,

Υπόθεση Μίρκα Ρις

«Παραιτήθηκα!» φώναξε και βρόντηξε πίσω της την πόρτα η Μίρκα. Πέταξε στο τραπέζι την τσάντα αφήνοντας να ξεχειλίσουν από μέσα φάκελοι και μολύβια. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε λες και πέταξε από πάνω της μια τεράστια πέτρα που την τράβαγε από τον λαιμό, αλλά δεν ήξερε ότι θα την έσερνε μαζί της πάντα.

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Πίτερ βγαίνοντας από το γραφείο του. Κοίταξε τα διασκορπισμένα πράγματα στο τραπέζι και το χάος στα μάτια της γυναίκας του. Δεν την είχε ξαναδεί έτσι, αν και υποψιαζόταν ότι δεν θα άντεχε πολύ ακόμα στην δουλειά. Είχε έρθει η ώρα.

«Δεν με άκουσες; Παραιτήθηκα! Δεν μπορούσα να το κάνω. Δεν γινόταν. Τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως νόμιζα ότι ήταν. Εκείνο το πρόγραμμα που θέλουν να φτιάξω…», άνοιξε ένα μπουκάλι κρασί και γέμισε το ποτήρι της.

«Ποιο πρόγραμμα;»

«Ξέρεις ότι δεν μπορώ να σου πω πολλά. Δεν επιτρέπεται. Λένε είναι για την ασφάλεια μας. Πίτερ, αλήθεια, αν κάποιος το φτιάξει, δεν θέλω να είμαι εγώ!».

«Ένα λεπτό, Μίρκα. Νομίζω ότι υπερβάλλεις», πλησίασε και πήρε το ποτήρι από το χέρι της και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Χάιδεψε τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της, κυματιστά σαν τις πρωινές αχτίνες ενός ξεχασμένου κήπου που μύριζε ακόμα γιασεμί και τα μάζεψε απαλά πίσω από τους ώμους της. Πάντα έβλεπε στα μάτια της μια σπίθα που αν γινόταν φωτιά, θα έπρεπε να προσέξει πού θα την στρέψει. Αυτά τα σκούρα μαύρα μάτια που έκρυβαν τόσα μυστικά και τόσες πληροφορίες, του φαίνονταν επικίνδυνα όταν του μιλούσαν με την σιωπή τους.

Έμεινε για λίγο σιωπηλή στην αγκαλιά του, της άρεσε να ακούει τον ήχο της καρδιάς του, γιατί της θύμιζε ένα παλιό τζαζ τραγούδι. Το μυαλό της το ένιωθε σαν ένα από τα μολύβια της, μισοξυσμένο και πεταμένο γύρω από κωδικοποιημένες λέξεις, σημειώσεις και ημερολόγια. Ήξερε και δεν έπρεπε να ξέρει. Θυμόταν και δεν έπρεπε να θυμάται. Απαγορεύεται να ξέρεις ό,τι θέλεις. Πρέπει να ξέρεις ό,τι λένε εκείνοι.

«Δεν ξέρεις», του ψιθύρισε.

«Ούτε εσύ ξέρεις. Υποθέσεις κάνεις ότι το πρόγραμμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί, από ότι κατάλαβα, για κακό σκοπό. Αν φύγεις όμως δεν θα το μάθεις».

Η Μίρκα δεν ήθελε να μάθει. Έτσι και έφυγε.

***

Δύο χρόνια μετά, σε ένα απομονωμένο καφέ στην διπλανή πόλη, περίμενε την καλύτερη της φίλη κρυμμένη πίσω από σκούρα γυαλιά ηλίου και ένα μαντήλι τυλιγμένο στα μαλλιά της. Γνωρίζοντας ότι το πρόγραμμα είχε ήδη υλοποιηθεί, επέλεξε προσεκτικά να καθίσει σε μια γωνία που δεν μπορούσε να την «δει» η κάμερα ακόμα και από τους υπολογιστές των υπολοίπων. Δεν ήξερε αν το πρόγραμμα είχε περιοριστεί στην πόλη της ή αν είχε επεκταθεί σε όλη τη χώρα.

Όταν κάποιες λεπτομέρειες διέρρευσαν από ένα πρώην συνάδελφό της, οι φήμες για ένα νέο επαναστατικό πρόγραμμα προς όφελος των πολιτών, οργίασαν. Ο κόσμος ξετρελάθηκε από την χαρά του! Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να το παραδεχτεί και να συστήσει στον κόσμο το πρόγραμμα, ενώ ο συνάδελφος εξαφανίστηκε από προσώπου γης.

«Κλέρ!» ανακουφίστηκε όταν είδε την κολλητή της να μπαίνει στο καφέ, αν και μουσκεμένη από την καταιγίδα που δεν έλεγε να σωπάσει.

«Χρόνια και ζαμάνια. Τρόμαξα ότι δεν θα καταφέρω να φτάσω με τόση βροχή!».

«Δεν φτάνει τόσο νερό να ξεπλύνει τα ψέματά τους».

«Κατευθείαν στο φλέγον θέμα, λοιπόν. Βλέπω ότι δεν άλλαξες απόψεις. Ελπίζω να μην κάνω πάλι δύο χρόνια να σε δω», βολεύτηκε και παρήγγειλε ένα ζεστό τσάι.

«Πώς είναι τα πράγματα στην πόλη;»

«Πώς να περιγράψεις ένα όνειρο; Πώς να περιγράψεις την τελειότητα που ζούμε; Η καθημερινότητά μας πλέον είναι τόσο όμορφη, γρήγορη, ασφαλής, εύκολη, βατή για το ανθρώπινο είδος!».

«Γιατί, αναβαθμίστηκε η πόλη ή εσείς;»

« Πού ζούσες, Μίρκα μου αυτά τα τρία χρόνια; Σε σπηλιά; Δεν έχεις δει ότι η εγκληματικότητα έπεσε κατακόρυφα; Δεν μπορείς να κλέψεις, να κυκλοφορήσεις με όπλο, δεν περπατάς πια δίπλα σε εγκληματίες, είναι όλοι πίσω από τα κάγκελα. Οι εργασίες στην πόλη γίνονται ταχύτατα, οι πληρωμές παιχνιδάκι, ξεχάσαμε τι θα πει άγχος και αναμονή».

«Τι άλλο;» συγκράτησε τον μορφασμό στο πρόσωπό της.

«Εκτός του ότι μπορούμε να προλάβουμε εγκληματικές ενέργειες, δηλαδή μπορούν να σε συλλάβουν πριν καν διαπράξεις το έγκλημα, τώρα μπορούμε να προλάβουμε και ασθένειες πριν καν εμφανιστούν. Η υγεία είναι στα καλύτερά της και όχι μόνο. Μας δίνουν επιλογές για πράγματα που δεν ξέραμε ότι μπορούμε να αλλάξουμε. Από την γέννηση κιόλας. Ο νέος τέλειος κόσμος είναι στα χέρια μας! Αφθονία υλικών και μέσων, τερματισμός των πολέμων, ό,τι μα ό,τι μπορείς να φανταστείς μπορούν να μας το δώσουν! Μια πόλη ειρηνική. Οργανωμένη. Αντί για έναν οχετό απληστίας, διαφθοράς και εγκλημάτων…».

«Αναβάθμιση της ανθρώπινης φυλής. Με τι αντάλλαγμα;» κοίταξε αυστηρά χωρίς φόβο τον κόσμο που ζούσαν όσοι συμφώνησαν στην νέα κοινωνία.

«Αν εννοείς ότι μας παρακολουθούν, είναι για λόγους εθνικής και όχι μόνο ασφάλειας. Ξέρεις τι είναι να μην φοβάσαι ότι θα χάσεις τα παιδιά σου; Να μην φοβάσαι ότι κάποιος θα τα απαγάγει ή ότι θα τους κάνει κακό;»

«Μαστίγιο και καρότο. Το ότι ελέγχουν τα πάντα, σημαίνει ότι τα πάντα είναι ιδιοκτησία τους. Τα πάντα τους ανήκουν».

«Γιατί το λες αυτό; Δεν μπορείς να δεις καθαρά ότι είναι για το καλό μας;»

«Κλέρ, ξέρουν πόσο εύκολα μπορεί να χειραγωγηθεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Ανταλλάξατε την ελεύθερη βούληση για την πληροφορία. Όποιος ελέγχει την πληροφορία, ελέγχει το μέλλον».

«Κοίτα, τον πρώτο χρόνο που εγκατέλειψες τα εγκόσμια και εξαφανίστηκες, ήταν ο χειρότερος χρόνος που πέρασε ο κόσμος. Έχεις ιδέα τι έγινε; Πού ζούσες;»

«Στα σκιώδη σημεία της πόλης».

«Δεν ξέρω ούτε τι σημαίνει αυτό, αλλά στα φανερά σημεία της πόλης, όλα κατέρρευσαν. Περάσαμε μαύρο χειμώνα. Μας έκοβαν το ρεύμα, μέναμε στο κρύο, πάγωναν τα παιδιά μας, πεινούσαμε, άνοιγαν τα σπίτια και μας κατακλέβανε για ένα κομμάτι ψωμί. Σκέψου το για μια στιγμή! Βλέπαμε τον κόσμο γύρω μας να καταρρέει. Καμία ασφάλεια, καμία ελπίδα για το μέλλον. Αβεβαιότητα. Δεν ξέραμε τι μας ξημερώνει. Αν θα ξημερώσει! Κάθε μέρα ήταν μια μάχη επιβίωσης. Μάχη για το φαγητό. Μάχη για να μην χάσουμε το μυαλό μας. Έτσι ξαφνικά, χάσαμε ό,τι είχαμε. Ναι, πλέον υπάρχει ακατάπαυστος έλεγχος, αλλά χάρις σε αυτόν έχουν γίνει όλα όπως τα φανταζόμασταν. Και ναι, δεν υπάρχει πια ελεύθερη βούληση. Δεν περιμένουμε κανέναν Θεό να μας δώσει επιλογή ποιοι ή τι θα είμαστε. Δεν έχεις επιλογή να είσαι κακός. Υπάρχει το Πρόγραμμα. Και στην τελική αν είχες εσύ καλύτερες ιδέες…»

«Το κινητό σου είναι αυτό που ακούγεται;» πετάχτηκε όρθια η Μίρκα.

«Ναι, γιατί;»

«Σου είπα να μην το κρατάς μαζί σου. Γαμώτο, μας ακούνε!» άρχισε να μαζεύει γρήγορα την τσάντα της. «Έχεις αυτό που σου ζήτησα;»

«Ναι, ορίστε, πάρ’ το. Και στην τελική αν είχες καλύτερες ιδέες, ας καθόσουν εσύ να φτιάξεις το πρόγραμμα!».

«Κλέρ, σε ξέρω δεκαπέντε χρόνια αλλά δεν θυμάμαι να σου είπα ποτέ ότι στην εταιρεία που δούλευα έφτιαχνα προγράμματα για την κυβέρνηση!»

Δεν πρόλαβε να κάνει πολλά βήματα έξω από την καφετέρια. Ήταν ήδη εκεί και την περίμεναν. Τέσσερις άντρες και ένα σκούρο μαύρο τζιπ.

«Έχετε το αντικείμενο»; τον ρώτησαν στο ακουστικό.

«Το έχουμε», απάντησε ο Πίτερ.

C.C.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: