, ,

Το μόλεμα – 6

Προηγούμενο

 

Η Μαντώ ξέστρωνε νευρικά τα σεντόνια στο δωμάτιο του Μάρκου που μύριζαν έντονα γιασεμί, το άρωμα της Έρσης. Ήταν πολύ στεναχωρημένη και εκνευρισμένη, ένιωθε έτοιμη να σκάσει! Δύο βδομάδες τώρα, από ΄κείνη τη νύχτα που ήρθανε, επικρατούσε μια περίεργη ατμόσφαιρα στο σπίτι. Δεν υπήρχε ένταση, αλλά μια περίεργη αμήχανη γαλήνη. Οι δύο εραστές κρατούσαν τα προσχήματα κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά η Μαντώ ήταν σίγουρη ότι είχε διακρίνει την υποψία εκείνο το πρωί στα μάτια της Φώτως. Η νονά της ήταν έξυπνη γυναίκα και τα σημάδια, αν και καλά κρυμμένα, αδιαμφισβήτητα. Μα κάτι δεν της κολλούσε. Έτσι είναι λοιπόν η αγάπη, σκεφτόταν η Μαντώ τινάζοντας μανιωδώς τα μαξιλάρια, μια αγάπη γεμάτη ενοχές, μυστικά, άβολη, με χρόνο δανεικό… Το δυνατό χτύπημα του ρόπτρου διέκοψε τις σκέψεις της καθώς έστρωνε τα σεντόνια και πιλαλώντας κατέβηκε τα σκαλιά και με περισσή φόρα άνοιξε την πόρτα διάπλατα για να μαρμαρώσει…

Η μαυροντυμένη ογκώδης φιγούρα προχώρησε με βήμα σταθερό προς το εσωτερικό και η Μαντώ ίσα που πρόλαβε να παραμερίσει, όταν ένα σακάκι και ένα καλοφτιαγμένο, ολοκαίνουργιο καπέλο παναμά προσγειώθηκαν στα χέρια της, που από τη σαστιμάρα κόντεψαν να της πέσουν. Δυο μάτια κάρβουνα αναμμένα την κοίταξαν επιτιμητικά προτού στραφούν προς τον μεγάλο καθρέπτη. Ο Νίκος Γαλφυνός ίσιωσε ένα τσουλούφι που πέταγε ατίθασο από τα, ελάχιστα πια, μαλλιά του και με σταθερό βήμα άρχισε ν΄ανεβαίνει τη σκάλα. Η κοπέλα τακτοποίησε το σακάκι και το καπέλο, άρπαξε τις δύο μεγάλες βαλίτσες κι έτρεξε ξοπίσω του με τα χέρια της να καίνε από το βάρος και το μυαλό της να ΄χει αρπάξει ήδη φωτιά. Τι γυρεύει εδώ, γιατί δεν ειδοποίησε ότι θα ερχόταν; Πώς ήρθε; Το καράβι δεν έρχεται σήμερα. Νοίκιασε σκάφος; Ξέρει; Ω θεέ μου, δεν μπορεί να ξέρει! Ο Γαλφυνός κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του και άνοιξε αποφασιστικά την πόρτα του.

«Η κυρία σου, πού είναι;» τη ρώτησε κοφτά μπαίνοντας.

«Είναι σε κοινωνική επίσκεψη, στην κυρία…» 

«Και ο αδερφός μου;» την έκοψε καθώς έβγαζε τα παπούτσια του αναστενάζοντας ευχαριστημένος.

«Στα ναυπηγεία…» ψέλλισε ξέπνοα η Μαντώ και έτρεξε ν΄ανοίξει τα παραθυρόφυλλα. 

«Άστα…» ακούστηκε απότομη η φωνή του και ένιωσε το αίμα της να παγώνει. «Φύγε!» πρόσταξε τραχιά ο Γαλφυνός.

«Μάααλιστα…» τραύλισε η Μαντώ κι έκανε να βγει.

«Ποια είπαμε είσαι, εσύ;» τη σταμάτησε η ερώτηση που έγινε σε τελείως διαφορετικό, μελιστάλακτο τόνο.

«Η Μαντώ, κύριε» ψέλλισε και κάτι έκανε να ρωτήσει κοιτώντας τις βαλίτσες, μα το λάγνο ύφος του την έκοψε και βγήκε τρεχάτη. Σαν έκλεισε η πόρτα πίσω της ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν, στηρίχτηκε στην πλάτη της μικρής σκυριανής καρέκλας δίπλα στην πόρτα και πήρε μια κοφτή ανάσα κλείνοντας τα μάτια της. Αυτός ο άνθρωπος την τρομοκρατούσε, την τρομοκρατούσε και ταυτόχρονα τη θύμωνε απίστευτα. Προχώρησε ζαλισμένη στον διάδρομο και πριν το καλοκαταλάβει είχε φτάσει στο καταφύγιο της, στη σκοτεινή κουζίνα. Ακούμπησε με τα δυό της χέρια στο τραπέζι και έγειρε τους ώμους προσπαθώντας να ηρεμήσει, όταν άκουσε τη φωνή της Φώτως.

 «Ποιος ήταν Μαντώ;». Η Μαντώ πήρε μια βαθιά ανάσα και πρόβαλε στην πόρτα κατάχλομη. Η γριά την κοίταξε αλαφιασμένη. 

«Ήρθε;» τη ρώτησε έπειτα από λίγο με χαμηλή φωνή η Φώτω. Η Μαντώ της έγνεψε θετικά σφίγγοντας τις γροθιές της για να μη φαίνεται ότι τρέμουν τα χέρια της. Η Φώτω ανασηκώθηκε φανερά αναστατωμένη. 

«Τρέχα στην Ανέτα και πες της να τσακιστεί να ΄ρθει! Ακούς; Να τσακιστεί, τώρα! Αυτός τώρα τι κάνει, πού είναι;» ρώτησε κοφτά η Φώτω φτύνοντας τις λέξεις. 

«Στο δωμάτιο του…» 

«Μόλις γυρίσεις από την Ανέτα, να ΄ρθεις κατευθείαν εδώ και μην ξαναβγείς από τη κουζίνα, ακόμη και αν σε καλέσει!».

«Μα το τραπέζι;»

«Θ΄ αναλάβει η Ανέτα, εσύ θα μαγειρεύεις και δε θα ξαναβγείς! Κατάλαβες; Σε ρωτώ, κατάλαβες;» έκανε απότομα η Φώτω κοιτώντας την αυστηρά. Η Μαντώ κούνησε το κεφάλι της και έκανε στροφή. «Θεέ μου, βόηθα μας…» μονολόγησε πίσω της η Φώτω και σταυροκοπήθηκε. Η ηλικιωμένη γυναίκα προσπάθησε ν΄ανασηκωθεί πιο ψηλά, μα γρήγορα τα παράτησε αποκαρδιωμένη. 

«Θεέ μου, βόηθα μας…» ξαναείπε και έφερε το χέρι της στη καρδιά. Ο οξαποδώ ήρθε! Γιατί ήρθε; Γιατί τώρα μετά από τόσο καιρό; Προσπάθησε να πάρει ανάσα, μα ένιωσε ένα βάρος να την πλακώνει. Από τότε που αρρώστησε έτρεμε αυτήν τη μέρα, έτσι ανήμπορη στο κρεβάτι δε θα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει, δε θα μπορούσε να προστατέψει άλλο την Έρση και τη μικρή της Μαντώ. Η Έρση τη διαβεβαίωσε ότι δεν την είχε ξαναχτυπήσει, αλλά αυτή το ΄βλέπε πια καθαρά. Η Έρση δεν ήταν όπως παλιά, είχε αλλάξει, το βλέμμα της είχε σκληρύνει, συμπεριφερόταν πιο εγωιστικά, πιο αυταρχικά, μπορεί να μην την είχε πειράξει σωματικά, αλλά το να ζεις δίπλα σ΄ένα τέρας τόσα χρόνια έχει πάντα κάποιο τίμημα. Προσπαθώντας να επιβιώσεις αρχίζεις σιγά σιγά και ΄συ ν΄ αναισθητοποιείσαι, να χάνεις την ανθρωπιά σου και ν΄ αποδέχεσαι απάνθρωπες συμπεριφορές ως φυσιολογικές. Έπειτα, δε της το ΄βγαζες από το νου κάτι είχε συμβεί στο Παρίσι, κάτι είχε συμβεί και δε της το ΄λέγε. Γιατί δε της το ΄λέγε; Δε την εμπιστευόταν πια; Είχε σχέση με τον Μάρκο; Κάτι έτρεχε με αυτούς τους δύο. Ένας κόμπος ήρθε και κάθισε στον λαιμό της εμποδίζοντάς τη να καταπιεί. Είχε χάσει την Έρση, δε θα ΄χανε και τη Μαντώ, καλύτερα να την έδιωχνε για όσες μέρες θα κάτσει ο οξαποδώ στο νησί και εν τω μεταξύ θα την πίεζε να παντρευτεί. Γνώριζε καλά ότι, πέρα από το τι έλεγε το κορίτσι, το όνειρο της ήταν να φύγει από το νησί και να πάει στο πανεπιστήμιο, αλλά έτσι θα την έχανε για πάντα, ενώ αν της έβρισκε ένα καλό γαμπρό, διαλεγμένο με προσοχή, όχι, σαν τον εξαποδώ… Στο κάτω κάτω τι τις ήθελε τις σπουδές; Πού ακούστηκε κορίτσια να σπουδάζουν;! Σημεία των καιρών! Τέλος, η Μαντώ έπρεπε σύντομα να παντρευτεί!

 

Η Μαντώ βγήκε στο δρόμο φουριόζα κι άρχισε να τρέχει στον στενό δρόμο, πήρε τη στροφή κλειστά και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο μ΄ένα νεαρό με μεγάλα καστανά μάτια που πλαισιώνονταν από τεράστιες γυριστές βλεφαρίδες, τον Στάθη. 

«Βρε, βρε, η Μαντώ!» έκανε εκείνος έκπληκτος.

«Συγγνώμη!» 

«Μη ζητάς συγνώμη! Είναι πάντα ευχάριστο να σε βλέπω… Πόσο μάλλον από τόσο κοντά!».

Η Μαντώ ένιωσε τα μάγουλα της να φλογίζονται κι αποτραβήχτηκε νευρική καθώς έπιανε ένα κυματιστό τσουλούφι και το πέρναγε πίσω  από το αυτί της

«Λοιπόν, συγνώμη και πάλι, αλλά βιάζομαι!», είπε ανακτώντας την ψυχραιμία της και κοιτώντας τον ψυχρά στα μάτια. Εκείνος έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και την κοίταξε χαμογελώντας αχνά. 

«Πού χάθηκες; Έχεις μέρες να φανείς στο βιβλιοπωλείο. Η Μαντώ  έκανε να φύγει από το πλάι, αλλά έκανε και αυτός ένα βήμα κλείνοντάς της το δρόμο, οπότε ξεφυσώντας εκνευρισμένη τον κοίταξε αυστηρά. 

«Έχω δουλειές, ήρθε η κυρία μου και καλεσμένοι και δεν μπορώ να λείψω…» Ο Στάθης έσφιξε νευρικά τα δάκτυλα του καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να μην φανεί η αμηχανία του. 

«Και πότε θα φύγουν;»

«Άγνωστο, τώρα με συγχωρείς, αλλά έχω δουλειά!».

«Μαντώ» έκανε εκείνος μαλακά και άπλωσε το χέρι του στον ώμο της, αλλά το τράβηξε αμέσως μόλις είδε το βλέμμα της. «Μαντώ, δεν έχεις κάποια μέρα άδεια; Με τα παιδιά πάμε στη θάλασσα για κολύμπι. Είναι και τα ξαδέρφια σου και η Νίτσα και η Μαρία… Παλιά σου άρεσε πολύ και κατάφερνες να το σκας…».

 «Βιάζομαι, αν βρω χρόνο, θα δω…» είπε απότομα και κάνοντας μια ξαφνική κυκλωτική κίνηση βρέθηκε να κατηφορίζει το σοκάκι τρέχοντας, καθώς ένιωθε τα μάτια του καρφωμένα πάνω της. 

Ο Στάθης κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος και τότε πρόσεξε έναν μελαχρινό άντρα να τον κοιτά συνοφρυωμένος από απέναντι. Ο νεαρός του γύρισε την πλάτη και αναστενάζοντας συνέχισε αργά το δρόμο του. 

Να πάρει, σκεφτόταν η Μαντώ, έπρεπε να πέσω πάνω στο Στάθη και μάλιστα να μου μιλήσει έτσι! “Πάντα ευχάριστο να σε βλέπω… Πόσο μάλλον από τόσο κοντά…” ξανάφερε τα λόγια του στο νου της η Μαντώ μορφάζοντας. Σαν πολύ θάρρος έχει πάρει αυτός, ξεφύσησε συγχυσμένη.  Βλέπεις είναι ο ωραίος του νησιού! Όλες λυσσάνε για χάρη του και κάνουν σαν γάτες τον Φλεβάρη. Τι του βρίσκουν ήθελα να ΄ξερα, σκέφτηκε και ανέστρεψε εκνευρισμένη τα μάτια της. Πόσες και πόσες φορές δεν την ανάγκαζε η ξαδέρφη της να περνούν από το βιβλιοπωλείο όπου δούλευε ο Στάθης, τάχα μου για να ψωνίσουν. Να κουνά τα οπίσθια της η Μαρία, να κάνει ότι της πέφτουν πράγματα για να της τα σηκώνει, να του μιλά σαν μπέμπα, σπάζοντας τη φωνή όπως έβλεπαν τη Βουγιουκλάκη στον καινούριο κινηματογράφο του νησιού, ακόμα και ραβασάκι του πάσαρε μια μέρα! Εκεί ήταν που νευρίασε για τα καλά η Μαντώ και της είπε να βρει άλλον να κουβαλά μαζί της να της κρατά το φανάρι, γιατί αυτή δεν τ΄αντέχει αυτά τα ρεζιλίκια. Τελικά όμως υποχώρησε μπροστά στα δάκρυα της Μαρίας και μετά από κανά δυο ΄βδομάδες ξαναπήγε. Μα τι του βρίσκουν, ξαναναρωτήθηκε και έφερε στα μάτια της την εικόνα του Στάθη με τους αβρούς τρόπους, τα καστανά μαλλιά που έπεφταν ανέμελα πάνω στα καφετιά μάτια του, το υπερβολικό μεγάλο για το σώμα του γωνιώδες κεφάλι και το λιανό, χωρίς μυς κορμί του.  

  Η κοπέλα βρισκόταν τώρα μπροστά στην ξεφτισμένη, κάποτε σκούρα πράσινη πόρτα της Ανέτας, χτύπησε δυνατά και περίμενε με το χέρι μετέωρο, όσο από μέσα ακούγονταν παιδικές φωνές ανάκατες με μια βαθιά γυναικεία. Το μόνο που της άρεσε στον Στάθη ήταν η τύχη του… Κατά πως φαίνεται, αυτός σύντομα θα έφευγε για την πρωτεύουσα για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Μακάρι να μπορούσε κι αυτή. Ακόμη κι αν η Έρση κατάφερνε να πείσει την Φώτω να πάνε στην πρωτεύουσα, όπου υπάρχουν και καλύτεροι γιατροί, δεν πίστευε ότι θα της επέτρεπαν να πάει μαζί, πόσο μάλλον να γραφτεί στο πανεπιστήμιο. Αν τα άφηνε όλα; Μα η κουρασμένη εικόνα της μάνας της αιωρήθηκε μπροστά στα νοτισμένα της μάτια. Πώς θα ζούσαν χωρίς τη βοήθειά της; Πώς θα σπούδαζε και θα δούλευε μαζί;

Ένα μικρό έξυπνο μουτράκι την περιεργαζόταν μισοκρυμμένο  πίσω από μια φθαρμένη, αλλά πεντακάθαρη κουρτίνα. Η Μαντώ του χαμογέλασε και τότε ξαφνικά άνοιξε διάπλατα η πόρτα. Η Μαντώ έκανε ένα βήμα προς τα μέσα, δεν υπήρχε κανείς, σαν η πόρτα ν΄άνοιξε μόνη της.

 «Κυρία Ανέτα!» φώναξε. Ουρλιαχτά ανάμεικτα με γέλια ακολούθησαν πίσω από την πόρτα και κάμποσα μικρά χεράκια απλώθηκαν προς το μέρος της. Η Μαντώ έσκυψε και άρχισε να πιάνει ένα ένα τα πιτσιρίκια, να τα γαργαλά και να φριμάζει στις κοιλίτσες τους, κάνοντάς τα ξεκαρδίζονται και να ζητούν: «Kι άλλο, κι άλλο, Μαντώ κι άλλο!» κι εκείνη δεν τους χάλασε το χατίρι, όταν είδε την Ανέτα να ξεπροβάλει από την πόρτα στην άκρη του σκοτεινού διαδρόμου. Έμεινε ακίνητη, ένα μικρό κρεμόταν από την πλάτη της και την έπνιγε, ενώ κρατούσε ένα άλλο από τα πόδια. Η Ανέτα την κοίταξε ερωτηματικά φανερά κουρασμένη. Η Μαντώ απέθεσε τη μικρή κάτω και ξεκρέμασε τον μικρό. 

«Καλημέρα, κυρία Ανέτα».

«Καλημέρα, Μαντώ μου, τι κάνεις;» τη ρώτησε η Ανέτα καθώς έσκυβε και έσιαζε το φόρεμα μιας τρίτης πιτσιρίκας. 

«Καλά… Είναι ανάγκη να έρθετε στ΄αρχοντικό… Ήρθε…» Η Ανέτα έδειξε να καταλαβαίνει κι έπειτα κοίταξε γύρω της, ώσπου η ματιά της σταμάτησε σε μια μικρή που αγκάλιαζε σφιχτά ένα βιβλίο και καθόταν δίπλα στο παράθυρο και τους κοίταζε αμίλητη. 

«Φιλίτσα να προσέχεις τα μικρά. Έχει φαΐ έτοιμο, κόψε και καμιά ντομάτα. Δώσε μου πέντε λεπτά, Μαντώ, να ετοιμαστώ!», είπε η Ανέτα καθώς μάζευε τα περίσσια τσουλούφια από την κοτσίδα της και της γυρνούσε την πλάτη. Αυτό ήταν το σύνθημα για τα μικρά που όρμησαν κατά πάνω στην Μαντώ αλαλάζοντας.

Επόμενο

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: