Η μικρή αυλή, παρόλο που ήταν πνιγμένη στα χρώματα και τα αρώματα, του δημιουργούσε μια κλειστοφοβική αίσθηση, μια μελαγχολία. Ο Μάρκος άναψε ένα τσιγάρο και κοίταξε πάλι κατά την πόρτα. Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που ΄χε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του σαν έφυγε για να σπουδάσει;
Τα χρόνια της σχολής ο Μάρκος τα ΄χε περάσει κλεισμένος στο δωμάτιο του προσπαθώντας να πνίξει το πόνο του για την προδοσία της Έρσης, που προτίμησε να παντρευτεί τον αδερφό του αντί αυτόν, γι΄αυτό του κόλλησαν το παρατσούκλι “άγιος” κι αυτό το παρατσούκλι τον ακολούθησε και στα ταξίδια του. Ο πληρωμένος έρωτας τον αηδίαζε, μα έτσι κι αλλιώς δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να πληρώσει, αφού είχε συναντήσει αρκετές γυναίκες που όχι μόνο του ΄χαν δοθεί χωρίς να περιμένουν από αυτόν κάποιο αντάλλαγμα, πέρα από ένα χάδι ή μια καλή κουβέντα, αλλά και που ήταν θηλυκά με τα όλα τους. Ήταν γυναίκες κάθε εθνικότητας και κοινωνικής τάξης, με κοινό χαρακτηριστικό το κοφτερό βλέμμα της εξυπνάδας και του πνεύματος. Αυτές του τις κατακτήσεις, γιατί κατακτήσεις ήταν, τις έβλεπε σαν μικρά ακατέργαστα διαμάντια. Ήξερε ότι κρύβουν κάτι πολύτιμο, αλλά ποτέ δεν έμπαινε στον κόπο να τις λειάνει για να δώσουν όλη τους της λάμψη. Δεν ήθελε ν΄απογοητευτεί αν, όπως πολλές φορές μπορεί να συμβεί σ΄ένα ακατέργαστο διαμάντι, δεν έβρισκε αυτό το ιδιαίτερο που έψαχνε, αυτό το κάτι που δεν μπορούσε να εκφράσει με λόγια. Αυτό το κάτι, που στο μυαλό του, μόνο η Έρση είχε. Γι΄αυτό αρκούνταν στο να τις αγγίζει, μα όχι να τις κατέχει. Όμορφες γυναίκες υπάρχουν πολλές σ΄αυτόν τον κόσμο, ελάχιστες όμως έχουν αυτήν τη σπάνια ασίγαστη λάμψη του πνεύματος που με τα χρόνια είχε μάθει να την ξεχωρίζει κάτω από τις στρώσεις συμβατισμού και καθωσπρεπισμού. Μα ποτέ, ως χθες, δεν είχε νιώσει τόσο έντονα αυτό το αίσθημα του θαμπώματος, παρά σαν αντίκρισε για πρώτη φορά τα φωσφορίζοντα μάτια της Μαντώς. Τον γήτευσαν τόσο, που ξέχασε για λίγο την αμηχανία του που βρισκόταν μετά από τόσα χρόνια στο νησί, σ΄αυτό το σπίτι και το βασικότερο, με την Έρση.
Την Έρση, σκέφτηκε και ασυναίσθητα δάγκωσε με δύναμη το τσιγάρο νιώθοντας τη στυφή γεύση του καπνού. Την Έρση, τη μεγάλη του πληγή όπως την ονόμαζε η Ντολόρες, η “δασκάλα” του. Η σκέψη του ταξίδεψε χιλιάδες μίλια μακριά. Ήταν μια καμπυλωτή μαυρομαλλούσα μιγάδα με γαλανά μάτια η Ντολόρες, ένα από αυτά τα παιδιά που οι ναυτικοί σπέρνουν αφειδώς σ΄όλον τον κόσμο, κόρη ενός λοστρόμου από τη Μάνη. Την είχε δει για πρώτη φορά σαν ΄πιασαν λιμάνι στην Κούβα καθώς ορμούσε στην αγκαλιά του πρώτου καπετάνιου, ντυμένη μ΄ένα έντονο ροζ φόρεμα. Σαν τέλειωσε ο εναγκαλισμός τους, ο καπετάνιος της σύστησε το συμπατριώτη και φίλο του Μάρκο και της ζήτησε να τον φιλοξενήσει μέχρι να βρει καινούργιο μπάρκο. Η Ντολόρες έριξε το ερευνητικό βλέμμα της πάνω του, που έμοιαζε σαν να προσπαθούσε να διεισδύσει στη ψυχή του. Αυτός τρόμαξε, φοβήθηκε ότι θα ΄βλέπε την ψυχή του μπανταρισμένη, με την πληγή, που παρόλο που ΄χε περάσει καιρός, την ένιωθε ακόμα νωπή και φρόντισε να φορέσει το προσωπείο του, όπως έκανε πάντα σ΄ ανάλογες περιπτώσεις. Εκείνη όμως απλά έγειρε το κεφάλι της στο πλάι με χάρη, κάνοντας τα δακτυλίδια που εξείχαν κάτω από το καπελάκι με το μεγάλο λουλούδι στο πλάι ν΄ανεμίσουν και ανασήκωσε ειρωνικά τα φρύδια της, πράγμα που τον έκανε να τα χάσει για τα καλά, τότε έξαφνα του γύρισε την πλάτη. Το παιχνίδι κράτησε αρκετό καιρό και τον έκανε na εκπλαγεί από τη δύναμη του ηφαιστείου που έκρυβε επιμελώς η Ντολόρες κάτω από τους ραφινάτους γυναικείους τρόπους και το πλατύ παιδιάστικο χαμόγελο. Η Ντολόρες είχε μυηθεί από νωρίς στα τερτίπια του έρωτα, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη του, υπήρξε η πιο απαιτητική δασκάλα του. Γιατί έτσι την έβλεπε πια ο Μάρκος, ως δασκάλα του. Ποτέ της δε δέχτηκε εκ μέρους του τεμπελιά ή να την αφήσει ανικανοποίητη, μόνο όταν έπαιρνε αυτό που ήθελε τον άφηνε σε ησυχία. Έπειτα του δίδαξε να βλέπει την ομορφιά στο κόσμο, έχοντας πάρει την αισιοδοξία της Κρεολής μητέρας της δε δεχόταν ποτέ να λυγίσει κάτω από τα χτυπήματα της μοίρας. Αυτό που απολάμβανε όμως πιο πολύ ο Μάρκος ήταν οι συζητήσεις τους μετά το σεξ, αν και αυτός πιο πολύ άκουγε, ακουμπισμένος πάνω στο μεγάλο στήθος της, παρά μίλαγε και τότε η Ντολόρες του μιλούσε για την ανθρώπινη φύση, τις κοινωνικές συμβάσεις, τα όνειρα της, ξετύλιγε το είναι της και στην αρχή το απολάμβανε, μέχρι που συνειδητοποίησε με τρόμο ότι την ερωτευόταν και τότε έκανε ότι κάνει κάθε φορά όταν του συμβαίνει αυτό, εξαφανίστηκε…
Πριν τρία χρόνια ξαναέπιασαν με το καράβι στην Αβάνα. Μουδιασμένος έψαχνε με το βλέμμα του την αποβάθρα, μα η Ντολόρες δεν ήταν εκεί. Φοβούμενος μήπως τη συναντήσει απέφευγε να κατέβει από το πλοίο. Ένα πρωί όμως ο μηχανικός αρρώστησε βαριά, έπρεπε να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο και χρειαζόταν κάποιον να τον συνοδέψει. Ο Μάρκος βρέθηκε να βολτάρει έξω από το μεγάλο νεοκλασικό νοσοκομείο με τη στιβαρή όψη, κουρασμένος, όταν ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. Η Ντολόρες τον κοίταζε χαμογελώντας.
«Μοιάζει να είδες φάντασμα! Τόσο πολύ έχω αλλάξει;».
«Δεν έχεις αλλάξει καθόλου…» πέρα από κάμποσα κιλά που είχε πάρει, η Ντολόρες παρέμενε η ίδια γυναίκα με το σπιρτόζικο βλέμμα. Εκείνη ανασήκωσε το φρύδι της ειρωνικά.
«Ούτε εσύ…» του είπε νευρικά, έπειτα αλλάζοντας ύφος τον ρώτησε γεμάτη ενδιαφέρον: «Τι κάνεις εδώ; Όλα καλά;»
«Καλά, μια χαρά, ένα συνάδελφο συνοδεύω…» Η Ντολόρες κούνησε το κεφάλι με κατανόηση και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια, εκείνος προσπάθησε ν΄αποφύγει το βλέμμα της κοιτώντας το ρολόι του.
«Εσύ όλα καλά;»
«Τώρα καλά. Ήρθα να δω τον άντρα μου, έκανε αφαίρεση χολής…».
«Μμμ» μούγκρισε εκείνος προσπαθώντας μάταια να ακουστεί ότι νοιάζεται. Η Ντολόρες τον ξανακοίταξε με ΄κείνο το βλέμμα που ένιωθε να τον ξεγυμνώνει έως τα σώψυχα.
«Έχετε κανένα παιδάκι;» τη ρώτησε σχεδόν ξέπνοος και χαρούμενος που κατάφερε κάτι να σκεφτεί, καθώς στέγνωνε τα ιδρωμένα του χέρια στα μπατζάκια του.
«Τρία».
«Τρία!» σφύριξε με θαυμασμό.
«Εσύ, πώς τα πας;» τον ρώτησε γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι κάνοντας τα δακτυλίδια των μαλλιών της να χοροπηδήσουν και προσπαθώντας να συναντήσει τα μάτια του.
«Όπως συνήθως».
«Πήγες καθόλου στο νησί;» Εκείνος έγνεψε αρνητικά. «Δεν την είδες δηλαδή…», συμπέρανε η Ντολόρες. Ο Μάρκος την κοίταξε ξαφνιασμένος.
«Ποια;»
«Την κοπέλα που σου ράγισε την καρδιά, τη μεγάλη σου πληγή…». Ο Μάρκος δεν ήξερε τι να πει και προτίμησε να σιωπήσει κοιτώντας τα παπούτσια του, σαν να τα πρωτόβλεπε.
«Ξέρεις, αν όλα αυτά τα χρόνια μετάνιωσα για κάτι, είναι που ποτέ δεν πρόλαβα να σου πω, ότι είσαι βλάκας!» έφτυσε σχεδόν τις λέξεις η Ντολόρες.
«Βλάκας;» ψέλλισε εκείνος κοιτώντας την αποσβολωμένος.
«Ναι βλάκας, πολύ βλάκας! Έχεις καταστρέψει τη ζωή σου, γιατί ανύψωσες μια γυναίκα σ΄ένα βάθρο που το λογικότερο και πιθανότερο δεν της αξίζει καν. Την έχεις αγιοποιήσει και όλες τις συγκρίνεις μαζί της. Δε θα καταφέρεις ποτέ να ευτυχήσεις, αν δεν την αντιμετωπίσεις!»
«Να την αντιμετωπίσω;» τραύλισε.
«Ναι, να την αντιμετωπίσεις! Να τη συναντήσεις, να την πηδήξεις αν είναι δυνατόν, για να μπορέσεις επιτέλους να απελευθερωθείς!».
Η Ντολόρες μίλαγε δυνατά αδιαφορώντας για το ποιος τους ακούει, γεμάτη πάθος και με μάτια που πετούσαν σπίθες. «Ένας άνθρωπος είναι, ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, γεμάτη ελαττώματα όπως όλοι μας! Όσο πιο γρήγορα το καταλάβεις, τόσο πιο γρήγορα θα θεραπευτείς. Πρέπει να την απομυθοποιήσεις, πρέπει να τη δεις όπως είναι, πρέπει να ζήσεις…» του είπε τονίζοντας τις τελευταίες της λέξεις και του χάιδεψε το μάγουλο και το σαγόνι κοιτώντας τον έντονα. Έπειτα του γύρισε την πλάτη και προχώρησε ήρεμη προς την είσοδο του νοσοκομείου.
Η Μαντώ εμφανίστηκε κουβαλώντας έναν τεράστιο δίσκο με όλα τα καλούδια πάνω του, έσκυψε για να τον ακουμπήσει και άρχισε να τον αδειάζει με γρήγορες, σταθερές κινήσεις. Αυτό έδωσε μια εξαιρετική ευκαιρία στον Μάρκο να θαυμάσει το στητό της στήθος. Ο Μάρκος ένιωσε το παγωμένο βλέμμα της να τον καρφώνει σαν παγοκρύσταλλος και την κοίταξε μειδιώντας απολογητικά. Εκείνη τον ρώτησε αυστηρά:
«Θέλετε κάτι άλλο;».
«Παρέα…» Η Μαντώ έδειξε ν΄ αφουγκράζεται κάτι κι έπειτα ανασήκωσε το φρύδι της, μειδιώντας φανερά ανακουφισμένη.
«Η κυρία κατέβηκε. Θα την ενημερώσω ότι είστε εδώ, για να σας συντροφεύσει» είπε προφέροντας αργά την τελευταία λέξη και με μια χροιά ειρωνείας. Ο Μάρκος την κοίταξε ενοχλημένος καθώς του γύρισε την πλάτη και περπατώντας αργά και σταθερά μπήκε στην κουζίνα.
Τι εννοούσε η μικρή, να σας συντροφεύσει; Δεν πρέπει να ΄ταν η ιδέα του, το τόνισε. Λες να κατάλαβε; Πώς; Ήταν πολύ προσεκτικοί…
Εκείνη την ώρα πρόβαλε στην πόρτα η Έρση, η οποία είχε στρίψει το κεφάλι της και κάτι έλεγε στη Μαντώ. Ο Μάρκος κοίταξε το ευτραφές κορμί της. Είχε παχύνει αρκετά από τότε που ήταν νέοι. Φόραγε κομψές κρεμ γόβες, όμως το κουτεπιέ ξεχείλιζε αντιαισθητικά, ενώ οι γάμπες της δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, άθελά του τις σύγκρινε με της Μαντώς. Φορούσε ένα σιέλ καρό φόρεμα με κρεμ ζωνάκι που σχεδόν κρυβόταν όπως δίπλωνε η κοιλιά της. Αν έβλεπε αυτό το κορμί οπουδήποτε δε θα του ξαναέριχνε δεύτερη ματιά πέρασε η σκέψη σαν αστραπή. Όμως αυτή ήταν η Έρση, ο μεγάλος του έρωτας, η γυναίκα που τον σημάδεψε. Η Έρση τώρα ερχόταν προς το μέρος του, χαμογελώντας μ΄αυτό το υπέροχο χαμόγελο που σε μάγευε, τα πανέμορφα αστραφτερά ουρανί μάτια της και τα ροδοκόκκινα μάγουλα, ενώ τα χρυσαφιά μαλλιά της ανέμιζαν. Της χαμογέλασε γλυκά και ΄κείνη πετάρισε τις βλεφαρίδες της με σκέρτσο.
Η Έρση κάθισε απέναντι από τον Μάρκο ακουμπώντας το φλιτζάνι με τον καφέ της στο τραπεζάκι. Κοίταξε επιδοκιμαστικά τα καλούδια που βρίσκονταν μπροστά της και άρχισε να τρώει με όρεξη. Ο Μάρκος την κοίταζε με λατρεία, όμως ξαφνικά ένιωσε να τον πλημμυρίζει ένα κύμα ανησυχίας και τρόμου. Η Έρση το κατάλαβε και μασουλώντας ένα κουλουράκι, τον κοίταξε ερωτηματικά. Εκείνος αποτράβηξε το βλέμμα του, πήρε μερικά υπολείμματα φαγητού και τ΄άφησε στο πιατάκι του Φιρφιρίκου. Έπειτα άρχισε να καλεί τον γάτο, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να καταπνίξει την απόγνωση που ένιωθε να θεριεύει μέσα του. Τι έκανε; Ζούσε τ΄όνειρο… Να τρώει πρωινό μαζί της, να κοιμάται μαζί της, να ξυπνά μαζί της, να τη μυρίζει, να την ακουμπά και να τη γεύεται. Ζούσε τη ζωή κάποιου άλλου και όχι οποιοδήποτε άλλου, αλλά του αδερφού του. Ένιωσε ναυτία και καταλαβαίνοντας την ειρωνεία, κύρτωσε τα χείλη σ΄ένα αχνό χαμόγελο. Η Έρση δεν τον κοιτούσε πια, είχε στυλώσει το βλέμμα της στην ανθισμένη βουκαμβίλια μασουλώντας μηχανικά. Το πρόσωπό της έδειχνε γαλήνιο και ικανοποιημένο. Την κοίταξε πιο προσεκτικά, υπήρχε κάτι κάτι στο πρόσωπό της που δεν του ήταν γνώριμο, κάτι που είχε αλλάξει και δεν ήταν οι μικρές ρυτίδες στην άκρη των ματιών της. Το ύφος της είχε μια σκληράδα που δεν ταίριαζε με την εικόνα που είχε τόσα χρόνια στο μυαλό του. Η Έρση γύρισε και τον κοίταξε, το βλέμμα της τον τρόμαξε. Τα γαλάζια μάτια της έμοιαζαν με κάτοπτρα, απεικόνιζαν την ομορφιά γύρω τους, μα η ομορφιά δεν έμοιαζε να φτάνει ως τη ψυχή της. Η Έρση τον ρώτησε με αποστασιοποιημένη φωνή πότε θα πάει στο ναυπηγείο. Απέμεινε να την κοιτά με το στόμα ανοικτό, μην ξέροντας τι ν΄απαντήσει, τι να κάνει, πώς να συμπεριφερθεί… Δεν μπορεί κοιμάμαι ακόμα, σκέφτηκε, τώρα θα ξυπνήσω και θα καταλάβω ότι όλα αυτά είναι ένα όνειρο, θα ξυπνήσω στη στενή κρύα καμπίνα μου με τους γκρι μεταλλικούς τοίχους και το μικρό φινιστρίνι. Πετάρισε τα μάτια του και το πρόσωπο απέναντι του έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και του χαμογέλασε γλυκά.
«Τι έπαθες;» τον ρώτησε απαλά.
«Ονειρεύομαι…» μουρμούρισε σα χαμένος.
«Γιατί το λες αυτό;» έκανε διασκεδάζοντας η Έρση και βούτηξε ένα κουλουράκι στο καφέ της κοιτώντας τον χαμογελαστή.
«Σαν όνειρο μοιάζει, να ΄μαι εδώ, να κάθομαι μαζί σου σε μια ολάνθιστη αυλίτσα και να με ρωτάς, σαν να ΄μαστε παντρεμένοι χρόνια, πότε θα πάω στο ναυπηγείο…».
Τα λόγια του όμως ήχησαν τόσο παράδοξα και ταυτόχρονα δυνατά, σαν συναγερμός. Το κορμί του πέτρωσε. Τι κάνεις; Τι κάνεις; Ούρλιαζε μια φωνή μέσα του. Η Έρση χαμογέλασε με κείνο το χαμόγελο που δεν έμοιαζε ν΄αγγίζει τη ψυχή της, έσκυψε μπροστά και έπιασε το χέρι του με τα αφράτα απαλά δάκτυλά της.
«Τα όνειρα δεν έβλαψαν ποτέ κανένα, ας το ζήσουμε… και θα δούμε πού θα μας βγάλει… και για πόσο…»