Ο Νάσος κατάλαβε πως είχε ξεχάσει το κινητό του όταν έφτασε με τον Πασχάλη στο σπίτι του φίλου τους, του Σώτου. Έψαξε τις τσέπες της βερμούδας του και στο κάθισμα του συνοδηγού, αλλά ήξερε πως δεν του είχε παραπέσει κάπου εκεί. Δεν θα ήταν τόσο εύκολα τα πράγματα. Όχι, το είχε αφήσει κατά λάθος στο βιβλιοπωλείο-κατάστημα δώρων που πέρασαν νωρίτερα, για να πάρουν ένα δώρο για τα γενέθλια του Σώτου.
«Τι έπαθες;» ρώτησε ο Πασχάλης.
«Ξέχασα το κινητό στο Paper’s Shop». Αναστέναξε.
«Μαλακία. Α, να σου πω, έχεις τηλέφωνό τους; Να τους πάρεις και να τους το πεις».
Ο Νάσος κοίταξε τη μπλε τσάντα με τον μοβ φιόγκο. Ανέφερε την επωνυμία, διεύθυνση, e-mail και ναι, είχε ένα τηλέφωνο. Πήρε το κινητό του Πασχάλη και κάλεσε τον αριθμό. Χτύπησε πολλές φορές, πριν διακοπεί η κλήση.
«Γαμώτο».
«Τι, δεν το σηκώνουν;»
«Όχι». Ξαναδοκίμασε. Τίποτα. Κοίταξε έξω. Η περιοχή όπου έμενε ο Σώτος θεωρείτο ακριβή, τα σπίτια και οι πολυκατοικίες είχαν δικό τους κήπο και γκαράζ. Τα πάρκα εδώ τα είχαν φροντισμένα σαν να επρόκειτο να φέρουν τα παιδιά κάποιας βασιλικής οικογένειας.
«Δοκίμασε άλλη μία». Ο Πασχάλης ακουγόταν λίγο ενοχλημένος. Έφταιγε η ζέστη και η σκέψη πως θα έπρεπε να περάσουν ξανά από το Paper’s Shop.
Ο Νάσος δοκίμασε. Τζίφος.
«Πάμε στο Σώτο», είπε «και θα τους ξαναπάρω».
Το διαμέρισμα του Σώτου ήταν μεγάλο για έναν ένοικο. Τρία υπνοδωμάτια, ένα μπάνιο και μια κουζίνα-σαλόνι που χωρούσε καμιά εικοσαριά άτομα χωρίς να στριμώχνονται. Οι τηλεοράσεις, όπως και κάθε τι ηλεκτρονικό, ήταν τελευταίας τεχνολογίας. Ο Σώτος δούλευε ως τεχνικός σε κατάστημα με υπολογιστές και τα συναφή, οπότε δε γινόταν να έχει παλιατζούρες.
Κάθισαν εκεί γύρω στις τρεις ώρες. Ήταν οι δυο τους, ο Σώτος και τρεις ακόμα τύποι, συνάδελφοι του Σώτου –όλοι με μούσια, ψηλόλιγνοι, με μπυροκοιλιές και φαν των video games. Παρήγγειλαν πίτσες και μπίρες και διασκέδασαν.
Όμως, ο Νάσος ήταν λίγο στην τσίτα. Απομακρυνόταν συχνά πυκνά από την παρέα με ένα τηλέφωνο στο χέρι και καλούσε το Paper’s Shop. Χωρίς αποτέλεσμα. Δοκίμασε και ο Πασχάλης και μάλιστα περισσότερες φορές από τον Νάσο. Είχε τσαντιστεί, μιας και σύχναζε στο συγκεκριμένο μαγαζί για δουλειές του. Θεωρούσε απαράδεκτη τη συμπεριφορά τους.
«Τι, έχουν συνέχεια πελατεία;» είπε κάποια στιγμή. «Και πάλι, δεν μπορεί κάποιος να σηκώσει το ρημάδι και να πει να καλέσουμε αργότερα ή κάτι τέτοιο;»
Θυμόταν, βέβαια, πως είχε δει αρκετές φορές κάποιον από το ζευγάρι που είχαν το μαγαζί να βγαίνει από μια πόρτα στο βάθος, πίσω από τους πάγκους με τα ρολόγια, τα δαχτυλίδια και τις κολόνιες. Είχε διακρίνει αχνά κάποια φυτά και ένα τραπέζι. Κήπος, μάλλον, είχε σκεφτεί τότε.
Το είπε και στον Νάσο ενώ ήταν στο “πάρτι” του Σώτου.
«Και πάλι», είπε ο Νάσος, «πόση ώρα κάθονται εκεί; Δεν ακούν το τηλέφωνο που χτυπάει;»
«Τι να σου πω, πρώτη φορά κάνουν κάτι τέτοιο. Δεν τους έχω ξαναδεί εγώ, δηλαδή».
Τα τουτ-τουτ-τουτ έμοιαζαν ατελείωτα, ενώ η ώρα φαινόταν πως δεν κυλούσε παρά πολύ, πολύ αργά. Ο Νάσος και ο Πασχάλης συμμετείχαν κι αυτοί στα λεγόμενα και στο φαγοπότι και στα γέλια, αλλά οι αναπάντητες κλήσεις του τον εμπόδιζαν να περάσει φίνα σαν τους άλλους.
Λίγο πριν τις εννιά το βράδυ, αποχώρισαν με τον Πασχάλη. Το μαγαζί έμενε ανοιχτό μέχρι τις δέκα παρά. Έτσι κι αλλιώς, είχαν αρχίσει να το διαλύουν, μιας και την επομένη δούλευαν όλοι. Ο Σώτος τους ευχαρίστησε και ευχήθηκε καλή τύχη με το κινητό.
Η διαδρομή μέχρι το Paper’s Shop ήταν κι αυτή μια δοκιμασία. Τα τραγούδια στο ραδιόφωνο ήταν εξαιρετικά, αλλά και οι δύο φίλοι είχαν στο μυαλό τους την κατάσταση που είχε προκύψει. Διάφορες αρνητικές σκέψεις περνούσαν κι έφευγαν, ότι το μαγαζί είχε κλείσει, ότι κάποιος σούφρωσε το κινητό κλπ. Τους έγινε εμμονή.
Όταν έφτασαν έξω από το μαγαζί, ο Πασχάλης έσβησε τη μηχανή. «Θα έρθω κι εγώ», είπε. «Θα τους τα ψάλλω. Δε γίνεται να φέρονται έτσι».
Ο Νάσος δεν έφερε αντίρρηση. Είχε κι αυτός την ίδια άποψη.
Η πόρτα ήταν ανοιχτή και ο γνώριμος ήχος, το ταν-ταν, ακούστηκε δύο φορές όταν μπήκαν. Τα φώτα αναμμένα, τα προϊόντα στη θέση τους. Αλλά δεν φαινόταν κανείς.
«Γεια σας», φώναξε ο Νάσος.
Καμία απάντηση.
Ο Πασχάλης προχώρησε λίγο μέσα στο μαγαζί. Κοίταξε πίσω από τους πάγκους. Κανείς.
Ο Νάσος είδε το κινητό του κοντά στην ταμειακή μηχανή. Το πήρε και το έλεγξε. Δεν το είχαν πειράξει. «Πάμε;» είπε.
Δεν έλαβε απόκριση.
Γύρισε από δω, γύρισε από κει. Ο Πασχάλης άφαντος. Και αυτός άφαντος.
«Πασχάλη; Πού είσαι;»
Έψαξε στους διαδρόμους του Paper’s Shop. Βιβλία, παιχνίδια, φτηνά αξεσουάρ για κινητά και υπολογιστές. Γραφική ύλη. Άρχισε να αγχώνεται. Η μυρωδιά του χώρου, κάποιος συνδυασμός αρωματικών, ενώ γενικά ήταν αδιάφορη, τώρα είχε γίνει ενοχλητική.
Έφτασε στο βάθος, όπου υπήρχαν τα ακριβά πράγματα του μαγαζιού. Άλλες φορές τα κοίταζε με θαυμασμό, ήταν όλα καταπληκτικά, αλλά τώρα δεν είχε διάθεση.
«Πασχάλη;» είπε.
Τότε πρόσεξε δύο πράγματα. Είδε μια πόρτα μισάνοιχτη. Συνειδητοποίησε πως άκουγε κάτι φωνές να έρχονται από εκεί. Δεν καταλάβαινε ακριβώς τα λόγια, έμοιαζε σαν να ψιθύριζε κάποιος.
Το σκέφτηκε μια στιγμή, πήγαινε να μπει σε ένα χώρο που μάλλον δεν ήταν για τους πελάτες, πριν περάσει από τον πάγκο και ανοίξει την πόρτα.
Ήταν τριάντα τριών χρόνων και δούλευε ντελίβερι. Είχε δει μερικά παράξενα πράγματα σε σπίτια και κήπους, οπότε δεν του φάνηκε εξ αρχής κάτι πολύ περίεργο.
Μεγάλος χώρος. Τραπέζια και καρέκλες κήπου παλιάς τεχνοτροπίας. Ένα πανύψηλο ψυγείο στη δεξιά πλευρά. Από πάνω μέχρι κάτω, όλα ήταν φτιαγμένα από χαρτί. Κόλλες αναφοράς, χρωματισμένες. Μπλε από πάνω με έναν ζωγραφιστό κίτρινο ήλιο στην πέρα άκρη και κάτι λευκά ψωμάκια για σύννεφα. Ένα δέντρο στη μέση του χώρου, λουλούδια διαφόρων χρωμάτων απλωμένα παντού. Ένιωθε μια ευχάριστη αύρα να τον χαϊδεύει, αν και δεν έβλεπε πουθενά παράθυρο ή αιρ κοντίσιον ή κάτι τέτοιο.
Στα τραπέζια κάθονταν άνθρωποι. Παρέες ηλικιωμένων και νεότερων. Με πορτοκαλάδες, καφέδες ή μπίρες. Όλοι κοιτούσαν προς την εξέδρα. Όλοι κοιτούσαν τον τύπο πίσω από το αναλόγιο. Ήταν ένα μικροκαμωμένο ανθρωπάκι με χοντρή μύτη. Φορούσε πολύχρωμη στολή, με ένα ασημένιο κουδουνάκι στο σκούφο. Είχε πρόσωπο που έμοιαζε αγέλαστο. Η φωνή του στεντόρεια. Διάβαζε κάτι σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε ο Νάσος.
Πλησίασε τον Πασχάλη που είχε καταλάβει το τελευταίο τραπέζι. Κάθισε δίπλα του και ρώτησε: «Τι γίνεται εδώ;»
«Απ’ ό,τι έχω καταλάβει, αυτός», έδειξε τον τύπο στην εξέδρα, «είναι ο Χάρος». Στράφηκε προς τον Νάσο, πίνοντας λίγη από την μπίρα του. «Κι όλοι εμείς είμαστε οι επόμενοι νεκροί».
Ο Νάσος δεν καταλάβαινε. Αλλά δεν είχε και όρεξη. «Έλα, πάμε», είπε και έκανε να σηκωθεί.
Όμως, είδε τότε κάποιον να σφραγίζει την πόρτα. Τη μόνη διέξοδο.
«Θα πεθάνουμε», είπε ο Πασχάλης. «Εδώ».
Ο Νάσος γύρισε προς τον (Χάρο) τύπο στο αναλόγιο. Αυτός έδειξε έναν ηλικιωμένο. Η στολή του πήρε μια πορτοκαλί απόχρωση και το κουδουνάκι του σκούφου του έκανε ένα ντιν-ντιν. Και ο γέρος εξαφανίστηκε.
«Όταν έρχεται η ώρα σου», εξήγησε ο Πασχάλης, «η στολή του Χάρου παίρνει το χρώμα που σ’ αρέσει».
Ο τύπος συνέχιζε την ομιλία του.
«Γιατί δεν καταλαβαίνω τι λέει;» ρώτησε ο Νάσος.
«Κανείς εδώ δεν καταλαβαίνει». Ο Πασχάλης χαμογέλασε. «Απλά πεθαίνουμε». Σηκώθηκε και έφερε άλλο ένα μπουκάλι μπίρας. «Πιες. Είναι η τελευταία σου».
«Τα ήξερες όλα αυτά;»
«Όχι. Μόλις τώρα τα έμαθα. Παρεμπιπτόντως, δε σήκωνε κανείς το τηλέφωνο γιατί οι ιδιοκτήτες είναι νεκροί. Είχε έρθει η ώρα τους. Και πέθαναν. Εδώ, στο Χάρτινο Κήπο».
Τάκης Κομνηνός
——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το ρεαλιστικό κομμάτι της πλοκής βασίζεται σε μια παρόμοια προσωπική μου εμπειρία, απ’ όπου προέκυψε και η εν λόγω ιστορία.
Κατά τα άλλα, το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/