,

Ο Μόδιστρος και το Αρκουδάκι του Halloween

Παραμονές Halloween: Οι νεκροί περπατούν ανάμεσα στους ζωντανούς. Αφήνουν χνάρια που αν τα ακολουθήσουμε, οι συνέπειες, μπορεί να αποβούν ολέθριες ή… σωτήριες για τη ζωή μας.

«Φάρσα ή κέρασμα;» φώναξε το μικρό αγόρι με τη στολή καουμπόι, μόλις ο γερο-Έντουιν άνοιξε την πόρτα.

Εκείνος έκανε μια ενοχλημένη χειρονομία, έσφιξε το κασκόλ του, έστρωσε το καρό του κουστούμι, χάιδεψε το παχύ του μουστάκι και στηριζόμενος στη μαγκούρα του, προσπέρασε τον απογοητευμένο μικρό που χτύπησε το πόδι στο έδαφος και του πέταξε μια βρισιά. Συνέχισε να περπατά κουτσαίνοντας μέσα στην πολύχρωμη θάλασσα των μασκαράδων, ενώ οι φωτισμένες κολοκύθες έμοιαζαν με στοιχειωμένα πρόσωπα που τα πύρινα μάτια τους διαπερνούσαν όχι μόνο το σκοτάδι της νύχτας, μα και αυτό που φώλιαζε μέσα στις ψυχές. Τα μικρά στρόγγυλα γυαλιά του θόλωσαν από τη ζεστή του ανάσα. Τα έβγαλε και τα σκούπισε βιαστικά με ένα μαντήλι.

Ο Έντουιν Πάρσονς, ήταν ένας από τους πιο ξακουστούς μόδιστρους της πόλης. Τα τελευταία χρόνια όμως, είχε αποσυρθεί από το επάγγελμα, αγνοώντας τις παρακλήσεις των πελατών του, που του έταζαν μεγάλα ποσά. Από τότε που ένα από τα σύνεργά του και συγκεκριμένα το ψαλίδι, είχε σταθεί αιτία για να χαθεί ό,τι πολυτιμότερο είχε, χάθηκε και η γη κάτω από τα πόδια του. Κι έπειτα… τα παράτησε όλα.

Το θυμόταν σαν να ήταν χθες.

Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς. Τίναξε την ομπρέλα του, μπήκε βιαστικός στο σπίτι και κρέμασε το μουσκεμένο παλτό του. Μόνο που όταν προχώρησε στο σαλόνι, το πάτωμα δεν είχε πλημμυρίσει από το νερό, μα από το αίμα της κόρης του, Γκουέν, που είχε κόψει τις φλέβες της με ένα από τα ψαλίδια του. Ξεψύχησε λίγο πριν φτάσει το ασθενοφόρο.

Από τότε, κλείστηκε στον εαυτό του και στο σπίτι του. Δεν έβγαινε έξω, παρά μόνο όταν έπεφτε η νύχτα και μόνο όταν ήταν αναγκαίο, όπως απόψε.

Τώρα, επέστρεφε στο σπίτι κρατώντας μια σακούλα με τρία πακέτα. Ένα ελαφρύ αεράκι φύσηξε, και μερικά νεκρά, φθινοπωρινά φύλλα ξεκόλλησαν από τα κλαδιά κι έπεσαν απαλά γύρω του και πάνω στο παλτό του. Σταμάτησε και τα ξεσκόνισε ενοχλημένος. Λίγο πριν συνεχίσει τον δρόμο του, την προσοχή του τράβηξε ένας σκισμένος κορμός δέντρου. Ένα μικρό βουναλάκι από κίτρινα φύλλα είχε σχηματιστεί στο άνοιγμα. Πλησίασε για να δει καλύτερα. Τα παραμέρισε. Πρώτα εμφανίστηκαν δύο γυαλιστερά μαύρα μάτια σαν κουμπότρυπες κι έπειτα ακολούθησε η χνουδωτή μουσούδα από ένα καφέ λούτρινο αρκουδάκι. Ακούμπησε τη σακούλα στο έδαφος, στήριξε τη μαγκούρα στον κορμό και το τράβηξε μέσα από τον σωρό των φύλλων. Φορούσε ένα κόκκινο κασκόλ κι ένα γαλάζιο φόρεμα. Έκανε να το αφήσει, μα την τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Το έχωσε στη σακούλα και απομακρύνθηκε.

Ένα μικρό κορίτσι ξεπρόβαλε από τις σκιές και κάρφωσε το βλέμμα πάνω του.

Λίγη ώρα αργότερα, ξεκλείδωνε την πόρτα του σπιτιού του, ενώ από μέσα ακούγονταν ανυπόμονα νιαουρίσματα. Μια μαύρη φουντωτή γάτα εμφανίστηκε στο κατώφλι κι άρχισε να τρίβεται στα πόδια του. Εκείνος τρέκλισε και στηρίχθηκε στη μαγκούρα για να κρατήσει την ισορροπία του.

«Ήρεμα, Φλουξ» μουρμούρισε.

Ψαχούλευσε στη σακούλα κι έβγαλε μια κονσέρβα. Η γάτα σηκώθηκε στα δυο της πόδια και προσπάθησε να την πιάσει με το μπροστινό. Ο Έντουιν την παραμέρισε με κόπο, άνοιξε το καπάκι και την άφησε μπροστά της, στο πάτωμα. Έπειτα έσυρε τα βήματά του ως το σαλόνι, πέταξε τη σακούλα σε μια πολυθρόνα και κάθισε σε μια κουνιστή καρέκλα δίπλα στο παράθυρο. Τα φώτα από τα πολυάριθμα φαναράκια, έμοιαζαν με πυγολαμπίδες που αιωρούνταν στο πηχτό σκοτάδι. Τα βλέφαρά του, βαριά από τις έγνοιες της ημέρας που πέρασε, δεν άργησαν να κλείσουν και σύντομα έπεσε σε βαθύ ύπνο.

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν ξύπνησε απότομα. Δεν άργησε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον τρόμαξε. Η γάτα είχε ρίξει τη σακούλα στο πάτωμα και γρύλιζε κοιτώντας το εσωτερικό της.

«Φλουξ!» φώναξε προειδοποιητικά.

Τον αγνόησε.

«Φλουξ» επανέλαβε και πλησίασε.

Το ζώο νιαούρισε παραπονεμένα και απομακρύνθηκε. Ο Έντουιν κούνησε το κεφάλι με αποδοκιμασία. Στηρίχθηκε στην πολυθρόνα και τράβηξε τη σακούλα. Η μουσούδα από το λούτρινο αρκουδάκι προεξείχε. Το έβγαλε έξω και το περιεργάστηκε. Διαπίστωσε ότι το κόκκινο κασκόλ είχε ξεφτίσει στις άκρες, το φόρεμα ήταν τρύπιο και σκισμένο, ενώ το ύφασμα από το ένα πόδι είχε ξηλωθεί και το εσωτερικό του ξεχείλιζε. Εκείνη τη στιγμή, η γάτα τρίφτηκε πάλι στα πόδια του, ζητιανεύοντας φαγητό. Έσκυψε κι έτεινε το παιχνίδι προς το μέρος της.

«Σου αρέσει, Φλουξ;»

Το ζώο όμως όρθωσε το τρίχωμα του, γρύλλισε κι απομακρύνθηκε τρέχοντας. Ο Έντουιν το κοίταξε συνοφρυωμένος. Έπειτα έσβησε το φως και προχώρησε προς το δωμάτιό του. Ακούμπησε το αρκουδάκι σε μια πολυθρόνα. Προσπάθησε να τεντώσει το κορμί του, μα οι αρθρώσεις του βόγκηξαν. Ρουθούνισε απογοητευμένος και ξάπλωσε.

Λίγο αργότερα, η πόρτα της αυλής ταλαντεύτηκε με ένα ελαφρύ τρίξιμο και μια σκιά σύρθηκε αθέατη ως την εξώπορτα του σπιτιού. Την επόμενη στιγμή, βρέθηκε στο σαλόνι. Προσπέρασε τη γάτα, η οποία μόλις την αντιλήφθηκε κρύφτηκε κάτω από τον καναπέ και κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα.

Ο γέρος ξύπνησε απότομα ακούγοντας θόρυβο. Άναψε το φως και κοίταξε γύρω του. Το δωμάτιο ήταν άδειο.

«Φλουξ!» φώναξε νευριασμένος.

Σιωπή. Έσφιξε τα χείλη. Το παχύ μουστάκι του συσπάστηκε. Ετοιμάστηκε να κοιμηθεί ξανά, όταν είδε κάτι πεσμένο στο έδαφος. Σηκώθηκε, φόρεσε τα γυαλιά του και διαπίστωσε πως ήταν το αρκουδάκι. Το σήκωσε και ψηλάφισε το σκισμένο ύφασμα.

«Θέλεις να σε φτιάξω, μικρή;» αναρωτήθηκε. «Έχω ορκιστεί πως δεν θα ξαναπιάσω τα σύνεργα στα χέρια μου… Ωστόσο…»

Αναστέναξε. Τελικά πήρε μια βελόνα, πέρασε την κλωστή, κάθισε στην πολυθρόνα και ξεκίνησε να επιδιορθώνει αρχικά το ξεφτισμένο κασκόλ, έπειτα το φόρεμα και τέλος το ύφασμα από το πόδι.

Το σκοτάδι ήταν ακόμη πηχτό όταν τελείωσε. Κοίταξε το αρκουδάκι χαμογελώντας. Έπειτα το άφησε, έσβησε τα φώτα και ξάπλωσε ξανά. Ενώ κοιμόταν, μια σκιά κινήθηκε αστραπιαία προς το λούτρινο. Ακούστηκε ένα απαλό θρόισμα. Η πολυθρόνα, έμεινε κενή.

Το επόμενο πρωί, ο Έντουιν δεν ξύπνησε στην ώρα του για να ταΐσει τον Φλουξ. Η γάτα έξυσε την πόρτα του δωματίου του, μα δεν βρήκε ανταπόκριση. Η σκιά που είχε γλιστρήσει μέσα το προηγούμενο βράδυ, εμφανίστηκε ξανά. Αυτή τη φορά το ζώο δεν τη φοβήθηκε. Την κοίταξε και κλαψούρισε. Ξαφνικά, εκκωφαντική μουσική ακούστηκε από το σπίτι και αντήχησε σε όλη τη γειτονιά.

Δύο ημέρες μετά.

Ο Έντουιν βρισκόταν στο δωμάτιο του νοσοκομείου, με τον γιατρό να του δίνει οδηγίες για την αγωγή που θα έπρεπε να ακολουθήσει μετά την ανακοπή που υπέστη.

«Σταθήκατε πολύ τυχερός» συνέχισε. «Αν καθυστερούσαν να σας βρουν, μπορεί αυτή τη στιγμή να μην ήσασταν ζωντανός».

«Ακόμη δεν κατάλαβα πώς με βρήκαν. Ποιος ειδοποίησε;»

«Όπως με ενημέρωσαν, τους ανησύχησε η πολύ δυνατή μουσική που ακουγόταν από το σπίτι σας. Αναγκάστηκαν να διαρρήξουν την πόρτα για να σας ζητήσουν να την κλείσετε και η γάτα τούς οδήγησε στο δωμάτιό σας».

«Μουσική;» απόρησε ο Έντουιν. «Μα…»

«Πρέπει να πηγαίνω» τον έκοψε ο γιατρός. «Ακολουθήστε την αγωγή που σας έδωσα κι ελάτε να σας ξαναδώ σε μια βδομάδα».

Όταν αργότερα ο Έντουιν επέστρεψε στο σπίτι του, βρήκε το κόκκινο κασκόλ που ανήκε στο λούτρινο αρκουδάκι δίπλα στο κασετόφωνο. Κι όταν κατάφερε κι επισκέφτηκε τον κορμό του δέντρου που το είχε βρει, ανακάλυψε μέσα στον σωρό από φύλλα μια φωτογραφία. Απεικόνιζε ένα μικρό κορίτσι, που κρατούσε αγκαλιά το παιχνίδι. Από πίσω ήταν γραμμένο το όνομα Λαβίνια Μπέλμαν. Όταν έψαξε πληροφορίες για εκείνη, έμαθε πως ήταν θαμμένη εδώ και είκοσι χρόνια στο νεκροταφείο της πόλης του. Είχε ταφεί μαζί με το αρκουδάκι της. Το μνήμα της μάλιστα, βρισκόταν ακριβώς δίπλα στης κόρης του, της μόνης που τον γνώριζε τόσο καλά ώστε να είναι σίγουρη πως θα επιδιόρθωνε το λούτρινο ζωάκι. Κατάλαβε λοιπόν, πως ο τρόπος τους να τον ευχαριστήσουν που έφτιαξε το παιχνίδι, ήταν να του σώσουν τη ζωή.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: