,

Η Αλίκη στη Χώρα του Ποτέ

Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά και το κρύο ήταν τσουχτερό. Έβρεχε ασταμάτητα από το πρωί και τώρα που είχε βραδιάσει, η υγρασία ήταν διάχυτη παντού. Εκείνη προχωρούσε στη σκοτεινή, υγρή πόλη, κρατώντας μια μαύρη ομπρέλα. Τα βήματά της αντηχούσαν στους έρημους δρόμους. Έπρεπε να φτάσει στη στάση του λεωφορείου για να προλάβει το τελευταίο δρομολόγιο.

Περίμενε ολομόναχη τουρτουρίζοντας από το κρύο. Το ρολόι στο κτίριο απέναντί της, χτύπησε δυνατά σπάζοντας τη σιωπή. Ήταν ακριβώς μεσάνυχτα. Ταλαντεύτηκε ανυπόμονα στη θέση της, μεταθέτοντας το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο. Πρώτη φορά αργούσε τόσο να έρθει.

Δυνατός άνεμος φύσηξε ξαφνικά και παρέσυρε την ομπρέλα. Έκανε να την κυνηγήσει, αλλά είδε το λεωφορείο να πλησιάζει. Αναστέναξε ανακουφισμένη. Η τελευταία πόρτα άνοιξε, μπήκε γρήγορα μέσα, χώθηκε σε μια θέση στο πίσω μέρος και κούρνιασε δίπλα στο παράθυρο. Στα μπροστινά καθίσματα, βρίσκονταν μόνο τρία άτομα.

«Ευτυχώς…» μονολόγησε.

Ένιωθε περίεργα απόψε και δεν ήθελε να είναι ο μοναδικός επιβάτης. Έγειρε στην πλάτη της θέσης και κοίταξε από το παράθυρο τα φώτα των λιγοστών αυτοκινήτων που προσπερνούσαν. Η κούραση όλης της ημέρας έπεσε πάνω στα βλέφαρά της και μια γλυκιά νύστα την κυρίευσε. Ξαφνικά, το λεωφορείο σταμάτησε. Εκείνη τινάχτηκε απότομα. Κανείς από τους υπόλοιπους επιβάτες δεν σάλεψε. Σηκώθηκε αμέσως και κατευθύνθηκε προς τον οδηγό, χωρίς να κοιτάξει πίσω. Χτύπησε το διαχωριστικό τζάμι.

«Συγγνώμη».

Η πόρτα όμως που ήταν στη μεριά του άνοιξε κι εκείνος βγήκε έξω τρέχοντας. Γύρισε ξαφνιασμένη προς τους υπόλοιπους επιβάτες, αλλά αναπήδησε τρομαγμένη. Όλοι είχαν κλειστά μάτια και το στήθος τους ανεβοκατέβαινε ρυθμικά. Έμοιαζαν να κοιμούνται. Πήγε δίπλα τους και τους παρατήρησε. Ήταν ένας μεσήλικας άντρας, που τα γυαλιά του είχαν γείρει στο πλάι, μια τροφαντή κυρία με κότσο και έντονο μακιγιάζ και ένας νεαρός. Κάτι της θύμιζαν, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι. Δεν είχε σημασία. Εκείνο που είχε σημασία ήταν να βρει ένα ταξί και να γυρίσει σπίτι. Οι πόρτες ήταν κλειστές. Κάθισε στη θέση του οδηγού και βγήκε από τη δική του πλευρά. Η πόλη έμοιαζε ασπρόμαυρη μέσα στη νύχτα. Κάπου κάπου ακουγόταν ο ήχος μιας σταγόνας που έπεφτε. Η ησυχία που επικρατούσε ήταν απόλυτη. Πρώτη φορά ήταν τόσο άδειοι οι δρόμοι.

Το κρώξιμο ενός πουλιού έσπασε τη σιωπή. Ίσα που πρόλαβε να ελιχθεί, προτού ένα κοράκι περάσει δίπλα της και προσγειωθεί μπροστά της. Την κοίταξε προκλητικά, έσκυψε στο έδαφος κι άρχισε να τσιμπάει μερικά ψίχουλα. Τα παρατήρησε και διαπίστωσε ότι σχημάτιζαν μια ευθεία διαδρομή. Στένεψε το βλέμμα. Δεν ήξερε γιατί, αλλά αποφάσισε να την ακολουθήσει. Προσπέρασε το κοράκι. Εκείνο της πέταξε ένα κρώξιμο και συνέχισε να τρώει.

Βρέθηκε σε ένα στενό δρομάκι. Υπήρχε «κάτι» κρεμασμένο ανάμεσα στα κτίρια που βρίσκονταν στις δύο πλευρές του δρόμου. Πλησίασε πιο κοντά. Τρία πάνινα κουνέλια κρέμονταν από ένα σκοινί.

Συνέχισε να ακολουθεί τα ψίχουλα, μέχρι που έφτασε στην πόρτα ενός παλιού νεοκλασικού κτιρίου. Τα παράθυρά του ήταν σφραγισμένα με σανίδες. Έσπρωξε τη βαριά, ξύλινη πόρτα. Άνοιξε αμέσως με ένα ελαφρύ τρίξιμο. Τη δρασκέλισε κι έκλεισε με δύναμη πίσω της. Ένα μυστηριώδες, αδύναμο φως υπήρχε διάχυτο στον χώρο. Χαμήλωσε το βλέμμα και διαπίστωσε ότι το δάπεδο ήταν γεμάτο τραπουλόχαρτα. Σήκωσε ένα. Ήταν μια ντάμα κούπα, σκισμένη στις γωνίες, στο σημείο που υπήρχαν οι κόκκινες καρδιές. Το λευκό φόντο είχε μαυρίσει από τη σκόνη. Το πέταξε στο πάτωμα. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Μια πόρτα έστεκε ανοιχτή στον απέναντι τοίχο. Τάχυνε το βήμα της.

Βρέθηκε σε μια άλλη αίθουσα. Ένας σβησμένος πολυέλαιος κρεμόταν από την οροφή. Ήταν γεμάτος αράχνες, παράξενα μεγάλες αράχνες. Πλησίασε σε ένα μαύρο πιάνο στο κέντρο του δωματίου. Το άγγιξε. Το παχύ στρώμα σκόνης που το κάλυπτε, δημιούργησε ένα θολό πέπλο γύρω της. Άρχισε να παίζει ένα κομμάτι που είχε μάθει μικρή. Η γλυκιά του μελωδία γέμισε το χώρο, καθώς τα δάχτυλά της «έτρεχαν» αβίαστα πάνω στα πλήκτρα. Προχώρησε προς την άλλη άκρη του δωματίου. Παρατήρησε τον πίνακα που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του τοίχου. Απεικόνιζε ένα βασιλικό χορό. Ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα χόρευαν στο κέντρο μιας κατάμεστης, φωτεινής αίθουσας. Πλησίασε πιο κοντά και τότε ένιωσε να σπρώχνει «κάτι» με το παπούτσι της. Ένα γυάλινο γοβάκι, σπασμένο στη μέση κειτόταν στο πάτωμα. Τα θρύψαλά του λαμπύριζαν τριγύρω. Κοίταξε και πάλι τον πίνακα και πρόσεξε τα πόδια της πριγκίπισσας. Φορούσε τα ίδια γυάλινα γοβάκια. Δρασκέλισε την πόρτα που υπήρχε ακριβώς δίπλα.

Στο κέντρο του επόμενου δωματίου, υπήρχε ένα περίεργο αντικείμενο. Πλησίασε με αργά βήματα και το περιεργάστηκε. Ήταν ένας ξύλινος πάγκος γεμάτος με κόκκινες σταγόνες. Πάνω του ήταν στερεωμένο ένα αδράχτι.

«Η Ωραία Κοιμωμένη;» αναρωτήθηκε.

Τότε πρόσεξε ότι ότι η  μύτη της βελόνας, είχε το ίδιο κόκκινο χρώμα. Παραδίπλα, υπήρχε μια μωρουδιακή κούνια. Παραμέρισε τα σκεπάσματα. Μια μικρή κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της. Τα σεντόνια ήταν κατακόκκινα. Πάνω στην ταραχή της σκόνταψε και προσπαθώντας να πιαστεί από κάπου, τρύπησε το δάχτυλό της με τη βελόνα. Το αίμα της πάνω στον πάγκο κι έπεσε στα ίδια σημεία που ήταν και οι σταγόνες.

Έψαξε πανικόβλητη έξοδο διαφυγής. Μια πόρτα ήταν ανοιχτή απέναντί της. Έτρεξε γρήγορα προς τα εκεί.

Η αίθουσα στην οποία βρέθηκε, έμοιαζε με σκοτεινό δάσος. Το έδαφος ήταν καλυμμένο με ένα παχύ στρώμα από ξερά φύλα και οι τοίχοι με αναρριχώμενο κισσό. Ένα γέρικο δέντρο υψωνόταν στο κέντρο του δωματίου. Ο χοντρός κορμός του, σκασμένος σε διάφορα σημεία έφτανε μέχρι το ταβάνι, ενώ τα ξερά κλαδιά του, απλώνονταν στην οροφή σαν σκελετωμένα δάχτυλα. Το πλησίασε. Σε κάθε βήμα, τα φύλλα θρυμματίζονταν κάτω από τα πόδια της. Οι ρόζοι του κορμού, έμοιαζαν με τερατόμορφα, παραμορφωμένα κορμιά που αγκαλιάζονταν σφιχτά μεταξύ τους. Κάθισε στο έδαφος κι ακούμπησε την πλάτη πάνω τους. Έγειρε το κεφάλι πίσω κι έκλεισε τα μάτια. Έχωσε τα χέρια στα φύλλα και άρχισε να τα σκαλίζει. Νύσταζε. Νύσταζε πολύ. Και τότε, έπιασε κάτι συμπαγές. Τράβηξε το χέρι. Κρατούσε ένα κόκκινο μήλο. Από μπροστά φαινόταν τόσο λαχταριστό. Όταν όμως το γύρισε από την άλλη μεριά, είδε σκουλήκια να βγαίνουν από τη σάρκα του. Το πέταξε μακριά αηδιασμένη. Σηκώθηκε απότομα και κοίταξε γύρω της. Έπρεπε να βγει από εκεί μέσα. Τότε, ένα ελαφρό αεράκι φύσηξε και ανασήκωσε την κουρτίνα από κισσό που κρεμόταν. Ένα άνοιγμα εμφανίστηκε. Έτρεξε προς τα εκεί, μα τα ξερά φύλλα μετατράπηκαν σε κινούμενη άμμο. Λίγο πριν την καταπιούν, δρασκέλισε το πέρασμα.

Βρέθηκε σε ένα άδειο δωμάτιο. Το πάτωμα, ήταν καλυμμένο με πολύχρωμη χρυσόσκονη. Οι τοίχοι του, ήταν γεμάτοι με παιδικές ζωγραφιές. Ο χώρος γέμισε με φωνές, παιδικές φωνές, που γελούσαν και τραγουδούσαν. Ξαφνικά όμως άρχισαν να σωπαίνουν και μια άλλη φωνή, ακούστηκε δυνατότερα.

«Τι θα γινόταν αν έμενες για πάντα παιδί; Θέλω να μείνω για πάντα παιδί! Τι θα γινόταν αν… Δεν θέλω να είμαι παιδί! Θέλω να μεγαλώσω! Εσύ δεν θέλεις να μεγαλώσεις; Καλώς ήρθες! Καλώς ήρθες στη Χώρα του Ποτέ!»

Η φωνή, που αρχικά ήταν παιδική, μετατράπηκε σε βροντερή, αντρική φωνή που την έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρη. Παρατήρησε τις ζωγραφιές και διαπίστωσε ότι απεικόνιζαν την ιστορία του Πίτερ Παν. Μόνο που όσο προχωρούσε παραπέρα, το σκηνικό άλλαζε και γινόταν πιο σκοτεινό. Ο Πίτερ Παν μεγάλωνε, γινόταν άντρας, και μαχαίρωνε την Τίνκερμπελ με ένα σπαθί. Η επόμενη τοιχογραφία, τον έδειχνε να απαγάγει τη Γουέντι, να την δένει σε μια σπηλιά και να τη βασανίζει με τον πιο φριχτό τρόπο. Ο τελευταίος τοίχος του δωματίου, είχε μία και μόνο ζωγραφιά, το άψυχο κορμί της Γουέντι, να κείτεται αιμόφυρτο στο έδαφος. Και τότε, οι τοίχοι γύρω της άρχισαν να αιμορραγούν.

Ο κόκκινος χείμαρρος την παρέσυρε. Την έριξε σε ένα μικρό δωμάτιο με κουρτίνες στους τοίχους. Ανασηκώθηκε και διαπίστωσε έκπληκτη ότι δεν είχε βραχεί καθόλου. Στο πάτωμα ήταν στρωμένη μια παχιά, καφέ βελέντζα. Σε μια γωνιά, ήταν στοιβαγμένα μερικά σίδερα. Τα πλησίασε και διαπίστωσε ότι ήταν ένα αποσυναρμολογημένο ρομπότ. Το κεφάλι του, έμοιαζε με τετράγωνο κουβά. Το στόμα και τα μάτια του έχασκαν ορθάνοιχτα, άψυχα. Δίπλα του, πάνω σε ένα στρώμα από άχυρα, υπήρχε ένα ζευγάρι τρύπια, κόκκινα παπούτσια.

«Ο Μάγος του Οζ;» αναρωτήθηκε φωναχτά. «Τότε πού είναι το λιοντάρι;»

Αμέσως όμως μόλις έκανε την ερώτηση, αναπήδησε. Αυτό που πατούσε τόση ώρα, δεν ήταν βελέντζα, αλλά το άδειο κουφάρι του λιονταριού. Δίπλα από τα άχυρα, κειτόταν το άψυχο κεφάλι του. Συγκράτησε με κόπο μια κραυγή. Άρχισε να σπρώχνει πανικόβλητη την κουρτίνα προσπαθώντας να ξεφύγει. Κατάφερε να βρει ένα άνοιγμα και να περάσει στο επόμενο δωμάτιο.

Στάθηκε πάνω σε μια τεράστια σκακιέρα χωρίς πιόνια. Άκουσε γοργά βήματα πίσω της. Ένα λευκό κουνέλι πέρασε τρέχοντας μέσα από την κουρτίνα.

«Γρήγορα!» φώναζε. «Γρήγορα!»

«Συγγνώμη;» έκανε εκείνη μπερδεμένη.

«Γρήγορα!» της φώναξε και πάλι. «Δεν βλέπεις το ρολόι στον τοίχο; Κοντεύει 12!»

Κοίταξε τον απέναντι τοίχο και γούρλωσε τα μάτια. Ένα τεράστιο ρολόι κρεμόταν και ο ήχος που έκαναν οι δείκτες του ήταν εκκωφαντικός. Μα πώς δεν τον είχε ακούσει τόση ώρα; Το κουνέλι έκανε να την προσπεράσει, αλλά εκείνη το τράβηξε και το έριξε κάτω.

«Έι!» φώναξε ενοχλημένο κι έκανε να σηκωθεί μα εκείνη το ακινητοποίησε.

«Πού βρίσκομαι; Τι είναι εδώ;»

«Άσε με να φύγω!» χτυπιόταν. «Άφησα το λεωφορείο και πρέπει να το ξεκινήσω!»

«Εσύ οδηγούσες το λεωφορείο;»

«Φυσικά, ποιος άλλος;»

«Δεν σε αφήνω, αν δεν μου πεις τι είναι εδώ!» είπε τότε εκείνη και συνέχισε να το κρατάει με κόπο.

«Μα δεν είναι φανερό;» τη ρώτησε με σφιγμένα δόντια. «Είναι το μέρος όπου πεθαίνουν τα παραμύθια!»

Σταμάτησε να το κρατάει κι έγειρε πίσω ξαφνιασμένη.

Το κουνέλι έτρεξε προς την άλλη άκρη του δωματίου και πήδηξε μέσα σε μια μεγάλη τρύπα.

«Περίμενε!» του φώναξε. «Πρέπει να μπω κι εγώ στο λεωφορείο!»

Έτρεξε κι εκείνη προς την τρύπα και γλίστρησε μέσα. Καθώς έπεφτε, σκηνές από τη ζωή της στροβιλίζονταν γύρω της. Χαρά, λύπη, αμηχανία, ό,τι συναισθήματα ένιωθε κάθε φορά που τις ζούσε, την πλημμύρισαν και τώρα. Προσγειώθηκε στο έδαφος και κουλουριάστηκε σε εμβρυϊκή στάση. Ξέσπασε σε λυγμούς.

Πώς είχε βρεθεί εκεί; Γιατί είχε βρεθεί εκεί; Γιατί να πεθαίνουν τα παραμύθια…; Δεν έπρεπε να βγει ποτέ από το λεωφορείο.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και ανακάθισε. Κοίταξε γύρω της. Βρισκόταν σε ένα πολύ μικρό, κυκλικό δωμάτιο, με πέτρινο πάτωμα και τοίχους. Η τρύπα από την οποία είχε πέσει, είχε εξαφανιστεί. Ένας μεγάλος καθρέφτης έστεκε επιβλητικός απέναντί της. Το είδωλό της, της ανταπέδιδε το δικό της τρομοκρατημένο βλέμμα. Σηκώθηκε και ψηλάφησε τον τοίχο πίσω του, αλλά ήταν συμπαγής. Δεν υπήρχε έξοδος διαφυγής.

Κάθισε και πάλι στο πάτωμα, τύλιξε τα χέρια γύρω από τα πόδια και άρχισε να λικνίζει το σώμα της μπρος πίσω. Πώς θα μπορούσε να ξεφύγει; Τα άλλοτε παιδικά παραμύθια που ονειρευόταν, είχαν μετατραπεί σε εφιάλτες που τη στοίχειωναν. Σηκώθηκε και πάλι και πλησίασε στον καθρέφτη. Έκλεισε τα μάτια κι έμεινε ακίνητη. Μια φωνή αντήχησε στο κεφάλι της.

«Μια φορά κι έναν καιρό…» άνοιξε τα μάτια.

Όταν ήταν μικρή, η γιαγιά της, της είχε διηγηθεί μια ιστορία για μια κοπέλα που είχε παγιδευτεί σε έναν περίεργο κόσμο. Έκλεισε και πάλι τα μάτια και προσπάθησε να θυμηθεί τα λόγια της.

«Είχε βρεθεί σε έναν αλλόκοτο κόσμο. Τα όνειρά της, είχαν γίνει εφιάλτες που την κυνηγούσαν. Όλα ήταν ανάποδα…»

Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε γύρω της. Αυτό συνέβαινε και τώρα. Βρισκόταν μέσα στο παραμύθι της γιαγιάς της. Πώς θα μπορούσε να ξεφύγει όμως; Έπρεπε να θυμηθεί το τέλος. Ήταν σίγουρη πως ήταν χαρούμενο. Ποτέ δεν της έλεγε ιστορίες που τελείωναν άσχημα. Θυμόταν ότι το τέλος ήταν μεν ευχάριστο, αλλά δύσκολο. Η πρωταγωνίστρια έπρεπε να σκεφτεί πολύ προσεκτικά γιατί προσπαθούσαν να την ξεγελάσουν.

«Στεκόταν μπροστά σε ένα καθρέφτη και προσπαθούσε να βρει τρόπο να δραπετεύσει» της είχε πει «και τότε η αντανάκλασή της, της έδειξε τον δρόμο».

Άνοιξε τα μάτια. Αναπήδησε τρομαγμένη, όταν διαπίστωσε ότι το είδωλό της στεκόταν δίπλα σε ένα τραπεζάκι. Γύρισε το κεφάλι και είδε ότι πίσω της είχε εμφανιστεί το ίδιο τραπέζι. Ξανακοίταξε την αντανάκλασή της. Τότε εκείνη, πήρε ένα μπουκαλάκι και το σήκωσε ψηλά. Φαινόταν μια αχνή επιγραφή. Πλησίασε κι εκείνη στο τραπεζάκι και κράτησε το ίδιο μπουκάλι. Διάβασε την επιγραφή.

«Πιες με».

Όπως στο παραμύθι της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων. Κοίταξε πάλι το είδωλό της. Εκείνο το ήπιε μονορούφι, το πέταξε στο πάτωμα κι έσπασε σε θρύψαλλα. Στάθηκε και πάλι μπροστά στον καθρέφτη και την κοίταξε έντονα.

Παρατήρησε το μπουκαλάκι.

«Η αντανάκλασή της στον καθρέφτη» ήχησε και πάλι η φωνή της γιαγιάς της μέσα στο κεφάλι της «της έδειξε τον δρόμο…».

Ήταν σίγουρη ότι είχε πει και κάτι άλλο, αλλά δεν είχε σημασία. Είχε την απάντηση που ήθελε.

Το ξεβίδωσε.

«Η αντανάκλασή της στον καθρέφτη…» ήχησε και πάλι η φωνή, σαν να ακουγόταν από μεγάφωνο.

Το πλησίασε στα χείλη.

«…της έδειξε τον δρόμο» συνέχισε η φωνή.

Το ήπιε μονορούφι. Ήταν άγευστο. Στη συνέχεια πέταξε το μπουκαλάκι στο πάτωμα κι εκείνο έσπασε. Τότε το είδωλό της, σήκωσε το χέρι και χτύπησε με δύναμη την επιφάνεια του καθρέφτη. Εκατομμύρια μικρά κομμάτια εκτοξεύτηκαν προς το μέρος της. Κάλυψε το πρόσωπό της για να προστατευτεί.

***

Ξύπνησε σε ένα φωτεινό δωμάτιο νοσοκομείου. Ανασηκώθηκε απότομα και κοίταξε γύρω της. Το φως που έμπαινε από το παράθυρο μέσα από την κουρτίνα, ήταν πολύ ζεστό. Δίπλα της βρισκόταν ένας ορός, χωρίς ωστόσο να είναι συνδεδεμένος με το χέρι της. Φορούσε μια μακριά, φαρδιά, άσπρη μπλούζα. Τα πάντα μέσα στο δωμάτιο ήταν λευκά. Πλησίασε την πόρτα και δοκίμασε να την ανοίξει. Ήταν κλειδωμένη. Τη χτύπησε με τα χέρια.

«Είναι κανείς εκεί;» φώναξε. «Πώς βρέθηκα εδώ; Τι συνέβη;»

Δεν πήρε απάντηση.

«Με ακούτε;» Χτύπησε και πάλι την πόρτα. «Βοήθεια!»

Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να ηρεμήσει. Κάτι δεν πήγαινε καλά, ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Η απελπισία την κυρίευσε. Κάθισε στο κρεβάτι κι έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια της. Ξαφνικά, άκουσε φωνές από κάπου πολύ κοντά. Έτριψε τα μάτια κι αφουγκράστηκε. Σηκώθηκε αμέσως και κατευθύνθηκε προς το σημείο που ακούγονταν. Όσο προχωρούσε προς το παράθυρο, οι φωνές δυνάμωναν. Τράβηξε την κουρτίνα ανυπόμονη. Το χαμόγελο προσμονής πάγωσε στο πρόσωπό της.

«Όχι…» μονολόγησε.

Το φως που έμπαινε, δεν ήταν από έξω, αλλά από μια άλλη φωτεινή αίθουσα, μια πολύ φωτεινή αίθουσα, μέσα στην οποία βρισκόταν μια κοπέλα ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι. Και τότε τα θυμήθηκε όλα.

Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς. Εκείνη έτρεχε για να προλάβει το τελευταίο λεωφορείο. Πέρασε τον δρόμο χωρίς να κοιτάξει. Ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα, η ομπρέλα της έφυγε από το χέρι, και μετά… σκοτάδι.

Έστρεψε και πάλι την προσοχή της στη φωτεινή αίθουσα. Τρεις άνθρωποι στέκονταν γύρω από την ξαπλωμένη κοπέλα, μια τροφαντή νοσοκόμα με κότσο κι έντονο μακιγιάζ, ένας νεαρός, μάλλον φοιτητής ιατρικής, κι ένας μεσήλικας άντρας με γυαλιά, ο επικεφαλής γιατρός. Τα τρία άτομα που είχε δει να κοιμούνται στο λεωφορείο. Ο φοιτητής κρατούσε ένα έγγραφο.

«Έχουμε την συγκατάθεση της οικογένειάς της». Η φωνή του έτρεμε.

«Πράγματι» συμφώνησε ο γιατρός. «Υπέγραψαν για να την αποσυνδέσουμε».

Η νοσοκόμα της χάιδεψε το κεφάλι.

«Καημένο κορίτσι» μουρμούρισε. Στράφηκε προς το γιατρό. «Είχα την ελπίδα ότι μπορεί να συνέλθει. Τόσες περιπτώσεις διαβάζουμε, γι’ ασθενείς που ενώ ετοιμάζονταν να τους αποσυνδέσουν, ξαφνικά άρχιζαν να δείχνουν σημεία ανάκαμψης. Είμαστε σίγουροι ότι…;»

«Δυστυχώς» την έκοψε εκείνος ψυχρά. «Είναι εγκεφαλικά νεκρή και οι πιθανότητες να ανακάμψει είναι μηδαμινές. Περιμέναμε τόσο καιρό και δεν μας έδωσε κανένα σημάδι».

«Όχι!» ούρλιαξε εκείνη πίσω από το παράθυρο χτυπώντας τα χέρια της στην επιφάνειά του. “Είμαι εδώ! Είμαι ζωντανή δεν με βλέπετε;! Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό!” Ήταν απελπισμένη.

Τότε ο νεαρός, πλησίασε και στάθηκε μπροστά της. Εκείνη κράτησε την αναπνοή της. Ο φοιτητής, έβγαλε μια χαρτοπετσέτα και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του.

«Βλέπει καθρέφτη» ψιθύρισε εκείνη. «Βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη! Είμαι εδώ!» φώναξε και χτύπησε πάλι το τζάμι. «Είμαι εδώ, πίσω από τον καθρέφτη!» Εκείνος κοντοστάθηκε.

«Έτοιμος;» άκουσε την φωνή του γιατρού.

«Ναι». Έκανε μεταβολή.

«Περίμενε!» του φώναξε η κοπέλα.

Η φωνή της γιαγιάς της, αντήχησε και πάλι μέσα στο κεφάλι της.

«Έπρεπε να προσέξει όμως, γιατί βρισκόταν σε έναν ανάποδο κόσμο… και σε έναν ανάποδο κόσμο η αντανάκλασή σου στον καθρέφτη θα σου δείχνει το λάθος. Τότε πρέπει να σκεφτείς ήρεμα και να πράξεις το σωστό… Το θέμα είναι να μπορείς να κρατήσεις την ισορροπία σου, ακόμα κι όταν όλα είναι εναντίον σου, ακόμα κι όταν ο κόσμος γύρω σου έχει γυρίσει ανάποδα».

«Όχι…» ψιθύρισε αυτή τη φορά κλαίγοντας.

Το είδωλό της, της είχε δείξει το λάθος, αυτό που δεν έπρεπε να κάνει για να σωθεί και τώρα το λεωφορείο θα έφευγε χωρίς να προλάβει να επιβιβαστεί. Ούρλιαξε απελπισμένη και χτύπησε και πάλι την επιφάνεια του καθρέφτη.

Ο νεαρός στάθηκε δίπλα στο γιατρό κι έριξε μια ματιά στο ήρεμο πρόσωπο της κοπέλας που ήταν ξαπλωμένη μπροστά του. Στη συνέχεια, αποσυνέδεσε το μηχάνημα που την κρατούσε στη ζωή. Τα δάκρυα που αυλάκωναν τα μάγουλά της, έκαψαν το δέρμα της. Μαύροι κύκλοι εμφανίστηκαν κάτω από τα μάτια της, το πρόσωπό της χλόμιασε και τα χείλη της μελάνιασαν. Η γεύση του αίματος πλημμύρισε το στόμα της. Τα πάντα βυθίστηκαν στο σκοτάδι.

***

Λίγη ώρα αργότερα, ο νεαρός φοιτητής επέστρεφε στο σπίτι με το βραδινό λεωφορείο. Ήταν ο μοναδικός επιβάτης. Ξαφνικά, η μηχανή έσβησε.

«Τι συνέβη;» ρώτησε ανήσυχος τον οδηγό.

«Μάλλον λάστιχο» αναστέναξε εκείνος. «Θα κατέβω να δω τι έγινε».

Σε λίγο, το λεωφορείο άρχισε και πάλι να κινείται. Ο νεαρός αναστέναξε ανακουφισμένος, έγειρε στο κάθισμα, κι έκλεισε τα μάτια. Θα πρέπει να τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, προχωρούσαν ακόμα. Ζαλισμένος, κοίταξε έξω από το παράθυρο. Όταν διαπίστωσε πού κατευθύνονταν συνήλθε απότομα, πάγωσε στη θέση του και γούρλωσε τα μάτια. Στο τέλος αυτής της διαδρομής, υπήρχε γκρεμός. Πετάχτηκε όρθιος κι έτρεξε μπροστά. Ήταν όμως αργά. Το μόνο που πρόλαβε να δει, πριν πέσει το λεωφορείο στο κενό, ήταν το χλωμό πρόσωπο της κοπέλας που πριν λίγη ώρα είχε αποσυνδέσει από το μηχάνημα του νοσοκομείου, στη θέση του οδηγού. Τα χείλη της ήταν μελανιασμένα και τα μάτια της είχαν έντονους, μαύρους κύκλους.

***

Ξύπνησε καταϊδρωμένος στο κρεβάτι του. Κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο. Ήταν τρεις τα ξημερώματα. Αναστέναξε. Έτριψε τα μάτια του. Τι ζωντανό όνειρο… Τι τρομακτικό όνειρο! Θυμόταν τόσο καθαρά το ανέκφραστο πρόσωπο της κοπέλας. Θυμόταν ακόμα και την αίσθηση της πτώσης στον γκρεμό, όπως και το όνειρο που έβλεπε η κοπέλα ενώ ήταν αναίσθητη στο κρεβάτι του νοσοκομείου λίγο πριν την αποσυνδέσει. Πήγε στο μπάνιο, έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό του για να συνέλθει και κάθισε μπροστά στον υπολογιστή.

«Έχετε ένα νέο email» τον ειδοποίησε.

Ένα ρίγος τον διαπέρασε μόλις το άνοιξε. Η φωτογραφία της κοπέλας που είδε στον ύπνο του, φιγουράριζε μπροστά του. Από κάτω βρισκόταν ο ιατρικός της φάκελος. Το όνομά της ήταν «Alice NeverLand». Προχώρησε παρακάτω στην οθόνη και διάβασε το μήνυμα που του είχε γράψει ο υπεύθυνος καθηγητής του. Η νεαρή κοπέλα ήταν πολύ καιρό σε κώμα και οι γονείς της είχαν υπογράψει για να την αποσυνδέσουν, αφού ήταν εγκεφαλικά νεκρή, χωρίς πιθανότητα ανάκαμψης. Στα πλαίσια λοιπόν της εκπαίδευσής του, τον καλούσε να το κάνει εκείνος. Η καρδιά του έχασε ένα χτύπο. Ξαναδιάβασε πολλές φορές το μήνυμα, ενώ κρύος ιδρώτας τον έλουζε. Πέρασε το χέρι μέσα από τα μαλλιά του κι έγειρε στην πλάτη της καρέκλας με τόση δύναμη που χτύπησε. Κράτησε την αναπνοή του και ξανακοίταξε το πρόσωπό της για να σιγουρευτεί. Κοντοστάθηκε κι αφού τα χέρια του σταμάτησαν να τρέμουν, έγραψε στα γρήγορα μια απάντηση στον καθηγητή του. Του ζητούσε συγγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας, αλλά ήταν άρρωστος με πυρετό και δεν θα μπορούσε να παρευρεθεί. Στη συνέχεια διέγραψε το μήνυμα που είχε λάβει, ξάπλωσε, σκέπασε όλο το σώμα και το κεφάλι του, φροντίζοντας να μην προεξέχει κανένα άκρο και περίμενε μέχρι να ξημερώσει, για να επιστρέψουν τα τέρατα εκεί όπου ήταν η θέση τους, κάτω από το κρεβάτι του.

***

Το επόμενο βράδυ, μια έκτακτη είδηση έπαιζε σε όλα τα μέσα ενημέρωσης. Ένας διακεκριμένος γιατρός, είχε πέσει με το αυτοκίνητό του στον γκρεμό, υπό αδιευκρίνιστες μέχρι στιγμής συνθήκες.

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: