, ,

Το μόλεμα – 4

Προηγούμενο

 

Το γεύμα ξεκίνησε με αρκετά επιφωνήματα επιδοκιμασίας και επαίνους προς τη Μαντώ και για κάμποση ώρα όλοι απολάμβαναν το φαγητό χωρίς να μιλούν, ιδίως ο Μάρκος. Η Μαντώ κοιτούσε τους συνδαιτυμόνες κάτω από τις βλεφαρίδες της περνώντας το βλέμμα της από τον ένα στον άλλο. Η Φώτω στην κορυφή και εκατέρωθεν ο Μάρκος και η Έρση, που δίπλα της καθόταν η Μαντώ, έδειχναν όλοι τους κεφάτοι και τ’αστεία και τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν, ενώ τα γέλια τους αντηχούσαν στη μεγάλη αίθουσα. Παρά τη φαινομενική ευθυμία όμως, η ατμόσφαιρα έμοιαζε ηλεκτρισμένη και κάτω από τις ήρεμες κινήσεις και τρόπους, υπήρχε αμηχανία που προσπαθούσαν να κρύψουν. Η Μαντώ βέβαια ήταν συγκρατημένη κι ακόμη ένιωθε άβολα με την παρουσία αυτού του άντρα με τα έξυπνα βελούδινα μάτια και το όμορφο χαμόγελο. Προσπάθησε να θυμηθεί όσα είχε ακούσει γι΄αυτόν όλα αυτά τα χρόνια στ΄αρχοντικό, λόγια σκόρπια, λόγια λατρείας από τη Φώτω, έντονης αντιπάθειας από τον Νίκο Γαλφυνό, τον αδερφό του, και αδελφικής αγάπης από την Έρση. Ο Μάρκος με την Έρση ήταν συνομήλικοι. Από μικρά παιδιά έκαναν παρέα, βρίσκονταν συχνά χάρη στη φιλία των μαμάδων τους, αλλά και στις πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις της μικρής κοινωνίας. Όταν μεγάλωσαν συνέχισαν να κάνουν στενή παρέα. Ο αδερφός του ποτέ δεν ήταν μέλος της παρέας τους, ήταν δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος τους και συνήθιζε να τριγυρίζει με τους μεγάλους και να συζητά για οικονομικά, πράγμα που ο Μάρκος δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να κάνει. Ήταν μεγάλη έκπληξη, λοιπόν, η πρόταση γάμου που έκανε στην Έρση o Νικόλαος Γαλφυνός κι ακόμη μεγαλύτερη το ότι η Έρση τη δέχτηκε. Λίγο μετά το γάμο τους, ο Μάρκος έφυγε για την Αγγλία και το Ναυτικό κολέγιο του Γουόρτσεστερ. Όταν τελείωσε το κολέγιο μπαρκάρισε. Πότε πότε μάθαιναν νέα από άλλους Έλληνες ναυτικούς που τύχαιναν να συνταξιδεύουν ή να βρεθούν στα λιμάνια μαζί, αλλά ποτέ, όλο αυτό το διάστημα δεν τους έστειλε ούτε ένα γράμμα.

Η Μαντώ σηκώθηκε για να φέρει τα γλυκά, τα οποία οι συνδαιτυμόνες της υποδέχτηκαν με νέα επιφωνήματα. Η Έρση την έλουσε με κολακείες για το εξαιρετικό γεύμα, όπως και ο Μάρκος, πράγμα που την έκανε να κοκκινίσει, μα και η Φώτω την κοίταζε γεμάτη περηφάνια και καυχήθηκε για το πόσο εξαιρετική δασκάλα ήταν. Το φαγητό είχε τελειώσει από ώρα, μα κανείς δεν είχε κουνηθεί από το τραπέζι, ώσπου τελικά η Έρση τους παρότρυνε να καθίσουν στο σαλόνι για να πιούν ένα καφέ. Έτσι, η Φώτω βρέθηκε πάλι στα χέρια του Μάρκου που παρόλο που ήταν λιπόσαρκος, τα δυνατά του μούσκλια διαγράφονταν καθαρά κάτω από το πουκάμισο του, για να καθίσει στη μεγάλη πολυθρόνα. Στην αρχή η γυναίκα έφερε αρκετές αντιρρήσεις, τόσα χρόνια στο αρχοντικό ποτέ της δεν είχε καθίσει σ΄αυτό το σαλόνι, ποτέ της δεν είχε βουλιάξει μέσα σε αυτήν την αναπαυτική χρυσοκίτρινη πολυθρόνα, μα τελικά υποχώρησε κοιτώντας τον Μάρκο και την Έρση με λατρεία.

Οι δυο γυναίκες απαίτησαν από τον Μάρκο να τους πει ιστορίες από τα μέρη που πήγε, τους ανθρώπους που γνώρισε και τις συνήθειες τους. Κι εκείνος δεν τους χάλασε χατίρι. Η Μαντώ τον άκουγε με πολύ ενδιαφέρον, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει, καθισμένη σε μια καρέκλα της τραπεζαρίας και ανά διαστήματα σηκωνόταν για να γεμίσει τα ποτήρια με το αγαπημένο λικέρ της Φώτως, το πικραμύγδαλο, ή ν΄ανανεώσει τα γλυκά στο καρυδένιο τραπεζάκι με το λευκό, κεντημένο περίτεχνα μεταξωτό σεμέν, όπως και να βάλει κάποιο μαξιλάρι στην πλάτη της Φώτως, ή να τη σκεπάσει με κάποια κουβέρτα, περιποιήσεις που η Φώτω δεχόταν χαϊδεύοντάς τη φευγαλέα. Η ηλικιωμένη γυναίκα έλαμπε σαν ακριβό μαργαριτάρι με το υπόλευκο δέρμα της, που είχε χρόνια να το δει ήλιος, τα μπαμπακένια μαλλιά πλεγμένα στεφάνι, το λευκό νυχτικό και την εσάρπα, ενώ τ΄ αγέραστα γκρίζα μάτια της περνούσαν ζωηρά πάνω από τον καθένα τους σα χάδι. Το χαμόγελο είχε κολλήσει λες στο πρόσωπό της, ένα χαμόγελο φωτεινό και πλατύ, ενώ το γέλιο της κελαρυστό γέμιζε το μεγάλο δωμάτιο.

Τέλος, ήρθε η σειρά της Έρσης να μιλήσει για τη ζωή στο Παρίσι. Η Έρση έχει το χάρισμα του λόγου, ακόμα και την πιο βαρετή ιστορία μπορεί να στη διηγηθεί με τέτοιο τρόπο και αρκετή δόση χιούμορ που να κρέμεσαι από τα χείλη της. Μα ΄κείνη τη μέρα δε φαινόταν να ΄χει όρεξη να κάνει κάτι τέτοιο, η απαίτηση των γύρω της την έκανε να σκοτεινιάσει και έτσι προτίμησε ν΄αλλάξει θέμα και να μιλήσει για τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις, με την πρόφαση ότι ήθελε ν΄ενημερώσει τον Μάρκο που έλειπε χρόνια από τη χώρα. Με τα μάγουλα της να πυρώνουν από ενθουσιασμό είχε ανασηκωθεί και μιλούσε με τη δυνατή σαν καμπάνα φωνή της, κάνοντας ζωηρές κινήσεις και διακωμωδώντας τις αποφάσεις των πολιτικών. Η Μαντώ συνεπαρμένη και έχοντας ξεχάσει τη συστολή της μπροστά στον ξένο πέταξε μια ατάκα που έκανε όλους να λυθούν από τα γέλια και το επανέλαβε έπειτα από λίγο με το ίδιο αποτέλεσμα. Ο Μάρκος την κοίταξε επιδοκιμαστικά. «Δε λες πολλά, αλλά όταν μιλάς είσαι απίστευτη!» της είπε χαμογελαστός. Η Μαντώ σηκώθηκε απότομα, ψέλλισε κάτι για δείπνο και βγήκε σαν κυνηγημένη. Ο Μάρκος κοίταξε την Έρση σαστισμένος «Τι είπα;». Η Έρση κούνησε το κεφάλι της χαμογελώντας καθησυχαστικά. Τότε η Φώτω του μίλησε σοβαρή, «Είναι ντροπαλή και σιχαίνεται τις φιλοφρονήσεις…» και γυρνώντας προς την Έρση. «Δεν ξέρω τι θα ΄κανα χωρίς αυτή! Είναι τόσο προκομμένο κορίτσι, φιλότιμη και πανέξυπνη, αλλά το νου της τον έχει μόνιμα στα βιβλία. Έχει απορρίψει ένα σωρό καλές προτάσεις και μέχρι τώρα είχε σα δικαιολογία το σχολείο. Τώρα τέλειωσε το σχολείο και πάλι δεν μπορώ να την πείσω! Έρση πρέπει να της μιλήσεις μια από αυτές τις μέρες, εσένα σ΄ακούει! Δεν επιτρέπεται να χαραμίσει τα νιάτα της εδώ…».

Η νύχτα τύλιξε την μικρή κωμόπολη στον γεμάτο μυστήριο και με αστέρια υφασμένο μανδύα της. Η Μαντώ είχε κλείσει τα μάτια της και προσπαθούσε να νανουριστεί από τη ρυθμική ανάσα της Φώτως, όμως ένα αίσθημα ανησυχίας που αδυνατούσε να καταπνίξει την κρατούσε ξύπνια. Η σιγαλιά διακόπηκε για λίγο από το ερωτικό κάλεσμα μιας γάτας. Γι΄άλλη μια φορά η Μαντώ στριφογύρισε στο κρεβάτι της νευρικά, χτυπώντας τα πόδια της και τότε κράτησε την ανάσα της, καθώς κάτι άκουσε. Με την άκρη του ματιού της κοίταξε προς τη Φώτω που κοιμόταν ήσυχη στο διπλανό κρεβάτι και αναζήτησε τη μικρή κουλουριασμένη μαύρη φιγούρα, ο Φιρφιρίκος ήταν εκεί. Τι στο καλό της συνέβαινε; Ποτέ άλλοτε δεν είχε πρόβλημα με τον ύπνο. Κοίταξε το ταβάνι. Αυτός φταίει! Γιατί ήρθε; Γιατί έπρεπε να μείνει μαζί τους; Πόσο θα μείνει μαζί τους; Πόσο καιρό θα πάρουν οι εργασίες στο πατρικό του; Είναι τόσο αστείος και καλός, τόσο γλυκός και ήπιος, είναι ακριβώς το αντίθετο από τον αδερφό του αν και φαίνεται να διασκεδάζει, όταν την κάνει να νιώθει άβολα. Ξεφύσησε συγχυσμένη! Την εκνευρίζει! Θέλει να τον χαστουκίσει που νομίζει ότι μπορεί να παίζει μαζί της. Πώς μπορεί η Έρση να επέλεξε τον σιχαμένο αντί για αυτόν; Από πάνω της ακούστηκαν ελαφρά σουρτά πατήματα που διέσχιζαν τον διάδρομο, δεν έφθασαν όμως μέχρι το μπάνιο, έπειτα ένα ελαφρύ τρίξιμο, η πόρτα του δωματίου του Μάρκου. Γνώριζε καλά κάθε ήχο σε αυτό το σπίτι και δε γελιόταν, ο παραπονιάρικος ήχος προερχόταν από αυτήν την πόρτα. Η καρδιά της σταμάτησε και η ανάσα της κόπηκε προσπαθώντας ν΄αφουγκραστεί. Τα πατήματα ακούστηκαν πιο καθαρά όπως και το ελαφρύ σκούξιμο από το σομιέ του κρεβατιού, καθώς βούλιαζε από το βάρος του νεοφερμένου, συνοδευόμενο από ένα μουρμουρητό. Το δωμάτιο του Μάρκου βρισκόταν ακριβώς από πάνω τους. Η Μαντώ δαγκώθηκε και τα μάγουλα της φλογίστηκαν, όχι, δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε ξαναφέρνοντας με το νου της όλη την προηγούμενη μέρα, ψάχνοντας τα σημάδια, μα δε τα βρήκε. Ούτε φευγαλέα αγγίγματα, ούτε τα διφορούμενα βλέμματα, ούτε την ερωτική αμηχανία, απλά, μια αμηχανία… Από την άλλη όμως, γενικά επικρατούσε μια αμηχανία. Δεν είναι δυνατό, σκέφτηκε γι΄ άλλη μια φορά η Μαντώ, μα τ΄αργόσυρτα βογγητά από τον απάνω όροφο δεν της άφηναν πια καμία αμφιβολία. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που ΄χε ξανακούσει αυτούς τους θορύβους. Όταν ακόμη ερχόταν το αφεντικό της, στο ξενώνα έφερνε τις ερωμένες του, λες και το κάνε επίτηδες για να τον ακούει η Φώτω. Βούλιαξε το κεφάλι της μέσα στο μαξιλάρι κι έκλεισε σφιχτά τ΄αυτιά της.

Το ξημέρωμα τη βρήκε κουλουριασμένη και σκεπασμένη ως πάνω, να πλανιέται στις παρυφές του ύπνου. Ξαφνικά ένα βάρος προσγειώθηκε πάνω της που έκανε την καρδιά της να σπαρταρήσει από τρόμο! Το βάρος ανέβηκε ακροβατώντας ως τον ώμο της, η Μαντώ έβγαλε το κεφάλι της έξω από το σκέπασμα κι αντίκρισε ένα ζευγάρι πράσινα μάτια να την κοιτούν εξεταστικά. Ο Φιρφιρίκος έφερε τη μουσούδα του κοντά στο πρόσωπό της και τα μουστάκια του τη γαργάλισαν. Η Μαντώ του χαμογέλασε αχνά, κουρασμένα κι αφού τον χάιδεψε, τον έσπρωξε για να σηκωθεί. Είχε ένα σωρό δουλειές να κάνει, οι οποίες, ήλπιζε, να κρατήσουν απασχολημένο το μυαλό της.

Η μέρα της ξεκίνησε ως συνήθως, ετοιμάστηκε γρήγορα, προετοίμασε το πρωινό, καθάρισε και ετοίμασε την τραπεζαρία, έπειτα έκανε μια γρήγορη γενική στο ισόγειο, αφού ταχτοποίησε τη Φώτω, η οποία ξύπνησε φανερά ευδιάθετη και δεν έμοιαζε να έχει καταλάβει κάτι. Τέλος, πήρε ένα φλιτζάνι γάλα και κάθισε στο μικρό μεταλλικό τραπεζάκι, που βρισκόταν στη μικρή εσωτερική αυλή που έβλεπε στο τοίχο του διπλανού σπιτιού. Χάρη στις φροντίδες της, ο κήπος ήταν γεμάτος χρώματα και μια φουντωτή ζωηρόχρωμη βουκαμβίλια σκέπαζε ένα μεγάλο μέρος του απέναντι τοίχου. Πριν αρρωστήσει η Φώτω συνήθιζαν να κάθονται σ΄αυτήν την αυλούλα και να συζητάνε τι διάβασε και τι έμαθε στο σχολείο η Μαντώ, καθώς και τα κουτσομπολιά της γειτονιάς τους και της μικρής νησιωτικής πόλης τους, που πιο πολύ ενδιέφεραν τη Φώτω. Κάπου κάπου ερχόταν και η ξαδέρφη της, η Μαρία, ή η αδερφή της Φώτως και πιο σπάνια καμιά γειτόνισσα. Η Μαντώ έγειρε πίσω το κεφάλι της και κοίταξε το μικρό κομμάτι του ουρανού, είχε ένα θολό ξεπλυμένο γαλανό χρώμα. Αναστέναξε, όσο και να προσπάθησε να μη σκέφτεται δεν τα κατάφερε, η μηχανική φύση των δουλειών της άφηνε άπλετο χρόνο να γυροφέρνει στο μυαλό της τα ερωτήματα που την απασχολούσαν, μα και το φόβο της ότι αυτή η ιστορία δε θα τους έβγαινε σε καλό… Με την άκρη του ματιού της έπιασε μια ανεπαίσθητη κίνηση στ΄αριστερά της. Έγειρε το κεφάλι της περιμένοντας ν΄αντικρίσει τον Φιρφιρίκο. Αντ΄ αυτού, δύο μεγάλα μάτια στο χρώμα του μελανιού την κοίταζαν. Αναπήδησε από την έκπληξη.

Ο Μάρκος είχε μόλις εμφανιστεί από μια εσοχή που έκανε ο κήπος σε ΄κείνη τη γωνία. Η Μαντώ έσφιξε τα χείλη της αποδοκιμαστικά. Αυτή η εσοχή ήταν η αγαπημένη “κρυψώνα” του Νίκου Γαλφυνού, εκεί συνήθιζε να ξεμοναχιάζει τις υπηρέτριες που προσλάμβαναν εκτάκτως για τις γιορτές. Οι κυρίες στον ξενώνα, οι υπηρέτριες στην εσοχή, έτσι πάει… Η Μαντώ είχε βρεθεί αρκετές φορές μάρτυρας αυτών των ξεμοναχιασμάτων και των άσεμνων χειρονομιών του αφεντικού της προς κάθε είδους θηλυκό που περνούσε από το σπίτι. Το ότι ο Μάρκος έμοιαζε τόσο σε όψη με τον αδερφό του την τρομοκρατούσε. Ο Μάρκος τη χαιρέτισε φιλικά, αλλά εκείνη ψέλλισε ένα παγωμένο καλημέρα κοιτώντας τον αυστηρά και σηκώθηκε.

«Συγνώμη δεν ήθελα να σ΄ ενοχλήσω…» μουρμούρισε απολογητικά ο Μάρκος. Η Μαντώ αγνόησε το σχόλιο και τον ρώτησε τυπικά, αλλά ψυχρά «Πού επιθυμείτε να πάρετε το πρωινό σας;». Εκείνος την κοίταξε βαθιά στα μάτια διασκεδάζοντας με το φέρσιμο της. Έχει πολύ όμορφα μάτια που σήμερα μοιάζουν σα φύλλα σκεπασμένα με πάχνη, σκέφτηκε ο Μάρκος και χαμογέλασε στη σκέψη του καθώς καθόταν στην καρέκλα απέναντι της.

«Eδώ… Κι ελπίζω να μου κάνεις παρέα…» Εκείνη του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο παγοκρυστάλλους που έλαμπε μυστηριακά.

«Θέλετε καφέ;» τον ρώτησε με τυπικό τόνο η Μαντώ και στη θετική απόκρισή του συμπλήρωσε «Πώς τον πίνετε;».

«Γλυκή βραστό» της απάντησε χαμογελώντας της, μα η Μαντώ του γύρισε την πλάτη και περπατώντας στητά μπήκε μέσα στο σπίτι σαν κυνηγημένη. Ο Μάρκος έμεινε να κοιτά το άνοιγμα της πόρτας όπου χάθηκε το καλοκαμωμένο κορμί της, με τα όμορφα στητά οπίσθια, τις τορνευτές γαμπίτσες και τα καστανά μαλλιά της που ανέμιζαν κυματιστά, μην μπορώντας να σταματήσει να χαμογελά. Αυτή η χαριτωμένη μικρή είχε μια ιδιαίτερη αύρα που τον προκαλούσε να την πειράξει, να παίξει μαζί της… Τι κακό μπορεί να συμβεί αν διασκεδάσει λίγο;

Επόμενο

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: