Το λιγοστό φως τρύπωνε από τα κλειστά παντζούρια σε δέσμες. Η Έρση είχε καθίσει στο μεγάλο κρεβάτι της που έμοιαζε πιο άδειο από ποτέ, γύρω της είχε χαρτιά και χαρτόνια με ζωηρόχρωμα χρώματα ή σχέδια με κάρβουνο, όλα ήταν χιλιοκολλημένα και κακοποιημένα και όλα απεικόνιζαν μια ξανθιά γυναίκα μ΄ ευτυχισμένα μάτια κι ένα χαμόγελο ως τ΄αυτιά. Δεν αναγνώριζε αυτή τη γυναίκα, είχε χαθεί, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Τράβηξε τη μικρή ακρούλα από ένα φωτογραφικό χαρτί κάτω από ένα σχέδιο μολυβιού. Ο Στεφάν την κοίταζε με ξαφνιασμένα, καλόκαρδα μάτια, ντυμένος με το τριμμένο μαύρο παλτό του. Ήταν η μόνη φωτογραφία που είχε καταφέρει να περισώσει από τη μανία του Νίκου και αυτό γιατί την είχε πάνω της τη μέρα που όρμησε στο δωμάτιο της, τη μέρα που έμαθε ότι δεν ήταν στέρφα, τη μέρα που έχασε το μωρό της και ο γιατρός προσπαθούσε για ώρες να σταματήσει την αιμορραγία. Τουλάχιστον για όσο ήταν εκεί ο γιατρός, ο Νίκος συμπεριφερόταν σαν ανήσυχος και στεναχωρημένος σύζυγος, μα σαν έφυγε, έπειτα από πολλές εξαντλητικές ώρες δίπλα της και καθώς αυτή είχε παραδοθεί σ΄ένα βαθύ ύπνο, η πόρτα άνοιξε διάπλατα με θόρυβο. Με δυο κάρβουνα αναμμένα για μάτια και πρόσωπο παραμορφωμένο από οργή, ο Νίκος όρμησε στο δωμάτιο της και άρχισε να γκρεμίζει τα πάντα. Η κακομοίρα Μαρί βρέθηκε ανάμεσά τους και προέταξε τα πληθωρικά στήθη της με θάρρος για να σώσει τη κυρά της, αλλά σύντομα βρέθηκε στην άκρη του δωματίου με δυο σπασμένα πλευρά και μύτη πρησμένη που έρεε κόκκινο πηχτό αίμα. Σ΄ όλη τη διάρκεια του φρενιάσματος του η Έρση τον κοίταζε με απάθεια και έπειτα ξαφνικά σταμάτησε και έφυγε, χωρίς να της πει ούτε μια κουβέντα, τότε εκείνη γύρισε πλευρό και ξανακοιμήθηκε.
Η Φώτω είχε δίκιο, όσο αυτή κρατούσε τα λεφτά την είχε ανάγκη. Γι΄ αυτό είχε φροντίσει από καιρό να του κάνει γνωστό ότι είχε κάνει διαθήκη σε μεγάλο σοβαρό δικηγορικό γραφείο της Αγγλίας και αν πάθαινε ποτέ κάτι, αυτός θα έμενε χωρίς δεκάρα. Ο Νίκος στηριζόταν στ΄όνομα του και στις πλάτες της για να μην τον κυνηγήσουν οι πιστωτές του, που έχοντας εξανεμίσει μεγάλο μέρος της προίκας της και όλη τη δική του περιουσία, είχε βάλει χέρι και στην περιουσία του αδερφού του. Γι΄ αυτό το λόγο είχε αναγκαστεί να βάλει κι αυτή χέρι στην περιουσία της αδερφής της… Δεν ξέρει τι τον τσάντισε περισσότερο εκείνη τη μέρα, ο φόβος του μην πεθάνει η Έρση και μείνει χωρίς λεφτά ή το ότι ήταν έγκυος από τον εραστή της, μα δεν την ενδιέφερε. Δεν την ενδιέφερε τίποτα πια, ο Στέφαν είχε πεθάνει, το μωρό τους είχε πεθάνει, εκείνη είχε πεθάνει… Φαίνεται ότι ο Νίκος τα ΄χε πια καταφέρει, την είχε στεγνώσει από κάθε χαρά, είχε ρουφήξει και τη τελευταία ρανίδα ζωής από μέσα της και μια μέρα ένιωσε ότι αυτό την θύμωνε. Την θύμωνε πάρα πολύ! Είχε καταφέρει με τον τρόπο του να γίνει το δικό του πάλι. Αυτή μια υποταγμένη, νεκροζώντανη, αδιάφορη για όλα και αυτός αλώνιζε στο Παρίσι με τα λεφτά της κάνοντας τη μεγάλη ζωή, πηδώντας από εδώ και από εκεί ως συνήθως. Κι ο θυμός της γιγαντώθηκε όταν τον άκουσε μια μέρα να σιγοτραγουδά στο μπάνιο. Μπήκε μέσα απότομα και από το ξάφνιασμα του ο Νίκος κόπηκε με το ξυράφι. Εκείνη τον κοίταξε παγερά, δυό βήματα τους χώριζαν και βρέθηκαν ν΄ αναμετριούνται πρόσωπο με πρόσωπο, με το δάκτυλο της σκούπισε το αίμα από το μάγουλο του και το ΄φέρε στο στόμα της, το οποίο έγλειψε με ηδονή, ένα τρομακτικό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο της και μετά του γύρισε την πλάτη και έφυγε. Είχε πολλά να κάνει και πρώτα απ΄όλα μια επίσκεψη στον Παύλου, τον γιατρό της από το νησί που τους είχε επισκεφτεί πριν λίγες μέρες.
Η Έρση μάζεψε με απαλές κινήσεις τα χαρτιά και τα έβαλε σ΄ένα μεγάλο φάκελο. Έπρεπε να βρει μια καλή κρυψώνα, δεν μπορούσε να του δώσει άλλο ένα όπλο στα χέρια του και μετά έπρεπε να φροντίσει να περιχαρακωθεί. Στο Παρίσι ήταν εύκολο, ό,τι αγαπούσε βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά. Στο νησί όμως τα πράγματα ήταν αλλιώς και ο Νίκος το ήξερε, γι΄ αυτό ήρθε. Κάτι ήθελε και πήγε εκεί, για να μπορεί να την εκβιάσει ίσως. Το παιχνίδι ξεκίνησε λοιπόν, σκέφτηκε και τα μάτια της έλαμψαν με σκληράδα. Τώρα ήξερε ότι είχε βάλει στόχο την αδερφή της, άρα έπρεπε να την προστατέψει και κακώς δε το ΄χε κάνει ως τώρα. Ένιωθε τόσο χαρούμενη αυτές τις μέρες που ξαναβρέθηκε εκεί με τη Φώτω και τη μικρή της αδερφούλα, τη Μαντώ, και ήταν τόσο απασχολημένη με την αποπλάνηση του Μάρκου, μα και τις τύψεις της που εκμεταλλευόταν έτσι τα αγνά αισθήματα του. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που το έκανε και κάθε μέρα ένιωθε όλο και λιγότερες τύψεις. Άλλωστε και ο Μάρκος και ο Ανδρέας έπαιρναν ότι ήθελαν από αυτή, γιατί και αυτή δε μπορούσε να κάνει το ίδιο; Γιατί για μια γυναίκα θεωρούνταν ξεδιάντροπο και πρόστυχο, ενώ για ένα άντρα φυσιολογικό και αναμενόμενο;
«Τι να σου πω; Τα ΄χω κάνει…», είπε ξεφυσώντας και ακούμπησε τους αγκώνες στα γόνατα του και κάλυψε το κεφάλι του με τις παλάμες ο Μάρκος.
«Ξεκίνα από το τι τρέχει μ΄ εσένα και τη Μαντώ» είπε ερωτηματικά η Φώτω. Ο Μάρκος κάλυψε με τις παλάμες το πρόσωπο του και άφησε ένα ελαφρύ βογγητό. Μια μικρή σιωπή ακολούθησε την οποία έσπασε η Φώτω ανυπόμονη.
«Λοιπόν;»
«Είμαι ερωτευμένος…» ψιθύρισε εκείνος.
«Τι λες, δε σ΄ακούω!» έκρωξε η Φώτω.
«Είμαι ερωτευμένος!» έκανε πιο δυνατά και νευρικά ο Μάρκος και ανασηκώθηκε κοιτώντας τη στα μάτια. «Είμαι ερωτευμένος μαζί της, αλλά αυτή δε θα θέλει πια ούτε να με δει!»
Μια μικρή σιωπή ακολούθησε την οποία έσπασε η Φώτω.
«Κοίτα, Μάρκο, η Μαντώ είναι τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια μικρότερη σου, βέβαια δεν είναι πολλά, αλλά δεν είναι και λίγα….»
«Τι σημασία έχει, αφού δε θέλει ούτε να με δει…»
«Γιατί το λες αυτό;»
«Γιατί τη φίλησα και αυτή με χαστούκισε και εξαφανίστηκε!».
«Μπράβο της!» έκανε δυνατά η Φώτω και τα μάτια ΄λάμψαν από ευχαρίστηση, το απελπισμένο βλέμμα του Μάρκου την επανέφερε γρήγορα και του χτύπησε φιλικά τον ώμο. «Έλα μην κάνεις έτσι, δεν έγινε και τίποτα, της ήρθε απότομο γι΄αυτό αντέδρασε έτσι. Θα της μιλήσω και εγώ βέβαια, η Μαντώ είναι αγύριστο κεφάλι μερικές φορές και έχει απορρίψει πολλές προτάσεις… Γιατί το πας σοβαρά, έτσι δεν είναι; Δε θες να παίξεις…» είπε σ ΄ερωτηματικό τόνο και τον κοίταξε αυστηρά. Εκείνος της έγνεψε αρνητικά.
«Φώτω, δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος που δε θέλει να με βλέπει στα μάτια της…»
«Και ποιος είναι;»
«Μας έπιασε στο κρεβάτι με την Έρση…»
Το σαγόνι της ακούμπησε στο στήθος της, τα μάτια της γούρλωσαν και το δέρμα της πήρε ένα νεκρικό χρώμα. Έπειτα έγειρε πίσω αφήνοντας ένα βογκητό και κλείνοντας τα μάτια. Ένιωθε το κεφάλι της σαν κουβά που άδειασε ξαφνικά και τα πάντα στριφογυρνούσαν σαν σε δίνη.
Ο Μάρκος ανησύχησε. «Φώτω, Φώτω!», ούρλιαξε και πήρε το νερό από το κομοδίνο και το ΄φέρε στα χείλη της. Εκείνη όμως τα κρατούσε ερμητικά κλειστά κι εκείνος τρέμοντας την κατέβρεξε στο πρόσωπο.
«Θα με πεθάνετε σήμερα εσείς…» είπε βογκώντας η Φώτω.
«Φώτω!» φώναξε δυνατά ο Μάρκος και αφήνοντας το ποτήρι στο πλάι την ταρακούνησε σαν να ΄ταν μαριονέτα.
«Σιγά! Εσύ έχεις βαλθεί να με ξεκάνεις. Αν δεν με στείλεις με αυτά που μου λες, ή θα με πνίξεις, ή θα μου ξεριζώσεις το κεφάλι!» είπε βαριανασαίνοντας με κλειστά μάτια η Φώτω. Η ανάσα της άρχισε σιγά σιγά να επανέρχεται όπως και το χρώμα της. Η Φώτω άνοιξε τα μάτια της. Ο Μάρκος την κοιτούσε ανήσυχος
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε. Εκείνη του γνέψε καταφατικά.
«Καλά η Έρση, είχε τους λόγους της, εσύ γιατί;» είπε αφήνοντας την ερώτηση ανολοκλήρωτη. Τώρα ήταν η σειρά του Μάρκου να ξαφνιαστεί.
«Τι;» την ρώτησε μπερδεμένος.
«Εσύ γιατί το έκανες;» επανέλαβε αργά η Φώτω.
«Γιατί είμαι ένας ανόητος, άρρωστος, όπως θες πες με. Το ξέρω δεν έχω δικαιολογία, όμως Φώτω πρέπει να με καταλάβεις. Η Έρση ήταν ο νεανικός μου έρωτας, αυτήν που ήθελα να παντρευτώ και να κάνω οικογένεια μαζί της. Εκείνη όμως προτίμησε τον Νίκο και τον ήθελε τόσο που για χάρη του δέχτηκε ακόμη και να μην γίνει ποτέ μάνα, που ξέρεις πόσο πολύ το ήθελε…»
«Τι είπες;» ούρλιαξε σχεδόν η Φώτω. Ο Μάρκος ξαφνιάστηκε με το απότομο ύφος της.
«Εεεε;» ψέλλισε μπερδεμένος.
«Τι εεεε; Το ξέρεις ότι ο Νίκος δεν μπορεί να κάνει παιδιά;», τον ρώτησε με στριγκιά φωνή η Φώτω. Εκείνος την κοίταξε μπερδεμένος. «Η Έρση στο είπε;»
«Ποιο;»
«Ότι δεν μπορεί να κάνει παιδιά;»
«Όχι, το ΄ξέρα και η Έρση το ΄ξερε»
«Η Έρση δεν το ΄ξέρε!» τον έκοψε απότομα
«Μα πώς; Αφού είπε ότι της το ΄πε ότι δεν μπορούσε και είπε ότι δεν την πειράζει επειδή τον αγαπούσε…»
«Πότε;»
«Πριν παντρευτούν…»
«Δεν της το ΄πε, η Έρση το έμαθε πριν λίγο καιρό».
«Μα…»
«Εσύ μπορείς; Μπορείς να κάνεις παιδιά;»
«Εεε ναι, εγώ δεν κόλλησα μαγουλάδες, δεν είχα γεννηθεί καν… Έτσι πιστεύω δηλαδή, δηλαδή δεν προσπάθησα, δεν ξέρω…» τραύλισε ο Μάρκος σαστισμένος και τρομαγμένος από το βλέμμα της Φώτως. Η Φώτω αναστέναξε ανακουφισμένη. Έγειρε πίσω και έσφιξε τα χείλη κοιτώντας τον, ο Μάρκος έτριβε τα χέρια του αμήχανος με το κεφάλι σκυμμένο.
«Πόσο καιρό είσαι με την Έρση;» τον ρώτησε ξαφνικά υψώνοντας το φρύδι της.
«Τρεις μήνες πάνω κάτω, από τότε…»
«Την αγαπάς;»
«Για χρόνια αυτό νόμιζα, ότι την αγαπώ. Την αγαπούσα και την ποθούσα, την ποθούσα όσο τίποτα στον κόσμο. Με είχε αφήσει ανάπηρο αυτή της η απόρριψη. Δεν κατάφερα ποτέ να κάνω μια σχέση της προκοπής και αν έκανα δεν κατάφερα να τη διατηρήσω, γιατί όλες τις συνέκρινα με την Έρση ή μάλλον με την εικόνα της που με τα χρόνια είχα εξιδανικεύσει… Όταν λοιπόν το αντικείμενο του πόθου μου έπεσε ξαφνικά στη αγκαλιά μου, δεν είχα τη δύναμη να τη διώξω, πώς θα μπορούσα…»
«Σε ρώτησα αν την αγαπάς. Την αγαπάς;» τον ρώτησε επιτακτικά η Φώτω.
«Όχι» απάντησε με σιγουριά εκείνος.
«Ωραία, γιατί ούτε αυτή σε αγαπά. Μάρκο, κοίταξε με, αυτή η ιστορία τελειώνει εδώ. Τελείωσε ήδη, το κατάλαβες;»
«Φυσικά, αύριο φεύγω».
«Φεύγεις;»
«Μα δεν μπορώ να κάτσω άλλο εδώ, δεν το καταλαβαίνεις;»
«Και το καράβι;»
«Θα πω στον Ευθυμίου και στον Νίκο ότι πρέπει να βρουν άλλο να το αναλάβει»
«Και η Μαντώ;»
«Η Μαντώ δε θέλει να με βλέπει στα μάτια της και δεν έχει άδικο!» μουρμούρησε πικραμένος και πέρασε τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του.
«Η Μαντώ είναι ερωτευμένη μαζί σου», είπε μειλίχια και με σιγουριά η Φώτω. Ο Μάρκος την κοίταξε ξαφνιασμένος και σύντομα η απελπισία απλώθηκε στο πρόσωπό του. Έσκυψε πάλι μπρος και έχωσε το κεφάλι του στα χέρια του βογκώντας.
«Ήταν, γιατί μετά τα σημερινά…».
«Ναι, τα σημερινά… Τα ΄κάνες θάλασσα…» είπε στωικά η Φώτω και έγειρε πίσω.
«Αυτό δε λέω και εγώ τόση ώρα, τα ΄κανα θάλασσα!» αναφώνησε ο Μάρκος απελπισμένος.
Η Φώτω έφερε τα χέρια της στο κεφάλι της και έκλεισε τα μάτια. Στο πλάι της καθόταν ο Μάρκος με το κεφάλι του χωμένο μέσα στα χέρια του σε άθλια κατάσταση. Τι πρέπει και τι μπορεί να γίνει, σκεφτόταν, η Φώτω. Τι; Ίσως είναι καλύτερα να φύγει ο Μάρκος, έτσι όλα θα γίνουν σαν και πρώτα. Μα είναι δυνατόν να θέλει να γίνουν σαν και πρώτα; Ένα ρίγος τη διαπέρασε. Έπειτα ήταν και ο Νίκος, γιατί ήρθε; Να κατάλαβε για την Έρση και τον Μάρκο; Πόσο σκόπευε να μείνει; Τι είχε στο νου του; Σίγουρα τίποτα καλό. Θα μπορούσε επιτέλους ο Μάρκος να τον συγκρατήσει; Πολύ αμφέβαλλε η Φώτω αν θα κατάφερνε ποτέ ο Μάρκος να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στον αδερφό του. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, θα πρέπει να φύγει και η Μαντώ. Μόνο εκτός νησιού θα ήταν, ίσως, πραγματικά ασφαλής. Μήπως τελικά έπρεπε να ξανασκεφτούν το να πάει στην πρωτεύουσα και να δώσει τις εξετάσεις; Η Μαντώ ποτέ δεν το ζήτησε, αλλά η Φώτω ήξερε ότι ήθελε πολύ να πάει να σπουδάσει. Φέτος τελείωσε το σχολείο και τα είχε πάει περίφημα. Ακόμα και ο δάσκαλος ήρθε και τη βρήκε και της είπε ότι θα ήταν κρίμα να μη δώσει εξετάσεις. Όμως η Φώτω δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Θα την έχανε, θα έμενε μόνη, ποιος θα την φρόντιζε; Απ΄ την άλλη ο Μάρκος και η Μαντώ μαζί… Αν δεν υπήρχε η Έρση στη μέση και ο Νίκος θα ήταν εφικτό; Κανονικά δύο αδέλφια δεν μπορούν να παντρευτούν δύο αδερφές, έστω και μισές. Αυτό όμως δεν το ξέρει κανείς. Λες να το ξέρει ο παπα-Αποστόλης; Λες να τους εμπόδιζε; Μπα, αυτός είναι ικανός να πουλήσει και την ψυχή του στο διάβολο, μ΄ένα καλό ρεγάλο δε θα ΄χε αντίρρηση. Ούτε η Μαρουλιώ θα ΄χε αντίρρηση. Βέβαια η Μαρουλιώ γνώριζε, αλλά δε θα ήθελε να μαθευτεί η αλήθεια για τη Μαντώ . Ο Μάρκος ήταν όμορφος, ευγενικός, καλόψυχος, είχε περιουσία, είχε υπογράψει συμβόλαιο για πέντε χρόνια να είναι καπετάνιος στο νέο βαπόρι του Ευθυμίου που θα ΄κανε τη διαδρομή από την πρωτεύουσα ως το νησί και πίσω, που σημαίνει ότι δε θα ΄ταν όπως οι άλλοι ναυτικοί που φεύγουν για μήνες. Αληθινό κελεπούρι για οποιαδήποτε γυναίκα και ήδη πολλοί τον περιτριγύριζαν για να τον κάνουν γαμπρό τους. Αν τον παντρευόταν η Μαντώ σίγουρα θα την έπαιρνε και αυτήν μαζί να την φροντίζει και θα περνούσε ζωή και κότα. Όμως σίγουρα αγαπά την Μαντώ ο Μάρκος, ή μήπως βλέπει σ΄αυτήν την Έρση;
«Σίγουρα θέλεις να είσαι με την Μαντώ; Η Μαντώ δεν είναι η Έρση…» ρώτησε έξαφνα τον Μάρκο η Φώτω, κοιτώντας τον ερευνητικά.
Εκείνος βόγγηξε και ξαφνικά ανασηκώθηκε και την κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Ευτυχώς…» είπε μαλακά ο Μάρκος. Η Φώτω του έριξε ένα αινιγματικό βλέμμα.Εκείνη το ήξερε καλά, αυτές οι δύο μπορεί να έχουν το ίδιο αίμα, μα δεν είναι ίδιες, έχουν ελάχιστα κοινά κι ένα από αυτά είναι και η αγάπη τους για τα παιδιά…
«Σίγουρα μπορείς να κάνεις παιδιά;» σκέφτηκε δυνατά η Φώτω.
«Ξέρω ΄γω, δε μου ‘χουν πει και ότι δεν μπορώ… Ο Νίκος αρρώστησε…» απάντησε νευρικά και μπερδεμένος που η Φώτω τον ρώταγε ξανά αυτήν την άβολη ερώτηση.
Η Μαντώ θέλει παιδιά, τ΄αγαπά, συνέχισε τις σκέψεις της η Φώτω, δε θ΄άντεχε να περάσει και αυτή το μαρτύριο της Έρσης, που τόσα χρόνια νόμιζε ότι δεν μπορούσε. Τρισκατάρατε, να ψηθείς στην κόλαση, καταράστηκε για πολλοστή φορά εκείνη την ημέρα τον Νίκο η Φώτω. Θα μπορούσε όμως ποτέ να παραβλέψει η Μαντώ όλα αυτά που ΄γίναν; Η Μαντώ ήταν αγύριστο κεφάλι, σπάνια υποχωρούσε και ακόμη πιο δύσκολα συγχωρούσε. Θα πρέπει ο Μάρκος να της μιλήσει τίμια και σταράτα, έτσι θέλει η Μαντώ. Μα αν δεν καταφέρει τίποτα, τρύπωσε το σαράκι της αμφιβολίας μέσα της. Ίσως πρέπει να της μιλήσει και η Έρση… Την ώρα που σκέφτηκε την Έρση η Φώτω ένιωσε ακόμα πιο επιτακτική τη σωματική της ανάγκη.
«Λοιπόν, πες στην Έρση να έρθει επειγόντως που τη θέλω και εσύ τράβα να μιλήσεις στη Μαντώ. Άμα συγχύζεται πάει και κάθεται στη μύτη, στο στοιχειωμένο ακρωτήρι. Να πας να τη βρεις, να της ζητήσεις συγνώμη, να τα μιλήσετε, τίμια και σταράτα, έτσι θέλει η Μαντώ… Να δείτε μήπως μπορεί να σε συγχωρέσει, να κάνεις μια προσπάθεια…»
«Μα δεν μπορώ…»
«Είσαι και δειλός; Δε φοβάσαι τις φουρτούνες και τα κύματα που υψώνονται δεκάδες μέτρα από πάνω σου και φοβάσαι να μιλήσεις σ΄ένα κοριτσόπουλο; Κάνε ό,τι θες, μόνο βιάσου και φώναξε την Έρση!» του ΄πε απότομα η Φώτω ρίχνοντάς του ένα υποτιμητικό βλέμμα.