Ο Πέτρος βγήκε νωρίς το πρωί, πριν τον «πιάσει» η ζέστη του Ιουλίου, για να πετάξει τα σκουπίδια και είδε το μεγάλο μαύρο τζιπ που το ’χαν παρκάρει πάνω στο πεζοδρόμιο, αποκλείοντας την έξοδο του γκαράζ της πολυκατοικίας. Νέος γείτονας, υπέθεσε. Ήξερε πως είχε αδειάσει το διαμέρισμα 5Β, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το δικό του.
Αλλά κάποιος θα πρέπει να πει στον καινούργιο, πως δεν παρκάρει κανείς εδώ.
Θα του το έλεγε. Σίγουρα πράματα. Ο Πέτρος δε δεχόταν τέτοιες μαλακίες. Εργαζόταν σε εταιρεία ηλεκτρικών συσκευών. Ήταν προϊστάμενος εφτά ατόμων, μεταξύ των οποίων και οι τρεις που είχαν έρθει το προηγούμενο βράδυ. Ήξερε να επιβάλλεται. Βασικά, αυτό έπρεπε να κάνει. Γιατί ορισμένοι δεν σέβονταν τους κανόνες.
Ο Πέτρος πέρασε στην άλλη πλευρά του δρόμου. Η τσάντα βρωμοκοπούσε πίτσες και μπίρες. Χθες είχε ποδόσφαιρο και είχαν έρθει ο Λάμπρος με τον Ηλία και τον Χρήστο. Τέσσερις συνολικά, όλοι πάνω από ενενήντα κιλά. Είχαν γεμίσει το τραπέζι και το πάτωμα γύρω από αυτό, με τετράγωνα κουτιά και πράσινα μπουκάλια.
Επιστρέφοντας, είδε τον ιδιοκτήτη του τζιπ να ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού και να σκύβει μέσα. Ήρθε δίπλα του και είπε «Καλημέρα».
Ο άντρας σηκώθηκε. Ήταν κοντακιανός, αλλά χωρίς περιττό λίπος. Λίγο χλωμός μάλλον, με φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο. Φορούσε λευκό πουκάμισο, τζιν παντελόνι και μοκασίνια. “Καλημέρα» είπε κι αυτός. Στο χέρι του κρατούσε μια μεγάλη τσάντα, που αν έκρινε ο Πέτρος από το σχήμα των αντικειμένων, μάλλον περιείχε μπάλες ή κάτι αντίστοιχο.
«Έπιασες το διαμέρισμα στον πέμπτο;»
«Ναι».
«Είμαστε γείτονες. Μένω στο 5Α. Με λένε Πέτρο» του είπε απλώνοντας το χέρι.
Ο άλλος το έσφιξε. «Γιάννης».
«Καλώς όρισες». Ο Πέτρος δεν ήταν σίγουρος, αλλά του φαινόταν πως ο Γιάννης δεν κουνούσε το στόμα του. Το κάτω χείλος του δηλαδή.
Ο Γιάννης μάλλον κατάλαβε και είπε «Πρόβλημα στο στόμα».
«Α, μάλιστα. Άκου Γιάννη, αφού θα είμαστε γείτονες, θα πρέπει να ακολουθούμε κάποιους κανόνες. Ένας από αυτούς έχει να κάνει με το παρκάρισμα. Θα πρέπει να μετακινήσεις το τζιπ σου. Δε χωράει στο γκαράζ, λυπάμαι γι’ αυτό. Αλλά δεν είναι σωστό να αποκλείεις τους υπόλοιπους».
Ο Γιάννης ένευσε. «Σωστά. Εντάξει, θα το πάρω από δω».
«Ωραία» σχολίασε ο Πέτρος. Κοίταξε την ώρα. Ήταν οχτώ παρά δέκα το πρωί. «Πρέπει να φύγω. Τα λέμε αργότερα».
Το ίδιο απόγευμα, ο Πέτρος άκουσε το κουδούνι του διαμερίσματός του. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, βρίζοντας -είχε επιστρέψει μόλις μισή ώρα πριν και νύσταζε- και κοίταξε από το ματάκι. Ήταν ο Γιάννης.
Άνοιξε την πόρτα. «Επ, τι λέει;» είπε ο Πέτρος.
Ο Γιάννης σήκωσε ένα μπολ που κρατούσε. «Μπιφτέκια με πατάτες. Τα έφτιαξα εγώ».
«Α, ωραία. Ευχαριστώ». Παραμέρισε. «Θες να έρθεις μέσα;»
«Όχι, δυστυχώς πρέπει να φύγω».
«Οκέι. Αργότερα τότε».
«Ναι».
Ο Πέτρος έκλεισε την πόρτα. Ο Γιάννης ήρθε τελικά το βράδυ, αλλά έφαγε μόνο ο Πέτρος. Τα μπιφτέκια και οι πατάτες αποδείχτηκαν εξαιρετικά. Και ο Γιάννης ήταν καλός στη συζήτηση. Γιατί κυρίως άκουγε. Κι ο Πέτρος είχε πολλά να πει.
Τις επόμενες μέρες, τα έλεγαν κάθε απόγευμα. Ο Γιάννης περνούσε από το διαμέρισμα του Πέτρου, φέρνοντάς του και φαγητά που έφτιαχνε. Είπε ότι είχε τελειώσει ιδιωτική σχολή μαγειρικής και μέχρι να βρει κάτι καλύτερο, δούλευε μερική απασχόληση σε φαστφουντάδικο.
«Α, μα τότε θα περάσω να πάρω φαγητό» είπε ο Πέτρος. «Πρέπει να κάνει χρυσές δουλειές το μαγαζί».
«Μπα… Υπάρχουν πολλά φαστφουντάδικα».
«Αμήν! Πάλι καλά, γιατί εγώ από μαγειρική δεν!».
Μετά από δύο μέρες, καθώς επέστρεφε από τη δουλειά, ο Πέτρος σκέφτηκε να περάσει από το μαγαζί που δούλευε ο Γιάννης. Αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν ήξερε πώς λεγόταν. Κάλεσε στο κινητό τον Γιάννη -είχαν ανταλλάξει αριθμούς-, αλλά δεν τον βρήκε. Αργότερα, σκέφτηκε.
Όμως το ξέχασε.
Το Σάββατο πριν τις διακοπές του Αυγούστου, πήγε σε ένα πάρτι που διοργάνωσε η εταιρεία. Ο Πέτρος πέρασε τέλεια, ήπιε αρκετά και χόρεψε. Εδώ και μερικούς μήνες, την έπεφτε στην Τόνια που δούλευε στα ταμεία. Ήταν μια όμορφη, μελαχρινή γυναίκα κοντά στα σαράντα · δύο χρόνια μικρότερή του. Τον είχε στη μπούκα, αλλά σήμερα ενέδωσε. Ίσως έφταιγαν και τα σφηνάκια που κατέβαζε όλο το βράδυ.
Ο Πέτρος ζήτησε συγνώμη από τους άλλους -που, όχι μόνο δε σπάστηκαν, αλλά του ευχήθηκαν κιόλας- και έφυγαν με την Τόνια. Στο δρόμο, αυτή έλεγε ασυναρτησίες και τον φιλούσε κι εκείνος έριχνε κλεφτές ματιές στο φόρεμά της, που ήταν αρκετά κοντό, για να γκαζώνει αυτός με κάθε ευκαιρία.
Όταν έφτασαν, δεν έβαλε το αμάξι του στο γκαράζ. Το πάρκαρε όπως-όπως στο απέναντι πεζοδρόμιο, πίσω από το τζιπ του Γιάννη και βγήκε με την Τόνια.
Ανέβηκαν με το ασανσέρ, όπου χαμουρεύτηκαν για τα καλά. Όταν άνοιξε η πόρτα, βγήκαν, με τον Πέτρο να ψάχνει με τρεμάμενα χέρια για τα κλειδιά και την Τόνια να τρίβεται πάνω του.
«Πέτρο».
Γαμώτο. «Όχι τώρα, Γιάννη».
«Ποιος ήταν αυτός;» ρώτησε η Τόνια, όταν έκλεισαν την πόρτα.
«Ο γείτονας». Ο Πέτρος πέταξε το σακάκι του.
«Σαν φάντασμα είναι». Η Τόνια γέλασε.
Δεν της απάντησε, παρά την άρπαξε και όρμησαν στο κρεβάτι.
Ο Πέτρος ξύπνησε λίγο μετά. Σύμφωνα με το κινητό του, ήταν τρεις τα ξημερώματα. Πήγε στην τουαλέτα. Όπως κάθε αντίστοιχη φορά, αναρωτήθηκε πώς γινόταν να είναι καυλ ωμένoς ενώ κατούραγε. Έπειτα, βλέποντας τον εαυτό του στον καθρέφτη, έναν γκριζομάλλη παχουλό άντρα, απόρησε που το είχε κάνει με την Τόνια.
Επιστρέφοντας στο δωμάτιο, είδε πως η άλλη μεριά του κρεβατιού ήταν κενή. Αλλά τα ρούχα της Τόνιας ήταν ακόμα πεταμένα στο δάπεδο και η τσάντα της στην καρέκλα.
Την αναζήτησε. Δεν ήταν στο διαμέρισμα.
Όμως η πόρτα ήταν ανοιχτή. Φόρεσε ένα παντελόνι και βγήκε. Το ασανσέρ ήταν ακόμα στον πέμπτο. Τότε είδε φως στο 5Β. Για πρώτη φορά, πλησίασε και χτύπησε το κουδούνι.
Όταν άνοιξε η πόρτα, είδε πρώτα τα αίματα στην ποδιά και μετά το γαλήνιο πρόσωπο του Γιάννη.
«Γιάννη; Τι έγινε;»
«Φύγε Πέτρο».
Έκανε να του κλείσει την πόρτα, όμως ο Πέτρος τον εμπόδισε. Παραμέρισε τον γείτονά του και μπήκε στο διαμέρισμα. Μια απαίσια μυρωδιά ερχόταν από την κουζίνα. Έτρεξε.
Το γυμνό πτώμα της Τόνιας ήταν πάνω στο τραπέζι. Αίματα στο πάτωμα. Η κατσαρόλα έβραζε.
Ο Πέτρος γύρισε και άρπαξε τον Γιάννη φωνάζοντας. Είδε το βλέμμα του άλλου να πηγαίνει φευγαλέα προς το δωμάτιο. Μετά είδε μια ακανόνιστη κόκκινη γραμμή να οδηγεί εκεί. Έτρεξε. Η γραμμή σταματούσε έξω από τη ντουλάπα.
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άνοιξε τα φύλλα της. Και ούρλιαξε. Εκεί μέσα υπήρχαν παντελόνια, μπλούζες, πουκάμισα, φορέματα. Και κεφάλια. Αντρικά και γυναικεία. Μέσα σε βάζα με κάποιο κιτρινωπό υγρό. Το πιο πρόσφατο κεφάλι, της Τόνιας, βρισκόταν σε ένα βάζο όπου το υγρό είχε πορτοκαλί απόχρωση.
Ο Πέτρος έκανε εμετό.
«Λυπάμαι. Δεν ήθελα να φτάσουμε εδώ τόσο γρήγορα», είπε ο Γιάννης.
«Τι;… Τι;…»
«Δεν θέλω να γίνομαι βίαιος. Αλλάζω συνέχεια κρανίο, για να διαφεύγω και από την αστυνομία και από την κακή πλευρά του εαυτού μου. Αναζητώ ανθρώπους που να μην καταφεύγουν σε ακρότητες. Αλλά», έδειξε προς την κουζίνα, «δυστυχώς, όλοι είναι βίαιοι. Ακόμα και αυτό το κεφάλι που φοράω, το οποίο ανήκε σε παπά».
Ο Πέτρος δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Πώς αλλιώς να αντιδράσει, δηλαδή, πέραν από την απέχθεια και το μίσος που ένιωθε για αυτόν!
«Δεν έχει σημασία για σένα πλέον», είπε ο Γιάννης. «Λυπάμαι».
Ο Πέτρος τού επιτέθηκε. Του έριξε μια γροθιά στη μούρη.
Και το κεφάλι του Γιάννη αποκολλήθηκε και έπεσε στο δάπεδο. Αλλά το υπόλοιπο σώμα παρέμεινε όρθιο. Και άρπαξε τον Πέτρο. Ένα μαχαίρι υψώθηκε και αμέσως μετά ο Πέτρος ένιωσε τη λεπίδα να κόβει το λαιμό του.
Τάκης Κομνηνός
——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/