υγρασία» …πολλή γκρίνια!
Στο πρακτορείο υπήρχε ένα μακρόστενο μοντέρνο γραφείο που πίσω του βρίσκονταν πέντε όμορφες Ταϊλανδές, που μας κοίταγαν συγκαταβατικά χαμογελώντας πλατιά. Πια έχουμε καταλάβει ότι κάτι παίζει με αυτό το χαμόγελο, το μόνιμα κολλημένο στο πρόσωπό τους. Στην αρχή δεν καταλαβαίνουμε γρι από ότι μας λέγανε. Να τραβάν τα φωνήεντα σα λάστιχα «Γιεεεεεααααα μαααααμ, σοοοοοο σοοοοριιιιιι μααααααμ τοοοοοου χααααααπεν διιιις ιιιιν γιοοοοορ χαααααααανειιιιιιιι μοοοουουουν…». Είχαν περάσει τρεις ώρες και οι Ταϊλανδές να χαμογελάνε και να λένε συνέχεια “γιεεεεαααα μααααμ” και λύση καμιά. Περιμέναμε κι εμείς σε αναμμένα κάρβουνα ώσπου να ανοίξει το πρακτορείο στην Ελλάδα, λόγω της αλλαγής ώρας, άλλωστε η πτήση μας για Μπαλί είχε πετάξει ήδη. Μιλήσαμε με τον Έλληνα πράκτορα και του ζητήσαμε να γυρίσει το ταξίδι όλο τούμπα. Πρώτα να επισκεφθούμε την Ταϊλάνδη-Πουκέτ και έπειτα Μπαλί. Να πάνε στο εν τω μεταξύ οι “γιες μααααααααααααμ” να πάρουν τα διαβατήρια μας και τις βίζες από την Ινδονησιακή πρεσβεία και να μας περιμένουν στο αεροδρόμιο, όταν θα φεύγουμε πια για Μπαλί για να μας τα δώσουν. Μας λέει αυτός, «Οκέι, το γύρισα! Φεύγετε σε δύο ώρες από τώρα για Πούκετ. Τα εισιτήριά σας περιμένουν στο αεροδρόμιο! Τρεχάτε να προλάβετε!» κλικ. Δεν προλαβαίνω να πω κουβέντα! Τι δύο ώρες, άνθρωπε μου, που για να φτάσω στο αεροδρόμιο από εδώ με την κίνηση, θέλω τουλάχιστον πέντε; Εν τω μεταξύ ενημερώνουμε τις Ταϊλανδές για το τι μας είπε ο πράκτορας κι αρχίζουν να φωνάζουν.
«Όχι, μην πάτε στο αεροδρόμιο! Δεν γίνεται αυτό που λέει! Πρέπει να πάτε στα γραφεία της αεροπορικής! Μια ώρα από εδώ! »
«Με κίνηση ή χωρίς;» ρωτώ.
«Χωρίς!», βεβαίως βεβαίως ήταν η απάντηση.
«Πόσες ώρες για το αεροδρόμιο;»
«Άλλη μια, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση!» μας λέει χαμογελώντας η Λιν. Ο δικός μου έβγαλε ένα τρεμουλιαστό ήχο μισολιποθυμίας, ούτε καν ασχολήθηκα αυτή τη φορά, απλά είπα στη “Βασιλειάδου” ένα «Άντε πάμε» από την έξοδο και ήρθε σέρνοντας και τη βαλίτσα. Μπαίνουμε σ’ ένα ταξί και λέω του ταξιτζή, «Αεροδρόμιο ολοταχώς!». Ο σύζυγος με κοιτά αβέβαιος, μοιάζει έτοιμος να λιποθυμήσει, δεν έχει πια κουράγιο ούτε να βρίσει, μόνο ψελλίζει «Μα τα κοριτσάκια είπαν…».
«Λοιπόν, καλά, χρυσά τα κοριτσάκια, αλλά έχω να επιλέξω ανάμεσα στα γραφεία της αεροπορικής, όπου θα υπάρχουν καμιά δεκαριά Ταϊλανδές που θα μου λένε “γιεεεεεεεαααα μααααμ” και δε θα κάνουν τίποτα και το αεροδρόμιο, όπου λογικά η αεροπορική πρέπει να έχει γραφεία. Συν το γεγονός ότι δεν τον παίρνει τον πράκτορα να κάνει κι άλλη βλακεία και να μην ισχύει αυτό που μας είπε, να πάμε αεροδρόμιο, γιατί όταν γυρίσουμε θα πάω εκεί και θα γίνει χαμός!». Ο σύζυγος μου με κοιτάει ξαφνιασμένος. Είμαι σίγουρη πως αναρωτιόταν από ώρα πού πήγε η γυναίκα του, η ήπια, χαζοβιόλα, αγχώδης και μόνιμα πανικόβλητη γυναίκα του, μα λογικά να το δεις, ένας από τους δύο έπρεπε να παραμείνει ψύχραιμος.
Φτάσαμε οριακά στο αεροδρόμιο. Όντως τα εισιτήρια ήταν έτοιμα, όντως ο άνθρωπος άλλαξε όλο το πρόγραμμα και όντως πετάξαμε για Πούκετ χωρίς διαβατήρια. Το Πούκετ είναι ένα όμορφο πράσινο τροπικό νησί με μεγάλες αμμώδεις παραλίες, ποτάμια, ελέφαντες και βουδιστικούς ναούς. Περάσαμε πολύ όμορφα, χωρίς άγχος, ώσπου έφτασε η μέρα της αναχώρησης μας για Μπανγκόκ κι από εκεί για Μπαλί. Στο αεροδρόμιο μας παρέδωσαν τα διαβατήρια μας με τη βίζα και ήρεμοι πια πετάξαμε για το νησί.
Φθάνοντας πια στο αεροδρόμιο του Μπαλί, καθώς κατευθυνόμασταν προς την έξοδο πέσαμε πάνω σε μια ουρά, όπου καμιά εκατοστή άτομα περίμεναν, να βγάλουν βίζα! Γιατί, τελικά, μπορούσες να πετάξεις ως το Μπαλί και να κάνεις αίτηση για βίζα, φθάνοντας εκεί! Αν όμως το είχαμε κάνει έτσι δε θα ζούσαμε αυτήν τη μικρή περιπέτεια που έκανε το ταξίδι μας αλησμόνητο και δε θα γνωρίζαμε ένα σωρό ενδιαφέροντες ανθρώπους…
Αναστασία Χ.