Κοιτούσε την αντανάκλασή του στο τζάμι του αγαπημένου του μαγαζιού. Φορούσε τα καλά του, το γκρι του γιλέκο, το ριγέ του πουκάμισο με τη μια μονάχα τρύπα κάτω από τη μασχάλη και το υφασμάτινο παντελόνι που είχε κλέψει από τη μπουγάδα ενός μπαλκονιού στον ημιώροφο μιας πολυκατοικίας στην Κυψέλη.
Σήμερα θα τής μιλούσε, σήμερα θα τής έκανε τη μεγάλη αποκάλυψη. Θα άλλαζε στα μάτια της τη μορφή του και ίσως να τη σταματούσε από το να του συμπεριφέρεται τόσο άσχημα.
Η πόρτα στα αριστερά του ανοιγόκλεισε. Μια καλοφτιαγμένη κυρία τον κοίταξε ξαφνιασμένη και με βλέμμα φοβισμένο.
«Καλό σας βράδυ, αγαπητή» κραύγασε εκείνος με χαρά.
«Δεν έχω να σου δώσω» απάντησε εκείνη κοφτά κι έφυγε άρον – άρον.
Εκείνος δεν αντέδρασε, είχε συνηθίσει τέτοιου είδους συμπεριφορές απ’ τους ανθρώπους.
Όσο πιο διακριτικά μπορούσε, ήλεγξε να δει πόσο πολύ μύριζαν οι μασχάλες του κι έπιασε το πόμολο. Η πόρτα άνοιξε, όμως χωρίς να τη σπρώξει.
«Πάλι εσύ; Γιατί δεν φεύγεις; Σε έχουμε βρέξει τόσες φορές. Σε έχουμε σκονίσει με τα σκουπίδια από το χαλί μας. Δεν σου φτάνει;».
Ήταν εκείνη, ο άνθρωπος που αγαπούσε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο και τον οποίο είχε στερηθεί επί τόσα – τόσα χρόνια.
Η πριγκίπισσά του.
«Τ-τόσο κ-καιρό έψαχνα το θάρρος να στο πω…».
Τα βλέφαρα της ορθάνοιξαν κι ύστερα στένεψαν ξανά. Το χέρι της που ακόμη κρατούσε την πόρτα του βιβλιοπωλείου άρχισε να τρέμει.
«Θα καλέσω την αστυνομία. Αν τολμήσεις να απλώσεις το χέρι σου πάνω μου, θα καλέσω την αστυνομία, ανώμαλε!».
Η πόρτα έκλεισε στο πρόσωπό του. Πίσω απ’ τους θολούς λεκέδες της ανάσας του, έβλεπε τη πριγκίπισσά του να τρέχει στις συναδέλφους της και να της ενημερώνει, πιθανότατα, για την απειλή του.
Ω, Θεέ μου…
Εκείνος δεν έχασε το θάρρος του, αν και είχε αρχίσει κι ο ίδιος να τρέμει. Έπιασε ξανά το πόμολο κι άνοιξε την πόρτα, επιτρέποντας στη ζεστασιά του βιβλιοπωλείου να του χαϊδέψει το πρόσωπο και να δώσει λίγο χρώμα στα χλομά του μάγουλα.
«Περιμένω τόσο καιρό να σου το πω. Είμαι ‘γω, είμαι ‘γω, είμαι ‘γω!».
«Αντιγόνη, κάλεσε την αστυνομία αυτή τη στιγμή!».
«Πριγκιπέσσα, είμαι ‘γω. Δεν με θυμάσαι; Σ’ αγαπώ. Ταξιδεύαμε μαζί, στο παντού, στο πουθενά. Δράκους καβαλούσαμε, τρώγαμε με ξωτικά…».
«Είναι τρελός, Ζήνα! Καλώ αμέσως την αστυνομία!» αποκρίθηκε η Αντιγόνη, μια νεαρή υπάλληλος, σπεύδοντας προς το τηλέφωνο.
Η πριγκίπισσα τον κοίταξε για πολλές στιγμές.
Κι ύστερα αναστέναξε.
«Άσ’ τε το τηλέφωνο». Οι συνάδελφοί της τη κοίταξαν με απορία, αλλά υπάκουσαν. «Τι σου συνέβη, Ιωάννη;»
«Μεγάλωσα, όπως κι εσύ. Έπαψα νωρίς να ‘μαι παιδί. Οικογένεια μισή, δίχως αδέρφια και γονείς. Με εγκατέλειψαν οι συγγενείς. Πάλεψα να μάθω την ζωή, αλλά μ’ εγκατέλειψε κι αυτή. Έκτοτε μόνος τριγυρνώ. Όλους και τα πάντα αγαπώ. Αλλά με περιφρονούν, με χτυπούν, με πονούν και με ξεχνούν. Γι’ αυτό επιστρέφω στην εποχή που ήμασταν παιδιά και ταξίδια κάναμε καθημερινά. Σε κόσμους ξένους, φανταστικούς, γνωρίζαμε φίλους κι εχθρούς…»
Η πριγκίπισσα τον πλησίασε με αργά βήματα. Άπλωσε το χέρι της, λεπτό, λευκό κι αγαλμάτινο και του χάιδεψε τα μαλλιά.
«Πάνε χρόνια, Ιωάννη. Πάνε χρόνια… Δεν μου είναι δυνατό να επιστρέψω στην εποχή που ήμασταν παιδιά. Οι αναμνήσεις μου έχουν θολώσει, έχουν ξεθωριάσει. Θυμάμαι απλά το όνομά σου. Κι ότι παίζαμε μαζί όταν ήμασταν παιδιά…»
Ο Ιωάννης δεν στεναχωριόταν εύκολα, όμως αυτό που άκουσε έγδαρε την καρδιά του, αφήνοντας βαθιές πληγές στο παραμυθένιο κέλυφος που προσεκτικά είχε χτίσει, ούτως ώστε να προστατευτεί από τον τρομακτικό κόσμο του τώρα. Η θλίψη, η χαμένη από καιρό, φούντωσε πίσω από τα μάτια του και άρχισε να ξεχύνεται σαν δάκρυα πάνω στα σκαμμένα μάγουλά του.
«Με συγχωρείς πριγκιπέσσα…»
«Περίμενε. Δεν τελείωσα. Ήθελα να πω ότι θα ήθελα να μου θυμίσεις πώς ήταν να παίζουμε ως παιδιά κι εγώ θα φροντίσω να μην συνεχίσεις να ζεις έτσι. Εντάξει;»
«Να ζω πώς, δηλαδή; Θέλει η πριγκιπέσσα να μου πει τι εννοεί;»
Η Ζήνα χαμογέλασε με την άκρη των χειλιών της. «Δεν έχει σημασία. Συγγνώμη που σε έβρεξα. Συγγνώμη που σου φέρθηκα τόσο άσχημα».
«Δεν πειράζει, εγώ κακίες δεν κρατώ. Απλά μην το κάνεις σε κανέναν άλλον ποτέ, σε παρακαλώ. Είμαστε άνθρωποι, όπως κι εσύ. Οι ζωές μας χωρίζονται από μια θολή γραμμή. Εδώ που είμαι θα ‘σουν εσύ, εκεί που είσαι θα ‘μουν εγώ, αν μονάχα κάτι ήταν διαφορετικό. Αυτό μην το ξεχνάς, όταν κοιτάς ανθρώπους, σε καθρέφτη κοιτάς. Δεν βλέπεις εσένα, άλλους δεν θωράς. Βλέπεις εσένα και εμένα… βλέπεις εμάς».
Νίκος Κατέχης