31 Οκτωβρίου, παραμονές Halloween: Οι ψυχές των νεκρών περιπλανώνται στη Γη, σε μια τελευταία ευκαιρία να εκδικηθούν όποιον τους έκανε κακό ενώ ζούσαν.
Είχε σχεδόν νυχτώσει και η Μάρτζορι στεκόταν δίπλα στο παράθυρο. Η φθινοπωρινή αύρα είχε αφήσει τα στίγματά της παντού. Τα φύλλα των δέντρων, είχαν καλύψει με ένα κίτρινο πέπλο τα πάντα, ενώ μικρά φαναράκια και φωτισμένες κολοκύθες έδιναν την εντύπωση πως η γειτονιά είχε ξεπηδήσει από ένα σκοτεινό παραμύθι. Έριξε μια αποδοκιμαστική ματιά στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό της που καθρεφτιζόταν στο τζάμι. Παρότι πενηνταπέντε, έδειχνε τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερη. Βγήκε στο μικρό μπαλκονάκι. Τα ξερά φύλλα θρυμματίστηκαν κάτω από τα πόδια της. Ένα ψυχρό αεράκι τη χάιδεψε άγρια στο πρόσωπο και ανακάτωσε τις ελάχιστες τούφες που ξέφευγαν από τον κατά τα άλλα προσεγμένο σφιχτό κότσο των γκρίζων μαλλιών της. Έσφιξε τη ρόμπα γύρω από το σώμα της κι έτριψε τα μπράτσα της, της στιγμή που ένα φύλλο έπεσε απαλά πάνω στο κεφάλι της. Το έδιωξε ενοχλημένη, όταν πρόσεξε τη σιλουέτα ενός παιδιού που στεκόταν έξω από την αυλή. Φορούσε ένα κόκκινο παλτό με κουκούλα.
Μπήκε στο σπίτι. Έκανε να κλείσει το παράθυρο, μα ένας ξαφνικός άνεμος το «άρπαξε» από τα χέρια της και το χτύπησε με δύναμη. Το τζάμι τραντάχτηκε επικίνδυνα. Βλαστήμησε δυνατά και το σφάλισε.
***
Το πέπλο της νύχτας που απλώθηκε σε λίγη ώρα, έμοιαζε πιο σκούρο αυτή τη φορά. Το μαύρο βελούδο που κάλυψε τον ουρανό, ήταν άδειο από αστέρια. Φωνές και γέλια πλημμύρισαν τους δρόμους, ενώ το φως από τα φαναράκια και τις κολοκύθες τρύπησε το σκοτάδι.
Η Μάρτζορι έκλεισε την πόρτα που οδηγούσε στο υπόγειο και περπάτησε στον στενό διάδρομο του ισογείου με τη σκιά της να σέρνεται πάνω στον τοίχο.
Ακούστηκε ένα χτύπημα στην εξώπορτα. Έκανε μια απαξιωτική κίνηση με το χέρι και συνέχισε. Ύστερα από λίγο, τα χτυπήματα έγιναν δύο. Έπειτα τρία. Μετά τέσσερα. Και τέλος δεν σταματούσαν. Και ξαφνικά, τα φώτα του σπιτιού, έλαμψαν εκτυφλωτικά κι έσβησαν απότομα κάνοντας έναν δυνατό κρότο λες και κάτι έσπασε.
Η γυναίκα έφερε το χέρι στο στήθος προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Αμέσως έβγαλε ένα κερί από το συρτάρι και μερικά σπίρτα. Το άναψε βιαστικά και φώτισε τον χώρο. Πλησίασε στην εξώπορτα. Ήταν σφαλισμένη. Κάνοντας μεταβολή όμως, πρόσεξε ένα κουβάρι με κλωστή να βρίσκεται στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Έσκυψε, το πήρε και το περιεργάστηκε. Διαπίστωσε πως η άλλη άκρη του νήματος, έφτανε μέχρι πάνω. Φώτισε κι άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά που έτριζαν κάτω από κάθε της βήμα. Τη στιγμή που συνειδητοποίησε σε ποιο δωμάτιο οδηγούσε η κλωστή, η καρδιά της έχασε έναν χτύπο. Η ανάσα της έγινε γρήγορη και κοφτή. Με τρεμάμενο χέρι, έσπρωξε τη μισάνοιχτη πόρτα. Η σκιά της φάνηκε ψηλόλιγνη να έρπει πάνω στον τοίχο.
Βρέθηκε σε ένα παιδικό δωμάτιο. Το νήμα κατέληγε μέσα στο κρεβατάκι μπροστά στο παράθυρο. Το φανάρι του δρόμου το φώτιζε απόκοσμα. Έσβησε το κερί και το άφησε να κυλήσει στο πάτωμα. Συγκρατώντας με κόπο τους λυγμούς της, στάθηκε πάνω από το κρεβάτι. Είδε έναν μπόγο τυλιγμένο με σεντόνι. Διστακτικά, το ξετύλιξε. Εμφανίστηκε ένα μικρό κορίτσι να κοιμάται ήρεμο.
Η Μάρτζορι άπλωσε το χέρι και χάιδεψε τα μαλλιά της. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά. Δεν ήταν τρίχες αυτό που έπιανε, αλλά κλωστή﮲ χοντρή κλωστή που άρχισε να σέρνεται πάνω στο χέρι της, να σκαρφαλώνει προς τον ώμο και στη συνέχεια να τυλίγεται γύρω από τον λαιμό της. Ούρλιαξε τρομοκρατημένη. Προσπάθησε να την τραβήξει μα την έσφιγγε όλο και πιο πολύ. Το κορίτσι σηκώθηκε, κατέβηκε από το κρεβάτι και στάθηκε απέναντί της. Έγειρε το κεφάλι στο πλάι και την κοίταξε έντονα. Φορούσε ένα κόκκινο παλτό.
Εκείνη τη στιγμή, το κουβαράκι που βρισκόταν στη βάση της σκάλας κατρακύλησε προς την πόρτα που οδηγούσε στο υπόγειο. Άνοιξε με ένα απαλό τρίξιμο και το κουβάρι συνέχισε να κατρακυλά πάνω στα σκαλιά του, που δεν είχαν ίχνος σκόνης.
***
Λίγες ώρες αργότερα, σειρήνες περιπολικών αναβόσβηναν έξω από το σπίτι. Πολλοί μεταμφιεσμένοι μαζεύτηκαν και παρακολουθούσαν απορημένοι τους αστυνομικούς να συνοδεύουν ένα μικρό κορίτσι και δυο σκεπασμένα φορεία.
Ο διοικητής της αστυνομίας έφτασε φουριόζος και πλησίασε έναν νεαρό αστυνόμο.
«Μπερτ. Τι συνέβη;»
«Μας κάλεσε ένας γείτονας που άκουσε ουρλιαχτά από το σπίτι. Βρήκαμε μια γυναίκα νεκρή στον επάνω όροφο. Αλλά…» κόμπιασε.
Ο διοικητής τον κοίταξε ερωτηματικά.
«Ήταν στραγγαλισμένη με μια κλωστή. Η άλλη άκρη του νήματος όμως, οδηγούσε στο υπόγειο. Το ακολουθήσαμε και αντικρίσαμε ένα μικρό κορίτσι σε άθλια κατάσταση, με τη νεκρή δίδυμη αδερφή της δίπλα. Όπως καταλάβαμε από τα μισόλογά της, τις απήγαγε γιατί της θύμιζαν τη νεκρή της εγγονή. Λίγες ημέρες πριν, η αδερφή της προσπάθησε να ξεφύγει, μα η γυναίκα την πρόλαβε και πάνω στην πάλη την έπνιξε με μια κλωστή. Και…»
«Και;» ανασήκωσε τα φρύδια ο διοικητής.
«Το κουβάρι κύριε διοικητά. Τη μια στιγμή ήταν δίπλα μας και μετά… εξαφανίστηκε. Έμεινε μόνο το κομμάτι κλωστής γύρω από τον λαιμό της γυναίκας».
«Πώς εξαφανίστηκε;» έκανε έξαλλος. «Κάντε φύλλο και φτερό το σπίτι και βρείτε το! Θέλω να δω το νεκρό κορίτσι» πρόσθεσε.
Ο Μπερτ του έδειξε ένα σκεπασμένο φορείο. Εκείνος πλησίασε και τράβηξε το σεντόνι. Το πρόσωπο του παιδιού, ήταν ίδιο με αυτό που είδε η Μάρτζορι. Φορούσε το ίδιο κόκκινο παλτό.
***
Λίγο πριν ξημερώσει, τα φώτα από τα φαναράκια και τις κολοκύθες, έμοιαζαν με πυγολαμπίδες μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Η ησυχία ήταν απόλυτη. Ένας άντρας με λευκά μαλλιά, χλωμό δέρμα, γαλανά μάτια και μαύρα ρούχα, κρατούσε το κουβάρι και τύλιγε αργά την κλωστή, τραβώντας την από το σπίτι της Μάρτζορι. Δίπλα του, στεκόταν ο Τζέρεμι Σίγκουλ, ο προσωπικός του συγγραφέας. Το κορίτσι με το κόκκινο παλτό, ξεπρόβαλλε κρατώντας την άκρη του νήματος και άρχισε να τους πλησιάζει.
Εκείνη τη στιγμή, ένα λευκό εκτυφλωτικό φως εμφανίστηκε δεξιά της. Ο Damon HellWay έβγαλε ένα ψαλίδι κι έκοψε την κλωστή. Της γύρισε την πλάτη. Το κορίτσι κοντοστάθηκε. Έπειτα στράφηκε προς το φως, πλησίασε και χάθηκε μέσα του.
«Ξέρω» είπε ο Τζέρεμι μόλις έμειναν μόνοι. «Παίρνεις μόνο τις ψυχές, όσων αξίζει να τις πάρεις. Και ακόμα κι εσύ… υπακούς σε κανόνες».
Εκείνος ένευσε καταφατικά χωρίς να τον κοιτάξει. Έσφιξε το ψαλίδι με δύναμη. Το μέταλλο έλιωσε. Το σκοτάδι τους κατάπιε.
Ερωδίτη Παπαποστόλου