Οι φίλοι του Γιώργου ήταν κοντά του καθ’ όλη τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων. Έβλεπαν πόσο πολύ είχε πέσει ψυχολογικά από τότε που πέθανε η μητέρα του, η κυρία Ασπασία. Δεν είχε διάθεση για μπάλα ή για videogames. Ειδικά τις πρώτες μέρες, δεν έβγαινε παρά ελάχιστα από το σπίτι. Αν και οι γονείς τους, τους είχαν πει πως οι άντρες δεν πρέπει να κλαίνε, δεν τόλμησαν να το πουν στον Γιώργο.
Η αδερφή του τον στήριζε όσο μπορούσε. Η Αλίκη ήταν κι αυτή δεμένη με την Ασπασία, αλλά είχε καταφέρει να ανταπεξέλθει και έτσι παρηγορούσε τον μικρό της αδερφό.
Ο πατέρας των παιδιών ήταν άλλη υπόθεση. Ο Στέλιος, πτυχιούχος των θετικών επιστημών και διδάκτωρ σε πανεπιστήμιο, ήταν πιο ορθολογιστής. Δεν τον είχε καταβάλει ο θάνατος της Ασπασίας. Είχαν απομακρυνθεί ακόμα και πριν ξεκινήσει η ασθένειά της. Η σχέση τους είχε πάρει την κάτω βόλτα από τη στιγμή που ο Στέλιος άρχισε να κλειδώνεται με τις ώρες στο εργαστήριό του και να αδιαφορεί για την ταλαιπώρια της συντρόφου και των παιδιών του. Μετά την κηδεία, τα δύο αδέλφια ήταν σαν να μην είχαν πατέρα.
Ο Γιώργος τώρα επέστρεφε στο σπίτι μαζί με τον Αποστόλη και τον Μηνά. Έκαναν ποδήλατο, μιας και το βραδάκι ήταν σχετικά ζεστό και η υγρασία ανεπαίσθητη.
Δεν μιλούσαν πολύ. Ούτε και πριν λίγο, που έπαιζαν Pro Evolution. Ο Γιώργος, που ανέκαθεν ήταν καλός, τα έδινε όλα και φώναζε και έβριζε όταν δεν έβαζε γκολ ή όταν τον νικούσαν. Ο Μηνάς και ο Αποστόλης δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν, ενώ οι προσπάθειές τους να του αναπτερώσουν το ηθικό με αστεία έπεφταν στο κενό.
«Τι έχουμε για Δευτέρα;» ρώτησε ο Μηνάς. Ήξερε, αλλά δεν ήθελε να αποχαιρετιστούν έτσι, σαν να είχαν πλακωθεί.
Ο Αποστόλης δεν μίλησε.
«Ιστορία», απάντησε ο Γιώργος.
«Ωχ, τη βαριέμαι».
«Εγώ να δεις…» σχολίασε ο Αποστόλης.
Έφτασαν στο σπίτι του Γιώργου. Εκείνος άνοιξε την πόρτα της αυλής και χαιρέτισε τους άλλους δύο, που απομακρύνθηκαν. Έπειτα, άφησε το ποδήλατο και μπήκε στο σπίτι.
Αμέσως κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε. Πρώτα απ’ όλα, δεν ακουγόταν το παραμικρό. Θα έπρεπε να παίζει η τηλεόραση -η Αλίκη ποτέ δεν έχανε το σίριαλ που είχε αυτή την ώρα. Αλλά ήταν σβηστή. Δεύτερον, δεν μύριζε φαγητό. Κοίταξε στην κουζίνα, αλλά ήταν άδεια. Τρίτον, είχαν ξεχάσει ανοιχτά τα παράθυρα του σαλονιού – τα έκλεισε.
Το βασικότερο όμως, ήταν πως δεν είχαν ταΐσει το ψάρι, το οποίο κοιτούσε μελαγχολικά έξω από το ενυδρείο και ανοιγόκλεινε το στόμα του. Ο πατέρας τους μπορεί να μην ενδιαφερόταν πολύ για τα παιδιά του, αλλά για το ψάρι και το εργαστήριο έδινε τα πάντα.
Ο Γιώργος πήρε λίγη από την τροφή και την έριξε στο ενυδρείο.
Πού ήταν ο πατέρας και η αδερφή του;
«Μπαμπά;» φώναξε. «Αλίκη;»
Δεν πήρε απάντηση.
Προχώρησε μέσα στο σπίτι και ξαναφώναξε.
«Εδώ» ακούστηκε κάποια στιγμή η αδερφή του.
Την είδε να βγαίνει από την πόρτα του υπογείου, εκεί που ο πατέρας του είχε το εργαστήριό του. Ήταν ξαναμμένη, τα μάγουλά της κόκκινα και χαμογελούσε.
«Δεν θα το πιστέψεις», είπε εκείνη.
«Τι;»
«Τα κατάφερε. Ο μπαμπάς τα κατάφερε».
Χρειάστηκε μια δυο στιγμές μέχρι να καταλάβει τι εννοούσε. Μετά χαμογέλασε κι εκείνος. «Α-αλήθεια;» ρώτησε.
«Ναι, ναι. Έλα να δεις».
Κατέβηκαν τα σκαλοπάτια. Ο χώρος φωτιζόταν από γλόμπους και μύριζε σαν το εργαστήριο του σχολείου που χρησιμοποιούσαν οι μαθητές του Λυκείου.
Η ματιά του Γιώργου πέρασε γρήγορα τα φιαλίδια και τον υπολογιστή και άλλα σύνεργα και τον ορό και τα αίματα και τον πατέρα του και πήγε κατευθείαν στο άτομο που καθόταν στην καρέκλα, αλυσοδεμένο. Το δέρμα είχε χάσει την ομορφιά του, είχε ασπρίσει και ξεφλουδίσει, τα περισσότερα μαλλιά είχαν πέσει και το φόρεμα με το οποίο την είχαν θάψει είχε ξεφτίσει, αλλά δεν χωρούσε αμφιβολία. Ήταν η μητέρα τους. Ήταν η Ασπασία.
«Μαμά…» είπε ο Γιώργος. Περπάτησε προς τα εκεί. Έτοιμος να την αγκαλιάσει και να τη φιλήσει. Πόσες φορές είχε ευχηθεί να την ξαναδεί; Πόσες φορές παρακάλεσε τον Θεό να του τη φέρει πίσω;
Τότε όμως, η Ασπασία σήκωσε το κεφάλι και ούρλιαξε. Εμφάνισε τα δόντια της, λευκά ακόμα και έκανε σαν λιοντάρι, σαν άγριο ζώο. Προσπάθησε να απελευθερωθεί, αλλά οι αλυσίδες την κρατούσαν.
Ο Γιώργος πισωπάτησε. «Μπαμπά; Τι συμβαίνει; Αίμα είναι αυτό;». Έδειξε τον ορό.
«Ναι. Μια μικρή θυσία, τίποτα περισσότερο. Το σημαντικό είναι πως επανέφερα τη μητέρα σας» απάντησε ο Στέλιος. Σκούπιζε τα χέρια του και το μέτωπό του. «Δεν είναι όπως πριν. Ήξερα ότι θα υπήρχαν επιπλοκές… Αλλά δεν μπορούσα να σας βλέπω έτσι στενοχωρημένους. Ήθελα να βοηθήσω». Έδειξε την Ασπασία. «Μην ανησυχείτε, όμως, θα ξαναγίνει όπως πριν». Ως προς αυτό δεν ήταν σίγουρος, αλλά θα μπορούσε να συμβεί. Γιατί όχι, άλλωστε; Εδώ επανέφερε στην ζωή μια νεκρή γυναίκα.
Εκείνη κοιτούσε μια τον Γιώργο και μια την Αλίκη.
«Θα μπορείτε να τη βλέπετε» είπε ο Στέλιος. «Φυσικά δεν πρέπει να μάθει κανείς τίποτα». Όχι ακόμα, σκέφτηκε, αλλά δεν το είπε. Όταν έρθει η ώρα, θα το μάθουν τα κατάλληλα άτομα και θα πάρω επιτέλους την επιχορήγηση. «Δεν πρέπει να το πείτε. Ποτέ και σε κανένα».
«Εγώ δεν έχω πρόβλημα» δήλωσε η Αλίκη. «Δεν θα το πω». Μαζί με τον Γιώργο όρμησαν στην αγκαλιά του Στέλιου. «Ευχαριστούμε μπαμπά!».
Εκείνος απλά ένευσε και κοίταξε την Ασπασία. Τα κατάφερα, είπε μέσα του.
Η Ασπασία τον κοίταξε. Και μετά τα παιδιά στην αγκαλιά του. Και μετά πάλι αυτόν. Του έδειξε τα δόντια της.
Ο Στέλιος τής έκλεισε το μάτι. Ήσουν πιο χρήσιμη απ’ ό,τι περίμενα τελικά. Σκέφτηκε τη δόξα που τον περίμενε. Είχε νικήσει το θάνατο. Το αποτέλεσμα, προς το παρόν δεν ήταν το ιδανικό, αλλά με τον καιρό θα βελτίωνε τα πράγματα. Θα είχε μπόλικο εξοπλισμό και προσωπικό και χρηματοδότηση για να τα καταφέρει. Θα είχε ό,τι ήθελε.
Τα παιδιά τον άφησαν. Κοίταξαν την Ασπασία. Ήταν και τα δύο συγκινημένα. Έκλαιγαν.
Η Ασπασία τα κοίταξε και κάπως σαν να χαλάρωσε. Έσμιξε τα φρύδια της και οι ήχοι που έβγαζε τώρα ήταν πιο ήπιοι.
Κάτι νιώθει ακόμα, απεφάνθη ο Στέλιος. Δεν χάθηκαν τα πάντα. Άλλο ένα θετικό σημάδι.
«Μπαμπά, μπορώ να την αγγίξω;» ρώτησε ο Γιώργος. Ήταν αβέβαιος, αλλά ξεκάθαρα ήθελε να την πάρει στην αγκαλιά του.
Ο Στέλιος δεν ήταν σίγουρος, επίσης. Τι θα έχανε όμως; Τον γιο του; Η Ασπασία φερόταν σαν άγριο θηρίο. Μπορεί να;… Ο Στέλιος δεν το πίστευε. Πριν λίγα δευτερόλεπτα έδειξε να αναγνωρίζει τα παιδιά της.
«Προσεκτικά Γιώργο», είπε.
Ο Γιώργος την πλησίασε. Αργά-αργά, όλο και πιο κοντά της. Τον ακολούθησε και η Αλίκη, χωρίς να ρωτήσει. Ο Στέλιος δεν την εμπόδισε.
Η Ασπασία κοιτούσε μια τον Γιώργο και μια την Αλίκη, ξανά. Παλιότερα, όταν το έκανε αυτό, τα μαλλιά της ανέμιζαν και η ίδια φώναζε και χαμογελούσε. Τώρα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα από αυτά. Απλά βαριανάσαινε.
Αν ο Στέλιος ενδιαφερόταν γι’ αυτήν, θα συγκινούνταν.
Όταν τα παιδιά έφτασαν κοντά στην μητέρα τους, εκείνη κατέβασε το κεφάλι.
Ο Στέλιος έκανε να κινηθεί, φοβούμενος ότι η Ασπασία θα σκότωνε τα παιδιά, αλλά σταμάτησε, γιατί εκείνη απλά μύρισε τα παιδιά, κοιτώντας τα. Ακούστηκαν και κάτι ψίθυροι, πιθανώς από τα παιδιά. Σίγουρα από τα παιδιά, αποφάσισε ο Στέλιος. Αυτή δεν μπορεί να μιλήσει. Δεν της έχει μείνει…
Και τότε η Ασπασία έσπασε τις αλυσίδες και όρμησε μπροστά, ξεριζώνοντας τον ορό με το αίμα από το χέρι της. Πέρασε ανάμεσά τους και επιτέθηκε στον Στέλιο, που άφησε τις σκέψεις του και έκανε να τρέξει, αλλά σκόνταψε και έπεσε.
Και η Ασπασία έπεσε πάνω του και τον σκότωσe μπροστά στα παιδιά της. Τα οποία λυπήθηκαν και γύρισαν αλλού το βλέμμα, όμως καταλάβαιναν την μαμά. Γιατί πριν λίγο, εν αγνοία του επιστήμονα μπαμπά, εκείνη τους είχε μιλήσει, τους είπε τα πάντα. Πως ο πατέρας τους, ενώ μπορούσε, ουσιαστικά δεν τη βοήθησε όσο ήταν ζωντανή -το βασικότερο ίσως δεν ήταν κοντά της, δεν της συμπαραστεκόταν. Πως δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο παρά να γίνει γνωστός. Πως της αποκάλυψε ότι, όσο εκείνη πόναγε και αργοπέθαινε, ναρκωμένη από κάποιο φάρμακο που της έδινε, ο ίδιος έκανε πειράματα πάνω της, τα οποία αρχικά, όχι μόνο δεν είχαν αποτέλεσμα, αλλά χειροτέρευαν τα πράγματα. Όμως, μετά τον θάνατό της, μπόρεσε να διορθώσει το λάθος και έτσι την ξέθαψε, για να συνεχίσει από εκεί όπου είχε μείνει.
Όταν σηκώθηκε η Ασπασία, τα παιδιά της την αγκάλιασαν. Είχαν ξανά τη μητέρα τους.
Τάκης Κομνηνός
——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/