Κεραυνός εν αιθρία ήταν η είδηση του θανάτου του Τζων. Άτιμη καρδιά. Τον πρόδωσε κυριολεκτικά αυτή τη φορά. Κανείς δεν περίμενε ότι αυτό το ‘ντερέκι’, αυτός ο τόσο δυνατός και δυναμικός άντρας που έπαιρνε την πέτρα και την έστυβε θα έφευγε τόσο αναπάντεχα μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας. Κανείς… εκτός από τον ίδιο.
Πήγαινε καιρός που δεν αισθανόταν τον εαυτό του όπως παλιά. Το τελευταίο του check-up έδωσε κάποια προειδοποιητικά μηνύματα. Ο γιατρός επέμενε για περαιτέρω εξετάσεις άμεσα. Βέβαια, για τα στάνταρ και το αξιακό σύστημα του Γιάννη, πιο επείγουσα ήταν η επίσκεψη στο δικηγόρο του, παρά στον καρδιολόγο. «Έσο έτοιμος» του έμαθαν στο στρατό, που υπηρέτησε για δύο ολόκληρα χρόνια.
Η Μαίρη, που τον τελευταίο καιρό ήταν η επιτομή του party-animal, έμαθε μισομεθυσμένη το κακό μαντάτο επιστρέφοντας στο σπίτι μετά από κάποια έξοδο. Το παιδί της έμενε στο σπίτι των γονέων της μόνιμα και έτσι είχε το ελεύθερο, με την στήριξη φυσικά του -εκλιπόντας πια – daddy της. Η Μαιρούλα δεν έδινε πουθενά λογαριασμό. Αρχικά δεν διέθετε καν τον καταλογισμό να κατανοήσει αυτό που της ανακοίνωσε, με ομολογουμένως άκομψο και απότομο τρόπο, ο μεγαλύτερος αδελφός της.
«You’re lying, you’re fucking lying!», άρχισε μετά να ουρλιάζει. Χτυπούσε με ορμή τα πόδια της στο έδαφος και έσκιζε λυσσαλέα με τα νύχια της τις σάρκες της. Μετά χίμηξε σε αλλόφρονα κατάσταση στον αδελφό της γρατζουνώντας του το πρόσωπο και χτυπώντας τον με τις γροθιές της. Ο αδελφός της, που διέθετε το σωματότυπο του πατέρα τους, ήταν ψηλός και πολύ γεροδεμένος, τρόμαξε να την κάνει καλά. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και οι γείτονες, μη γνωρίζοντας τι ακριβώς είχε συμβεί, κάλεσαν την αστυνομία από τις φωνές και το κακό.
Τις υπόλοιπες μέρες, φυσικά και την ημέρα της κηδείας η Μαιρούλα έπαιρνε βαριά ηρεμιστικά. Είχε υποστεί ισχυρό νευρικό κλονισμό. Λαμβάνοντας υπόψιν το ιστορικό της με τις ουσίες, στη φάση αυτή ήταν πολύ επιρρεπής σε υποτροπιασμό.
Η Μαίρη δε φαινόταν ο τύπος ανθρώπου που θα κατέρρεε μετά από μία τέτοια είδηση. Ήταν ψυχρή κοπέλα που δεν εκδήλωνε συναισθήματα. Ακόμα και απέναντι στο ίδιο της το παιδί, ήταν ευδιάκριτο ότι δεν έτρεφε την αναμενόμενη στοργή και αφοσίωση. Το μητρικό της ένστικτο δεν ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένο. Ούτε ανταπέδιδε με θέρμη την αγάπη και την αδυναμία που της είχε ο πατέρας της. Με τη στάση της απλώς έδειχνε ότι τον ανεχόταν, σε αντίθεση με όλους τους άλλους στην οικογένειά της, τους οποίους δεν πήγαινε καθόλου. Τα αδέλφια της ήταν σχεδόν δύο ξένοι γι’ αυτή. Είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας. Δεν μεγάλωσαν μαζί, δεν έπαιζαν ποτέ μαζί της, δεν την πήγαιναν βόλτες ούτε της αγόραζαν ποτέ δώρα. Όταν αυτή ήταν στις πρώτες τάξεις του δημοτικού τα αγόρια ζούσαν ήδη μόνα τους σε δικά τους διαμερίσματα. Δεν υπήρχε επομένως καθημερινή επαφή. Η αντιπάθεια ήταν εκατέρωθεν, εφόσον ούτε τα αδέλφια της τη χώνευαν, καθώς θεωρούσαν τη μικρή τους αδελφή ανάγωγη και κακομαθημένη που πάντα ζητούσε προσοχή και υλικά αγαθά. Αυτό που τους εκνεύριζε πραγματικά, βέβαια, ήταν η τόσο διαφορετική στάση που κρατούσε ο πατέρας τους. Με αυτούς ήταν σκληρός και ανάλγητος, κακοποιητικός ακόμα, ενώ γινόταν ‘ζυμάρι’ στα χέρια της μικρής, που τον έκανε ό,τι ήθελε. Όσον αφορά τη σχέση της με τη Φρόσω, τη μητέρα της, μία από τα ίδια. Από μικρή που ήταν η Μαίρη, τα δύο θηλυκά της οικογένειας λειτουργούσαν ανταγωνιστικά. Πριν μετακομίσουν στην Αμερική, το κέντρο του κόσμου του Γιάννη ήταν η γυναίκα του. Ποτέ δεν της χαλούσε χατίρι, εκπλήρωνε την κάθε της επιθυμία και ήταν πάντα υποτακτικός. Όταν γεννήθηκε η μικρή όλα άλλαξαν. Η Φρόσω έχασε τη βολή της, τα λούσα της, τον ελεύθερο χρόνο της και άρχισε όχι μόνο να ξεσκατίζει και να μικρανασταίνει αλλά να δουλεύει παράλληλα! Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι έχασε την αφοσίωση και την προσοχή του Γιάννη ( Η Φρόσω βέβαια δεν έκανε ποτέ μία ενδοσκόπηση να δει μήπως έφταιγε η ίδια για την κατάσταση αυτή, λόγω της ματαιοδοξίας και μεγαλομανίας της που έκανε στάχτη τους κόπους μιας ζωής του άντρα της και τον ανάγκασε μα ξεκινήσει από το μηδέν, μεσήλικας πια σε μία άλλη ήπειρο. Ήταν πολύ πιο εύκολο να χρεώσει την κόρη της για την αλλαγή στάσης του άντρα της).
Ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα της τής στοίχισε της Μαιρούλας και πολύ μάλιστα. Πήρε βαρέως την απώλεια. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι αυτό οφειλόταν στη συνειδητοποίηση ότι δε θα περνούσαν πια τα τερτίπια και οι παράλογες και πανάκριβες απαιτήσεις της, χωρίς τις πλάτες και το πορτοφόλι του daddy. Tα δάκρυα της Μαίρης, όμως, δεν ήταν κροκοδείλια. Ήταν δάκρυα ειλικρινούς και ανυπόκριτου θρήνου. Δεν έκλαιγαν τα μάτια της Μαίρης, μόνο. Σπάραζε ολόκληρη η ψυχή της. Το συναίσθημα που ένιωθε τελικά για τον πατέρα της δεν ήταν υποτονικό και χλιαρό, αλλά φανέρωνε μία βαθιά συγκεκαλυμμένη αγάπη, που έκρυβε καλά ο εγωπαθής της χαρακτήρας και η υπερφίαλη προσωπικότητά της. Ο Γιάννης ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που δεν την έκρινε ούτε κατέκρινε τις επιλογές, τα λάθη και τα πάθη της. Ήταν πάντα εκεί, βράχος, δίπλα της. Η Μαιρούλα ήταν μεν κακομαθημένη και παλιοχαρακτήρας δεν ήταν όμως χαζή. Deep down διέθετε το «γνώθι σ’ αυτόν». Δεν ήταν τυχαίο ότι δεν στέριωσε ποτέ καμία σχέση της, οποιασδήποτε μορφής. Οικογενειακή, φιλική, ερωτική. Εδώ το ίδιο της το παιδί δεν την ήθελε. Σίγουρα είχε μερίδιο ευθύνης. Ο μόνος που ποτέ όμως δεν της είχε προσάψει το φταίξιμο ήταν ο μπαμπάς της. Την υποστήριζε, την δικαιολογούσε, διόρθωνε ο ίδιος τα δικά της λάθη. Και γιατί όλα αυτά; Επειδή την λάτρευε, επειδή γι’ αυτόν ήταν πάντα …daddy’s little girl.
Λίγες μέρες μετά την κηδεία, ο δικηγόρος παρέδωσε ένα γράμμα στη Μαίρη από τον πατέρα της. Ο Τζων είχε διαισθανθεί το τέλος του και φρόντισε να τακτοποιήσει όλες τις εκκρεμότητες πριν να ήταν αργά. Η Μαίρη είχε αρχίσει να εμφανίζει τα πρώτα σημάδια κατάθλιψης. Κοίταζε για πολλή ώρα τον κλειστό φάκελο. Ήταν έτοιμη για άλλο ένα ξέσπασμα θρήνου αλλά ανάκτησε όλες της τις δυνάμεις και επιστράτευσε κάθε γραμμάριο της αυτοκυριαρχίας της για να διαβάσει το γράμμα.
«Αγαπημένο μου Μαρικάκι,
Για να διαβάζεις αυτές τις γραμμές σημαίνει that I didn’t make it. Λυπάμαι γλυκό μου κορίτσι που δεν μπορώ να είμαι πια κοντά σου. Don’t worry, όμως, θα σε βλέπω και θα σε καμαρώνω από εκεί ψηλά. I’ve always been proud of you, Μαιρούλα. Ξέρω ότι μέσα σου έχεις πολλά καλά. Εγώ φταίω που δεν μπόρεσες να τα δείξεις προς τα έξω. Σ’ έπνιξα με την αγάπη μου. Δεν ήθελα να σου λείψει τίποτα. Ήθελα πάντα να σε προστατεύω να μη σου κάνει ποτέ κανένας κακό. Τελικά το μεγαλύτερο κακό σου το έκανα εγώ ο ίδιος. Μη φοβάσαι, από υλικά αγαθά δε θα σου λείψει τίποτα. Έχω φροντίσει για σένα και το μικρό Johnny. Η μαμά και τα αδέλφια σου θα είναι πάντα δίπλα σου. Σε αγαπάνε κι ας νομίζεις το αντίθετο. Κι εσύ τους αγαπάς, είναι αίμα σου. Θέλω να κάνεις κι εσύ προσπάθεια να έρθετε πιο κοντά. Εκτός όμως από την οικογένεια, Μαιρούλα, σε παρακαλώ να προσπαθήσεις να βελτιώσεις τις σχέσεις σου και με κάποιους άλλους, άλλοτε αγαπημένους ανθρώπους. Ξέρεις πολύ καλά ότι αδικήσαμε και οι δύο, την παιδική σου φίλη, την Peggy. Με το κορίτσι αυτό μεγαλώσατε μαζί. Ήταν your best friend για πολλά χρόνια, σου στάθηκε σε όλα τα δύσκολα, δεν σε εγκατέλειψε ποτέ κι εσύ την πλήγωσες πολύ άσχημα. Κι εγώ το επέτρεψα. Ζήτα της συγγνώμη και κάνε προσπάθεια μεγάλη να σε συγχωρέσει. Όλοι αυτοί που κάνεις τώρα παρέα δεν είναι πραγματικοί φίλοι.
Μαρικάκι, αδικήσαμε πολύ και οι δύο και πληγώσαμε το Στέλιο. Ο Στέλιος είναι παιδί διαμάντι που κι αυτός σε αγαπάει πραγματικά. Κι εδώ έσφαλλες άσχημα. Όπως κι εγώ που πήρα το μέρος σου και τον συκοφάντησα για να μην πάρει την επιμέλεια του παιδιού σας. Δείξε μεταμέλεια και κέρδισέ τον πίσω. Αν τα καταφέρεις, να τιμήσεις αυτή τη φορά τον όρκο πίστης και αγάπης.
Τέλος, γλυκό μου κοριτσάκι, μην ξεχνάς ότι είσαι μανούλα. Έχεις φέρει στον κόσμο ένα πλασματάκι που έχει ανάγκη την αγάπη και αφοσίωσή σου. Κοίτα το παιδί σου βαθιά στα μάτια και άφησε ελεύθερα τα feelings σου. Αγκάλιασέ το σφιχτά. Δείξε του την αγάπη σου με λόγια και με πράξεις (Μην το παρακάνεις, βέβαια, και γίνει μαμάκιας στο τέλος!). Έχω γράψει στη μαμά το όνομα ενός άριστου επαγγελματία υγείας που θα σε βοηθήσει σε αυτό το ταξίδι του rediscovery.
Σε γλυκοφιλώ Μαρικάκι μου και σου εύχομαι τα καλύτερα. Στο χέρι σου είναι να μαζέψεις τα κομμάτια σου και να ζήσεις μία όμορφη ζωή. Και μην ξεχνάς πως όσα χρόνια και να περάσουν you’ll always be … daddy’s little girl.
Με αγάπη,
O μπαμπάς σου».
Τα δάκρυα που κύλησαν αυτή τη φορά από τα μάτια της Μαίρης ήταν δάκρυα λύτρωσης και πραγματικής μετάνοιας. Όπως ένας μελλοθάνατος βλέπει να περνά σαν ταινία από μπροστά του όλη του η ζωή, έτσι και οι Μαίρη ανακάλεσε στη μνήμη της όλες τις στιγμές με τον μπαμπά της. Η Μαιρούλα όμως δεν ήταν μελλοθάνατη, δεν πέθαινε, τουλάχιστον όχι πια.
Τα λόγια του πατέρα της ήταν καθηλωτικά. Την προέτρεπαν όχι μόνο να σταθεί στα πόδια της. Έδιναν το εναρκτήριο λάκτισμα στην ψυχή της να ξαναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της. Ζήτησε όντως την επαγγελματική βοήθεια που της πρότεινε ο μπαμπάς της, διότι είχε πάρα πολλά ανεπίλυτα θέματα που είχαν σωρευθεί με τα χρόνια και επ’ουδενί δεν θα μπορούσε να τα λύσει μόνη της. Εν καιρώ δούλεψε τις σχέσεις της με τους κοντινούς της ανθρώπους και κατέβαλε ειλικρινή προσπάθεια να τεθούν σε νέες βάσεις. Οι σχέσεις βέβαια θέλουν μία ζωή να χτιστούν και μία στιγμή να γκρεμιστούν. Αυτό που χαλάει εν ριπή οφθαλμού δε σημαίνει ότι ξαναφτιάχνει εν μία νυκτί. Πιο εύκολη ήταν η αποκατάσταση με τα μέλη της οικογένειας. Εμ, το αίμα νερό δε γίνεται κι αν γίνεται δεν πίνεται (ούτε καν με αυτά τα πανίσχυρα φίλτρα που διαφημίζει χρόνια τώρα η τηλεόραση!). Η Μαίρη άρχισε να δουλεύει, για πρώτη φορά στη ζωή της, σε ένα από τα καταστήματα της οικογένειας και να κερδίζει πια το ψωμί της αντί να το βρίσκει έτοιμο και μάλιστα βουτυρωμένο. Αφού, λοιπόν, ξεκίνησε δειλά δειλά η αποκατάσταση των σχέσεων με τους δικούς της, στη συνέχεια τη σκυτάλη πήραν η παιδική της φίλη ,η Peggy και o πρώην άντρας της, ο Στέλιος. Αμφότεροι ήταν πρόθυμοι να της δώσουν μία δεύτερη ευκαιρία. «Everybody deserves a second chance», της είπαν με ένα στόμα.
Η αλήθεια ήταν ότι όλοι ήταν αρκετά επιφυλακτικοί έως και δύσπιστοι απέναντί της. Με τα δικαιώματα που είχε δώσει, ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψουν σ’ αυτή την αλλαγή και να την εμπιστευτούν. Δεν άνοιξαν αμέσως την αγκαλιά τους. Η αμηχανία και μία μουδιασμένη διάθεση διέκρινε, αρχικά, τη στάση όλων… σχεδόν.
Υπήρχε και μία αθώα ψυχούλα που λαχταρούσε την αγκαλιά και τα χάδια της μανούλας και τα δέχτηκε χωρίς δισταγμό και δεύτερη σκέψη. Τώρα πια και η δική του μαμά έκανε ‘whatever other mommies did’. O μικρός Γιαννάκης ήταν τρισευτυχισμένος με την προσοχή που του έδειχνε η μαμά του και με την αγάπη που εισέπραττε.
Με το θάνατο του πατέρα της, η Μαιρούλα προσγειώθηκε απότομα στην πραγματική ζωή. Ξεβολεύτηκε από το ροζ συννεφάκι της ανεμελιάς και του θράσους που την είχε θρονιάσει ο μπαμπάς της. Μέσα από την ‘σκληρή αγάπη’, tough love, και την επαγγελματική βοήθεια σε θέματα ψυχικής υγείας, πέτυχε την μεταμόρφωσή της. Ίσως θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η μεταμόρφωση αυτή είναι ‘too good to be true’ και ότι ‘οι άνθρωποι δεν αλλάζουν’. Υπάρχει και η σχετική παροιμία που λέει ότι ‘ο λύκος το τρίχωμα αλλάζει, το χούϊ δεν τ’ αλλάζει’. Είναι εκεί και παραμονεύει, ευκαιρίας δοθείσης, να φανερώσει τον πραγματικό, κακό, σκοτεινό του εαυτό.
Ίσως οι άνθρωποι όντως να μην μπορούν να αλλάξουν ολοκληρωτικά. Διαθέτουν όμως την ικανότητα να βελτιωθούν και να εξελιχθούν, φτάνει να το προσπαθήσουν και να το θέλουν πραγματικά. Η ειλικρινής προσπάθεια της Μαιρούλας δικαιώνει αυτή την δεύτερη ευκαιρία που της έδωσαν όλοι και αναπαύει την ταλαιπωρημένη ψυχή του πατέρα της. Ο τρόπος που τη μεγάλωσε προκάλεσε πόνο σε τόσους ανθρώπους. Δεν το έκανε κακοπροαίρετα. Το έκανε από την υπερβολική αγάπη για τη μοναχοκόρη του, που είχε το όνομα της μανούλας του και ήταν γι’ αυτόν πάντα… daddy’s little girl.