Η μέρα ήταν πολύ ζεστή και όμορφα ηλιόλουστη στην πόλη. Η θερμοκρασία είχε ξεπεράσει τους τριάντα βαθμούς Κελσίου. Όπως φαινόταν, ο Σεπτέμβριος, σαν έφτανε στα τελευταία του, έμοιαζε λες και ζήλευε τους τρεις προκατόχους του.
Στο βενζινάδικο απέναντι από την μικρή πλατεία, είχε μαζευτεί κόσμος. Λίγοι στην αρχή, όσοι δούλευαν στο πρατήριο, ένας δυο πελάτες και κάποιοι γείτονες από τις γύρω πολυκατοικίες. Όμως σταματούσαν όλο και περισσότεροι περαστικοί, που καθώς πήγαιναν στον προορισμό τους, το μάτι τους έπεφτε στο θέαμα της μικρής πλατείας, το σκέφτονταν και μερικοί αποφάσιζαν να ρίξουν μία ακόμα, πολύ καλύτερη και κυρίως πολύ πιο χρονοβόρα ματιά.
Ο αστυνομικός της Ομάδας Ζήτα, Σ. Παπαθανασίου, μιλούσε με μια φιλενάδα του στο κινητό του και δεν είχε αντιληφθεί αμέσως τον τύπο, για τον οποίο μαζευόταν το πλήθος. Κάποια στιγμή όμως, όταν γύρισε προς την άλλη μεριά χαμογελαστός, πρόσεξε τον κόσμο, τα γέλια και τα σύγχρονα κινητά τους, με τα οποία τραβούσαν βίντεο.
Τι στο καλό; αναρωτήθηκε.
Αλλά όταν γύρισε προς τα δεξιά, κατάλαβε.
Είδε ένα παλιό μαύρο αμάξι, παρκαρισμένο παράνομα πλησίον της πλατείας. Φαινόταν ταλαιπωρημένο και μάλλον παρατημένο από άποψη καθαριότητας και ενδιαφέροντος. Πάνω σε αυτό, από το καπό ως και την οροφή του οχήματος, ένας νεαρός είχε ξαπλώσει και κοιμόταν. Φορούσε μαύρη κοντομάνικη μπλούζα, μακρύ τζιν παντελόνι και μαύρα αθλητικά παπούτσια. Είχε γείρει το κεφάλι του προς τη μια πλευρά και ανέπνεε ήρεμα.
Ο Παπαθανασίου χαμογέλασε. Δεν έβλεπε κάθε μέρα τέτοια πράγματα.
Άκουσε γέλια από την απέναντι πλευρά και σκέφτηκε αν έπρεπε να ξυπνήσει τον νεαρό ή απλά να διώξει τους άλλους. Πίστευε ότι ο τύπος θα ήταν κουρασμένος ή πιωμένος. Ή χειρότερα. Μπορεί να είχε πάρει κάποιο ναρκωτικό. Και εδώ το χαμόγελό του κόπηκε μαχαίρι.
Πλησίασε τον νεαρό. «Έι, μικρέ», είπε και τον σκούντησε. «Ξύπνα».
Ο τύπος δεν ανταποκρίθηκε.
Τα γέλια από απέναντι δυνάμωσαν.
«Ξύπνα, φίλε. Αστυνομία».
Ο νεαρός γύρισε το κεφάλι του και ανασηκώθηκε.
Ο Παπαθανασίου τον παρατήρησε καλύτερα. Φορούσε ανοιχτόχρωμα γυαλιά καθρέφτες, είχε κοντά μαύρα μαλλιά και γένια μιας εβδομάδας περίπου. Ήταν σχετικά αδύνατος, όχι πάνω από εβδομήντα κιλά, και κοντά στο ένα μέτρο και ογδόντα εκατοστά. Η μπλούζα του ήταν γεμάτη με σκούρους λεκέδες από ιδρώτα. Ο Παπαθανασίου είπε: «Μπορείς να κατέβεις από το αυτοκίνητο;»
«Είναι ανάγκη;» ρώτησε ο άλλος. Ακούστηκε ξεθεωμένος, ένας τύπος κοντά στα τριάντα που βαριόταν όλη την ώρα και έχανε τον καιρό του με ανοησίες.
«Έχεις ξαπλώσει πάνω στο αμάξι σου» είπε ο Παπαθανασίου. «Έχει τριάντα δύο βαθμούς και εσύ κοιμάσαι έτσι;». Προσπάθησε να διακρίνει κάτι στο πρόσωπο του νεαρού, αλλά τα μεγάλα γυαλιά του δεν το επέτρεπαν. Έκρυβαν τα μάτια και όποιο ξωτικό κατοικούσε πίσω από αυτά.
«Νυστάζω αστυνόμε». Χτύπησε απαλά την οροφή του αμαξιού. «Εδώ είναι αναπαυτικά».
Ο Παπαθανασίου συνέχισε να χαμογελάει. «Πώς σε λένε;»
«Προμηθέα».
«Προμηθέα;»
«Ναι. Οι γονείς μου είχαν μια περίεργη αίσθηση του χιούμορ».
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Είχα καεί λίγο όταν ήμουν μωρό».
Ο Παπαθανασίου δεν έπιασε το όποιο αστείο υπήρχε πίσω από αυτό που είπε ο άλλος.
«Ξέρεις, σύμφωνα με το μύθο, ο Προμηθέας έφερε τη φωτιά στους ανθρώπους…»
«Α. Δε μου λες, έχεις πάρει κάτι;»
«Τι; Όχι, τίποτα».
«Σίγουρα;»
«Ναι».
Ο Παπαθανασίου το σκέφτηκε. «Εντάξει. Προμηθέα, πρέπει να κατέβεις από το αμάξι».
«Μα γιατί;»
«Έχεις παρκάρει παράνομα». Έδειξε την ταμπέλα με το κόκκινο Χ, λίγα μέτρα πιο πίσω από το αμάξι. «Επίσης, έχεις γίνει θέαμα. Όχι ότι αυτό είναι παράνομο γενικά. Για το δικό σου το καλό το λέω».
«Θέαμα;» Ο Προμηθέας κατέβηκε με ένα γδούπο στην άκρη της πλατείας.
Ο Παπαθανασίου τού έδειξε το πλήθος.
Ο νεαρός στράφηκε προς τον κόσμο. Ήταν ενήλικες, άλλοι με φθαρμένα και λερωμένα ρούχα, άλλοι με πιο επίσημα, κάποιοι που μάλλον θα πήγαιναν στην παραλία. Σχεδόν όλοι τον “κάρφωναν” με την κάμερα του κινητού τους. Μερικοί τον χαιρέτησαν κιόλας «Φίλε, τέλειο το κρεβάτι σου!» και «Ρε μαν, εσύ άραξες για τα καλά!» Και άλλα τέτοια.
«Έχεις το κοινό σου» είπε ο Παπαθανασίου «Κακοπροαίρετο κοινό, βέβαια».
Ο Προμηθέας δεν μίλησε.
Κι άλλες χαιρετούρες και χειρονομίες “υποστήριξης”.
Ο Παπαθανασίου σκέφτηκε πως μάλλον έπρεπε να διαλύσει το πλήθος. Φώναξε, «Τέλειωσε το θέαμα. Πηγαίνετε στις δουλειές σας».
Κάποιοι δυσανασχέτησαν.
Οι περισσότεροι γέλασαν κι άλλο.
Κανείς δεν κουνήθηκε από τη θέση του.
Ο αστυνομικός αναστέναξε ξανά και αποφάσισε να περάσει απέναντι, για να κάνει πιο ξεκάθαρο το λόγο του.
Κάποιοι από όσους τραβούσαν βίντεο και φωτογραφίες διέκριναν κάτι παράξενο στην οθόνη τους. Ρώτησαν ο ένας τον άλλο, αλλά ενώ υπήρχαν ομοιότητες στα πάντα, ωστόσο δεν υπήρχε τίποτα ίδιο στο καθρέφτισμα των γυαλιών.
Ένας είδε τον εαυτό του να πεθαίνει σε αυτοκινητιστικό ατύχημα.
Μια γυναίκα είδε πως έπεσε από το ποδήλατό της και χτύπησε άσχημα.
Ένας άλλος είδε ότι δεν μπορούσε να πάρει ανάσα από την κρίση άσθματος.
Όλοι είδαν κάτι διαφορετικό. Κάτι που έτρεμαν και που χωρίς να το ξέρουν, θα τους συνέβαινε σήμερα.
Αλλά πρώτα…
Ο Παπαθανασίου ετοιμαζόταν να περάσει το δρόμο, όταν έγινε η έκρηξη. Στο βενζινάδικο. Φλόγες υψώθηκαν ως τον ουρανό και αμάξια έγιναν στάχτη. Δυστυχώς, πολλοί από το κοινό τραυματίστηκαν, ενώ το πλήθος σκορπούσε, χωρίς να ξέρει -και δεν θα το μάθαινε ποτέ- ότι αυτή την καταστροφή είχε δει ο ιδιοκτήτης του πρατηρίου με το κινητό του στα γυαλιά του Προμηθέα.
Οι άνθρωποι που γλίτωσαν άρχισαν να τρέχουν εδώ κι εκεί, ενώ όσοι είχαν οχήματα, μπήκαν σε αυτά και γκάζωσαν.
Ο Παπαθανασίου καλύφθηκε πίσω από τη μηχανή του και έπιασε τον ασύρματο και ούρλιαξε. Και θα συνέχιζε, αν δεν έβλεπε τον χαμογελαστό Προμηθέα να ετοιμάζεται να μπει στο αμάξι του. Και αυτό του φάνηκε… λάθος. Ήταν μια ενστικτώδης σκέψη, μια διαπίστωση από αυτές που ξεπροβάλλουν χωρίς να ξέρεις γιατί, αλλά που ξέρεις ότι υπάρχει ένας σοβαρός λόγος γι’ αυτές τη στιγμή που έρχονται στο νου σου.
Ο αστυνομικός φώναξε: «Σταμάτα!» Σηκώθηκε και ακούμπησε με το δεξί του χέρι το πιστόλι του. «Σταμάτα!» Κανονικά θα έπρεπε να σπεύσει απέναντι, να συνδράμει σε όσους επιβίωσαν. Αλλά δεν γινόταν.
Μια άλλη σκέψη πέρασε από το μυαλό του Εγώ φταίω; Εγώ φταίω που συνέβησαν όλα αυτά; Αν, αν δεν τον ξυπνούσα;…
Ο Προμηθέας είπε «Μην το κάνεις αυτό, αστυνόμε».
«Βάλε τα χέρια στο αμάξι».
«Αυτό είναι λάθος».
«Μείνε στη θέση σου». Ο Παπαθανασίου κάλεσε ενισχύσεις. Είχε έναν ύποπτο. Πλησίασε τον Προμηθέα με αργό βηματισμό. Δεν ήξερε πόσο επικίνδυνος ήταν αυτός, δεν ήξερε αν όντως είχε κάνει κάτι με το βενζινάδικο. Αλλά ήξερε ότι αν έφταιγε κάποιος, αυτός ήταν ο Προμηθέας. Απλά το ήξερε.
Και θα τον έπιανε. Θα τον πήγαινε στο τμήμα. Θα έκανε ό,τι μπορούσε για να αποδείξει την εγκληματική φύση του Προμηθέα. Θα…
Τότε ο νεαρός γύρισε το κεφάλι και ο Παπαθανασίου είδε στα γυαλιά του Προμηθέα.
Είδε τον εαυτό του στο δικαστήριο, δίπλα από τον κουστουμαρισμένο δικηγόρο του. Απέναντι ήταν η γυναίκα του. Με το δικό της δικηγόρο. Και πιο πίσω τα δύο παιδιά τους, στην αγκαλιά των πεθερικών του.
Εκείνη τη στιγμή ήταν που χτύπησε το κινητό του Παπαθανασίου.
Πάγωσε στη θέση του.
Πριν ακόμα βγάλει το κινητό του, ο Παπαθανασίου ήξερε ότι τον καλούσε ο δικηγόρος του.
Ο αστυνομικός συνέχισε να κοιτάει τον νεαρό. «Γιατί;» ψέλλισε. «Γιατί το κάνεις αυτό;»
«Το μήλο θα πέσει κάτω από τη μηλιά, αστυνόμε».
«Τι;»
«Κληρονόμησα το χιούμορ των γονιών μου».
Ο Παπαθανασίου είδε τον Προμηθέα να μπαίνει στο αμάξι του, να βάζει μπρος και να χάνεται στην αυξανόμενη κυκλοφορία του δρόμου.
Τάκης Κομνηνός
——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/