,

Νονά Μαρία

Επιτέλους, το όνειρο του Αντίλ έγινε πραγματικότητα. Πίστευε πως δε θ’ αξιωνόταν ποτέ να σμίξει με την οικογένειά του, στην  Ελλάδα. Και όμως! Η γυναίκα του, η Ιρμάκ, έπινε το καφεδάκι της δίπλα του στην ομπρέλα, ρουφώντας αχόρταγα τον ζωογόνο Αττικό ήλιο. Η κόρη του, η Λαλέ, με το σαπ της κωπηλατούσε στην ήρεμη θάλασσα. Και αυτός, έβρεχε τα πόδια του στα δροσερά νερά της. Λάτρευε  την γαλήνη της, θυμόταν που φουρτουνιασμένος έριχνε τον καημό του στο Βόσπορο και ο κυματισμός της του έδινε λυτρωτικές υποσχέσεις. Και τις τήρησε, όλοι μαζί απολάμβαναν την γαλάζια δύναμή της.

Μόλις συνήθισε τη θερμοκρασία, (ήταν το πρώτο του μπάνιο μετά από πάρα πολλά χρόνια) πριν βουτήξει, γύρισε το κεφάλι να σιγουρευτεί πως ήταν όντως εκεί η σύζυγός του. Ότι δεν ονειρευόταν. Η Ιρμάκ είχε πιάσει γνωριμία με μια κυρία δίπλα, που παραδόξως του φάνηκε φυσιογνωμικά γνωστή. Χαμογέλασε μόνο που φαντάστηκε τον αχταρμά της συνεννόησής τους, με μια στάλα Ελληνικά και ένα πέλαγος Τούρκικα. Ήξερε όμως πως πρώτα θ’ απελπιζόταν η άγνωστη και μετά η καλή του, που δίψαγε για ανθρώπινη επαφή. Μπροστά ατένισε τη θυγατέρα του, περήφανη αμαζόνα να ιππεύει το απέραντο μπλε. Τόση ευτυχία ένιωθε πως δε θα την άντεχε η καρδιά του, θα έσκαγε! Και αυτό ακριβώς έγινε. Ο Αντίλ έσφιξε το στήθος του και σωριάστηκε στην άμμο…

Όταν συνήλθε, άπειρες σκέψεις πέρασαν στο μυαλό του. Γύρω του δεν πολυκαταλάβαινε τι γινόταν, ένα που δεν μίλαγε την γλώσσα, μα κυρίως ήταν τόσο μπερδεμένος ακόμα. Χωρίς χαρτιά, ήταν καταδικασμένος να πεθάνει στο φορείο. Τον είχαν ξαπλώσει πάνω του και ο Αντίλ το ένιωθε σαν νεκροκρέβατο. Τα πήγαινε – έλα των γιατρών, το θρόισμα της κουρτίνας, οι άγνωστοι θόρυβοι, το σούρσιμο απ΄τα αλάδωτα ροδάκια στο πάτωμα, η μία εξέταση που διαδεχόταν την άλλη, το μούδιασμα στο χέρι απ’ την πεταλούδα και τους ορούς, οι ακατάληπτοι φθόγγοι, τον εξάντλησαν… έκλεισε τα μάτια του.

Όταν τα άνοιξε, είχε ξημερώσει και στο πλάι του καθόταν η γυναίκα του. Του χαμογέλασε και του μίλησε χαμηλόφωνα. Τόσα χρόνια μαζί, ήξερε πώς να τον καθησυχάζει. Του είπε για την άγνωστη κυρία που έκατσε στην διπλανή ομπρέλα, την Μαρία. Πως έπιασαν αμέσως την κουβέντα σε άπταιστα γαλλικά, που γνώριζαν και οι δύο. Της άνοιξε την κουβέντα πρώτη η Ιρμάκ, γιατί της θύμισε πολύ μια τραγουδίστρια που είχαν δει στο ταξίδι τους στην Ελλάδα, το ΄85, στα νιάτα τους. Την Ρίτα Σακελλαρίου. Θεώρησε πως μπορεί να ήταν κόρη της αοιδού. Ίδια επιβλητική ξανθιά, βαμμένη-χτενισμένη στην τρίχα, με μπάσα λάγνα φωνή, πλουμιστό παρεό και το πάνλευκο Μαλτεζάκι της αγκαλιά. Πρώτο αυτό πετάχτηκε και έτρεξε δίπλα του, όταν λιποθύμησε στην παραλία. Η Μαρία κάλεσε βοήθεια, αυτή ξεσήκωσε τον προσωπικό της γιατρό, μόνο που δεν οδήγησε το ασθενοφόρο για την κλινική. Στην αίθουσα αναμονής έμαθε όλη την πικρή ιστορία της οικογένειας που φυγαδεύτηκε απ΄την Πόλη και αντάμωσε στην Σαρωνίδα. Αθυρόστομη και σίφουνας, αρχόντισσα και αλήτισσα, δεν της αντιστεκόταν κανείς, σιγά μην την έκανε καλά το ιατρικό κέντρο, κοτζάμ Μαρία! Με ύψος 1.87 εκατοστά παρακαλώ, όλοι από κάτω της! Και είχε τον τρόπο της, πότε ευγενής, πότε φορτική, πότε αίλουρος! Καθάρισε κυριολεκτικά. Βοήθησε βέβαια και η οικονομική άνεση του ασθενή για να καμφθούν οι τελευταίες νομότυπες αντιστάσεις. Διάγνωση βραδυκαρδία και προγραμματισμός για επείγουσα τοποθέτηση βηματοδότη. Πέντε μπουκάλες αίμα συγκέντρωσε η Μαρία από γνωστούς και σωματεία. Άλλες τρεις δικές της. Οι δύο απ΄την κάρτα αιμοδότη και η μία ατάκα και επί τόπου! Ο Αντίλ ένιωθε χαμένος σ’ ένα τούνελ σκοτεινό, σε μια Βαβέλ βουητών. Μα κάποια φωνακλού ψυχή, επίμονα τον καλούσε στο φως.

Όχι όπως πρόπερσι, που βυθίστηκε στον ολοκληρωτισμό, στην γενέτειρά του το Καντίκιοϊ της Κωνσταντινούπολης. Ο προπάππους του, Νετσίπ Οκανέρ, υπήρξε μεγαλοτσιφιλικάς της περιοχής και ένας απ’ τους ιδρυτές της Φενέρμπαχτσε. Είχε αφήσει περιουσία για δέκα γενιές και κυρίως, το όνομά του. Βάρος ασήκωτο έγινε στις πλάτες του νέου και ατίθασου Αντίλ. Φιλελεύθερος, σύμβουλος-οικονομολόγος απ΄τους λίγους, παντρεύτηκε στα τριάντα την Ιρμάκ από αμοιβαίο έρωτα. Η θυγατέρα τους, η Λαλέ, γεννήθηκε αργότερα με ακόμα πιο αδάμαστο πνεύμα απ΄τους γονείς της. Πανέξυπνη και φιλομαθής, επέλεξε να σπουδάσει Νομική και ν’ αρχίσει από νωρίς τα ταξίδια στο εξωτερικό. Όπως και να το κάνεις, μια τέτοια δραστηριότητα και κυρίως το γεγονός πως ο Αντίλ χορηγούσε φιλανθρωπικούς οργανισμούς και όχι το καθεστώς, μπήκε στο μάτι του Προέδρου. Τον παρακολουθούσαν καιρό βέβαια, η πορεία του είχε προδιαγραφεί. Αρνούμενος να παραχωρήσει δικαιώματα και οικονομικά οφέλη στην εξουσία, οι εχθροί του βρέθηκαν και φύτεψαν αμέσως τους κατήγορούς του ανάμεσα στους συναδέλφους του. Σαν προδότης της χώρας του, οδηγήθηκε στης φυλακής τα σίδερα. Το σχέδιο του κράτους ήταν να μείνει έγκλειστος όσο αντέξει τα βασανιστήρια και τους εξευτελισμούς, μέχρι να υποχωρήσει και ν’ αναγνωρίσει το λάθος του. Πώς; Μα παραχωρώντας το μεγαλύτερο τμήμα της περιουσίας του στην Κυβέρνηση για τα έργα της. Για το καλό το δικό του και της πατρίδας του!

Δε θα τον λύγιζαν όμως όπως περίμεναν, είχε ήδη έτοιμο το σενάριο ο Αντίλ. Τα ενοίκια που εισέπραττε τόσα χρόνια, είχαν αποδώσει ένα σεβαστό κεφάλαιο σε τράπεζα του εξωτερικού. Μαζί με συμβουλάτορες και δικηγόρους μπασμένους βαθιά στα κόλπα. Πρώτα κατέθεσε αίτηση διαζυγίου η γυναίκα του, η οποία τού πήρε όλη την περιουσία, κινητή και ακίνητη! Ύστερα η Ιρμάκ μετακόμισε με την κόρη τους στην Αθήνα. Απέμεινε φτωχός και ζωντοχήρος πίσω απ’ τα κάγκελα, κοινώς άχρηστος για το κράτος που είχε στόχο τα λεφτά του. Σύντομα τον άφησαν ελεύθερο με αφαίρεση διαβατηρίου, να υποφέρει άστεγος την πείνα στις γειτονιές της Κωνσταντινούπολης. Ταλαιπωρήθηκε, όμως σε έξι μήνες το έσκασε με πλαστά χαρτιά για την Ελλάδα. Έφθασε μεν μισός, αλλά έσμιξε με την οικογένειά του, στην πρωτεύουσα. Κρυμμένος για λίγο καιρό μέχρι να τακτοποιηθούν επίσημα τα έγγραφά του και να εκδοθεί η άδεια παραμονής. Πρώτη τους οικογενειακή έξοδος ήταν αυτή στην παραλία. Και κόντεψε να γίνει η τελευταία. Πικρή η γεύση της ελευθερίας. Σαν την αίσθηση της νάρκωσης στο στόμα…

Όταν συνήλθε του ωριαίου χειρουργείου, η Λαλέ και η Ιρμάκ κλαίγανε από χαρά. Η επέμβαση πήγε κάτ’ ευχήν. Διέκρινε έξω απ΄το τζάμι του θαλάμου ημερήσιας νοσηλείας την Μαρία να του χαμογελά. Πήρε αφάνταστη δύναμη, ανάρρωσε γρήγορα, γύρισε στο νέο του σπίτι. Εκεί του εκμυστηρεύτηκαν, πως στη διάρκεια της περιπέτειάς του, τους ήταν αδύνατο να προσευχηθούν στον Αλλάχ. Το Θεό μιας πατρίδας που τους εκβίασε, τους βασάνισε, τους τιμώρησε για τα πιστεύω τους, το ήθος τους, τη διαφορετικότητά τους. Μια αδιόρατη δύναμη από μέσα τους, τις οδήγησε στο μικρό εκκλησάκι εντός του νοσοκομείου, αφιερωμένο στην Παρθένο. Στην εικόνα της γονατίσανε, ικετεύοντας την Παναγία για την σωτηρία του, μα και όλων τους.

Η απόφαση της κόρης του και της γυναίκας του, μετά την επιτυχή κατάληξη, ήταν μονόδρομος. Πρώτες βαπτίστηκαν αυτές, μόλις ένα μήνα μετά το εξιτήριό του. Αλλάξανε και τα ονόματα, στα τόσο ταιριαστά, Σοφία και Ελπίδα, μάνα και θυγατέρα! Λίγο καιρό μετά που ένιωσε σίγουρος και ο Αντίλ, σειρά του να μπει στην κολυμπήθρα. Ξαναγεννήθηκε ως Γεώργιος που νίκησε τον δράκο. Εννοείται πνευματικός γονιός του, η γυναίκα που τον έσωσε, η νονά-Μαρία. Και μελλοντική κουμπάρα του ζεύγους, καθώς ήδη προγραμμάτιζε τον θρησκευτικό γάμο με την… «καινούργια» σύζυγό του, την Σοφία.

Καμιά φορά οι άνθρωποι σκοντάφτουν σε έναν άγγελο επί της γης και αλλάζουν από την ζωή μέχρι την πίστη τους. Απτή, αληθινή ευλογία είναι αυτοί που γίνονται άξιοι «εξ’ επιλογής» συγγενείς μας! Οι ξένοι που κάποτε περιδιάβαιναν αδιάφορα μαζί μας τον πλανήτη, τώρα πια είναι ομόαιμοι μας. Και γίνανε σάρκα απ΄την σάρκα μας!

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: