,

Το ζυμωτό ψωμί

Την αγαπούσε αυτήν την μυρουδιά του ψωμιού, κάθε φορά που η μάνα έβγαζε από τον φούρνο τα αχνιστά καρβέλια και τα τοποθετούσε στην πινακωτή. Πρώτα ρουφούσε την ευωδιά τους, μετά έσπαγε στο γόνατο μια γωνία, έβαζε επάνω τυρί και αν ήταν και καλοκαίρι, το συντρόφευε με μια φρεσκοκομμένη ντομάτα και ένα κρεμμύδι και μοσχοέτρωγε. Ο φούρνος ήταν συνεταιρικός για τρία νοικοκυριά, που μοιράζονταν μια κοινή αυλή. Είχε η κάθε νοικοκυρά σε μέρες το μερτικό της στον φούρνο. Όταν ξεφούρνιζαν όμως, καμία δεν ξεχώριζε το παιδομάνι που βρισκόταν στην αυλή, έκοβαν ένα καρβέλι και μοίραζαν σε όλα από μια φιλίτσα. Έβαζαν επάνω και λίγη λίγδα ή πελτέ ντομάτας με ρίγανη ή ζάχαρη με νερό και εκείνα καρδαμωμένα συνέχιζαν το παιχνίδι τους. Καταμαύριζε ο φούρνος τους από το συχνό ψήσιμο και κάθε Πασχαλιά τον άσπριζαν με την μπατανόβουρτσα, για να τους βρει ο αφέντης Χριστός πεντακάθαρους για την ανάσταση.

Εκείνη την χρονιά όμως, μετά τον δεκαπενταύγουστο, υπήρξε ένα κλίμα βαρύ στο καφενείο, όταν ακούγανε τα νέα από το μοναδικό ραδιόφωνο του χωριού. Το μαύρο σύννεφο του πολέμου σκίαζε τις σκέψεις των μεγάλων. Είχαν αρχίσει να καλούν από τον Σεπτέμβρη ετοιμοπόλεμους άντρες για τα σύνορα και μέσα σε αυτούς ήταν και ο πατέρας του Νικόλα. Τέλη του Οκτώβρη, ο πόλεμος σαν ένα κακό σπυρί έσκασε και μόλεψε τα πάντα. Το χωριό ξύπνησε τρομαγμένο από τις καμπάνες. Η μάνα έσφιξε το μονάκριβό της στην αγκαλιά της να το προστατέψει και προσευχόταν γονατιστή να γυρίσει ζωντανός ο άντρας της πίσω.

Σε λίγες μέρες ευχάριστα μαντάτα ήρθαν στο χωριό και βγήκαν όλοι να πανηγυρίσουν. Ο στρατός μας τους νικούσε και μέσα στους νικητές ήταν και ο πατέρας.

Τι γλέντι θα κάνουμε όταν θα γυρίσει από τον πόλεμο! σκέφτηκε ο Νικόλας. Ο πατέρας γύρισε, αλλά όχι καβάλα στο άλογο καμαρωτός με παράσημα όπως τον ονειρευόταν, αλλά καθηλωμένος σε καρότσι, ανήμερα της γιορτής του.

«Για την πατρίδα χαλάλι» είπε και το εννοούσε, αλλά από την ώρα που γύρισε, η ρακί έγινε καρδιακός του φίλος.

«Γύρισες ζωντανός Μιχαλιό, αυτό μόνο με νοιάζει» του είπε η Βαγγελιώ. Εκείνη την μέρα, η μάνα έψησε μπόλικα ψωμιά και τα μοίρασε για τον ερχομό του πατέρα.

«Μακάρι να φύγει μακριά ο πόλεμος» ευχήθηκε ο Νικόλας.

Ο πόλεμος όμως δεν έφυγε, οι νικητές γύρισαν νικημένοι, άπλυτοι, νηστικοί και ταλαιπωρημένοι και τις τελευταίες μέρες της Μεγάλης εβδομάδας του 1941, ήρθαν οι Γερμανοί στο χωριό.

Οι πρώτοι Γερμανοί στρατιώτες δεν έμεναν μόνιμα, έρχονταν για λίγες μέρες. Μάζευαν τρόφιμα και κυρίως έπαιρναν τα γουρούνια που είχε το κάθε σπιτικό για τα Χριστούγεννα. Η οικογένεια του Νικόλα γιόρτασε τα Χριστούγεννα τρώγοντας κουνέλι με πέτουρα που μαγείρεψε η μάνα.

Την άνοιξη του ’43 εγκαταστάθηκαν, μόνιμα πια, στρατιώτες σε ορισμένα σπίτια του χωριού.

Το μεγάλο σπίτι δίπλα τους, του μπάρμπα Κώστα, κρίθηκε καταλληλότερο από τα άλλα δύο και επιτάχτηκε. Σε αυτό εγκαταστάθηκαν τέσσερις Γερμανοί και καθημερινά μπαινόβγαιναν αρκετοί.

Η οικογένεια του μπάρμπα-Κώστα, κοιμόταν στο κατώι και για ό,τι ήθελαν φώναζαν τον Κυρ-Παναγιώτη, τον κυρατζή, που μπορούσε να συνεννοηθεί γνωρίζοντας λίγο την γλώσσα τους. Ο ένας από αυτούς ήταν δεκανέας από την πόλη Έσσεν, τον έλεγαν Κάρλο, έπαιζε ακορντεόν και ήταν ο πιο σκληρός από όλους. Ο Βίλλυ, ο Βερολινέζος, ήταν υπεύθυνος για την σίτιση, ο Γιουσούφ ήταν από την Ουγγαρία, μεγάλος σε ηλικία και σχολαστικός με την καθαριότητα και ο Μάρτιν ήταν Ρουμάνος. Ο μπάρμπα-Κώστας τα πήγαινε καλά με τον Μάρτιν που στην χώρα του ήταν αγρότης και του είχε δείξει δύο φωτογραφίες, μία με τα ζώα που είχε στα χωράφια του και μία με την αρραβωνιαστικιά του, την Μαργαρίτ, που επιτάχτηκε και δούλευε σε εργοστάσιο αεροπλάνων στο Βερολίνο. Το καλοκαίρι, πολλές βραδιές καθόταν κάτω από την πυρογλιά και επικοινωνούσαν με τον δικό τους τρόπο. Τις κρύες νύχτες έψηναν ψωμί στον πυρομάχο, έβαζαν επάνω νιβατό και έπιναν τσίπουρο με σαφράνι.

Τις πρώτες μέρες που εγκαταστάθηκαν, έβαλαν να φάνε στην αυλή. Το ψωμί τους ήταν σκληρό και μαύρο και οι δικοί μας προθυμοποιήθηκαν να τους δώσουν από το δικό μας. Δέχτηκαν, αλλά το πήραν με επιφύλαξη. Από ένα πλαστό έφαγαν πρώτα τα παιδιά και μετά έφαγαν και εκείνοι, τους άρεσε και αντάλλαξαν τα δικά τους καρβέλια με τα πλαστά που είχαν ετοιμάσει οι γυναίκες. Έφεραν τα μαύρα ψωμιά στα σπίτια, αλλά κανείς δεν τα έτρωγε στην αρχή και τα έδιναν μουσκεμένα στα ζώα. Μετά από λίγες μέρες, ένα καμιόνι ήρθε φορτωμένο με σακιά αλεύρι από τους νερόμυλους του χωριού και έβαλαν τις γυναίκες να ζυμώσουν. Τριάντα πλαστά έκανε μόνο η μάνα σε μια μέρα. Ο Βίλλυ διέταξε και άλλες γυναίκες να ετοιμάσουν ψωμιά. Σε τρεις μέρες, η αποθήκη είχε γεμίσει και ήρθε πάλι το καμιόνι και τα φόρτωσε. Μοιράστηκαν σε στρατόπεδα και μετά από μια εβδομάδα οι γυναίκες ξαναζύμωσαν και τώρα ήταν περισσότερες. Η αυλή του Νικόλα μοσχοβολούσε ψωμί συνέχεια, μα αυτό δεν ήταν δικό του. Είχαν αρχίσει να τρώνε ρουφτένιο  από ρεβίθια και σπάνια καλαμποκίσιο. Η πείνα τους είχε χτυπήσει την πόρτα και είχε θρονιαστεί στην αυλή τους. Ποιος να οργώσει και ποιος να σπείρει; Με το δελτίο έπαιρναν τα τρόφιμα και έτρωγαν τώρα και το μαύρο ψωμί των Γερμανών που ερχόταν και αυτό λιγοστό. Η μάνα είχε πουλήσει όλο το σαφράνι που είχε μαζέψει. Το κοτέτσι τους, τα αγριόχορτα και ο μπάρμπας τους, που έστελνε κατσικίσιο γάλα, τους κρατούσε στην ζωή. Μαύρη Πασχαλιά έκαναν με χόρτα βρασμένα, μια γέρικη κότα, από τις τελευταίες και μια μπομπότα με καλαμπόκι. Κρυφά έβγαλε ένα άσπρο ψωμάκι και το έδωσε η μάνα στον Νικόλα.

«Τους πήρα λίγο αλεύρι όταν δεν έβλεπαν και το έκανα για σένα Νικόλα μου» του είπε γλυκά. Έκλεισε τα μάτια και το έφαγε, νόστιμο ήταν, αλλά είχε χάσει την γεύση της ανεμελιάς.

Μια μέρα ο Νικόλας είδε τα μεγάλα αγόρια να μαζεύονται πίσω από τη εκκλησία και να σιγομιλούν. Κρυφάκουσε και κατάλαβε τι σχεδίαζαν να κάνουν, θα έκλεβαν ψωμιά από το καμιόνι.

«Κι εγώ θα ‘ρθω» τους είπε.

«Να κάτσεις στα αυγά σου» είπε ο ξάδελφος του.

«Μπορώ και τρέχω γρήγορα, τι με πέρασες;»

«Δεν παίρνουμε μικρούς…»  είπε ο Σταμάτης.

«Θα έρθω!».

«Μούλωξε είπα, είσαι μικρός! Δεν θα έρθεις, τέλος».

Τελικά πήγε στο μέρος που είχαν σχεδιάσει και κρύφτηκε στα βάτα. Το καμιόνι ξεκίνησε από το σπίτι τους φορτωμένο με υπεύθυνο τον Κάρλο και δυο ακόμα στρατιώτες. Στην Βαντσιώστρατα, κοντά στο γεφύρι του Αρτζή, σταμάτησαν, γιατί μεγάλες πέτρες είχαν φράξει τον δρόμο. Πιο κάτω γυναίκες έπλεναν στο ρέμα και παραπίσω έπαιζαν με μια πάνινη μπάλα παιδιά, που τα φώναξαν για να καθαρίσουν τον δρόμο. Άρχισαν να κουβαλούν τις πέτρες και οι στρατιώτες κατέβηκαν να κάνουν τσιγάρο. Όση ώρα τα μεγάλα αγόρια κουβαλούσαν, τα μικρότερα είχαν σχίσει τον μουσαμά και μετέφεραν τα καρβέλια, κάνοντας ένα τρενάκι με τελευταίο τον Νικόλα. Σε μια στιγμή του έπεσε ένα ψωμί και έκανε τους στρατιώτες να τους πάρουν είδηση.

«Αλτ!» φώναξαν και άρχισαν να ρίχνουν στον αέρα.

Έντρομες οι γυναίκες που έπλεναν, ακούγοντας τον πυροβολισμό, τα παράτησαν όλα και έτρεξαν προς το χωριό.

Αγία μου Παρασκευή, ποια μάνα θα κλάψει απόψε σκέφτηκε η Βαγγελιώ. Τα παιδιά διασκορπίστηκαν στα πλάγια. Ο Κάρλο βρίζοντας ξαναπυροβόλησε προς τα παιδιά και μετά τον σκληρό σφύριγμα της σφαίρας, ένας γδούπος ακούστηκε. Ένα σωματάκι έπεσε και κατρακυλούσε προς το ρέμα.

«Χτύπησαν τον Νικόλα της Μιχάλαινας» ακούστηκε μια παιδική φωνή και μια γυναίκεια μορφή που έτρεχε, πάγωσε για λίγο και μετά έκανε απότομη στροφή προς τον Αρτζή. Η Βαγγελιώ, άσπρη σαν το πανί, πήρε το ρέμα σύριζα για να τον ψάξει. Αλαφιασμένη κοίταξε παντού, ώσπου είδε κάτι σαν κόκκινη κορδέλα στο νερό και τον βρήκε κάτω από το γεφύρι. Τα μάτια του ήταν κλειστά και στην αγκαλιά του είχε δυο κατακόκκινα πλαστά.

«Παιδάκι μου!» έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή και αντιλάλησαν τα πλάγια. Ξυπόλητη τον ανέβασε και πήρε τον δρόμο για το σπίτι του Παναγιώτη, που είχε υπηρετήσει στον πόλεμο ως νοσοκόμος. Με το ζόρι της το πήρε από την αγκαλιά της, το κρατούσε σφιχτά και είχε γίνει όλο της το πουκάμισο κόκκινο και τα γυμνά της πόδια ήταν γεμάτα αίματα. Έκανε ο Παναγιώτης ό,τι μπορούσε, προσπαθώντας να σταματήσει την αιμορραγία, αλλά η σφαίρα ήταν βαθιά, δεν μπορούσε να την βγάλει. Ήρθε και ο Μιχαλιός εκείνη την ώρα και αποφάσισαν να τον πάνε με το κάρο στην Κόζιανη, στον γιατρό. Ο γιατρός έβγαλε την σφαίρα και το περιποιήθηκε όσο μπορούσε, δεν τους έδωσε όμως πολλές ελπίδες.

«Δεν έκανε ζημιά η σφαίρα, αλλά έχασε πολύ αίμα και έχει αδυνατισμένο οργανισμό» τους είπε «κουράγιο, ο Θεός είναι μεγάλος, εμείς είμαστε μικροί και έχουμε χάσει την ανθρωπιά μας».

Μεσάνυχτα γύρισαν σπίτι και ξενύχτησαν πάνω στο προσκέφαλό του. Ο Μιχαλιός από εκείνη την νύχτα δεν ξανάγγιξε ρακί. Ξημερώματα πήγε η Βαγγελιώ και πούλησε την βέρα της για ένα κομματάκι κρέας, γιατί είπε ο γιατρός πως το παιδί πρέπει να τρώει καλά για να δυναμώσει. Γυρνώντας, κάτι της τράβηξε την προσοχή μέσα στον φούρνο. Έβγαλε το μισάνοιχτο καπάκι και σε ένα μαντήλι είδε τυλιγμένα δυο πλαστά, μια μπουκιά κρέας και ένα μπουκάλι «ιλιάτσι» (λιαστό Σιατιστινό κρασί). Τα πήρε γρήγορα χωρίς να κοιτάξει πίσω, έφτιαξε μια ζεστή κρασοπαπάρα και τάισε τον μικρό μέχρι να γίνει το κρέας. Αυτό γινόταν καθημερινά, έβρισκε κρυμμένα στον φούρνο τρόφιμα και κυρίως ψωμί, κρέας και κρασί. Η Βαγγελιώ είδε ένα ξημέρωμα ποιος τα έβαζε, δεν είπε τίποτα όμως. Και σιγά σιγά έβλεπε το παιδί της  να συνέρχεται και να ξαναπαίρνει το χρώμα του, ώσπου πέρασε ένας μήνας και ο Νικόλας έγιανε.

Και εκεί που μια ακτίνα χαράς και αισιοδοξίας φώλιασε στις καρδιές τους, ξημερώματα των αγίων Αποστόλων του ’43, το χωριό αναστατώθηκε από τις φωνές των Γερμανών, που διέταξαν τον ιερέα να σημάνει τις καμπάνες για να συγκεντρωθούν οι άντρες στο  σχολείο του χωριού.

Ο Μιχάλης έβαλε το καλό του σακάκι και τσουλώντας το καρότσι κίνησε να βγει από το σπίτι.

«Μην πας Μιχαλιό μου» είπε η Βαγγελιώ και του έφραξε την πόρτα.

«Μέριασε Μιχάλαινα, είμαι και ‘γω άντρας» της είπε κοιτάζοντάς την κατάματα και εκείνη δεν μπόρεσε να του φέρει αντίρρηση.

Στο σχολείο είχαν μαζέψει από τα χωράφια και τα σπίτια όλους τους άντρες του χωριού και απέναντι είχαν στήσει τρία πολυβόλα. Οι γυναίκες τριγύρω έκλαιγαν και οι άντρες σιγομιλούσαν. Ο μπάρμπα-Κώστας με τον Παναγιώτη, τον Τουρκοβασίλη  και τον Γιάννη τον δάσκαλο γνώριζαν και είχαν βοηθήσει κιόλας αυτοί και άλλοι κάτοικοι να μεταφερθούν, κρυμμένα μέσα σε κοπριά, όπλα που προορίζονταν για τους αντάρτες. Τα είχαν κρύψει στον γυναικωνίτη και στο ξύλινο ταβάνι της Αγίας Παρασκευής. Μέσα στην εκκλησιά είχαν μείνει και δυο αντάρτες. Κάποιος πρόδωσε πως ήταν κρυμμένα όπλα σε εκκλησία, αλλά δεν γνώριζε σε ποια. Έτσι, οι Γερμανοί πήραν με την σειρά όλους τους ναούς και έκαναν εξονυχιστικό έλεγχο. Όταν κατέβηκαν στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, βρήκαν την σιδερένια πόρτα κλειδωμένη και άρχισαν να την κλοτσούν. Ένας μεγάλος λαγός πετάχτηκε από την συκιά και οι στρατιώτες, εικοσάχρονα παιδιά, άρχισαν σαν παιχνίδι να πυροβολούν τον λαγό που κρύφτηκε μέσα στα βάτα. Ο επικεφαλής ακούγοντας τους πυροβολισμούς σφύριξε και τους διέταξε να ανέβουν επάνω, χωρίς να μπουν στην εκκλησία. Είχε έρθει μια διαταγή να φύγουν, μπήκαν σε καμιόνια για να πάνε να ενισχύσουν τους δικούς τους σε μια μάχη στο Σαραντάπορο. Ένας λαγός τους καθυστέρησε και δεν έψαξαν την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και τα όπλα δεν αποκαλύφτηκαν.

Άφησαν τους  άντρες να επιστρέψουν στα σπίτια τους και την ίδια νύχτα, αξημέρωτα, κάτοικοι του χωριού και αντάρτες μετέφεραν τα όπλα κρυφά στο Μπούρινο, όπου τους περίμενε μια ομάδα αγωνιστών και τα παρέδωσαν στον διοικητή. Δεν μπόρεσαν ποτέ να βρουν αυτόν που πρόδωσε. Την επομένη όμως προσευχήθηκαν στην εκκλησία όλοι στα γόνατα και ευχαρίστησαν την Αγία Παρασκευή, πιστεύοντας πως τους έσωσε.

Αρχές του Φθινοπώρου, ο Νικόλας έπαιζε με τα άλλα παιδιά στην γειτονιά, όταν άρχισαν να φεύγουν οι Γερμανοί από το χωριό. Μετά από λίγες μέρες, μάθανε πως αυτό το τάγμα είχε μια φοβερή μάχη στα Καλιάρια με τους αντάρτες και αποδεκατίστηκε. Η μάνα έψησε στον φούρνο πρόσφορο, έβρασε σιτάρι και τα πήγε στον ιερέα.

«Να κάνεις μνημόσυνο πάτερ και να διαβάσεις «την ψυχήν του δούλου σου Μάρτιν» για να αναπαυτεί η ψυχούλα του, γιατί αυτός έσωσε τον Νικόλα μου» του είπε δακρυσμένη. Και ο παπάς πήρε το ψωμί και το ευλόγησε.

Ιωάννα Κύρου

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: