-Η κηδεία θα γίνει αύριο στις 11:00 στον Άγιο Νικόλαο, κοντά στο σπίτι τους.
-Εντάξει… θα έρθω…
Έμεινε να κρατά το ακουστικό μετέωρο για λίγα δευτερόλεπτα. Περίμενε ότι θα ερχόταν αυτή η ώρα, δεν ήταν κάτι ξαφνικό, εξάλλου ο πεθερός της ήταν από χρόνια άρρωστος. Δεν την σόκαρε η είδηση του θανάτου του, ήταν μεγάλος άνθρωπος, με χρόνια προβλήματα υγείας, θα το έλεγες κι αναμενόμενο. Ακούμπησε το κινητό της στο τραπεζάκι και κάθισε στον καναπέ. Έπιασε στα χέρια της το πακέτο με τα τσιγάρα της κι άναψε ένα. Πήρε μια ρουφηξιά και φύσηξε με δύναμη τον καπνό στο ταβάνι.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε βιώσει κάποιον θάνατο γύρω της. Για την ακρίβεια τον είχε βιώσει ήδη αρκετές φορές και μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Πρώτα η μάνα της, που ούτε 55 δεν ήταν, μετά ο πατέρας της και πριν κάποια χρόνια ο άντρας της, μόλις στα 42 του από αυτοκινητιστικό. Γνώριμη η μυρωδιά του θανάτου, γνώριμος ο ήχος απ’ τα βήματά του κοντά της, μα κάθε φορά καταλάβαινε πως ούτε η οσμή, ούτε η σιωπή του συνηθίζονται, κάθε φορά που χάνεις κάποιον άνθρωπο δικό σου, πραγματικά δικό σου, είναι πάντα σαν την πρώτη φορά. Σοκ – άρνηση – πόνος – φόβος – πένθος – αποδοχή. Όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά. Όχι απαραίτητη η βίωση όλων. Ειδικά στο κομμάτι της αποδοχής, αντιμετώπιζε μεγάλο πρόβλημα πάντα. Τόσα χρόνια κι ακόμη να δεχτεί πως ξέχασε τη φωνή τους, πως σβήστηκε απ’ τη μνήμη τους η μυρωδιά τους…
Σε “φυσιολογικές” συνθήκες θα ένιωθε τουλάχιστον τύψεις που τον είχε βγάλει εδώ και καιρό απ’ τη ζωή της, που δεν του στάθηκε, που δεν κατάφερε να παραμερίσει όλα όσα είχαν συμβεί, που δεν ήταν για χιλιοστή φορά το “καλό παιδί” που δίνει τόπο στην οργή, που δείχνει μεγαλοψυχία και συγχωροχάρτια που ποτέ δεν της ζητήθηκαν. Σε “φυσιολογικές” συνθήκες θα είχε ήδη ντυθεί και θα είχε πάει να συμπαρασταθεί στους δικούς του ανθρώπους που σίγουρα σπάραζαν απ’ το χαμό του. Στους δικούς του ανθρώπους… χρόνια ολόκληρα κυκλοφορούσαν με την ταμπέλα του “δικών της ανθρώπων”. Εξάλλου κάθε φορά που χρειάζονταν κάτι, πρώτα σ’ εκείνη έτρεχαν. “Οικογένεια” ήταν. Την πονούσε που οικογένεια ήταν μόνο όταν ήθελαν κάτι και σε καμία άλλη περίπτωση, αλλά μαθημένη από χρόνια, εκπαιδευμένη από παιδί να είναι “ήρωας”, “δυνατή”, “καλόψυχη”, “δοτική”… εκπαιδευμένη από χρόνια να γυρνάει και το άλλο μάγουλο σε κάθε χαστούκι, με μόνιμη καραμέλα ένα “δεν πειράζει” στο στόμα, συνέχιζε να δέχεται, να ανέχεται, να υποκύπτει. Κι όπως είναι φυσικό τα χαστούκια δεν σταμάτησαν να πέφτουν με ορμή στο πρόσωπό της, κάθε φορά και πιο ισχυρά, πιο βίαια. Κι όπως θεωρούσε φυσικό, συνέχισε να πιστεύει πως αντέχει, πως μπορεί, πως έχει τη δύναμη, πως πρέπει να συνεχίσει να δείχνει καλοσύνη, να συνεχίσει να κάνει υπομονή, να μην σταματά να ξοδεύεται αλόγιστα γι’ ανθρώπους που ποτέ δεν την αγάπησαν.
Ξόδευε… ξόδευε… ξόδευε κομμάτια της και πίστευε η χαζή πως τα αποθέματα ήταν ατελείωτα, πως όσο φως κι αν της κλέψουν, εκείνη θα βρίσκει κι άλλο στην ψυχή της. Μέχρι τότε… μέχρι το τελικό εκείνο χαστούκι, που δεν είχε εκείνη αποδέκτη, αλλά την κόρη της. Τότε που ο πεθερός της, ο πατέρας του νεκρού πια άντρα της, ο παππούς της κόρης της, έβρισε χυδαία την μικρή. Άνευ λόγου και αιτίας, όχι ότι θα μπορούσε να υπάρξει αιτία ένας παππούς να βρίσει χυδαία το ίδιο του το εγγόνι. Κι εκεί ήταν που έσβησε κάθε φως, χάθηκε κάθε αχτίδα, σκοτείνιασε ο κόσμος και το μυαλό της, μα όσο κι αν η μητρική ψυχή της ούρλιαζε ν’ αντιδράσει, να φωνάξει, να γκρεμίσει, να καταστρέψει, εκείνη η φωνούλα που πιπιλούσε το μυαλό της από παιδί, εκείνος ο ψίθυρος του “μη μιλάς!”, την υποχρέωσε να σκάσει. Κι έσκασε, αλλά πήρε επιτέλους την απόφαση κι απομακρύνθηκε από κοντά τους, έκοψε κάθε γέφυρα επικοινωνίας. Κι αυτό δεν ήταν η τιμωρία τους, αλλά η λύτρωσή της. Δεν το έκανε από πείσμα, αλλά από το ένστικτο επιβίωσης που επιτέλους είχε ξυπνήσει μέσα της.
Αμέτρητα ψυχοσωματικά, διατροφικές διαταραχές, ατέλειωτες αϋπνίες, διαλυμένη διάθεση… ήταν λίγα μόνο απ’ όσα της είχαν φορτώσει τόσα χρόνια. Πετώντας εκείνους απ’ την πλάτη της, ήλπιζε να ακολουθούσαν κι αυτά μαζί τους. Και ναι, λίγο καιρό αργότερα τα είχε καταφέρει. Η φυγή αυτή την είχε βοηθήσει να καταλάβει, να αποδεχτεί, να αγαπήσει τον εαυτό της, έναν εαυτό που είχε μάθει από παιδί να βάζει σε δεύτερη μοίρα, έναν εαυτό που είχε επιτρέψει να χρησιμοποιούν, να εκμεταλλεύονται, να καταστρέφουν όλοι. Κι εκείνη το άφηνε να συμβεί, το επέτρεπε και πίστευε πως η ταμπέλα του “καλού παιδιού” αρκούσε και πως η δικαίωση θα ερχόταν.
Άργησε πολύ, αλλά κάποια στιγμή συνειδητοποίησε πως εκείνη ήταν υπεύθυνη, δεν έφταιγαν οι άλλοι. Εκείνη είχε αφήσει τον εαυτό της ανοχύρωτο στο πλιάτσικο. Εκείνη έφταιγε, γι’ αυτό και δεν κρατούσε καμία κακία, παρά μόνο απόσταση. Άργησε πολύ, αλλά κάποια στιγμή συνειδητοποίησε πως καμία δικαίωση δεν θα ερχόταν και ήταν αποκλειστικά δική της υποχρέωση να αφαιρέσει τα τσιμπούρια που είχαν αγκιστρωθεί πάνω της και της έπιναν το αίμα.
Έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι μπροστά της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Όχι, δεν ένιωθε καμία ανακούφιση με το θάνατό του, όμως ούτε θλίψη ένιωθε. Δεν χαιρόταν, αλλά ούτε και πονούσε. Ένα κενό, ένα απέραντο κενό ένιωθε μοναχά. Σαν να άκουσε την είδηση για τον θάνατο ενός ξένου στην τηλεόραση, την στεναχωρούσε, αλλά δεν την διέλυε. Ούτε τύψεις ένιωθε κι ήταν πάντα απ’ τους ανθρώπους που ένιωθαν τύψεις για τα πάντα, είχαν δεν είχαν ευθύνη, έφταιγαν δεν έφταιγαν. Μια ζωή αυτομαστιγωνόταν κι έψαχνε τα δικά της μερίδια ευθύνης για ό,τι συνέβαινε. Κι ας μην υπήρχαν. Κι ας ήταν απειροελάχιστα. Ενοχική από κούνια…
Ο πρόωρος θάνατος της μάνας της, την είχε αφήσει σχεδόν μισή, την ρήμαξε, έχασε το στήριγμά της. Ο θάνατος του πατέρα της, την άφησε χωρίς ρίζες, πουλί δίχως φωλιά, μα είχε τον άντρα και το παιδί της και είχε μια αγκαλιά αληθινή να κουρνιάσει. Όταν έχασε κι εκείνον, τον άνθρωπο που λάτρευε, τον άνθρωπο που την λάτρευε, γονάτισε πια κι ο μόνος λόγος που της έμεινε να στέκεται όρθια ήταν το παιδί της. Κι όλα αυτά τα χρόνια, ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους χαμούς, είχε κι εκείνους… τα πεθερικά της, που πάλεψε πολύ να πει “δεύτερους γονείς”, το προσπάθησε, μα ούτε για μια στιγμή δεν είδε αγάπη στα μάτια και στη συμπεριφορά τους. Απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή έτσι ήταν, μα είχε τον άνθρωπό της να της ζητά να κάνει υπομονή, να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει. Και το έκανε. Για εκείνον. Μα όταν τον έχασε κι αυτόν, συνέχιζε να κάνει το ίδιο και ούτε κατάλαβε πώς κατέληξε να τους έχει μόνιμους κατοίκους πάνω στην πλάτη της, μόνιμους καταληψίες στη ζωή της. Το μόνο που κατάλαβε, ήταν πως ήταν εκεί μόνο για να τους δίνει, βοήθεια, εξυπηρετήσεις, χρήματα, κομμάτια της ζωής της, κομμάτια που δεν τους όφειλε, αλλά άρπαζαν ασταμάτητα χωρίς να ρωτούν. Θαρρείς κι εκείνη δεν είχε ανάγκες, δεν είχε πόνο, δεν είχε πένθος, δεν είχε ψυχή. Όχι, δεν παρίστανε το θύμα, την αδικημένη, την προδομένη… ηλίθια ήταν κι επιτέλους είχε βρει το θάρρος να το παραδεχτεί και να αλλάξει πορεία.
Δεν χαιρόταν με τον θάνατό του. Δεν λυπόταν με το θάνατό του. “Αν ζητήσεις απ’ τον Θεό συγνώμη, ίσως και να σε συγχωρήσει… Από μένα δεν ζήτησες ποτέ και δεν είχα άλλη δύναμη να δίνω αζήτητα συγχωροχάρτια. Λυπάμαι…” ψιθύρισε και πήγε να ξαπλώσει.
BluezGuest