,

Η Μαμά Κλαίει

Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να κλαίει. Όχι γιατί ήταν κάποιος σκληρός χαρακτήρας, σαν εκείνους που βλέπει κανείς στις ταινίες, με το σφιγμένο πρόσωπο και τα φαρμακερά λόγια. Το αντίθετο, η μητέρα μου ήταν πάντα ανοιχτός τύπος, πολυλογού και με επιχειρήματα που εύκολα μπορούσε μαζί μας να τα γυρίσει σε φαρσοκωμωδία. Όσο μπόι της έλειπε, τόσο ταπεραμέντο είχε. Κανόνιζε τα πάντα στο σπίτι μέσα κι έξω, τρέχοντας εδώ κι εκεί μόνιμα αγχωμένη και παρόλα αυτά έβγαζε μια ζεστασιά στον χώρο της, φερμένο από την παρουσία της.

Ήμουν πάντα κοντά με τη μητέρα μου, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.  Είτε γιατί ταίριαζαν τα χνώτα μας, είτε γιατί ήμουν ανασφαλής και γύρευα πάντα την παρουσία της, είτε γιατί, πιο πεζά, εκείνη μπορούσα να την ακούσω. Να την ακούσω πραγματικά, όχι απλώς να την κατανοήσω, αφού γεννήθηκα με μερική απώλεια ακοής.

Μελέτες λένε ότι τα μωρά συνδέονται με τη μητέρα τους μέσω της όσφρησης και με τον πατέρα τους μέσω της φωνής του. Δεν έκατσα να διαπιστώσω αν όντως αυτό ισχύει τελικά, αλλά προφανώς στη δική μου περίπτωση εξηγούσε γιατί, ενώ με τη μητέρα μου ήμουν αυτοκόλλητη, με τον πατέρα μου είχαμε πάντα μια απόσταση. Όχι εχθρότητα, απλά απόσταση. Η μητέρα μου είχε πάντα μια γλυκιά μυρωδιά κανέλας και δέρματος από φυσικού της. Ο πατέρας μου είχε μια μπάσα, βαθιά φωνή με εξαφανισμένα φωνήεντα και συριστικά σύμφωνα, που ακούγονταν κάπως σαν πολυάσχολες μέλισσες στην κυψέλη.

Ήξερα πάρα πολλά πράγματα για τη μητέρα μου. Γιατί εκτός από τα χάδια και τα γλυκόλογα που μου έλεγε κάθε τόσο, φανερώνοντας την τρυφερότητά της, μου έλεγε και καθετί που συνέβαινε στη ζωή της, όπως σε μια στενή της φίλη. Από τις πρώτες μου αναμνήσεις έχω την αιθέρια αίσθηση αιώρησης –καθώς με νανούριζε και τραγουδούσε, η μοναδική μου ανάμνηση της μητέρας μου να τραγουδάει– μέσα σε μια μυρωδάτη πανδαισία, σαν να ψηνόταν κάπου μηλόπιτα. Αργότερα, η πρώτη λογική ανάμνηση που έχω, ήταν όταν μου διηγούνταν το πόσο αγχωνόταν με το τρέξιμο για να προλάβει το λεωφορείο της δουλειάς της. Ήμουν γύρω στα δέκα. Έτρωγα θυμάμαι ένα κέικ βανίλια-σοκολάτα που είχε φτιάξει και εκείνη έπινε τον καφέ της, μέτριο ελληνικό. Είχε ξεκινήσει με τη φράση «ο κόσμος είναι άσχημος» και την αρχική πρόθεση, σαν καλή μητέρα, να με προειδοποιήσει ότι όταν ανεβαίνω στο λεωφορείο πρέπει να προσέχω πού στέκομαι, γιατί «υπάρχουν κάτι βρωμιάρηδες που βάζουν χέρι». Δεν χρειαζόταν καν να μου εξηγήσει τι σήμαινε, βάζω χέρι.  Δεν υπήρχε πολιτική ορθότητα στην σεξουαλική διαπαιδαγώγηση τότε, ούτε εξηγούσαν οι γονείς για μελισσούλες και λουλουδάκια. Η πρώτη επίσημη ενημέρωση για το σεξ, ήταν ότι «οι άντρες είναι γουρούνια, γιατί το μυαλό τους είναι να σου χωθούν». Εγώ, αντί να σοκαριστώ ή να τη ρωτήσω για το σεξ, όπως θα ήταν αναμενόμενο, τη ρώτησα αν της ήταν δύσκολο για εκείνη να παίρνει το λεωφορείο με αυτές τις συνθήκες. Της ακούστηκα σαν να μην ήμουν η δεκάχρονη κόρη της, αλλά μια συνομήλικη φίλη της, πράγμα που της έκανε τρομερή εντύπωση. Κι από εκείνη την ημέρα άρχισαν οι απογευματινές μας κουβέντες με τον καφέ της, που αργότερα τον έφτιαχνα εγώ και για τις δυο μας και αναλωνόμασταν σε εμπεριστατωμένες συζητήσεις.

Καθώς η μητέρα μου δεν είχε φίλες, αφού μετά τον γάμο της και τις συνεχείς μετακομίσεις όλο άλλαζαν τα πρόσωπα κι επειδή με τον πατέρα μου είχαν απομακρυνθεί σε σημείο γκρινιάρηδων συγκάτοικων, ανέλαβα πρόθυμα εγώ τον ρόλο της μυστικοσυμβούλου. Ήταν για μένα εξωπραγματική απόλαυση, το γεγονός ότι ένας ενήλικος μου μιλούσε σαν να ήμουν κι εγώ ενήλικη. Ήμουν σε μια ηλικία που φερόμουν και αντιδρούσα με περίσκεψη και σοβαρότητα, χωρίς να χάνω ωστόσο ευκαιρία διακωμώδησης για οτιδήποτε γινόταν υπερβολικά σοβαροφανές, σαν ένα μέσο αποφόρτισης αυτής της τόσο πρόωρης ωριμότητας. Ήξερα πράγματα για τη μητέρα μου από την δική της παιδική ηλικία με λεπτομέρειες που ούτε η ίδια δεν θα θυμόταν αν δεν μου τα διηγούνταν κάθε τόσο. Γνώριζα καταστάσεις που είχαν συμβεί ανάμεσα στη μητέρα μου και σε ανθρώπους που δεν είχα συναντήσει καν, αλλά ήδη έτρεφα είτε συμπάθεια είτε μια απέχθεια για όσους δυσκόλευαν τη ζωή, παρότι δεν γνώρισα ποτέ κανέναν τους. Λείαινε ξανά και ξανά τις αναμνήσεις της μέσα από τις αφηγήσεις της προς εμένα, σε σημείο τέτοιο, που ήξερα πια με περισσότερη λεπτομέρεια τη δική της παιδική ηλικία, παρά τη δική μου.

Κι όσο τη μάθαινα και τη ψυχολογούσα ασυναίσθητα, ήδη πριν αρχίζω να την κατανοώ, διδασκόμουν και τον τρόπο που επιζητούσε την προσοχή από τους άλλους όταν ήθελε να πει κάποιο πρόβλημά της. Ο τρόπος ήταν αλλόκοτος, ενώ δεν ήταν στο στιλ της να μιλά έτσι, ξαφνικά πετούσε γκρινιάζοντας μια επίκριση π.χ. τι χάλια μπλούζα/μαλλιά/βάψιμο είναι αυτό. Τόσο ο πατέρας μου, όσο και ο αδερφός μου φυσικά αντιδρούσαν με ένα ό,τι θέλω θα κάνω, να κοιτάς τη δουλειά σου, γιατί έβλεπαν την επιφάνεια. Στην αρχή κι εγώ, έχοντας ανασφάλειες, αντιδρούσα έτσι, όμως κάποια στιγμή στάθηκα λίγο πιο πίσω, έκλεισα τα αυτιά μου στα λόγια της μητέρας μου και κοίταξα μόνο τις κινήσεις του προσώπου και των χεριών της. Ήταν μια στιγμή αποκάλυψης για μένα, γιατί όλο της το σώμα φώναζε βοήθεια, με το άγχος να χτυπάει κόκκινο και τη σύγχυση στο ζενίθ. Οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν όταν τη ρώτησα τι συνέβαινε κι εκείνη για πρώτη φορά επεκτάθηκε σε ένα ζήτημα που την άγχωνε, μια επίσκεψη φίλων του πατέρα μου που δεν τους γνώριζε καλά. Από τότε ήξερα, ότι όποτε μιλούσε έτσι, χρειαζόταν ένα πρόθυμο αυτί να την ακούσει και να της δώσει κουράγιο, κάτι που παρά την αδυναμία μου, τελούσα στην εντέλεια όλα εκείνα τα χρόνια.

Πέρα όμως από αυτές τις εκδηλώσεις, ποτέ, ούτε μια φορά η μητέρα μου δεν ήταν συναισθηματική σε ό,τι μου έλεγε. Στα προβλήματα που την απασχολούσαν, επειδή ήξερε ότι την στήριζα, τα περιέγραφε σαν προβλήματα κάποιου άλλου. Στις αφηγήσεις της για το παρελθόν, ήταν εξαιρετικά παραστατική γιατί κατάφερνα να δω σαν σε ταινία τις εικόνες, με τη φλαμουριά της γειτονιάς, τον κλέφτη γάτο, τις μεγάλες φέτες ψωμί που μοίραζε η δική της μάνα στην Κατοχή, το άδειο, πλυμένο βάζο του γλυκού που η ένοχη μητέρα μου έβαζε στη θέση του, το κόκκινο της σκούρας ντομάτας κραγιόν που της πήγαινε, τις βάτες που έραβε η μάνα της στα φορέματά της στο ύψος των γοφών της για να μη φαίνεται πόσο σκελετωμένη ήταν, τα γράμματα που αντάλλαζε με τον στρατιώτη πατέρα μου… Ποτέ όμως δεν την είδα, ούτε όταν διηγούνταν τις πιο τραγικές καταστάσεις της ζωής της, να βουρκώνουν τα μάτια της ή να φανερώνει έστω κάποια μορφή θλίψης. Τις μόνες φορές που έβλεπα τα μεγάλα, καστανά της μάτια να γυαλίζουν από ποτάμια δάκρυα, τα οποία αμέσως μετά σκούπιζε και γελώντας από αμηχανία έλεγε «εσύ κλαις» ήταν σε ταινίες και δραματικές σειρές. Στην πραγματική ζωή ποτέ δεν την είχα δει να κλαίει, έλεγε συχνά μάλιστα πως δεν της άρεσε ποτέ εκείνος ο τύπος της κλαψιάρας γυναικούλας που κάθε τρεις και λίγο χύνει δάκρυα για το παραμικρό.  Μπορεί να γελούσε με την καρδιά της, αλλά ποτέ δεν έκλαψε, ακόμα και στις χειρότερες καταστάσεις που βίωσε όλα εκείνα τα χρόνια και που θα έβαζαν κάτω και τον πιο ψύχραιμο άνθρωπο. Την μιμούμουν φυσικά, ήταν το πρότυπό μου και έφτασα κι εγώ να θεωρώ δείγμα αδυναμίας το να κλαίει κανείς για οποιονδήποτε σοβαρό λόγο. Ξέδινα κι εγώ σε συγκινητικές ταινίες και σαχλά δράματα για απαγορευμένες αγάπες, χαμένα αδέρφια, ζωάκια εγκαταλειμμένα που έψαχναν τα αφεντικά τους. Πάντα βουβά και στα κρυφά.

Και τώρα στα τριάντα μου, έβλεπα τη μητέρα μου να κλαίει…

Είχε ξεκινήσει τελείως αθώα. Είχα ελεύθερο χρόνο, ο πατέρας μου έλειπε στο παραθαλάσσιο εξοχικό που παραθέριζαν κάθε χρόνο κι ο αδερφός μου ζούσε εδώ και καιρό σε άλλη πόλη. Η μητέρα μου συνέχιζε τις δραστηριότητές της, ανεξάρτητη από τον άντρα της και καταγινόταν κάπως υπερβολικά μαζί μου, γκρινιάζοντας πότε θα γνωρίσω κάποιο καλό παιδί να αποκατασταθώ και τα λοιπά. Δεν ήμασταν τόσο κοντά όπως παλιά πια, είχα μεγαλώσει κι εγώ, αποκτώντας τις δικές μου αγωνίες και λαχτάρες. Είχα ζήσει ήδη τις απογοητεύσεις και έβλεπα πως σε αυτές η μητέρα μου δεν μπορούσε να με βοηθήσει, αφού η ίδια είχε παραμείνει σε ένα χρονικό σημείο ίδια, όλα αυτά τα χρόνια.

Την μοναδική φορά που συγκρουστήκαμε γιατί με είχε φέρει προ τετελεσμένων σε γνωριμία με κάποιο από τα αναρίθμητα «καλά παιδιά» που αλίευε για χάρη μου,  είχα αποφασίσει πως δεν θα της έλεγα τίποτα πια για μένα. Ο τρόπος που χρησιμοποιούσε και ανέλυε τα λόγια και τις πράξεις μου και ιδίως η αδιάκριτη πλέον τάση της να επεμβαίνει σε αυτά, με έφερε στα όριά μου. Έβλεπα την τελευταία πενταετία τη μητέρα μου, όχι ψύχραιμη και λογική όπως την ήξερα, αλλά κυριευμένη από ένα άγχος και μια εμμονή που δεν αναγνώριζα. Είχε σταματήσει να ασχολείται με τις κακές συνήθειες του πατέρα μου και την αδιαφορία του προς την ίδια και εκδήλωνε την αγωνία της για πράγματα που δεν θα χαιρόμουν αν έμενα δια βίου εργένισσα. Ή αναμασούσε για νιοστή φορά το τι είχα κάνει ή είχα πει στην μοναδική σχέση που ήξερε ότι είχα, μια που με δική της πρωτοβουλία είχε ξεκινήσει, λες κι είχε καμιά αξία για μένα ένας άνθρωπος που είχα στείλει στα τάρταρα της λήθης χωρίς δισταγμό. «Πότε θα βρεις ένα καλό παιδί;» μουρμούριζε κάθε τόσο «δεν θα είμαι πάντα εδώ, τι θα απογίνεις μόνη σου;». Το γεγονός ότι μπορούσα να φροντίσω τον εαυτό μου, ότι είχα αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο κι ότι εργαζόμουν, παρά τα όποια προβλήματά μου, προφανώς δεν αποτελούσαν στοιχείο ότι μια χαρά τα κατάφερνα και μόνη μου.

«Αυτή τη μπλούζα θα βάλεις;» ήταν το πρώτο στοιχείο εκείνη την ημέρα που μου τράβηξε την προσοχή, ενώ την έβλεπα να ψήνει τον καφέ της.  Ήταν Σάββατο νωρίς το απόγευμα και σκόπευα να βγω για καφέ με τις φίλες μου, αλλά κάτι, ο τρόπος που ειπώθηκε εκείνη η φράση, με σταμάτησε. «Τι έγινε, μαμά; Τι έχεις;» τη ρώτησα διστακτικά καθώς είχα ξεμάθει λίγο εκείνη την οικειότητα της εκμυστήρευσης που είχαμε άλλοτε.

«Ο μπαμπάς είχε άλλη» μου πέταξε σε ανύποπτο χρόνο. «Κι έχει ένα παιδί μαζί της».

Για άλλη μια φορά δεν σοκαρίστηκα. Όχι γιατί δρούσα με τη λογική, αλλά γιατί ήξερα. Υπήρχαν γεγονότα που είχα δει μέσα στα χρόνια, την απομάκρυνση μεταξύ τους, την ξαφνική κοκεταρία του πατέρα μου, τη γνωριμία με φιλικά πρόσωπα για πρώτη φορά στα ιστορικά, την ανακοίνωση της γέννησης ενός παιδιού από τον μέχρι τότε αδιάφορο στα πάντα πατέρα μου, την αιχμηρότητα με την οποία γίνονταν πλέον τα παράπονα της μητέρας μου. Δεν είχα αποδείξεις, αλλά υποψίες μόνο. Και ενώ μέχρι τώρα αναρωτιόμουν αν το ήξερε η μητέρα μου, τώρα επιβεβαιωνόμουν. Ήξερε από την πρώτη στιγμή.

Μαθημένη από χρόνια, μπήκα αυτόματα στον ρόλο που είχα πάντα, αυτό της συμβούλου. Δεν χρειάστηκε και πολλή προσπάθεια, καθώς η μητέρα μου, με την ίδια αποστασιοποιημένη ζωντάνια, σαν να ήταν πρόβλημα κάποιου τρίτου, άρχισε να απαριθμεί όλες τις ενδείξεις εδώ κι εκεί που φώναζαν με πιο κραυγαλέα περίπτωση όταν η μητέρα μου ανακάλυψε ένα τασάκι παραχωμένο σε ένα πάπλωμα στην ντουλάπα. Κανείς μας δεν κάπνιζε. Από την απιστία προχώρησε με την ίδια χειρουργική ακρίβεια στην ύπαρξη ενός παιδιού, ενός ετεροθαλούς αδερφού ή αδερφής, του οποίου η γέννηση έγινε δεκτή με τόσο ενθουσιασμό από τον πατέρα μου, που είχε παραμείνει στο νοσοκομείο μέχρι να ακούσει το χαρμόσυνο νέο. Ο ίδιος άνθρωπος, ο οποίος στη δική μας γέννηση έλειπε από την πόλη όντας ανίσχυρος από το άγχος του ερχομού μας. Και πάλι, δεν ένιωσα πικρία ή απογοήτευση από τη στάση του, απλώς ένιωθα απελευθερωμένη. Τώρα ήξερα γιατί οι δυναμικές στην οικογένειά μας ήταν αυτές που ήταν, δεν υπήρχε κάτι προσωπικό, ούτε οφειλόταν σε κάποια δική μου ενέργεια ή του αδερφού μου η στάση που είχε ο πατέρας μου απέναντί μας.

Πριν προλάβω όμως να ξεκινήσω την παρηγοριά που ήξερα πως μπορούσα να δώσω  στη μητέρα μου, εκείνη άρχισε να κλαίει λέγοντας «αλλά εγώ φταίω για όλα».

Χοντρά δάκρυα κυλούσαν λαμπερά σαν γυάλινες σταγόνες από τα μάτια της. Και δεν έβλεπα καμιά ταινία να παίζεται στην τηλεόραση. Μια μικρή φωνή μέσα μου έλεγε με συντριβή, σαν απαρηγόρητο παιδί… η μαμά κλαίει, η μαμά κλαίει.

Χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα να κατανοήσω ότι συνέχιζε να μιλάει, με λυγμούς.

«Είμαι μια άχρηστη μάνα, εξαιτίας μου τα τραβάς όλα κι όχι μόνο εσύ. Έκατσα κι άκουσα τον μπαμπά σου τότε που ήμασταν παντρεμένοι… μετά τον αδερφό σου ξανάμεινα έγκυος κι ο μπαμπάς σου αγχώθηκε και… έκανα έκτρωση… Δεν έφτανε αυτό, μετά από σένα ξανάμεινα έγκυος… και δεν ήμουν καλά… δεν άντεχα και πάλι, έκανα έκτρωση… Θα είχες δύο αδέρφια ακόμα… Μπορεί κι εσύ να ήσουν καλά, φταίω, εγώ φταίω, αν δεν έπαιρνα εκείνη την ασπιρίνη όταν ήμουν σε σένα, μπορεί να μην είχες πρόβλημα και τώρα δεν ξέρω να σε προστατέψω… τίποτα δεν ξέρω, είμαι άχρηστη κι ανίκανη…»

Ένας οχετός δακρύων, λυγμών και λέξεων ξεχυνόταν ασυγκράτητος από την έως τότε, ψύχραιμη και λογική μητέρα μου, που το μόνο της ατόπημα τον καιρό εκείνο ήταν η υπερβολική εμμονή μαζί μου.

Άλλα δύο παιδιά μπορεί να υπήρχαν; Εγώ μπορεί να ήμουν καλά;

Κοίταξα για πρώτη φορά τη μητέρα μου σαν άνθρωπο, όχι απλά σαν ένα ρόλο που επιδρούσε στη ζωή μου. Αντίκρυσα μια γυναίκα που πάλευε με δαίμονες από την πιο τρυφερή ηλικία, χωρίς καμία υποστήριξη, χωρίς καμία γνώση να τη βοηθήσει. Μόνη της, μέσα σε όλο αυτόν τον κόσμο προσπάθησε να ορίσει τη μοίρα της, παρά τις αντιξοότητες και τα εμπόδια που της έβαζαν οι άλλοι. Όντας περιορισμένη από τον ίδιο της τον εαυτό στο τι μπορούσε και τι δεν μπορούσε να κάνει, χωρίς αυτοπεποίθηση με μόνη παρηγοριά της, την παιδιάστικη υπόσχεση ότι όταν θα ήταν ασφαλής, θα έκανε κάθε μέρα ρυζόγαλο. Όχι κάποια υπερδύναμη, όχι κάποιος δυνάστης. Μόνο η άμοιρη η μητέρα μου.

Τη θαύμασα που μάζεψε όλο το θάρρος του κόσμου για να καταφέρει να μου πει όλα αυτά που είχε πει. Υπήρχαν άνθρωποι που γνώριζα και που δεν το είχαν καταφέρει ποτέ.  Κι είχαν πολλή περισσότερη αυτοπεποίθηση από εκείνη που είχε φτάσει να ραγίσει και να σπάσει το προσωπείο που διατηρούσε όλα αυτά τα χρόνια, θολώνοντάς το με γκρίνιες και παράπονα μιας συνηθισμένης μητέρας. Μόνο που δεν ήταν μια συνηθισμένη μητέρα. Ήταν η μαμά μου.

Έκανα το μοναδικό πράγμα που μπορούσα εκείνη τη στιγμή. Την αγκάλιασα και τη χάιδεψα στην πλάτη, όπως θα έκανα αργότερα με το δικό μου παιδί, μονολογώντας καθησυχαστικά «σε τίποτα δεν φταις μαμά, σ’ αγαπάω, εγώ σ’ αγαπάω πολύ!».

Ποια αδέρφια θα είχα; Ποιος ήξερε αν θα ήμουν καλά έτσι κι αλλιώς; Γιατί η μητέρα μου έπαιρνε την ευθύνη για κάτι που ήταν πέρα από την ίδια, που δεν είχε καν τη δυνατότητα να ελέγξει όχι μόνο εάν θα της συνέβαινε, αλλά και πώς θα το απέτρεπε; Τι σημασία είχε για μένα αυτό τώρα πια; Καμία. Αυτό που ήξερα ήταν ότι είχα μια μητέρα τόσο ευαίσθητη. που είχε χτίσει ένα βουνό γύρω της για να προστατέψει όσους αγαπούσε.

Έμεινα με την μητέρα μου αγκαλιά, όλη εκείνη την ώρα που έκλαιγε σαν μικρό παιδί, παρηγορώντας την ακούραστα μέχρι να καταφέρει να ηρεμήσει. Κατάφερα μέχρι και να την κάνω να γελάσει μετά, εφευρίσκοντας κάποια σαχλαμάρα από αυτές που της άρεσαν. Λίγο αργότερα, όπως πίναμε τον κρύο πια καφέ μας, ήταν η ίδια που διακωμωδούσε τον εαυτό της. Έδωσα σιωπηλά υπόσχεση πως δεν θα είμαστε απομακρυσμένες πια. Μπορεί να μη γινόμασταν όπως πριν, μπορεί να με σύγχυζε ξανά με τις εμμονές της να με αποκαταστήσει, όμως εγώ θα ήξερα. Δεν θα την απομόνωνα από τη ζωή μου.

Ήταν ευτύχημα εκείνο το κλάμα της μητέρας μου. Γιατί λίγα χρόνια μετά, παντρεύτηκα στ’ αλήθεια τον άνθρωπο που εγώ ήθελα και της χάρισα ένα παιδί με το όνομά της.  Πρόλαβε και χάρηκε τη ζωή μαζί μας για άλλα οχτώ χρόνια πριν τελικά το μυστικό που ήθελε να μου πει η μητέρα μου, κυριέψει τον νου της.

Χρόνια μετά, ανακάλυψα γραπτά της. Κι εκεί το μυστικό φανερωνόταν σε όλη του τη θλιβερή μεγαλοπρέπεια… είχε δει τα πρώτα σημάδια της άνοιας και είχε νιώσει ανίσχυρη, ενώ έβλεπε εμένα να φαίνομαι ακόμα μετέωρη στον κόσμο, εμένα που θεωρούσε τον εαυτό της υπαίτιο για την αδυναμία μου.

Πρόλαβε ωστόσο να δει ότι με το κλάμα της και με το θάρρος της να ξεδιπλώσει τον αληθινό εαυτό της, έστω κι έτσι, απελευθέρωσε κι εκείνη κι εμένα. Και πρόλαβε να δει ότι αυτό που φοβόταν πιο πολύ, την απόρριψη και την καταδίκη από το ίδιο της το παιδί, δεν ήταν παρά ένας ανυπόστατος φόβος.

Γιατί ήταν και θα ήταν για πάντα η μαμά μου.

The Two Godmothers

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: