,

Η ομπρέλα της Ειρήνης

Όταν πρωτογνώρισα την Ειρήνη ήταν τριάντα χρονών, αλλά στα μάτια της έβλεπες την ωριμότητα ενός ανθρώπου μεγαλύτερου σε ηλικία. Συγχρόνως η Ειρήνη είχε μια καθαρότητα στα μάτια και μια αδιαπραγμάτευτη ειλικρίνεια, που σπανίως την είχα συναντήσει σε άνθρωπο. Και αυτό την έκανε ξεχωριστή σε εμένα.

Μεγάλωσε σε μια οικογένεια με τρεις μεγαλύτερους αδελφούς. Το μικροφτιαγμένο αγγελικό της παρουσιαστικό, με τα πράσινα μάτια και κόκκινα μαλλιά, αλλά και η ασθενική της φύση, την έκαναν εύκολη λεία στα πειράγματα των αδελφών της, που δεν θα έλεγε κανείς ότι ήταν αθώα, της ηλικίας, όπως θα περίμενε κάποιος. Βλέπεις, η Ειρήνη έχασε τον πατέρα της μικρή και η μητέρα της, εξίσου αθώα όπως εκείνη, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε έναν μεγαλύτερο άνδρα, ο οποίος είχε επίσης χάσει τη γυναίκα του, αλλά με την οποία είχε κάνει τρεις γιους.

Η Ειρήνη αγαπούσε υπερβολικά τους γονείς της και η απώλεια του πατέρα της ήταν ένα μεγάλο πλήγμα. Η πρώτη φορά ίσως που η Ειρήνη ερχόταν αντιμέτωπη με την τραγική πραγματικότητα της ύπαρξης. Αυτό που λάτρευε η Ειρήνη πάνω από όλα, ήταν οι βόλτες που έκανε με τους γονείς της, χέρι-χέρι όλοι μαζί κάτω από μία τεράστια πολύχρωμη ομπρέλα, με μωβ, κόκκινους και πράσινους χρωματισμούς. Ήταν σαν ένας πίνακας του Van Gogh, τον οποίον καθώς η μητέρα της στριφογύριζε, όλα αυτά τα χρώματα συνέθεταν ένα μαγευτικό καλειδοσκόπιο που πάντα μάγευε την Ειρήνη και άναβε την φαντασία της. Αναπόφευκτα η ανάμνηση αυτή ήταν γερά σφηνωμένη στο μυαλό της και δυστυχώς με τα χρόνια, αυτή ήταν ίσως η πιο δυνατή ανάμνηση που είχε από γονείς της. Βλέπεις η Ειρήνη έχασε και τη μητέρα της λίγα χρόνια αφού αυτή ξαναπαντρεύτηκε. Ήταν μόνο έξι χρονών η Ειρήνη όταν συνέβη αυτό.

Ο πατριός της δεν ήταν κακός άνθρωπος, αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να τον αποδεχθεί, ίσως λόγω του χαρακτήρα της και της ιδιοσυγκρασίας της. Ήταν σαν αυτή η θέση, του γονέα, να είχε καπαρωθεί στο μυαλό της και κανείς άλλος να μην μπορούσε καν να πλησιάσει.

Αυτό με τον καιρό είχε αποτέλεσμα η Ειρήνη να γίνει περισσότερο απόμακρη και να αναπολεί όλο και περισσότερο τις όμορφες στιγμές που έζησε με τους γονείς της. Όσο περισσότερο έφθινε η μνήμη τους, τόσο πιο μεγάλη ήταν η απόγνωση της Ειρήνης που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να κρατήσει τα χαρακτηριστικά τους ζωντανά στο μυαλό της, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το μόνο που της είχε μείνει, ήταν η ομπρέλα που κρατούσε ως ενθύμιο, κάτω από την οποία είχε δημιουργηθεί η δυνατότερη ανάμνηση που είχε από αυτούς. Συχνά πυκνά, την έπαιρνε, την άνοιγε, περπατώντας μόνη τις βροχερές ημέρες στριφογυρίζοντας την και βλέποντας τις σταγόνες βροχής να εκσφενδονίζονται μακριά από την πολύχρωμη ράχη της ομπρέλας. Και η ομπρέλα την προστάτευε από τη βροχή, όπως και οι γονείς την προστάτευαν όταν ήταν δίπλα της.

Με τον καιρό η Ειρήνη ενηλικιώθηκε, αλλά ποτέ της μέχρι τότε δεν είχε ή μάλλον δεν άφηνε τον εαυτό της να πλησιάσει ή να την πλησιάσει κάποιος. Φοβόταν ότι αυτός ο κάποιος δεν θα έφτανε ποτέ την ποιότητα και δύναμη της αγάπης που ένιωσε από τους γονείς της και αναπόφευκτα θα απογοητευόταν. Και είχε τόσο μεγάλη θλίψη μέσα της, που δεν ήθελε άλλη.

Στα είκοσι οκτώ της χρόνια, γνώρισε έναν άνθρωπο στον οποίο επέτρεψε και ο οποίος κατάφερε να διαπεράσει το τείχος της και αφέθηκε για πρώτη φορά να λιώσει και να γίνει ένα με αυτόν. Είδε σε αυτόν τον πατέρα της, την μητέρα της, το σύντροφό της, τον άνδρα της, το σύζυγό της, τον πατέρα των παιδιών της… και αφέθηκε. Επειδή η ζωή όμως δεν είναι παραμύθι, όλα αυτά ήταν στο μυαλό της και μόνο. Μετά από έξι μήνες έρωτα, ο Νίκος την παράτησε χωρίς δεύτερη σκέψη, διότι ήθελε να βρει τον εαυτό του, όπως της είπε. Η Ειρήνη καταστράφηκε εκείνη τη μέρα. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε, απλά ούρλιαζε όσο πιο δυνατά μπορούσε με όλη της την ψυχή και όση ανάσα της είχε μείνει, αλλά παραδόξως δεν ακουγόταν τίποτα. Ησυχία, πλήρης ησυχία.

Η επόμενη μέρα τη βρήκε εξαντλημένη να κοιτάει έξω από το παράθυρο του δωματίου της τη βροχή που λυσσομανούσε αγκαλιασμένη με την πολυαγαπημένη της ομπρέλα σφιχτά. Λες και προσπαθούσε να αντλήσει κάποια συμβουλή από αυτή… από τους γονείς της. Δεν υπήρχε όμως καμία απάντηση από την ομπρέλα. Όσο και να γοήτευαν την Ειρήνη τα πολύχρωμα σχέδια της ομπρέλας, τη στιγμή που τη χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ, δεν της προσέφερε τίποτα. Οι γονείς της δεν της προσέφεραν τίποτα. Όχι μόνο δεν είχε πια καμία ανάμνησή τους, αλλά και η μοναδική ανάμνηση που είχε, αυτή της ομπρέλας, της ήταν άχρηστη.

Θυμωμένη, αγανακτισμένη και σε πλήρη ντελίριο σηκώθηκε από το κρεβάτι της, άρπαξε την ομπρέλα της στο δεξί της χέρι.

«Αρκετά!» φώναξε.

«Έπρεπε να είστε εδώ μαζί μου!» είπε απευθυνόμενη στην ομπρέλα και κατέβηκε τις σκάλες για να βγει έξω στη βροχή που έπεφτε με δύναμη επάνω στο πεζοδρόμιο. Παντού υπήρχαν μικρά ρυάκια νερού, που με δύναμη παρέσερναν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.

«Δεν σε χρειάζομαι πια… στον κάδο των σκουπιδιών θα πας… εκεί σου αξίζει!» φώναζε απευθυνόμενη πάλι στην ομπρέλα.

Η Ειρήνη με λύσσα όρμηξε έξω, προσπαθώντας να πηδήξει πάνω από ένα ρυάκι, όταν η οργή και η απόγνωσή της, την έκαναν να παραπατήσει, να χάσει το βηματισμό της και με την οργή που την είχε κυριεύσει, να κινδυνεύσει να πέσει με δύναμη στην άσφαλτο. Εκείνη τη στιγμή, με μια κίνηση σίγουρη και δυνατή όσο και αυθόρμητη και θαρραλέα, χτύπησε η κεφαλή της ομπρέλας που κρατούσε στο δεξί της χέρι την άσφαλτο, σαν άλλο δεκανίκι, δίνοντας στην Ειρήνη το στήριγμα που χρειαζόταν προκειμένου να μην πέσει και τραυματιστεί. Το χτύπημα της κεφαλής της ομπρέλας στην άσφαλτο ήταν τόσο αυθόρμητο, ισχυρό, που τράνταξε συθέμελα την Ειρήνη, που πάγωσε προσπαθώντας να συνέλθει λίγο από το σοκ, καθώς επανακτούσε την ισορροπία της και τα λογικά της. Θα μπορούσε να είχε τραυματιστεί σοβαρά, αλλά η ομπρέλα της, η πολύχρωμη ομπρέλα της που μέχρι στιγμής δουλειά της ήταν να την προστατεύει από τη βροχή, την έσωσε από το να κάνει κακό στον εαυτό της. Δεν την προστάτευσε από τη βροχή, αλλά παρόλα αυτά την έσωσε.

Η Ειρήνη ήταν μούσκεμα και ήταν καλά, δεν έπαθε κάτι από τη βροχή που πάντα νόμιζε ότι απεχθανόταν. Ίσως επειδή μάλλον αγαπούσε να χρησιμοποιεί την αγαπημένη της ομπρέλα, παρά μισούσε την βροχή. Αυτή τη στιγμή όμως ήταν μούσκεμα και ήταν καλά. Δεν απεχθανόταν τελικά τη βροχή και τότε η Ειρήνη κατάλαβε ότι θα είναι καλά και ότι η ομπρέλα της, οι γονείς της, δεν χρειάζεται να την προστατεύουν πια, αλλά θα είναι εκεί να τη φροντίζουν με τρόπους που ίσως εκείνη να μην μπορεί να προβλέψει, μέσα της, έξω της. Θα είναι καλά…

Πάτησε γερά στα πόδια της και περπάτησε με κλειστή την ομπρέλα, το στήριγμά της, στο δεξί της χέρι, αργά μέσα στην βροχή.

«Θα είμαι καλά», είπε.

Απάντηση


%d