Η Μαντώ πήρε τον δρόμο της επιστροφής στο αρχοντικό ακολουθούμενη από την Ανέτα. Το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε δώδεκα φορές.
«Πώπω, πέρασε η ώρα, πρέπει να ξεκινήσω τα μαγειρέματα!», αναφώνησε η Μαντώ.
«Θα σε βοηθήσω και θα τελειώσουμε στο πιτς φυτίλι!» έκανε χαρωπά η Αννέτα. Η Μαντώ της χαμογέλασε αχνά. Η αλήθεια είναι ότι δεν την άγχωνε τόσο το μαγείρεμα, όσο η παρουσία του Νίκου Γαλφυνού στ΄αρχοντικό. Δεν πρόλαβε να ειδοποιήσει και την κυρία της, άραγε να ΄χαν πάει πράγματι εκεί που είπαν ή ήταν μαζί; Αυτό το “μαζί” της έφερνε τόση αναστάτωση! Άνοιξε την πόρτα και αφουγκράστηκε, ησυχία επικρατούσε στο σπίτι. Οι δυο γυναίκες πήγαν ελαφροπατώντας στην κουζίνα. Η Μαντώ ξεκίνησε την προετοιμασία του φαγητού, ενώ η Ανέτα χαιρέτησε τη Φώτω και οι δυό τους ξεκίνησαν να συνομιλούν χαμηλόφωνα. Κάθε φορά που εμφανιζόταν αυτός ο άνθρωπος, έμοιαζε σαν ένα σάβανο να τυλίγει το σπίτι σε μια νεκρική σιωπή και μελαγχολία. Αυτό το σάβανο σφιχταγκάλιασε και την ψυχή της Μαντώς. Η αγωνία που κατέτρωγε τα σωθικά της σα σαράκι από τότε που κατάλαβε τι συμβαίνει, τώρα είχε μετατραπεί σε αιμοβόρο θηρίο που την ξέσκιζε, μα αυτό που την πονούσε ήταν ότι έπρεπε να το υπομένει όλο αυτό αγόγγυστα, ενώ το μόνο που ήθελε ήταν να ουρλιάξει. Η ιστορία για τον μικρό Σπαρτιάτη και την αλεπού που του κατέτρωγε τα σωθικά και αυτός δεν μπορούσε να βογκήξει ή να δείξει το πόνο του πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό της και αναστέναξε. Λες να ΄χε καταλάβει τίποτα ο Γαλφυνός; Να είχε μαθευτεί στο νησί; Ένας οξύς πόνος στο στομάχι την έκανε να διπλωθεί, σαν κάποιος να την έσκιζε με λεπίδα. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε ν΄ανασάνει. Γι’ αυτό ήρθε απροειδοποίητα, έχει καταλάβει… Νέα σουβλιά την έκανε να διπλωθεί. Να πάρει, πρέπει να συγκεντρωθεί, πρέπει να σταματήσει να σκέφτεται. Σταμάτα να σκέφτεσαι! πρόσταξε τον εαυτό της και άρχισε να ψιλοκόβει το δεντρολίβανο.
Η Μαντώ κατάφερε σύντομα να ετοιμάσει το ψητό και να το βάλει στο φούρνο. Εν τω μεταξύ είχε έρθει και η Ανέτα που προσπαθούσε μάταια να ελαφρύνει το βαρύ κλίμα μιλώντας περί ανέμων και υδάτων.
«Έπρεπε να δεις βρώμα τα σεντόνια της, έτριβα έτριβα, έτριβα!», παραπονιόταν η Ανέτα, μα σ΄ αυτά τα λόγια η Μαντώ έμεινε ακίνητη.
«Να πάρει! Ξέχασα τα σεντόνια στο δωμάτιο!» μονολόγησε και βιαστική σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της και την έβγαλε.
«Κυρία Ανέτα, στρώνετε, σας παρακαλώ, το τραπέζι; Ευχαριστώ».
«Είπαμε δε θα μου μιλάς στον πληθυντικό!», φώναξε η Ανέτα για να ακουστεί, καθώς η Μαντώ βρισκόταν ήδη στον διάδρομο και πήρε το λινό τραπεζομάντηλο από το ντουλάπι.
Η Μαντώ ανέβηκε ελαφροπατώντας στο πάνω πάτωμα και κοίταξε την κλειστή πόρτα του Γαλφυνού, έπειτα σαν γάτα κατευθύνθηκε στην απέναντι πόρτα και μπήκε ορμητικά για να μείνει στήλη άλατος. Ένιωσε την καρδιά της ν΄αναπηδά στο στήθος της. Πάνω στο κρεβάτι βρίσκονταν πλεγμένα δυο σώματα, ακόμα με τα ρούχα τους. Το ξάφνιασμα έκανε τους δυο εραστές να πεταχτούν από το κρεβάτι, σαν να τους είχαν ρίξει ένα κουβά κρύο νερό απάνω τους και ασυναίσθητα προσπαθούσαν να ισιώσουν τα ρούχα και τα μαλλιά τους. Η Μαντώ έκλεισε την πόρτα πίσω της βιαστικά, αλλά όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, και σαν να μην τους είδε προχώρησε προς τον μπόγο με τα σεντόνια που κείτονταν πιο πέρα στο πάτωμα, τα σήκωσε και χωρίς να κοιτά προς το κρεβάτι είπε με χαμηλή φωνή σε τυπικό τόνο, «Θα ήθελα να σας ενημερώσω, κυρία, ότι ο κύριος Γαλφυνός κατέφθασε πριν από καμιά ώρα και βρίσκεται στο δωμάτιο του». Αυτό το δεύτερο σοκ, τους έκανε να παγώσουν, ενώ η Μαντώ βρισκόταν κιόλας στην πόρτα και την άνοιγε προσεκτικά. Έβγαλε το κεφάλι της έξω και έλεγξε τον διάδρομο, έπειτα κοίταξε προς την Έρση μ΄ένα εύγλωττο βλέμμα, που έχοντας συνεννοηθεί χωρίς λόγια, ήρθε και κόλλησε πίσω της. Η Μαντώ έλεγξε ξανά τον χώρο και βγήκαν περπατώντας στις μύτες με κομμένη την ανάσα. Κατευθύνθηκαν και οι δύο προς το δωμάτιο της Έρσης. Η Έρση την προσπέρασε, μπήκε στο δωμάτιο και της έκανε νόημα να την ακολουθήσει, η Μαντώ όμως με πρόσωπο πετρωμένο έκλεισε την πόρτα απαλά και έκανε να φύγει, όταν άνοιξε απότομα η πόρτα του Γαλφυνού, τα πόδια της κόλλησαν στο πάτωμα και χάθηκε και η τελευταία ρανίδα αίματος από το πρόσωπό της.
Ο Γαλφυνός την κοίταξε από πάνω ως κάτω κι ένα πονηρό χαμογελάκι τρεμόπαιξε στο πρόσωπο του.
«Η κυρία σου επέστρεψε;» τη ρώτησε με γλύκα. Η Μαντώ τρεμούλιασε τρομαγμένη τα βλέφαρα της και ανοιγόκλεισε μια φορά το ξεραμένο στόμα της προτού απαντήσει με διστακτική φωνή.
«Μάλιστα κύριε, μόλις επέστρεψε και την ενημέρωσα…»
«Μάλιστα και πότε θα φάμε;»
«Στις δυο ακριβώς. Θέλετε κάτι άλλο, κύριε;» Η πόρτα της Έρσης άνοιξε και εμφανίστηκε ελαφρά αναψοκοκκινισμένη, αλλά με μια φαινομενική ολύμπια αταραξία.
«Καλώς ήρθες, Νίκο. Ξεκουράστηκες;», τον ρώτησε τυπικά η Έρση.
«Λίγο» αποκρίθηκε εκείνος τραχιά. Η Μαντώ ένιωσε έντονο αίσθημα ναυτίας. «Εσύ τώρα μαζεύτηκες;» γρύλισε ο Γαλφυνός χωρίς να περιμένει απάντηση, κοιτώντας την καχύποπτα.
«Εμένα με συγχωρείτε» ψέλλισε η Μαντώ και έτρεξε προς τη σκάλα.
«Ο αδερφός μου είναι εδώ;» ρωτούσε τώρα ο Γαλφυνός πίσω της και η Μαντώ κόντεψε να κουτρουβαλήσει στις σκάλες. Η φωνή της Έρσης ακούστηκε αδιάφορη «Δε γνωρίζω… Μαντώ!» .
«Μάλιστα, κυρία» απάντησε όσο πιο αποστασιοποιημένα μπορούσε η Μαντώ και πισωπάτησε. Η Έρση την κοίταξε με ένταση. «Ο κύριος Μάρκος έχει επιστρέψει;».
«Μάλιστα, κυρία, και ξεκουράζεται στο δωμάτιο του», είπε με στόμα στεγνό η Μαντώ, προσπαθώντας να παραμείνει ανέκφραστη και να συγκρατήσει το τρεμούλιασμά της, όπως την είχε διδάξει η Φώτω.
«Ωραία, μπορείς να πηγαίνεις», είπε με τόνο σταθερό η Έρση κοιτώντας τη σκληρά.
Η Μαντώ έτρεξε στο πλυσταριό και έκλεισε την πόρτα πίσω της, ενώ έσφιγγε τα αρωματισμένα από γιασεμί σεντόνια απάνω της. Τα πόδια της έτρεμαν και στηρίχθηκε στην πόρτα. Ξαφνικά πέταξε τα σεντόνια κάτω και άρχισε να τα ποδοπατά με λύσσα. Τόσο καιρό μέσα της υπήρχε μια ελπίδα ότι όλο αυτά που υποπτευόταν δεν ήταν αλήθεια, ήταν η ιδέα της, η φαντασία της, παρά τις αποδείξεις για το αντίθετο, παρά τους ήχους, τα βλέμματα, τα φευγαλέα αγγίγματα, τις μυρωδιές, ήλπιζε ότι όλα ήταν στο μυαλό της. Αυτή η εικόνα όμως ήταν ξεκάθαρη! Ήταν τόσο ξεκάθαρη, που τώρα είχε καρφωθεί λες με ταβανόπροκες στον τοίχο του μυαλού της και δεν μπορούσε να την ξεκολλήσει. Έσφιξε τις παλάμες πάνω στα μάτια της προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Χρώματα τρεμουλιαστά εμφανίστηκαν, μα η εικόνα ήταν ακόμα εκεί. Τα δάχτυλα του Μάρκου πλεγμένα στα χρυσαφιά μαλλιά της Έρσης, το μουστάκι του ακολουθούμενο από τα χείλη του να σέρνεται πάνω στον λαιμό της. Η Μαντώ ανατρίχιασε, ενώ το άλλο του χέρι της έπιανε σφιχτά το ένα της στήθος. Ανεπαίσθητα η Μαντώ έφερε το χέρι της και γράπωσε το στήθος της και τότε κατέρρευσε. Έπεσε στα γόνατα και ξέσπασε σε κλάματα που τα έπνιγε πάνω στα μυρωδάτα σεντόνια.
Η Μαντώ έμεινε κάμποση ώρα στο πλυσταριό, αφήνοντας την ένταση που την έπνιγε τόσες μέρες να ξεσπάσει. Στο τέλος, αποκαμωμένη έγειρε το κεφάλι της πίσω και άπλωσε ανοικτά τα πόδια της μπροστά, μα μπλέχτηκαν με τα σεντόνια, τα οποία κλώτσησε με λύσσα. Είμαι τόσο ανόητη, πήγα και ερωτεύτηκα, ποιον, τον αδερφό του Γαλφυνού, λες και αυτός θα ΄ναι καλύτερος…
«Ανόητη, ανόητη…», μονολόγησε φτύνοντας τις λέξεις. Ο Μάρκος όμως αγαπά την Έρση, την Έρση, την κυρία της, την ευεργέτρια της… τη μεγάλη αδερφή της. Η εικόνα δύο μαύρων κάρβουνων πέρασε από τη σκέψη της. Το θηρίο… Αν αυτός ο άνθρωπος μάθαινε για την Έρση και τον Μάρκο, η σκέψη την έκανε να παγώσει. Μπορεί αυτός να έκανε τόσα και άλλα τόσα με κάθε είδους θηλυκό, αλλά ποτέ δε θ΄ανεχόταν προδοσία από την Έρση και πόσο μάλλον όταν το τρίτο πρόσωπο είναι ο ίδιος του ο αδερφός. Ιστορίες ανθρώπων που εκνεύρισαν ή πήγαν κόντρα στον Νίκο Γαλφυνό πέρασαν σαν φιλμ μπροστά από τα μάτια της. Άνθρωποι που είχαν περίεργα ατυχήματα, εξαφανίσεις, ξυλοδαρμοί, σπίτια που καίγονταν, περιουσίες που χάνονταν και όλες είχαν έναν κοινό παρονομαστή: τον Νίκο Γαλφυνό. Ο απόηχος μιας τέτοιας ιστορίας ήταν που τους ανάγκασε να φύγουν για τέσσερα χρόνια στο Παρίσι, με το πρόσχημα μιας νέας συνεργασίας. Αν μάθει, η Έρση και ο Μάρκος, ακόμη και η Φώτω θα κινδυνέψουν. Τρεις άνθρωποι που αγαπώ πολύ κινδυνεύουν, σκέφτηκε με τρόμο η Μαντώ. Σηκώθηκε αργά και ίσιωσε το φόρεμά της και πήρε ήρεμη να πλέκει τα μαλλιά της σε μια κοτσίδα. Είχε πάρει την απόφασή της. Έπρεπε να τους προστατέψει. Ο Γαλφυνός δεν πρέπει να μάθει ποτέ τίποτα, ακόμα και αν δεν τους έκανε κάτι σωματικό ή οικονομικό, μπορούσε να τους πληγώσει με χίλιους άλλους τρόπους. Η Μαντώ είχε γίνει αποδέκτης αυτών των επιθέσεων άπειρες φορές και γνώριζε πόσο σκληρός μπορεί να γίνει. Και η ίδια η Έρση δεν γλίτωνε από λεκτικές επιθέσεις, ευτυχώς ποτέ μπροστά σε ξένους, επιθέσεις που τις αντιμετώπιζε με φαινομενική αδιαφορία κι ένα χαμόγελο, όμως η Μαντώ ήξερε ότι τις προκαλούσαν μεγάλο πόνο και πολλές φορές την έβρισκε με μάτια υγρά και σκοτεινιασμένα.
Η Μαντώ βγήκε από το πλυσταριό ήρεμη και περιποιημένη και κατευθύνθηκε στην κουζίνα η οποία ήταν άδεια. Από την τραπεζαρία ακουγόταν μια βαθιά φωνή σαν να ‘βγαίνε από κάποια σπηλιά της κόλασης, του Ζόφου-Νίκος Γαλφυνός. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε φουριόζα η Ανέτα.
«Πού είσαι;»
«Έπρεπε να φτιάξω κάτι στο πλυσταριό…»
«Ο “κύριος” Γαλφυνός, ρώτησε για σένα…», είπε η Ανέτα με ειρωνικό τόνο σηκώνοντας την πιατέλα.
«Για μένα;»
«Ναι, ρώτησε, γιατί σερβίρω εγώ και όχι η ομορφούλα που του άνοιξε», είπε η Ανέτα αδιάφορα σιάζοντας την καρυδόπιτα.
«Μήπως να την πας εσύ;» της είπε προτείνοντας την πιατέλα και τα μάτια της τρεμόπαιξαν πονηρά. Η Μαντώ την κοίταξε χλομιάζοντας.
«Εσύ θα την πας, Ανέτα. Η Μαντώ θα μένει στην κουζίνα και δε θα κάνει τη δουλειά σου», είπε απότομα η Έρση που μπήκε πίσω της κοιτώντας πότε τη μια και πότε την άλλη. Η Ανέτα βιάστηκε να βγει, ενώ η Μαντώ έμεινε σιωπηλή κοιτώντας τη χλωμή, τα βλέμματα τους σμίξαν και έπειτα η Μαντώ της έγνεψε ότι κατάλαβε.
Βιαστικά πήρε να ετοιμάζει ένα δίσκο για τη Φώτω και μπήκε στο δωμάτιο της. Η γριά την κοίταζε συλλογισμένη και πιο χλωμή απ΄ότι συνήθως.
«Είσαι καλά νονά;» τη ρώτησε με έγνοια. Εκείνη της άπλωσε τα χέρια της. Η Μαντώ άφησε το δίσκο το κομοδίνο και έκατσε στο κρεβάτι δίνοντας τα δικά της δουλεμένα χέρια, της τα έσφιξε και την κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Εσύ είσαι καλά;» τη ρώτησε με την κελαρυστή φωνή της κοιτώντας τη βαθιά στα, κοκκινισμένα από το κλάμα, μάτια της. Η Μαντώ ανασήκωσε τους ώμους της. «Μείνε μακριά του. Μακριά του, ακούς;». Η κοπέλα προσπάθησε να την ηρεμήσει χαϊδεύοντας τα χέρια της και χαμογελώντας αχνά, καθώς της έγνεφε θετικά. Ένας δυνατός πάταγος, από πορσελάνες που σπάνε και μέταλλα που κουδουνίζουν, ακούστηκε από τη τραπεζαρία που τον ακολούθησαν οργισμένες φωνές, η Μαντώ, χωρίς να το σκεφτεί έτρεξε κατά εκεί. Η τραπεζαρία θύμιζε εμπόλεμη ζώνη, πιάτα βρίσκονταν σπασμένα στο πάτωμα δίπλα στον πεσμένο δίσκο με υπολείμματα φαγητού και μαχαιροπίρουνα, ενώ από πάνω τους ο Γαλφυνός ούρλιαζε όρθιος. Δίπλα του η Έρση, μάταια προσπαθούσε ν΄ακουστεί και η Αννέτα κοίταζε μουδιασμένη γύρω της, έτοιμη να μπήξει τα κλάματα. Η Μαντώ άρχισε αμέσως με γοργές κινήσεις να μαζεύει τα σπασμένα πιάτα στον δίσκο, ενώ από πάνω της μαινόταν θυελλώδης ο Ζόφος, βγάζοντας ένα λογύδριο περί ανικανότητας. Έπειτα η Μαντώ έβγαλε τη ποδιά της και σκούπισε τα υπολείμματα, σηκώθηκε με τον δίσκο στα χέρια και προχώρησε προς την πόρτα της κουζίνας, όταν άκουσε τ΄όνομά της.
«Είπα και δεν ακούω κουβέντα! Η Μαντώ θα σερβίρει και τέλος! Τόσα χρόνια το ΄κανε…». Η Μαντώ ένιωσε τις τρίχες στον σβέρκο της να ορθώνονται, τόσα χρόνια ποτέ ο Γαλφυνός δε θυμόταν τ΄όνομα της, τώρα πώς; Η πόρτα έκλεισε πίσω της. Άκουγε που μιλούσε η κυρία της, αλλά δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Μετά από λίγο μπήκε η Ανέτα ρουφώντας τη μύτη της.
«Τι αγριάνθρωπος!», μουρμούρισε και έκατσε αμίλητη στον μικρό καναπέ. Ο Φιρφιρίκος πήδηξε πάνω στα πόδια της ξαφνιάζοντάς την και κουλουριάστηκε. Η Αννέτα χαμογέλασε αχνά και ξαναρούφηξε τη μύτη της, καθώς τον χάιδευε.
Η πόρτα άνοιξε απότομα και εμφανίστηκε κάτωχρη η Έρση. Κάθισε αναστενάζοντας δίπλα στην Ανέτα κοιτώντας τη Μαντώ παγωμένη, έπειτα ανασήκωσε τους ώμους απαντώντας στην άηχη ερώτηση της, τι θα κάνουμε τώρα;
Η φωνή του Γαλφυνού ακούστηκε απ’ έξω επιτακτική.
«Καφέ!». Η Μαντώ ξεκίνησε την προετοιμασία, ενώ η Έρση σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιο της Φώτως. Η Μαντώ έβαλε τα φλιτζάνια στον δίσκο και περνώντας μπροστά από την πόρτα της Φώτως, είδε την Έρση να ΄χει χωθεί στην αγκαλιά της ηλικιωμένης γυναίκας, η οποία της μίλαγε σιγανά και της έτριβε καθησυχαστικά την πλάτη.
Ο Νίκος Γαλφυνός είχε καθίσει σταυροπόδι στη μεγάλη χρυσαφιά πολυθρόνα και κάπνιζε την πίπα του, αφήνοντας νωχελικά μεγάλες τουλούπες καπνού. Ο Μάρκος καθόταν σε μια άκρη του καναπέ με κορμί γωνιώδες από την ένταση και πρόσωπο σφιγμένο, τα χείλη του έμοιαζαν να ΄χουν εξαφανιστεί, στο χέρι κρατούσε ένα τσιγάρο ξεχασμένο, του οποίου η στάχτη ήταν έτοιμη να πέσει στο πάτωμα. Η Μαντώ σερβίρισε τον καφέ πρώτα στον Μάρκο, που την κοιτούσε από τη στιγμή που εμφανίστηκε στο δωμάτιο έντονα, με μάτια που τα σκίαζε η ανησυχία και έπειτα στον Γαλφυνό, ο οποίος πήρε το φλιτζάνι του χαμογελώντας της ικανοποιημένος. Η Μαντώ ένιωσε πάλι τις τρίχες της να ορθώνονται. «Ευχαριστώ, Μαντώ» είπε τονίζοντας τ΄όνομά της.
«Παρακαλώ», απάντησε όσο πιο ψυχρά μπορούσε η Μαντώ, έπειτα πήρε το τασάκι και κατευθύνθηκε προς τον Μάρκο και το άφησε στο μικρό στρογγυλό τραπεζάκι δίπλα του.
«Χρυσοχέρα, η Μαντώ μας…» ακούστηκε με μια ελαφριά μελιστάλακτη χροιά η φωνή του Γαλφυνού και αμέσως βάθυνε η ρυτίδα στο μέτωπο του Μάρκου, ενώ τα βλέφαρα του τρεμόπαιξαν αδιόρατα. Ο Μάρκος την κοίταξε βαθιά στα μάτια, καθώς εκείνη τον ρωτούσε αν χρειάζεται τίποτα άλλο και έπειτα από κάμποση ώρα κατάφερε να της γνέψει αρνητικά. Καθώς έφευγε η Μαντώ, άκουσε τον Γαλφυνό πίσω της :
«Είδες πώς μεγάλωσε και έγινε σωστή γυναίκα! Δεν τη γνώρισα σήμερα που μου άνοιξε!».
Ο Μάρκος παρατηρούσε τον Νίκο απέναντί του να κάθεται στην αφράτη πολυθρόνα και να απολαμβάνει την πίπα του, ενώ στα καρβουνιασμένα μάτια του έβλεπε εκείνη τη λάμψη που τον τρόμαζε. Τη λάμψη του αρπακτικού που παραμονεύει, τριγυρνά το θύμα του, το παιδεύει, το κουράζει και περιμένει τη στιγμή της παράδοσης. Αναρίγησε, όχι, δεν μπορεί η Μαντώ να παραδοθεί, δεν πρέπει να παραδοθεί…
Όλο το πρωινό ο Μάρκος το πέρασε στο ναυπηγείο. Έπρεπε να συζητηθούν κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες σχετικά με τις επισκευές στο βαπόρι του. Γυρνώντας κατέβηκε στην πλατεία, όπου αγόρασε μερικά λουκούμια για τη Φώτω και πήρε το δρόμο για το σπίτι. Τότε είδε τη Μαντώ. Στεκόταν πρόσωπο με πρόσωπο μ΄ ένα νεαρό, μάλλον αντιπαθητικό, με λιανό άνευρο κορμί, ήταν αναψοκοκκινισμένη και μιλάγανε. Ο Μάρκος ένιωσε την ανάσα του να κόβεται, το στόμα του στέγνωσε και μετά βίας κρατήθηκε να μην του ορμήσει. Την είδε που έκανε στο πλάι για να φύγει και έκανε πλάι κι εκείνος εμποδίζοντάς την. Ήθελε όμως να φύγει ή απλά του έκανε τσαλίμια; Ένιωσε το κεφάλι του να φλέγεται από τις σκέψεις, έπιασε τη βάση της μύτης του και έσφιξε τόσο δυνατά τα μάτια του που άρχισε να βλέπει κηλίδες χρωματιστές, αν και ένα χρώμα κυριαρχούσε, το κόκκινο. Όταν τα ξανάνοιξε είδε τη Μαντώ να απομακρύνεται κουνώντας τους γοφούς της, ενώ η καρό φούστα της ανέμιζε και αγκάλιαζε τις όμορφες γάμπες της. Τι μέρα και αυτή και ακόμα είναι στη μέση της, σκέφτηκε εκνευρισμένος. Κάποιος τον σταμάτησε λίγο παρακάτω και του μίλαγε ώρα πολλή, περί ανέμων και υδάτων, όταν είδε την Έρση. Ερχόταν από την αντίθετη μεριά και μετά βίας κατάφερε να ξεφύγει του συνομιλητή του μιλώντας του όχι και πολύ ευγενικά. Η Έρση του έγνεψε από μακριά και του χαμογέλασε γλυκά. Ούτε κατάλαβε πώς έφτασε μπροστά στο σπίτι, όπου τον περίμενε η Έρση χαζολογώντας. Μόλις πέρασαν μέσα και έκλεισε η πόρτα πίσω τους, τον έπιασε από το χέρι αμίλητη και προπορευόμενη τον οδήγησε στο δωμάτιο του. Ένιωσε το στομάχι του να δένεται κόμπο στη σκέψη του τι μπορούσε να ΄χε συμβεί. Η Έρση άρχισε να τον φιλά, όμως εκείνος την έκανε πέρα.
«Τι έχεις;» τον ρώτησε σαστισμένη χαμηλόφωνα και κάθισε στο κρεβάτι κοιτώντας τον με τα μεγάλα διάφανα μάτια της.
«Τίποτα» απάντησε εκείνος στυφά.
«Εε πώς τίποτα; Έγινε κάτι στο ναυπηγείο;» Εκείνος κάθισε απέναντι της στην καρέκλα και ακούμπησε το χέρι του στο βιβλίο στο τραπεζάκι δίπλα του.
«Τι κάνουμε Έρση;»
«Τι εννοείς;» τον ρώτησε εκείνη και ανακάθισε.
«Τι κάνουμε;» ξαναρώτησε ρητορικά κι ακούμπησε το κεφάλι του πίσω μισοκλείνοντας τα μάτια του. Η Έρση δε μίλησε για λίγο, τα μάτια της είχαν μια παράξενη λάμψη, πονηρή, πέρασε η σκέψη από το μυαλό του. Ο Μάρκος την κοίταξε διαπεραστικά. Από τότε που γύρισε στην Ελλάδα είχε αυτήν την αίσθηση, ότι η Έρση κάτι του έκρυβε, ότι είχε αλλάξει και τις τελευταίες ΄βδομάδες προσπαθούσε να εντοπίσει τι ήταν αυτό το κάτι, αλλά δεν μπορούσε. Σήμερα όμως το κατάλαβε. Ήταν αυτή η λάμψη στα μάτια της, σκληρή μεταλλική και αιχμηρή σαν λεπίδα, τόσο ξένη προς την Έρση που πάντα θυμόταν, την Έρση που είχε ερωτευτεί και που εξαιτίας της είχε εγκλωβιστεί σε μια εργένικη, μοναχική ζωή. Τώρα όμως την είχε, η Έρση ήταν δική του. Ήταν δική του. Μια φωνή κάγχασε μέσα του, όχι δεν είναι, ποτέ δε θα ΄ναι , πάντα θα ΄ναι του αδερφού σου. Την πρώτη νύχτα που έγινε δική του, της ζήτησε ν΄ αφήσει τον Νίκο και να φύγουν μαζί, εκείνη όμως απλά τον φίλησε κοιτώντας τον αινιγματικά. Σηκώθηκε, φόρεσε τη ρόμπα της και βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντας τον και πάλι έρημο.
Η Έρση που τόση ώρα τον παρατηρούσε μισοξαπλωμένη, ανασηκώθηκε και με νάζι ήρθε και κάθισε πάνω στα γόνατά του. Πήρε το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια της και τον φίλησε. Ξαφνικά όλο αυτό του φάνηκε τόσο ανούσιο και έκλεισε τα μάτια, μια εικόνα αιωρήθηκε μπροστά στα κλειστά βλέφαρα του. Μια μικρή κοπέλα με κυματιστά μαλλιά, όμορφα γατίσια μάτια και κερασένια χείλη… Να ΄ναι απαλά; αναρωτήθηκε. Αυτός ο νεαρός να τα ΄χει γευτεί, να τα ΄χει δαγκώσει; Κινήθηκε νευρικά στην καρέκλα του. Άνοιξε τα μάτια του και είδε δυο θάλασσες φουρτουνιασμένες να τον κοιτάν.
«Τι σ΄έπιασε σήμερα;» τον ρώτησε απότομα η Έρση και τραβήχτηκε πίσω.
«Δεν είναι σωστό! Όλο αυτό δεν είναι σωστό…» ψέλλισε. Τώρα το ΄βλέπε καθαρά, δεν τον ενδιέφερε πια η Έρση, όλα αυτά που νόμιζε ότι νιώθει τόσα χρόνια σκόρπισαν στο πέρασμα του χρόνου. Μα οι σκέψεις του διακόπηκαν από το απότομο ξέσπασμα της Έρσης που τινάχτηκε πάνω απότομα.
«Βαρέθηκα να κάνω πάντα το σωστό! Δεν κέρδισα τίποτα με το να προσπαθώ να ΄μαι σωστή. Τόσα χρόνια με τον Νίκο ανέχτηκα τις προσβολές του, την αδιαφορία του, τα χτυπήματά του και τ΄άπειρα τσιλημπουρδίσματα του. Και μην τολμήσεις να μου πεις ότι αυτός είναι άντρας και έτσι κάνουν οι άντρες!» του είπε προτάσσοντας το δάχτυλό της, μα χωρίς να υψώσει τον τόνο της φωνής της. «Το Παρίσι μου άνοιξε τα μάτια! Τέλος οι ενοχές! Σε θέλω, με θες, τίποτα άλλο δε μετρά!».
Ποτέ του άλλοτε δεν την είχε δει να μιλάει έτσι, την κοίταξε με θαυμασμό. Η Έρση τον τράβηξε, τον έριξε στο κρεβάτι, έπεσε πάνω του και άρχισε να τον φιλά παθιασμένα, όταν η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και όρμησε μέσα η Μαντώ. Στην αρχή την κοίταξε αποσβολωμένος. Εκείνη πάνιασε και έχασε το βήμα της, όταν φάνηκε να συνειδητοποιεί τι βλέπει, όμως έπειτα με αποφασιστικές κινήσεις πήρε τα σεντόνια που ήταν τυλιγμένα σαν μπόγος στο πάτωμα, κοντά στο κρεβάτι, και πριν βγει, κοιτώντας πάντα προς την πόρτα, τους πέταξε τη βόμβα για την εμφάνιση του Νίκου. Ένιωσε την Έρση να σπαρταρά, το κορμί της σφίχτηκε και τα χαρακτηριστικά της τραβήχτηκαν από την αγωνία καθώς ξεκόλλησε από δίπλα του. Μα αυτός είχε στυλώσει το βλέμμα πάνω στη Μαντώ. Μα ομίχλη τύλιξε τη σκέψη του από ΄κείνη τη στιγμή, έπεσε πάνω του βαριά, πένθιμη. Το μυαλό του έμοιαζε με χαλασμένο ρολόι που είχε σταματήσει σε ΄κείνο το άνοιγμα της πόρτας, στο πληγωμένο βλέμμα της Μαντώς, στα κερασένια χείλη που τρεμόπαιζαν ελαφρά…
Ούτε ξέρει πότε και πώς κατέβηκε στην τραπεζαρία. Χαιρέτησε τον αδερφό του χλιαρά και κάθισε μουδιασμένος δίπλα του και κοιτούσε αφηρημένος το πιάτο του καθ’ όλη τη διάρκεια του γεύματος, αποφεύγοντας να κοιτάξει την Έρση. Ώσπου σαν καμπανάκι ομίχλης ακούστηκε το όνομα της Μαντώς από τον Νίκο. Ο Μάρκος τον κοίταξε μάλλον έκπληκτος. Ο Νίκος είχε πάρει αυτό το κενό και σκοτεινό ύφος που τον τρόμαζε όταν ήταν μικρός. Πώς μπορεί κάποιος να μοιάζει τόσο αδιάφορος και τόσο τρομακτικός ταυτόχρονα; Απέστρεψε το βλέμμα του και το κάρφωσε πάνω στο ποτήρι του με το κρασί, ανάδευσε το ρουμπινί υγρό που του θύμισε αίμα, κάνοντάς τον να ριγήσει. Έφερε το ποτήρι κάτω από τα ρουθούνια του και η αψιά μυρωδιά του ένιωσε να του τα καψαλίζει.
Απέναντί του, η Έρση μιλούσε κάνοντας φανερή προσπάθεια να ελέγξει τα νεύρα της, όμως η φωνή της τρεμάμενη και αρκετούς τόνους πιο πάνω από ότι συνήθως την πρόδιδε.
«Η δουλειά της Μαντώς είναι στη κουζίνα, έχει αρκετές υποχρεώσεις και με τόσα άτομα εδώ…»
«Βλακείες» την έκοψε απότομα ο Νίκος. «Η Μαντώ τόσα χρόνια βοηθούσε και σέρβιρε, τώρα ξαφνικά γιατί δεν μπορεί;».
«Ξεχνάς Νίκο, ότι είναι άρρωστη η Φώτω και τώρα η Μαντώ έχει πάρει τη θέση της στην κουζίνα».
«Ακόμα ζει αυτή;» έφτυσε τις λέξεις ο Γαλφυνός .
«Σε παρακαλώ, να προσέχεις πώς μιλάς! Η Φώτω για μένα είναι πολύ σημαντικός άνθρωπος και στο ΄χω πει πολλές φορές! Ιδίως μπροστά στο υπηρετικό προσωπικό!» είπε μέσα από τα δόντια της η Έρση και του ΄γνέψε προς το μέρος της Ανέτας.
«Αυτήν την ηλίθια; Κοίτα πώς τρέμει! Έτσι και τα ρίξεις την έχεις βάψει κακομοίρα μου!» είπε στην Ανέτα ο Γαλφυνός κοιτώντας την συνοφρυωμένος.
«Μπορείς να μην την τρομάζεις, σε παρακαλώ;», ικέτευσε η Έρση με χαμηλή και αυστηρή φωνή.
Ο Μάρκος, αμίλητος, κοιτούσε πάντα το ποτήρι του σαν να έβλεπε κάτι πρωτόγνωρο. Ο Νίκος ανασήκωσε τους ώμους βαριεστημένα και την κοίταξε με το σκοτεινό βλέμμα του μειδιώντας ανεπαίσθητα. Έπειτα, έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από το μπακλαβά του και το έφερε στο στόμα του δείχνοντας να το απολαμβάνει. Για λίγο απέμεινε να μασά σιωπηλός παρατηρώντας τους συνδαιτυμόνες του κάτω από τα μισόκλειστα βλέφαρα του. Τέλος, έγειρε πίσω στην καρέκλα του και κοιτώντας με τα γερακίσια του μάτια την Έρση, της είπε τονίζοντας τις λέξεις: «Δηλαδή, όλα αυτά τα μαγείρεψε η Μαντώ;».
«Νίκο!», ξεφώνησε φανερά ταραγμένη η Έρση αφήνοντας κάτω το κουτάλι της και κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια. «Σε παρακαλώ… πώς σου ήρθε τώρα για τη Μαντώ, εσύ μέχρι τώρα ούτε τ΄ όνομα της δε θυμόσουν. Και τώρα…»
«Γιατί το λες αυτό;» είπε σκουπίζοντας αδιάφορα το στόμα του με την πετσέτα. «Τόσα χρόνια πάντα Μαντώ δεν τη φώναζα;»
«Ποτέ δεν τη φώναζες, Μαντώ! Τη φώναζες μικρή, τη φώναζες ανόητη, χαζή, τη φώναζες ένα σωρό επίθετα, εκτός από το κανονικό της όνομα».
«Ανοησίες» την έκοψε απότομα. «Η Μαντώ ξεπετάχτηκε, έγινε ολόκληρη γυναίκα δεν ταιριάζει πια να τη φωνάζουν μικρή και σίγουρα δεν είναι ανόητη!» είπε μειδιώντας πονηρά και σκουπίζοντας τα σιρόπια από τα μουστάκια του με την πετσέτα.
«Ναι, αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα, ότι έγινε ολόκληρη γυναίκα!» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της η Έρση και κατέβασε το βλέμμα της στο πιάτο της, ενώ τα χέρια της είχαν σφιχτεί σε μπουνιές.
«Πρόβλημα, το ν΄ενδιαφέρομαι για την αγαπημένη σου ψυχοκόρη;» είπε κοιτώντας έντονα την Έρση και μειδιώντας σαρκαστικά. «Έτσι δε τη λες; Την ψυχοκόρη σου, το καμάρι σου, την πιστή σου…» είπε τονίζοντας με ειρωνικό τόνο το ψυχοκόρη. Η Έρση είχε πανιάσει. Τότε φάνηκε να ξύπνα επιτέλους ο Μάρκος, ξεροκατάπιε, τα χείλη του είχαν γίνει μια λεπτή γραμμή και τα χέρια του είχαν σφιχτεί γύρω από το ποτήρι, ενώ όλα τα νεύρα του φαίνονταν να έχουν τεντωθεί κάτω από το χλωμό του δέρμα, σχηματίζοντας ένα πλέγμα.
«Αδερφέ μου, από ποτέ ασχολείσαι με το υπηρετικό προσωπικό; Περίεργο μου φαίνεται…», είπε τραχιά, μην τολμώντας να σηκώσει το βλέμμα του από το ποτήρι του. Μην παίρνοντας απάντηση, κοίταξε τον Νίκο με την άκρη του ματιού του και τότε έγινε το κακό με την Ανέτα ν΄αναποδογυρίζει τον δίσκο και τώρα, μερικά μόλις λεπτά μετά, βρισκόταν καθισμένος στον άνετο καναπέ αποφεύγοντας να κοιτάξει τον Νίκο, ενώ ρουφούσε νευρικά βαθιές τζούρες από το τσιγάρο του.
«Πού ταξιδεύεις;» τον ρώτησε μειλίχια ο Νίκος αφήνοντας μια μεγάλη τουλούπα καπνού.
«Τίποτα, κάτι σκεφτόμουν».
«Τι κάνατε τελικά με το θέμα της συγκόλλησης;».
«Ο μαστρο – Νικόλας ήταν κάθετος να κάνουμε τη συγκόλληση…».
«Ποιος κάνει κουμάντο ο Μαστρο Νικόλας ή ο Γαλφυνός;» τον έκοψε απότομα ο Νίκος.
«Ο καθένας στον τομέα του και όπως και να το κάνεις, εγώ είμαι απλά Καπετάνιος, δεν είμαι ναυπηγός» είπε ψυχρά ο Μάρκος και έπειτα σηκώθηκε απότομα. «Με συγχωρείς, είμαι κουρασμένος πάω να ξαπλώσω».
«Ναι, κουρασμένος…» επανέλαβε με μια ειρωνική χροιά ο Νίκος, μα ο Μάρκος του είχε ήδη γυρίσει την πλάτη και απομακρυνόταν με βήμα ταχύ, νιώθοντας τις τρίχες στο σβέρκο του να ορθώνονται κάτω από το κορακίσιο βλέμμα που το ΄νιώθε καρφωμένο απάνω του.