Η Μαντώ προχώρησε στη σκοτεινή κουζίνα συλλογισμένη, πίσω από την κλειστή πόρτα άκουγε τις χαρούμενες φωνές της Έρσης και της Φώτως, έπειτα από τέσσερα χρόνια ξαναβρίσκονταν επιτέλους! Η Μαντώ χαμογέλασε και ξαφνικά πετάχτηκε σα βέλος προς την εξώπορτα. Τις βαλίτσες, ξέχασες τις βαλίτσες, ούρλιαξε μια φωνή στο μυαλό της. Βγαίνοντας στο στενό διάδρομο κοκάλωσε, μια λεπτή αντρική φιγούρα με μαύρο κοστούμι στεκόταν μπροστά της με την πλάτη γυρισμένη προς αυτή. Ξεροκατάπιε κι ένιωσε την ανάσα της κόβεται, το μυαλό της θόλωσε, ο Γαλφυνός! πέρασε σα σαΐτα η σκέψη. Εκείνη την ώρα η φιγούρα γύρισε προς το μέρος της χαμογελώντας πλατιά.
«Καλησπέρα» της είπε με βαθιά ζωηρή φωνή ο άντρας και έκλινε ελαφρά το κεφάλι του σε ένδειξη χαιρετισμού. Η Μαντώ τον κοίταγε άλαλη, με το στόμα μισάνοιχτο και τα μεγάλα αμυγδαλωτά γατίσια μάτια της έμοιαζαν να φωσφορίζουν στο μισοσκόταδο που την τύλιγε. Ο άντρας απέμεινε να την κοιτά χαμογελώντας αμήχανα, σφίγγοντας το γείσο του καπέλου του που το ακουμπούσε στο πλάι του μηρού του.
«Καλησπέρα», κατάφερε να ψελλίσει επιτέλους η Μαντώ χαμηλώνοντας το βλέμμα της «Καλώς ήρθατε. Τι θα θέλατε;», πρόσθεσε σε υψηλότερο τόνο απ΄ότι θα ήθελε και καταλαβαίνοντας το ανάστρεψε τα μάτια της και τα βλέμματά τους σαν να πλέχτηκαν. Η Μαντώ βυθίστηκε μέσα στον ξάστερο νυχτερινό ουρανό και ‘κείνος σε μια πράσινη σαβάνα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της, καθώς προσπαθούσε ν΄ανακτήσει τον έλεγχό της. Ο άντρας φάνηκε να δυσκολεύεται εξίσου και να ξεσκαλώσει το βλέμμα του και με δυσκολία ψέλλισε.
«Είμαι με την Έρση…» τα λόγια χάθηκαν στο λαιμό του.
«Επιτρέψτε μου να πάρω το σακάκι και το καπέλο σας», είπε με τυπική φωνή η Μαντώ κι άπλωσε τα χέρια της. Εκείνος της παρέδωσε αμήχανος το καπέλο του κι έβγαλε απρόθυμα το σακάκι του, το οποίο η Μαντώ πήρε και κρέμασε στις κρεμάστρες δίπλα απ’ τη δίφυλλη εξώπορτα.
«Θα θέλατε να περάσετε στο μπάνιο να φρεσκαριστείτε από το ταξίδι;», τον ρώτησε σε ουδέτερο τόνο, όπως πολύ καλά της είχε διδάξει η Φώτω. Της έγνεψε θετικά μην παίρνοντας το βλέμμα του από τα μάτια της, πράγμα που την έκανε να αισθανθεί άβολα. Τον οδήγησε προς το μικρό μπάνιο των ξένων και του έδωσε σύντομες οδηγίες. Έπειτα επέστρεψε στο διάδρομο, πήρε τις βαλίτσες στα χέρια κι ανέβηκε στο πάνω πάτωμα όπου στάθηκε αναποφάσιστη μπροστά στις τέσσερις πόρτες που πλαισίωναν τον πλατύ σκοτεινό διάδρομο. Ποιες βαλίτσες ήταν ποιου και πού έπρεπε να βάλει τη βαλίτσα του ξένου; Το βλέμμα της έπεσε στην πόρτα του μεγάλου ξενώνα με τα ροζ παλ χρώματα στους τοίχους και τα καλύμματα. Έπειτα κοίταξε την πόρτα του κυρίου της, δίπλα στην πόρτα της κυρίας της. Ο Γαλφυνός και η Έρση σπάνια μοιράζονταν το ίδιο κρεβάτι, έμεναν σε διαφορετικά δωμάτια, πράγμα που ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει η Μαντώ, καθώς η θύμηση των γονιών της, αγκαλιασμένοι στο λιτό στενό σιδερένιο κρεβάτι τους και τον πατέρα της να γέρνει, να φιλάει τα μαλλιά της μητέρας της, ήταν η αγαπημένη της εικόνα κάθε φορά που ανασκάλευε το άλμπουμ της μνήμης της. Πού έπρεπε όμως να τοποθετήσει αυτόν τον ξένο;
Το τρίξιμο της μικρής πόρτας στο μπάνιο έδωσε τέλος στο δίλημμα της. Άφησε τις βαλίτσες στη μέση του διαδρόμου και τρέχοντας σχεδόν κατέβηκε τις σκάλες. Στρίβοντας απότομα στο τέλος της σκάλας για το στενό διαδρομάκο προσγειώθηκε πάνω σ΄ένα δυνατό αμετακίνητο όγκο και από τη φόρα εκτινάχτηκε πίσω. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της και ξεφώνισε από την έκπληξη, καθώς βρέθηκε να αιωρείται για μερικά δεύτερα πάνω από το πάτωμα, μα κάποιος την κράτησε σφιχτά από τους πήχεις της και την επανάφερε στην ορθή θέση. Ο άντρας την κοίταζε με μάτια διάπλατα ανοικτά από την έκπληξη. Η Μαντώ κράτησε την ανάσα της, καθώς τα χέρια του συνέχισαν να σφίγγουν τα δικά της. Σε τόσο κοντινή απόσταση μπορούσε να μυρίσει στην κοφτή αναπνοή του που έβγαινε μέσα από τα μισάνοιχτα καλοσχηματισμένα ροδακινί χείλη του, τον αρωματικό καπνό και τον καφέ. Πάνω από τα χείλη του αιωρούνταν ένα προσεγμένο μουστάκι, σαν κοράκι με απλωμένα τα φτερά του. Το δέρμα του ήταν ηλιοκαμένο και τραβηγμένο, όπως των ανθρώπων που δουλεύουν χρόνια στη θάλασσα, διαγράφοντας τα οστά του κρανίου του. Τα χείλη του κύρτωσαν σ΄ένα αχνό χαμόγελο και στα μαύρα βελούδινα μάτια του της φάνηκε ότι είδε φευγαλέες λάμψεις που της θύμισαν πεφταστέρια.
«Είσαι καλά;», τη ρώτησε με τη βαθιά φωνή του. Εκείνη του ΄γνέψε θετικά και προσπάθησε να τραβήξει τα χέρια της από τη λαβή του. Τ΄άφησε απότομα και της χαμογέλασε απολογητικά, καθώς την είδε να τρίβει τα χέρια της στο σημείο που την κρατούσε.
«Παρακαλώ, μπορείτε να περάσετε στο σαλόνι;», ρώτησε όσο πιο τυπικά μπορούσε με μια χροιά νευρικότητας η Μαντώ, παραμερίζοντας και δείχνοντάς του προς τη μεγάλη σκαλιστή διπλή πόρτα σε χρώμα παλ γαλάζιο απέναντι της.
«Μαντώ καλύτερα να δείξεις στον καλεσμένο μας το υπνοδωμάτιο του, θα θέλει ν΄αλλάξει και να ξεκουραστεί, ώσπου να φάμε», είπε η Έρση που ξεπρόβαλε από πίσω του. Η Μαντώ την κοίταξε ερωτηματικά. «Στον ξενώνα», πρόσθεσε εκείνη απαντώντας στην άηχη ερώτηση της. Αμέσως η Μαντώ άρχισε ν΄ανεβαίνει ζωηρά τις σκάλες, ενώ πίσω της άκουσε τα ανάλαφρα πατήματα του άντρα. Σαν έφτασε στο χολ έκανε στο πλάι και τον περίμενε.
«Συγνώμη, κύριε, ποιες είναι οι αποσκευές σας;» Ο άντρας της χαμογέλασε «Με λένε Μάρκο», είπε μαλακά και προχωρώντας προς τις αποσκευές έκανε να σηκώσει μια φθαρμένη δερμάτινη καφετή βαλίτσα, όμως με μια ζωηρή κίνηση η Μαντώ πετάχτηκε μπροστά και πέρασε το χέρι της στο χερούλι, ενώ το δικό του τραχύ χέρι, που της θύμισε τον πατέρα της, την ακούμπησε φευγαλέα.
«Επιτρέψτε μου», είπε αποφασιστικά.
«Εμένα επιτρέψτε μου…», είπε εκείνος μ΄εξίσου τυπικό και αποφασιστικό τόνο κοιτώντας τη βαθιά στα μάτια και της πήρε τη βαλίτσα από το χέρι. «Και κακώς σας άφησα να τις ανεβάσετε εδώ πάνω, είναι πολύ βαριές» πρόσθεσε με επιτιμητικό ύφος. Η Μαντώ τον κοίταξε επιφυλακτικά και του την παραχώρησε συνοφρυωμένη.
«Από εδώ», είπε δείχνοντάς του το τελευταίο δεξιά δωμάτιο, τον προσπέρασε, άνοιξε την πόρτα και στάθηκε στο πλάι για να περάσει.
Ο Μάρκος προχώρησε με αργά βήματα και απίθωσε τη βαλίτσα πάνω σ΄ένα λιτό καρυδένιο κρεβάτι ντυμένο με μια λευκή δαντελένια κουβέρτα με μεγάλα λουλουδάτα μοτίβα που από κάτω φαινόταν ένα ροζ παστέλ σατέν. Το φως εισέβαλε στο δωμάτιο από δύο στενά παράθυρα φιλτραρισμένο από τις υπόλευκες κουρτίνες. Ο Μάρκος κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Το δωμάτιο έβλεπε προς μια μικρή συμμαζευμένη αυλή και τον τοίχο του απέναντι σπιτιού. Ένα απαλό κλικ ακούστηκε πίσω του. Η Μαντώ είχε βγει από το δωμάτιο κι είχε κλείσει την πόρτα πίσω της. Ο άντρας έμεινε για λίγο όρθιος δίπλα στο παράθυρο κοιτώντας τον απέναντι τοίχο και μια αίσθηση μελαγχολίας τον πλημμύρισε. Αναστέναξε βαθιά και στράφηκε προς το δωμάτιο, ήταν ευρύχωρο και ευχάριστο. Πέρα από το ημίδιπλο κρεβάτι που το πλαισίωναν ένα κομοδίνο με συρτάρια κι ένα λιτό τραπεζάκι μ΄ένα μικρό αδειανό γυάλινο βάζο, υπήρχε μια μεγάλη καρυδένια συρταρίερα, μια βαμμένη λευκή ντουλάπα με σκαλιστές λεπτομέρειες και μια μεγάλη πολυθρόνα σ΄έντονο φούξια χρώμα με υποπόδιο. Δίπλα της βρισκόταν ένα μικρό στενό τραπεζάκι μ ένα μπρούτζινο φωτιστικό και μερικά βιβλία. Ο Μάρκος βούλιαξε στην πολυθρόνα. Πολύ αναπαυτική, σκέφτηκε και στριφογύρισε, μάλλον ενοχλημένος.
«Υπερβολικά αναπαυτική…», μουρμούρισε και κοίταξε τα δυο βιβλία δίπλα του. Άνοιξε το πρώτο και το βλέμμα του έπεσε σε μερικές αράδες, “Ποιος ξέρει πόσες μέρες της ζωής σου θα περάσεις εδώ;”. Έκλεισε το βιβλίο με το δυσοίωνο τίτλο απότομα και το απέθεσε στο τραπεζάκι.
Ένα ελαφρύ χτύπημα ακούστηκε στην καρυδένια πόρτα.
«Εμπρός;», είπε με μια χροιά έκπληξης. Στο άνοιγμα της πόρτας φάνηκε το όμορφο πρόσωπο της Μαντώς.
«Το τραπέζι είναι έτοιμο», είπε εκείνη με τυπικό τόνο.
«Ευ, ευχαριστώ…», τραύλισε ο άντρας και ανασηκώθηκε με κατεύθυνση προς τη βαλίτσα του. Η πόρτα έκλεισε μ΄ένα διακριτικό κλικ. Άνοιξε τη βαλίτσα έβγαλε ένα απλό καθαρό πουκάμισο που το φόρεσε προσπαθώντας να ισιώσει τις ζάρες χωρίς επιτυχία. Τα παράτησε αναστενάζοντας και βγήκε αμήχανος, νιώθοντας σα ψάρι έξω από το νερό. Κατέβηκε διστακτικά τα στενά σκαλιά και απέναντι του είδε τη μεγάλη σκαλιστή πόρτα του σαλονιού ανοικτή, ενώ άκουσε φωνές από μέσα. Προχώρησε προς τα εκεί με αβέβαιο βήμα, προσπαθώντας να καταπνίξει όλες τις δυσοίωνες σκέψεις που τον κατέκλυζαν από την ώρα που πάτησε το πόδι του στο νησί.
Το μεγάλο δωμάτιο παρ΄όλο το αχνό φως, που έμπαινε από τα μεγάλα στενόμακρα παράθυρα με τις μεταξωτές κουρτίνες, φαινόταν φωτεινό και φιλόξενο. Το χρυσοκίτρινο χρώμα κυριαρχούσε στους μεγάλους άνετους καναπέδες, τις πολυθρόνες και τις κουρτίνες καθώς και στα διακοσμητικά αντικείμενα πάνω σ΄ένα ολόλευκο δάπεδο από παριανό μάρμαρο. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σ΄ένα απαλό γαλάζιο χρώμα που το διέτρεχε μια λωρίδα ζωγραφισμένη με την τεχνική του trompe l΄oleil με παραστάσεις της ελληνικής μυθολογίας από Φλωρεντιανό ζωγράφο, όπως συνήθιζε να καυχιέται ο Γαλφυνός στους εκστασιασμένους επισκέπτες. Το εντυπωσιακό ταβάνι χωριζόταν με γύψινες, επίχρυσες εντυπωσιακές κορνίζες και μια μεγάλη γύψινη ροζέτα πραγματικό έργο τέχνης. Ο Μάρκος προχώρησε, αδιάφορος για όλα αυτά, προς το βάθος που βρισκόταν η μεγάλη καρυδένια τραπεζαρία με τα ολοσκάλιστα ποδάρια. Ήταν στρωμένη μ΄ένα λευκό λινό τραπεζομάντηλο και πάνω του λαμποκοπούσαν τα κρυστάλλινα ποτήρια, στέλνοντας ιριδισμούς στ΄ ασημένια μαχαιροπίρουνα και τις πορσελάνες Ρόζενταλ. Άπειρες σκεπασμένες πιατέλες είχαν πάρει στρατηγική θέση στη μέση της τραπεζαρίας. Στην πόρτα που ένωνε με την κουζίνα εμφανίστηκε η Μαντώ κρατώντας άλλη μια τεράστια πιατέλα. Ο Μάρκος μέτρησε τα σερβίτσια στο τραπέζι ήταν δύο, έπειτα κοίταξε τις πιατέλες, μαθηματικά δεν του έβγαινε.
«Περιμένουμε κι άλλους;», τη ρώτησε ανασηκώνοντας ερωτηματικά το φρύδι του. Η Μαντώ του χαμογέλασε. Έχει πολύ όμορφο χαμόγελο, σκέφτηκε ο Μάρκος στυλώνοντας με θαυμασμό το βλέμμα του πάνω της.
«Σε λίγο κατεβαίνει η κυρία Έρση», είπε τονίζοντας το κυρία και δαγκώνοντας το χείλι της πράγμα που τον έκανε να ταραχτεί.
«Συγνώμη για την καθυστέρηση», είπε με απαλή φωνή η Έρση από πίσω του, η οποία με γοργό βήμα τους πλησίασε και πήγε και στάθηκε στην κορυφή του τραπεζιού. Ένας ελαφρύς αναστεναγμός της ξέφυγε.
«Μακάρι να μπορούσε να φάει και η Φώτω μαζί μας», είπε κοιτώντας το τραπέζι μελαγχολικά.
«Η Φώτω;», έκανε ο Μάρκος έκπληκτος.
«Ναι, δε σου το ΄πα, έπαθε ένα μικρό εγκεφαλικό και έχει πάθει παράλυση…»
«Και πού είναι;», ρώτησε εκείνος ζωηρά.
«Στο δωμάτιο της…», ψέλλισε η Έρση σαστίζοντας από την παράλειψη της, τότε μόνο συνειδητοποίησε πόσο απαράδεκτα είχε φερθεί ως οικοδέσποινα.
«Ω, θεέ μου! Συγνώμη, Μάρκο, είμαι απαράδεκτη! Ήμουν τόσο απορροφημένη στις σκέψεις μου και ενθουσιασμένη που θα έβλεπα το νησί έπειτα από τέσσερα ολόκληρα χρόνια, που δεν μπορούσα…»
«Μα πού είναι το δωμάτιο της;», την έκοψε προσπαθώντας να πνίξει τον ενθουσιασμό του ο Μάρκος.
«Κάτσε, κάτσε να τα πάρουμε όλα απ΄την αρχή!», τον έκοψε χαμογελώντας η Έρση.
«Λοιπόν, Μάρκο, από εδώ η Μαντώ, η βαφτισιμιά της Φώτως και μικρή μου προστατευόμενη!», είπε η Έρση μ΄ενθουσιασμό. Η Μαντώ υποκλίθηκε ελαφρά χαμογελώντας, ο Μάρκος της έγνεψε και της πρότεινε το χέρι του. «Χαίρω πολύ», είπε χαμογελώντας πλατιά αν και κάπως αμήχανα. Η Μαντώ του έδωσε το χέρι της, ήταν δουλεμένο, με δυνατή λαβή.
«Και Μαντώ, από εδώ ο Μάρκος Γαλφυνός, ο μικρός αδερφός του άντρα μου». Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της Μαντώς και ξαφνικά σοβάρεψε, τέντωσε το κορμί της και πήρε τον τυπικό τόνο.
«Χαίρω πολύ, κύριε».
«Λέγε με Μάρκο. Λοιπόν, θα μπορούσα τώρα να δω τη Φώτω;», είπε εκείνος προσπαθώντας ν΄αποτραβήξει το βλέμμα του από το όμορφο πρόσωπο της μικρής κοπέλας.
«Μα φυσικά, από εδώ», είπε μελιστάλακτα η Έρση και προπορεύτηκε.
Ο Μάρκος μπήκε στο σκοτεινό δωμάτιο και χαμογέλασε πλατιά στην ηλικιωμένη γυναίκα που βρισκόταν καθισμένη στο λιτό της κρεβάτι. Η γυναίκα τον κοίταξε έκπληκτη, μια αυτόν, μια την Έρση και ξανά τον άντρα που στεκόταν στο κατώφλι της. Εκείνος της χαμογέλασε συνεσταλμένα. Ξαφνικά, τα μάτια της γυναίκας άνοιξαν διάπλατα, τα χαρακτηριστικά της τραβήχτηκαν κι άφησε ένα ξεφωνητό. Ο αδύνατος άντρας προχώρησε προς το μέρος της φανερά συγκινημένος, ενώ η Φώτω του άπλωνε τα χέρια της με μάτια βουρκωμένα. Ο Μάρκος χώθηκε στην αγκαλιά της ηλικιωμένης γυναίκας που τον έσφιγγε, τον χάιδευε, τον απομάκρυνε να δει το πρόσωπο του και τον ξανάσφιγγε με δύναμη πάνω της, μην μπορώντας ν΄αρθρώσει λέξη. Η Μαντώ μπήκε στην κουζίνα για να δει γιατί καθυστερούν και το βλέμμα της έπεσε πάνω τους με απορία. Η Έρση της έκανε νόημα και προχώρησαν στην τραπεζαρία, όπου κάθισαν υπομονετικά και άρχισαν να μιλάνε για το τι σκεφτόταν να κάνει η Μαντώ, τώρα που τελείωσε το σχολείο. Εκείνη επέμενε ότι η Έρση είχε κάνει αρκετά γι΄ αυτήν και το μόνο που ήθελε είναι να μείνει στο σπίτι και να βοηθά τη Φώτω. Έστω κι αν μέσα της ένιωθε να πεθαίνει λέγοντας αυτά τα λόγια.
«Εκτός και αν δεν είστε ικανοποιημένη…» κατέληξε, μα πριν προλάβει ν΄απαντήσει η Έρση ξεφωνητά διαμαρτυρίας ακούστηκαν από το δωμάτιο της Φώτως κι έπειτα γέλια που τις έκαναν να γυρίσουν προς τα εκεί. Στην πόρτα φάνηκε ο Μάρκος κρατώντας στα χέρια του το λιανό πια από την αρρώστια κορμί της Φώτως που είχε τυλιγμένα τα χέρια της γύρω από το λαιμό του.
«Είσαι τρελός!» του έλεγε χασκογελώντας. Οι δυο γυναίκες τον κοίταξαν έκπληκτες, έπειτα σηκώθηκαν ταυτόχρονα και η Έρση του έδειξε την καρέκλα, όπου καθόταν στην κορυφή του τραπεζιού, ενώ η Μαντώ έτρεχε να φέρει ένα ακόμα σερβίτσιο.
«Μαντώ, φέρε και για σένα ένα! Σήμερα θα φάμε επιτέλους σαν οικογένεια!» της φώναξε η Έρση και η Μαντώ έμεινε με τα χέρια μετέωρα καθώς δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Σαν οικογένεια! Τι γλυκόπικρη λέξη για κάποια που νιώθει ξεριζωμένη από την οικογένειά της και ταυτόχρονα ότι δεν πρόκειται να γίνει ποτέ ισότιμο μέλος αυτής της περίεργης “οικογένειας”…