,

Τρία μέτρα χώμα

Η Λενιώ χώθηκε σαν σαΐτα στην αποθηκούλα της κουζίνας, χωρίς να την ακούσει κανείς. Από εκεί, ίσα που άνοιξε αθόρυβα το κάτω μεσoπόρτι για να χωρέσει να βγει, καθώς το πάνω έτριζε αφόρητα. Αντί όμως να τρέξει στον πίσω κήπο, συνέχισε κολλητά στην μάντρα, ως το ξεχαρβαλωμένο σύρμα. Το ξεσκάλωσε απ΄το παλούκι του και έτρεξε ξυστά του, μέχρι που βρέθηκε στο πίσω μέρος του κτίσματος, τρεις αυλές πιο πέρα. Χτύπησε την ξύλινη πόρτα, ξαναχτύπησε και μόλις αφουγκράστηκε βήματα να πλησιάζουν, ψιθύρισε όσο πιο δυνατά γινόταν «Γιώργηηη, τρεχάτε να κρυφτείτε, ήρθαν!».

Με τον ίδιο τρόπο γύρισε. Όλα έγιναν σε λιγότερο από δύο λεπτά. Ίσα που πρόλαβε να κάτσει στην τάβλα και η μάνα της ξεαμπάρωσε και άνοιξε επιτέλους την εξώπορτα. Πόσο πια να καθυστερήσει, θα τις παίρνανε χαμπάρι. Τρεις γυναίκες μόνες στο σπίτι, έπρεπε να προσέχουν, απολογήθηκε. Είχαν ξαπλώσει και νωρίς, δεν μπορούσαν να βγουν με τα νυχτικά. Το άγριο βλέμμα του καπετάνιου του ΕΛΑΣ ηρέμησε, ειδικά μόλις του είπε ότι είχε ζυμώσει φρέσκια μπομπότα σήμερα και είχε έτοιμο το καζάνι για μια ζεστή τραχανόσουπα.

Η μητέρα της, η Σόφω, που βγήκε μπροστά, ήταν θαρραλέα γυναίκα. Μεγάλωσε τα δυο παιδιά της ολομόναχη. Χήρα απ΄τα εικοσιπέντε της. Βλέπεις τον πατέρα της τον Λιάκο, δεν είχε κλείσει τα δύο η Ελένη, τον πλάκωσε το κάρο στα χωράφια και ξεψύχησε επί τόπου. Σχεδόν δεν τον θυμόταν.

Ο μεγάλος της αδελφός, ο Δημητρός, μόλις είχε μπει στα δεκαεννέα, νιόπαντρος ακόμα, έφυγε με τους αντάρτες στα βουνά. Η γυναίκα του, η Μόσχω, έμενε μαζί τους. Συνομήλικες σχεδόν, τρία χρόνια την πέρναγε η νύφη της, η Λενιώ είχε πατήσει τα δεκαέξι. Η ζωή στο αμφιθεατρικό χωριό τους, τον Τσαμαντά, μόνο όμορφα δεν κυλούσε. Παλεύανε με την φύση και τα στοιχειά της οι γυναίκες, στα στέρφα χωράφια και στις άδειες κατσαρόλες, όπου βράζαν δέκα σπυριά φασόλια με μπόλικο κόκκινο, γλυκό πιπέρι αντί ντομάτας, για δεν υπήρχε απ΄την φτώχεια. Ενώ οι άνδρες είχαν κάνει λημέρι τους, την κακοτράχαλη μα γνώριμη γι’ αυτούς Μουργκάνα πολεμώντας τον εχθρό. Το άγριο τοπίο σιγοντάριζε την άκαμπτη άμυνα του αντάρτικου και Γερμανική μπότα δεν πάτησε την οροσειρά. Και όταν φύγαν οι κατακτητές, πανηγυρίσανε όλοι μαζί στο προαύλιο της εκκλησίας. Ήρθε και η αμερικάνικη βοήθεια!

Δεν ήξεραν τι ακολουθεί…

Μέρα-μεσημέρι πια κατεβαίναν οι αντάρτες απ΄την Μουργκάνα στον Τσαμαντά. Έτσι και σήμερα, απογευματάκι, τραντάξαν την πόρτα τους, φέρνοντας γράμματα απ΄τον Δημητρό. Ευτυχώς τους καθυστέρησε η μάνα, καθώς το σπίτι είχε εσωτερική αυλή και διπλοαμπαρωμένη ξύλινη θύρα που ασφάλιζαν πάντα. Γιατί οι γυναίκες ήξεραν καλά. Στόχος τους δεν ήταν να δώσουν μόνο τα χαιρετίσματα, αλλά το τέλος σε δυο ζωές, των χωροφυλάκων στο τμήμα. Αδέλφια και αυτοί. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία, ο Τρύφωνας, ήταν πιο κοντός και στιβαρός, ασήκωτος στην κουβέντα, δεν του έπαιρνες λόγια, έφερνε βαρέως τον τίτλο του. Τον μικρότερο όμως τον Γιωργή, τον είχε συναντήσει στην βρύση πολλές φορές η Λενιώ. Ήταν ψηλός, πρασινομάτης με κάτι τσίνορα… μόλις της χαμογέλασε και της συστήθηκε, έλιωσε! Ευγενικός, ντοπιάρης και αυτός, απ΄την Καστανιανή το Μαστοροχώρι, με τη γυναίκα του έγκυο στο πρώτο τους παιδί. Δεν σταματούσε να μιλά για τον τόπο του και την καλή του. Καμαρώνοντας της έδειξε και ένα σταυρουδάκι από ξύλο με μπλε χάνδρα στο κέντρο. Με τα χέρια του το είχε σκαλίσει για να την φυλάει, του το είχε διαβάσει και ο παππάς του Άη-Γιώργη. Το φορούσε ο ίδιος κατάσαρκα, μέχρι μεθαύριο που θα της το πήγαινε. Θα την έπαιρνε να την φέρει οριστικά και αυτήν μαζί του στον Τσαμαντά, φοβόταν να γεννήσει μόνη της στο χωριό. Εδώ είχαν και γιατρό! Ακόμα πιο περήφανος φάνταζε στα μάτια της, ένα νέος άνδρας που τιμούσε το στεφάνι του σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς. Δεν έπαυε όμως να θαυμάζει την κορμοστασιά του στα κρυφά.

Γι’ αυτό ξεγλίστρησε και πήγε να τους προειδοποιήσει σήμερα, ρισκάροντας να την μυριστούν. Ήξερε τι τις περίμενε για την “προδοσία”, αλλά δεν το χωρούσε μέσα της η Λενιώ.  Ευτυχώς την γλύτωσε και η ίδια και οι δυο χωροφυλάκοι που άρον άρον το έσκασαν. Ή έτσι νόμιζε…

Μετά από κανά δυο μέρες, κατέβηκε επιτέλους και ο αδελφός της για λίγο καιρό σπίτι τους, ήταν οριστική πια η επικράτηση του Δημοκρατικού στρατού στον Τσαμαντά. Απ’ αυτόν έμαθε πως ο Γιωργής πάτησε μια απ’ τις νάρκες που είχε σε διάφορα σημεία στις πλαγιές βάλει ο ίδιος ο Δημητρός. Το έλεγε με μια δόση κομπασμού. Η Λενιώ του κάκιωσε λίγο, μα πιο πολύ κατσούφιασε. Δεν τον έσωσε, τον οδήγησε στον βίαιο διαμελισμό του. Δε θα ήθελε να είναι στη θέση της νιοφερμένης γυναίκας του, που δε θα είχε ούτε ολόκληρο σώμα να θάψει, ούτε καν να νεκροφιλήσει τον άνδρα της που πάει! Δεν μίλησε καθόλου, μόνο αντάλλαξε βλέμμα με την μάνα της. Μέσα της αναρωτιόταν αν τα έμαθε η έρμη τα νέα.

Άλλη μια φορά τον είδαν τον Δημητρό τους. Αμούστακος πήγε στα βουνά, άνδρας ήταν τώρα! Μες τα μαύρα μεσάνυχτα, χτύπησε την πόρτα, απίθωσε στην αγκαλιά της Μοσχούλας ένα βρώμικο δέμα, της είπε δυο λόγια στα κλεφτά και ξανάφυγε για τα βουνά. Ήταν παραμονές της μάχης της Μουργκάνας.

Ο μπόγος απ΄τα ματωμένα σκουτιά έκρυβε μέσα ένα μωρό! Ίσως λίγων ωρών που κοιμόταν μακάρια, χωρίς να ξέρει πως γύρω του ο κόσμος γκρεμιζόταν για να ξαναχτιστεί απ΄την αρχή. Είχε κάνει επιδρομή ο δημοκρατικός στρατός για κρησφύγετα φιλοκυβερνητικών στο χωριό. Σέρνανε κανά δυο για εκτέλεση. Ο Δημητρός μπήκε απ’ τους τελευταίους σε ένα σπίτι. Βρήκε μια γυναίκα ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι μέσα σε μια ματωμένη λίμνη, χωρίς ίχνος από σφαίρες. Δεν είχε ακούσει άλλωστε ούτε πυροβολισμό, όταν μπούκαραν. Την σκούντησε να δει αν ζει. Τίποτα. Γύρισε να φύγει και άκουσε κλάμα μωρού. Στον κόρφο της μέσα ήταν σχεδόν κολλημένο το νεογέννητο. Δεν άντεξε, το πήρε αγκαλιά όπως ήταν τυλιγμένο και στα κρυφά το πήγε στο πατρικό του, λίγα σπίτια πιο εκεί. Η τελευταία καλή του πράξη. Δεν τον ξαναείδαν ζωντανό. Την επόμενη φορά τους τον φέρανε πάνω στο μουλάρι νεκρό.

Ούτε οι ίδιες ξέρανε πώς βγήκαν αλώβητες απ΄την βιαιότητα των ημερών που ακολούθησαν. Η νίκη της 8ης μεραρχίας ήταν γεγονός. Όχι όμως λαμπρή, σαν πριν λίγα χρόνια κατά των Γερμανών, αλλά μαύρη καθώς άρμοζε στον εμφύλιο. Για τις γυναίκες, όλοι τους ήταν ηττημένοι, ας μην μέτραγε η γνώμη τους. Σκυλί μονάχο ήταν ο Ταξίαρχος Ρίζος, της 75ης που έμπαινε σε όλα τα σπίτια, ψάχνοντας για αντάρτες. Η φήμη του είχε προηγηθεί, πως όσο μπόι του έλειπε, τόσο δαιμόνιος ήταν. Η μάνα της η Σόφω, είχε ήδη αφήσει ανοικτές τις πόρτες, δεν είχε κανένα νόημα. Όρμησε μες στο σπίτι ακολουθούμενος από δυο στρατιώτες. Μόλις τον αντίκρισαν, κοκαλώσανε όλες τους. Ο άνδρας με το παγωμένο βλέμμα, έστειλε έξω τους φαντάρους να παραφυλάνε. Αυτός έκατσε στην κουζίνα, έβγαλε το πηλήκιό του και ζήτησε νερό. Δεν έψαξε πουθενά! Ανοιγόκλεισε μόνο δυνατά τις δυο πόρτες, είπε ευχαριστώ και έφυγε. Ήταν ο Τρύφωνας! Φανερά αδυνατισμένος, αξύριστος, εξίσου αμίλητος. Ακούμπησε με το χέρι του τον δεξί ώμο της Λενιώς φεύγοντας, σαν παρηγορητικά ζεστό τής φάνηκε το άγγιγμά του.

Τα χρόνια που ακολούθησαν, ας είχαν ειρήνη πια, ήταν τα δυσκολότερα. Μπορεί να γλίτωσαν το παιδομάζεμα, να απέφυγαν την προσφυγιά και την στρατολόγηση γυναικών, αλλά επιβίωσαν σε έναν έρημο πια τόπο, αποστεωμένο σαν τις ίδιες. Η Λενιώ δεν είχε παντρευτεί, τώρα πια ήταν αργά, είχε περάσει τα τριάντα. Όσες αρραβωνιασμένες ή νύφες ήξερε, είχαν γευτεί μόνο πίκρες. Άλλωστε όταν ήταν στα ντουζένια της, ούτε σερνικά υπήρχαν, ούτε χρόνος. Παρέμεινε δεμένη με την Μόσχω, σαν αδελφές. Έτσι μεγάλωσαν και το μωρό. Αντράκι πια, Ηλία τον βάπτισαν, σαν τον παππού του. Μετά το θάνατο της μάνας της, τα μαζέψαν οι δυο γυναίκες και κατεβήκαν για μόνιμα στην Γουμένισσα.

Η πόλη είχε καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς και την ξανάχτισαν οι Τσάμηδες. Έπιασε δουλειά σε ένα μπακάλικο. Η νύφη της έπρεπε να μένει σπίτι να φροντίσει το παιδί. Άλλωστε και στα χαρτιά το είχαν γράψει σαν τέκνο δικό της και του μακαρίτη του Δημητρού. Ο μπόμπιρας μεγάλωσε με δυο μητέρες. Την μαμά την σκέτη, που δεν ήταν άλλη απ’ την Μόσχω. Και την μαμά-Λενιώ! Κάπου εκεί μες στα στενά του λιμανιού, έδωσε μια η τύχη στο κουβάρι της ζωής τους και έμπλεξε σε μια παρεξήγηση το εντεκάχρονο παλικαράκι. Με σκισμένα χείλη, σερνάμενα ποδάρια και το κεφάλι κατεβασμένο, τον συνόδεψε σπίτι ένας αστυφύλακας. Το όργανο της τάξης όμως όλο χαμογελούσε, καθώς ο Ηλίας είχε πέσει πάλι πάνω στον Τρύφωνα! Είχε αυτός τους λόγους του να μειδιά, για την ακρίβεια έναν μονάκριβο, το πρόσωπο της Λενιώς! Διστακτικά στην αρχή και σιγά σιγά έγινε η προσέγγιση και το φρούριο έπεσε. Παντρεύτηκαν τον ίδιο χρόνο, ενώ ορκίστηκαν ποτέ μα ποτέ να μην μιλήσουν για το παρελθόν τους. Ούτε όταν ήταν οι δυο τους, ούτε μπροστά σε άλλους. Μόνο κακοφορμισμένες πληγές και φρικτά θανατικά έκρυβε, σαν επτασφράγιστος τάφος έπρεπε να μείνει κλειστός, αλλιώς θα κατάπινε και τους ίδιους.

Και το τηρήσανε, γι’ αυτό ζήσανε αγαπημένοι. Ο Τρύφωνας, απ΄το πουθενά, έγινε ο πατέρας που δεν είχε ο Ηλίας. Τον μεγάλωσε, τον σπούδασε δικηγόρο. Η μάνα του, η σκέτη, η Μόσχω, πέθανε πρώτη. Δεν είχε κλείσει ούτε τα πενήντα, από πνευμονία.

Η Λενιώ και ο Τρύφωνας όμως πρόλαβαν και είδαν και τρία εγγόνια. Στα εξήντα τους, καθισμένοι δίπλα δίπλα στο τζάκι, αποφάσισε η Λενιώ να πει όλη την αλήθεια στον άνδρα της. Όλο το βράδυ το σκεφτόταν. Λίγο πριν ανοίξει το στόμα της, λες και άκουγε τις σκέψεις της, μίλησε πρώτος ο Τρύφωνας. Της ομολόγησε, πως αυτός έδωσε εντολή να πιάσουν και να βασανίσουν τον αδελφό της για να μαρτυρήσει τη θέση των πολυβολείων. Ήξερε πως ο Δημητρός είχε φυτέψει τις νάρκες που διαμέλισαν τον άτυχο, δικό του αδελφό. Τότε που το έκανε, ένιωθε πως δικαίωνε τον Γιωργή, με τον καιρό κατάλαβε πως μέσα του δεν ηρέμησε, αλλά εξακολουθούσε να τον πνίγει το άδικο. Η Λενιώ σιώπησε για λίγο. Να κατηγορήσει τον σύζυγό της, το στήριγμά της μετά από τόσα χρόνια, δεν μπορούσε. Ο πόλεμος έφταιγε για όλα. Ο εμφύλιος ειδικά, σχίζει στα δυο μια πατρίδα, διχάζει οικογένειες, χωρίζει την συνείδηση απ’ την λογική, σμίγει το σωστό με το λάθος και αφαιρεί απ΄τις ψυχές κάθε ίχνος ανθρωπιάς! Και αλίμονο σε όσους παραμένουν έτσι, γυμνοί από αισθήματα και μετά το τέλος του. Ο Τρύφωνας είχε χαμηλώσει τα μάτια από ντροπή, φοβούμενος την αντίδρασή της. Απαλά τον χάιδεψε στην πλάτη και του είπε την υπόλοιπη αλήθεια, αυτή που της μαλάκωνε τόσα χρόνια την καρδιά.

“Ο Ηλίας δεν είναι πραγματικός ανιψιός μου, δεν είναι γιος της Μόσχως και του Δημητρού. Τον βρήκε ο αδελφός μου, κρυμμένο μέσα στα καταματωμένα σκεπάσματα της νεκρής του μητέρας. Τον έφερε σε εμάς. Τον απίθωσε στα χέρια της Μόσχως, τα σπάργανά του είχαν βαφτεί κόκκινα. Εγώ τον πήρα να τον πλύνω και να τον αλλάξω, ενώ η μάνα μου ζέσταινε λίγο νερό. Μόλις τον ξετύλιξα, από πάνω του ξεκόλλησε και έπεσε ένας μικρούλης ξύλινος σταυρός. Με μπλε χάνδρα. Του είχε αφήσει σημάδι στο μπρατσάκι του, όπως ήταν ζουπηγμένος στο κορμάκι του. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Ο Ηλίας είναι ο γιος του Γιώργη και ανιψιός σου!”

Βούρκωσε ο Τρύφωνας, γιατί ήξερε πως αυτόν ψάχνανε τότε, αυτόν έκρυβε στο κατώι η νύφη του. Το είχε ήδη σκάσει βέβαια από τον Τσαμαντά, μια μέρα πριν μπουν οι αντάρτες, του είχαν σφυρίξει την έφοδο. Αναγκάστηκε να την αφήσει ολομόναχη της στις μέρες της να γεννήσει, δεν έμαθε ποτέ αν τα κατάφερε. Τον ανακούφισαν απ΄το βάρος που κουβαλούσε, όσα του είπε η Λενιώ. Η γυναίκα του σηκώθηκε και επέστρεψε μετά από λίγο, κρατώντας το σταυρουδάκι.

«Το θυμάσαι; Αυτό δεν είναι; Εγώ μόνο μια φορά το είχα δει!»

Έγνεψε καταφατικά ο Τρύφωνας, ενώ τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι. Το αντρόγυνο βάλθηκε να κλαίει αγκαλιασμένο.

Την άλλη μέρα τηλεφωνήσανε στον Ηλία, έπρεπε να έρθει το συντομότερο, να του τα πουν όλα και να του δώσουν το ενθύμιο του πατέρα του, το φυλακτό που έκανε τελικά επάξια την δουλειά του.

Αθήνα 2018

Ο Ηλίας, εβδομηντάρης πια, ανεβαίνει κάθε άνοιξη απ΄την πρωτεύουσα στον Τσαμαντά, μέχρι τέλη φθινοπώρου που επιστρέφει στους Αμπελόκηπους. Τον Αύγουστο καταφθάνουν παιδιά και εγγόνια. Αυτά κάνουν τις διακοπές τους, αυτός έχει την εβδομαδιαία του ρουτίνα στο κοιμητήριο. Πρώτα φροντίζει το καντήλι της μάνας σκέτης και της μάνας-Λένιως και από ένα κεράκι, στον ίδιο τάφο που βρίσκονται οι δυο τους. Και μετά των τριών πατεράδων του. Του πραγματικού και του δεύτερου “στα χαρτιά”, που τον έσωσε. Κανέναν τους δεν γνώρισε. Τελευταίο φυτιλάκι που ανάβει, αυτό του θείου Τρύφωνα. Που τον ανέθρεψε και εκείνος τον φώναξε μπαμπά στα δώδεκά του. Τα μνήματα των ανδρών, χωρίζουν ακριβώς τρία μέτρα χώμα. Και αυτή η απόσταση τους ένωσε σαν μακαρίτες, κάτι που -πόσο κρίμα- δεν μπόρεσαν να κάνουν όσο ζούσαν!

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: