Ο Μάρκος στεκόταν μουδιασμένος κοντά στην πόρτα του μικρού σπιτιού. Έπρεπε κάτι να πει, δεν μπορούσε ν΄αφήσει την ευκαιρία να χαθεί. Έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και η Μαντώ του έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος.
«Πώς είσαι;» είπε κάπως βραχνά κοιτώντας το τυλιγμένο πόδι της.
«Μια χαρά!» απάντησε απότομα η Μαντώ.
«Μμμ» έκανε συλλογισμένος εκείνος και η Μαντώ κοίταξε ίσα μπροστά της. Την τάραζε το ύφος του. Έμοιαζε πραγματικά πολύ λυπημένος, αλλά αυτή δεν είναι ένα ανόητο κοριτσάκι να το φάει το παραμύθι. Άλλωστε το έργο το ΄χε ματαδεί. Ο Οξαποδώ να ΄χει ένα περίλυπο ύφος και κάτι μάτια υγρά σαν στεναχωρημένο κουτάβι και μόλις η Έρση υποχωρούσε και έστριβε την πλάτη της, εκείνος έπαιρνε ένα πονηρό, κοροϊδευτικό ύφος, χαμογελούσε σαρδόνια και φυσικά ξανάρχιζε τα ίδια. Όχι, κύριε, δε μασάω. Όχι πια τουλάχιστον, σκέφτηκε και σούφρωσε τα χείλη της, ενώ του έριξε ένα πλάγιο προειδοποιητικό ύφος. Γιατί εδώ που τα λέμε, μέχρι σήμερα την είχε πατήσει κανονικά. Το γέλιο, τα μάτια του, οι τρόποι του της είχαν φανεί τίμιοι, καθαροί, μα είχε ξεγελαστεί! Όλοι είχαν ξεγελαστεί, η Φώτω, η Έρση, ακόμα και ο Φιρφιρίκος που γουργούριζε κουλουριασμένος στην αγκαλιά του. Βέβαια θα μου πεις πως ήταν ανόητη, γιατί πώς μπορείς να θεωρήσεις έναν άνθρωπο ο οποίος πηδά τη γυναίκα του αδερφού του, τίμιο και καθαρό; Η Έρση είχε κάθε λόγο να το κάνει και την καταλάβαινε, τόσα χρόνια υπέμενε τις προσβολές αυτού του διαβολάνθρωπου με το τόσο παράταιρα αθώο πρόσωπο, τόσα χρόνια την κεράτωνε μπρος στα μάτια της, τόσα χρόνια την προκαλούσε. Ήχος ξεροβηξήματος ακούστηκε βγάζοντας την από τις σκέψεις της. Ο Μάρκος, που είχε πλησιάσει, κοιτούσε τώρα τα πόδια του και χτυπούσε με το καπέλο του τον μηρό του αμήχανος.
«Συγνώμη…», είπε βραχνά μα με σταθερή φωνή. Η Μαντώ τον κοίταξε σαν να ΄ταν έτοιμη να του χιμήξει. Ανοιγόκλεισε το στόμα της κάτι να πει, μα τελικά έσφιξε τα χείλη πεισμωμένα. «Ήμουν απαράδεκτος…» πρόσθεσε ο Μάρκος που την παρακολουθούσε μέσα από τις βλεφαρίδες του. Η Μαντώ έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και πήρε ένα κοροϊδευτικό βλέμμα. «Πραγματικά, θέλω να σου ζητήσω, συγνώμη, μέσα από την ψυχή μου». Ένα κοφτό ειρωνικό ξεφύσημα ακούστηκε.
«Την ψυχή σου; Και ποιος Γαλφυνός έχει ψυχή;», τον ρώτησε η κοπέλα κοιτώντας τον κατάματα. Ο Μάρκος αιφνιδιάστηκε.
«Μαντώ…» ψέλλισε, «Εγώ, εγώ δεν είμαι έτσι…» τραύλισε. Το πρόσωπο της τραβήχτηκε από ένα μισό χαμόγελο.
«Μη μου συμπεριφέρεσαι σαν να ‘μαι ανόητη, δεν είμαι. Αλλά και να ‘μουν, άνθρωπος που συμπεριφέρεται μ’ αυτόν τον τρόπο, καλό και τίμιο δεν τον λες. Τον λες;» είπε κοιτώντας τον στα μάτια. Τι μπορούσε να πει ο Μάρκος, η μικρή είχε δίκιο. Έσφιξε το καπέλο του στο θώρακα του σαν ασπίδα.
«Δεν τον λες, αλλά όλοι κάνουμε λάθη. Το θέμα είναι να τ΄ αναγνωρίζουμε και να προσπαθούμε να τα διορθώσουμε»
«Μμμ» έκανε αδιάφορα εκείνη και τα πράσινα μάτια της φωσφόρισαν στο μισοσκόταδο.
«Γι΄ αυτό και εγώ θα ήθελα…» κόμπιασε η φωνή του έγινε πιο βραχνή. Έριξε το βάρος του πότε στο ένα πόδι και πότε στ΄ άλλο και ξαφνικά τέντωσε τα κορμί του και κατέβασε το καπέλο του. «Να σε παντρευτώ!», είπε αποφασιστικά ο Μάρκος. Τη μικρή σιωπή που ακολούθησε έσπασε το γέλιο της Μαντώς, ένα δυνατό, καθάριο και συνάμα γαργαλιστικό γέλιο.
«Αχ μακάρι πάντα έτσι να γελάς, κοριτσάκι μου!» ακούστηκε η φωνή της Μαρουλιώς από την πόρτα. Η γυναίκα την πλησίασε και τη φίλησε στο μέτωπο. «Πόσο καιρό είχα να τ΄ακούσω!». Η Μαντώ την κοίταξε γλυκά και της χαμογέλασε.
«Πάμε;» είπε ο Κωστής που κουβαλούσε ένα μπογαλάκι. Ο Μάρκος στάθηκε αναποφάσιστος κοιτώντας απελπισμένος τη Μαντώ και στραγγαλίζοντας ασυναίσθητα το καπέλο του.
«Αα κάτσε, μισό λεπτό!» είπε η Μαρουλιώ και σηκώθηκε απότομα. «Καλά που το θυμήθηκα!» έκανε με έγνοια και τράβηξε τον Κωστή έξω πάλι. Το γλυκό χαμόγελο της Μαντώς εξαφανίστηκε.
«Κύριε Γαλφυνέ, πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω πώς προέκυψε, δεδομένου των συνθηκών, αυτή σας η… Δεν ξέρω και πώς να τη χαρακτηρίσω… Μπορώ να σας διαβεβαιώσω όμως ότι αυτός δεν είναι ο τρόπος για να διορθώσετε τα πράγματα. Υποσχεθείτε μου, ή μάλλον ορκιστείτε μου σε κάτι ιερό, αν υπάρχει κάτι τέτοιο για εσάς τους Γαλφυνούς, ότι δε θα με ξανακουμπήσετε ποτέ ξανά και δε θα μου ξανασυμπεριφερθείτε ποτέ ξανά μ΄ αυτόν τον αναίσχυντο τρόπο και το θέμα θεωρείται λήξαν».
Ο Μάρκος ευχαριστούσε το θεό που το μισοσκόταδο που επικρατούσε στο δωμάτιο έκρυβε το κατακόκκινο πρόσωπο του και το τρεμούλιασμα του ή τουλάχιστον ήλπιζε να τα κρύβει.
«Πάμε;» έκανε ανυπόμονα ο Κώστας απέξω.
«Ναι» μουρμούρισε εκείνος φανερά ταραγμένος. Πριν βγει από το κατώφλι γύρισε και είπε με μια βραχνή ελαφρά τρεμουλιαστή φωνή: «Το υπόσχομαι…»
«Για να δούμε πόσο θα το κρατήσετε!» ακούστηκε ειρωνική η Μαντώ.
«Άντε πάμε, γιατί θα θυμηθεί και τίποτα άλλο η μάνα μου και μ΄έχει τρελάνει!» είπε ο Κώστας αρπάζοντας το φανάρι από το τραπεζάκι και χίμηξε κατά το καλντερίμι.
Μέχρι να φτάσουν στο σπίτι, το κεφάλι του Μάρκου πονούσε σαν να του το έσφιγγαν με μέγγενη. Ο μικρός σ΄ όλη τη διαδρομή τον ρωτούσε ένα σωρό πράγματα για τα καράβια και τα ταξίδια, τόσο επίμονα που ούτε τις σκέψεις του δεν μπορούσε να ακούσει. Τελικά παραιτήθηκε από την προσπάθεια να σκεφτεί και απέμεινε να τον ακούει και να του απαντά μηχανικά καθώς ανηφόριζαν. Το σπίτι ήταν φωτεινό και η Έρση άνοιξε την πόρτα. Ο Μάρκος σχεδόν την αγνόησε και ανέβηκε στο δωμάτιο του σέρνοντας τα βήματα του.
Ο Κωστής εξήγησε την κατάσταση εν συντομία. Η Έρση τον οδήγησε μουδιασμένη στο δωμάτιο της Φώτως και της Μαντώς. Όση ώρα η Έρση ετοίμαζε τα πράγματα η Φώτω έπνιξε στις ερωτήσεις το αγόρι. Ήθελε να της τα πει όλα, πώς έγινε, τι είπε ο γιατρός… Όταν όμως αναφέρθηκε το όνομα του Μάρκου μια σιωπή απλώθηκε σαν την ηρεμία πριν την καταιγίδα. Η Έρση μουρμούρισε κάτι για το μπάνιο και βγήκε. Η Φώτω έκανε νόημα στον μικρό να πλησιάσει. Τώρα οι ερωτήσεις της ήταν πιο γενικές και δοσμένες ως συμπεράσματα, ενώ συχνά σταμάταγε για να σκεφτεί πριν ρωτήσει κάτι. Αγωνιζόταν να μάθει αυτά που ήθελε, χωρίς όμως να καταλάβει το αγόρι ποια από αυτά που ρώταγε την ενδιέφεραν πραγματικά.
«Ώστε στα βράχια χτύπησε; Πωπω, πώς δε χτύπησε περισσότερο προσπαθώντας να φτάσει στο σπίτι!»
«Ευτυχώς ο κύριος Μάρκος ήταν εκεί…»
«Μμμ. Ευτυχώς Κωστή που ήσουν κι εσύ εκεί να φέρεις τον γιατρό»
«Εγώ είχα πάει για ψάρεμα με τον Νικόλα. Τον γιατρό τον έφερε ο κύριος Μάρκος. Πολύ καλός κύριος και έχει δει τόσα μέρη και ξέρει τόσα για τα καράβια»
«Ναι, εε;»
«Ναι αμέ και δε μου κακομίλησε τόση ώρα που τον ρώταγα. Πολύ καλός, αφού μου ΄ρθε να δείρω τη Μαντώ!»
«Γιατί καλέ να τη δείρεις;»
«Γιατί του κακομίλαγε και τον αποπήρε!»
«Θα σου φάνηκε!»
«Δε μου φάνηκε καθόλου!» είπε το αγόρι με σιγουριά.
«Καλά, καλά» είπε ήπια καθησυχαστικά η γριά γυναίκα. «Να ήρθε η ‘Ερση! Κοκόνα μου, φέρε γλυκό για τον μουσαφίρη μας», έπειτα στράφηκε στον μικρό, «Δεν πρέπει να τα βάζεις με τη Μαντώ, ξέρεις πόσο περήφανη είναι. Θα ντρεπόταν, γι΄ αυτό κακομίλησε…»
«Έπρεπε να ΄σασταν μπροστά! Δεν την έχω ξανακούσει να μιλά σ΄άνθρωπο έτσι!» μουρμούρισε ο Κωστής πεισμωμένα.
«Να ήρθε το γλυκό! Φάε, καλό μου και μετά μου λες που πήγες για ψάρεμα με τον Νικόλα. Εε; Τα ετοίμασες όλα Έρση;», ρώτησε η Φώτω.
«Ό,τι μπόρεσα να σκεφτώ…» είπε μ΄έγνοια η Έρση και κοίταξε ακόμη μια φορά τα πράγματα, μην ξέχασε κάτι.
«Καλά δε χανόμαστε, εε Κωστή; Αν χρειάζεται κάτι άλλο θα ξαναμπείς σε κόπο…» Το αγόρι έγνεψε θετικά μπουκωμένο.
«Έφυγε;» ρώτησε η Φώτω την Έρση σαν μπήκε στο δωμάτιο της.
«Ναι» τη διαβεβαίωσε εκείνη.
«Ξέρεις τι σκεφτόμουν;»
«Τι;» έκανε κουρασμένα η Έρση και έκατσε στην άκρη του κρεβατιού της. «Καλύτερα, καλύτερα που έγιναν έτσι τα πράγματα. Ναι, καλύτερα… Η Μαντώ απομακρύνθηκε με καλή δικαιολογία και ο κόσμος δε θα παραξενευτεί».
«Είχα μια σκασίλα για το τι θα πει ο κόσμος…» είπε με κακία η Έρση και το κορμί της τεντώθηκε. Η Φώτω την κοίταξε αυστηρά.
«Εσένα μπορεί να μη σε νοιάζει πια, όμως η Μαντώ ζει και θα ζει σ΄ αυτόν τον τόπο»
«Η Μαντώ θέλει να φύγει»
«Ξέρεις ότι αυτό είναι πολύ δύσκολο, ιδίως χωρίς βοήθεια»
«Ίσως θα έπρεπε…».
«Θα δούμε…» την έκοψε σκεπτική η Φώτω και πρόσθεσε «Ο Μάρκος που είναι;»
«Ανέβηκε πάνω»
«Καλά, ασ’ τον να ξεκουραστεί και τα λέμε αύριο. Εσείς;»
«Τι εμείς;»
«Εσείς οι δυο, λέω, μιλήσατε;»
«Μ΄ αυτά και με ΄κείνα δεν προλάβαμε», είπε η Έρση αποφεύγοντας το διερευνητικό βλέμμα της Φώτως.
«Θα το τελειώσεις, έτσι;» Η Έρση της χαμογέλασε κουρασμένα. «Έχει ήδη τελειώσει», τη διαβεβαίωσε με ήπια φωνή.
«Ωραία!»
«Πάω να φέρω τα πράγματα μου, μέχρι να βρούμε μια κοπέλα θα κοιμάμαι εδώ»
«Κοκόνα μου…», είπε διστακτικά η Φώτω.
«Ναι;»
«Είσαι καλά;», τη ρώτησε η ηλικιωμένη γυναίκα έχοντας στυλώσει το βλέμμα της στο πρόσωπο της Έρσης.
«Καλά, μόνο που…», κόμπιασε η Έρση.
«Μόνο που;»
«Μόνο που πρέπει να βρούμε σύντομα γυναίκα, γιατί…»
«Είναι κουραστικό, το ξέρω, καλή μου», είπε στεναχωρημένη Φώτω.
«Δεν είναι αυτό. Είναι που δεν κάνει, δεν κάνει να σηκώνω βάρος…» Σιωπή απλώθηκε, οι δυο γυναίκες αλληλοκοιτάχτηκαν συνωμοτικά και η ατμόσφαιρα έμοιαζε ηλεκτρισμένη. Τα μάτια της Φώτως υγράνθηκαν και σύντομα μεγάλα χοντρά δάκρυα ΄τρεχαν σαν κομήτες σ΄έναστρο ουρανό αφήνοντας το αχνό σημάδι τους.
«Είσαι σίγουρη;» κατάφερε κάποια στιγμή να ρωτήσει με τρεμάμενη φωνή.
«Όχι, ακόμα…»
«Αχ κοπέλα μ΄, έλα, έλα εδώ…» η Φώτω άνοιξε τις φτερούγες της και η Έρση φώλιασε ανάμεσα τους. «Μακάρι ψυχή, μακάρι! Αχ Παναγιά μου, μακάρι!»
Η Έρση ξάπλωσε, τα φώτα ΄σβησαν και μια εύθραυστη ησυχία απλώθηκε στο δωμάτιο. Το ορθογώνιο καφέ ρολόι με τους μικρούς χρυσούς δείκτες πάνω στη συρταριέρα είχε από ώρα δείξει τα μεσάνυχτα. Η Φώτω αναστέναξε βαθιά, ενώ η Έρση χτύπησε ελαφρά το μαξιλάρι της και προσπάθησε να βολευτεί καλύτερα.
«Βρε κορίτσι μου, τι σου ‘ρθε; Τι σου ‘ρθε να μπλέξεις τον Μάρκο σ’ όλο αυτό; Είναι πράγματα αυτά;» ξέσπασε η Φώτω.
«Δεν είχα άλλη επιλογή»
«Τι λες βρε, παιδί μου! Πώς τα μπλέξαμε έτσι… Και ο Μάρκος θα το δεχτεί να μεγαλώσει ο Νίκος το παιδί του, για να μη ρωτήσω αν θα δεχτεί ο Νίκος το παιδί…»
«Δε μ΄ενδιαφέρει» είπε κοφτά η Έρση.
«Τι δε σ΄ενδιαφέρει βρε, ψυχή μου, τι είναι αυτά που λες!»
«Δε μ΄ενδιαφέρει!» έκανε απότομα η Έρση.
«Εντάξει δε σ΄ενδιαφέρει. Δε σ΄ενδιαφέρει που έμεινες έγκυος από τον αδερφό του άντρα σου, δε σ΄ενδιαφέρει που θα ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ τους, που στο κάτω κάτω το μεγαλύτερο αμάρτημα του Μάρκου είναι ότι σ΄ αγάπησε, δε σ΄ ενδιαφέρει το τι θα ζήσει και πώς θα μεγαλώσει αυτό το παιδί, δε σ΄ενδιαφέρει το ότι καταστρέφεις τη ζωή της Μαντώς και του Μάρκου… Πού είναι η Έρση; Τι της έχεις κάνει;»
«Πού κολλάει η Μαντώ σε όλο αυτό;» ρώτησε η Έρση προσπαθώντας ν΄αποφύγει τον σκόπελο.
«Κολλά και παρακολλά! Πρώτον γιατί ξέρεις καλά ότι όταν ο Νίκος θέλει να εκδικηθεί κάποιον, χτυπά πρώτα τα πρόσωπα που αυτός ο κάποιος αγαπά και ο Μάρκος αγαπά, τη Μαντώ!»
«Τι εννοείς;»
«Καλά, δεν έχεις καταλάβει τίποτα;»
«Τι να καταλάβω;»
«Αυτοί οι δύο είναι ερωτευμένοι!». Σιωπή ακολούθησε τα λόγια της Φώτως «ή τουλάχιστον ήταν, γιατί τώρα η Μαντώ…» μονολόγησε η Φώτω. Ή Έρση έκρυψε το πρόσωπό της και έβγαλε ένα ελαφρύ βογγητό.
«Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε μετά από μια παρατεταμένη σιωπή. Η Φώτω έβγαλε ένα ειρωνικό ξεφύσημα. «Να πάρει! Εγώ… Υπήρχαν όλα τα σημάδια και όμως δεν τους έδωσα σημασία!»
«Ναι, κι εγώ δεν έδωσα σημασία στα δικά σου σημάδια…» ένα μικρό ειρωνικό γελάκι της ξέφυγε. Ένιωσε την Έρση να χαμογελά στο σκοτάδι. Τη σιωπή διέκοψε η Φώτω «Είναι κι άλλα έτσι;». Η Έρση δεν απάντησε «Ναι, είναι κι΄άλλα που δε μου λες…», επιβεβαιώθηκε αναστενάζοντας βαθιά η Φώτω.
«Δεν μπορώ, όχι ακόμα…»
«Δεν μπορείς να τα πεις σε ΄μένα;» της είπε παραπονιάρικα η Φώτω.
«Όχι ακόμη… Δεν είμαι έτοιμη».
«Καλά, κορίτσι μου, μόνο μην αργήσεις πολύ, γιατί δε μου μένει…»
«Μην το κάνεις αυτό!», έκρωξε απότομα η Έρση.
«Απλά λέω…»
«Κι εγώ, απλά λέω… Δεν είναι η ώρα τους. Τώρα πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε μ’ αυτούς τους δύο. Ξέρεις, όσο το σκέφτομαι τόσο μας βολεύει όλο αυτό…»
«Ποιο;»
«Πιστεύεις ότι ο Μάρκος θα ΄θελε να παντρευτεί τη Μαντώ;»
«Έτσι λέει, έτσι νομίζω… Αν και το πρόβλημα δεν είναι ο Μάρκος. Μην ξεχνάς ότι δύο αδέλφια δεν μπορούν να παντρευτούν δύο αδερφές»
«Μπορούν, αν δεν το ξέρει κανείς. Άσε που έτσι κλείνουν και τα στόματα που λένε ότι είμαστε αδερφές. Και το βασικότερο, αν είμαι έγκυος, κανείς δε θα καταλάβει ότι το παιδί είναι του Μάρκου, αφού αυτός παντρεύεται τη Μαντώ… ούτε ο Νίκος θα το καταλάβει»
«Ναι, ίσως… Ναι, θα βόλευε, αλλά μην ξεχνάς ότι υπάρχει ένα μεγαλύτερο εμπόδιο από το ότι είστε αδερφές…»
«Ποιο;»
«Η Μαντώ», αναστέναξε βαθιά η Φώτω «Η Μαντώ ξέρει για σας, αλλά και να μην ήξερε, την ξέρεις πόσο επιφυλακτική, δύσκολη και απόλυτη είναι με τους ανθρώπους και ξέρεις πως αν κάποιος την απογοητεύσει τον κάνει διαγραφή. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο άνθρωπος είναι αδερφός του ανθρώπου που σιχαίνεται όσο τίποτα στον κόσμο. Μέχρι τώρα μπορεί να μην ήταν σίγουρη για το αν πρέπει να φύγει. Τώρα όμως θα θέλει σίγουρα να φύγει και αν βάλει κάτι στο νου της, δεν τα παρατά μέχρι να το πετύχει»
«Κι είναι τόσο κακό να φύγει; Θα μπορούσε κάλλιστα να φύγει γιατί το αποφάσισε ο άντρας της».
«Σωστά, όμως ο Μάρκος σκοπεύει, σκόπευε… να εγκατασταθεί μόνιμα πια στο νησί και αυτό μας βολεύει όλους. Την αγαπά, καλός είναι, χρήματα έχει…».
«Μα γιατί θέλεις τόσο να μείνει η Μαντώ εδώ;» την ρώτησε ξαφνικά η Έρση.
Η Φώτω δαγκώθηκε μές στο σκοτάδι, δεν ήθελε να φανεί ότι το έκανε από συμφέρον.
«Τ΄ορκίστηκα στη Μαρουλιώ. Τα μεγάλα αγόρια φύγαν και σε λίγο, καθώς φαίνεται, θα φύγει και ο μικρός… Αυτή μου το ζήτησε…»
«Μάλιστα και δεν πιστεύεις ότι θα μπορούσαμε να την πείσουμε να τον παντρευτεί;»
«Εμείς;»
«Ε, ναι, εμείς!»
«Δε θα μας συγχωρέσει άμα προσπαθήσουμε να την πιέσουμε… Εμείς, όχι…»
«Όχι;»
«Οχι. Μόνο ο Μάρκος θα μπορούσε να σπάσει την ασπίδα της και αυτός ήδη τα έκανε ρόιδο»
«Όχι, μόνο αυτός… » αναστέναξε η Ερση.
«Καταστρέψατε με τις ανοησίες σας την ευκαιρία της Μαντώς για να έχει μια καλή ζωή, εδώ… μαζί μου… Τι σας έπιασε;»
«Μου φάνηκε καλή ιδέα… »
«Μχμφ » ακούστηκε υποτιμητικά η Φώτω.
«Μην ανησυχείς, θα τα διορθώσω», είπε με αβεβαιότητα η Έρση.
Ο Μάρκος κοιτούσε το ταβάνι. Το κεφάλι του ήταν άδειο, μόνο το πρόσωπο της Μαντώς ήταν λες και αιωρούνταν από πάνω του, κοιτώντας τον με τα σμαραγδένια μάτια της σαν τις θάλασσες των νησιών του Ινδικού, το πρόσωπο της λευκό σαν κοραλλένια παραλία στεφανωμένο από κύματα μαύρα, φουρτουνιασμένα. Αναστέναξε και η αναπνοή του του φάνηκε ότι σαν απόγεια αύρα ξεσήκωσε κι άλλο τα μελανά κύματα που άρχισαν να κουνιούνται σ΄έναν πιο ζωηρό ρυθμό και απλώθηκαν γύρω του σαν θαλάσσια φίδια έτοιμα να τον τραβήξουν στην άβυσσο. Στην άβυσσο είμαι ήδη, σκέφτηκε και χαμογέλασε αχνά, ειρωνικά, σήκωσε τα χέρια του και έβαλε τις παλάμες του στα μάτια του. Η εικόνα χάθηκε για λίγο. Ένα σιγανό μουρμουρητό ακουγόταν. Τέντωσε τ’ αυτιά του και ξαφνικά τινάχτηκε πάνω, έκατσε στο πλάι του κρεβατιού του και τύλιξε το κεφάλι του με τα χέρια του.
«Να πάρει η οργή!» μουρμούρισε, άκουγε τις φωνές από την Έρση και τη Φώτω που βρίσκονταν στο κάτω δωμάτιο. Μπορεί και η Μαντώ να τους άκουσε τη νύχτα που πρωτοβρέθηκαν αυτός και η Έρση…. και τις άλλες μέρες, που οι δύο τους… Γι αυτό αντέδρασε τόσο συγκρατημένα όταν τους έπιασε στο κρεβάτι μαζί, γι΄ αυτό ήταν πάντα μετρημένη και επιφυλακτική μαζί του. Ενώ με τη Φώτω και την Έρση ήταν τελείως διαφορετική και αυτήν τη Μαντώ ερωτεύτηκε. Με τα έξυπνα αστεία της και πολλές φορές ελαφρώς σαρκαστικά, τη ζωντάνια της, στοργική και αφοσιωμένη, γλυκιά και τρυφερή, ενώ ταυτόχρονα είναι δυναμική και αποφασιστική. Έμοιαζε τόσο πολύ με την Έρση που είχε ερωτευτεί κάποτε και ταυτόχρονα τόσο λίγο.
Το μουρμουρητό από κάτω συνεχίζονταν με αρκετές παύσεις, ένιωσε όπως τότε που σε μια μεγάλη φουρτούνα ένα τεράστιο τρομακτικό κύμα τον είχε τυλίξει, τα πνευμόνια του πονούσαν από την έλλειψη αέρα και την πίεση, όπως και το κορμί του καθώς τον πέταξε με δύναμη πάνω στο κιγκλίδωμα. Δεν μπορούσε να μείνει άλλο εκεί μέσα. Ντύθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, πήρε τα παπούτσια του στα χέρια και κατέβηκε σαν κλέφτης προσπαθώντας ν΄ αποφύγει τα σκαλοπάτια που τρίζανε. Το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί έξω. Έξω στ΄ ασημοστρωμένα καλντερίμια, να την μυρίζει, να την αισθάνεται και να μην μπορεί να τη δει. Έψαχνε, τι έψαχνε; Έψαχνε την υγρή φίλη του ή τη μικρή σαϊτεύτρια; Κατά τη θάλασσα νόμιζε πως τράβαγε, να θωρεί το σπίτι της βρέθηκε. Τα σύννεφα άνοιξαν και η σελήνη έστειλε τις κόρες της να σκορπίσουν την ασημόσκονη τους στα μικρά, χαμηλά ασβεστωμένα σπίτια και στο μικρό καλντερίμι που τέλειωνε μπροστά στο σπίτι της. Μια μικρή παραλία άρχιζε μετά το χαμηλό φράχτη στεφανωμένη με βράχια και δύο παλιές αναποδογυρισμένες βάρκες, σαν φάλαινες που ξέβρασε το κύμα, σάπιζαν παρατημένες. Κοντοστάθηκε, ένα σκυλί ούρλιαξε παραπονιάρικα κάπου μακριά και ύστερα σιωπή.
Η καρδιά του Μάρκου αναπήδησε αναστατωμένη. Κάτι αναδεύτηκε στις βαθιές σκιές του σπιτιού ή του φάνηκε; Και όμως, ήταν εκείνη, δεν μπορεί να γελιόταν! Χωρίς δεύτερη σκέψη κατευθύνθηκε προς τα εκεί αθόρυβα. Καθισμένη στο μικρό ασβεστωμένο πεζούλι που ΄χαν για φράχτη, με την πλάτη ν΄ ακουμπά στο σπίτι, η κοπέλα δε φάνηκε να τον έχει δει. Στάθηκε μόλις ένα μέτρο πριν κι ασυναίσθητα έκανε έναν ήχο σαν να προσπαθεί να καθαρίσει το λαιμό του. Εκείνη τινάχτηκε και στράφηκε κατά το μέρος του φέρνοντας ασυναίσθητα το χέρι της στο στήθος, καθώς συνερχόταν από το ξάφνιασμα. Ο Μάρκος έβγαλε κάποιους λαρυγγισμούς σε μια μάταιη προσπάθεια να πει κάτι.
«Σσσς…» τον έκοψε η Μαντώ απότομα φέρνοντας το δάχτυλο της στο στόμα της. «Θες να τους ξυπνήσεις όλους; Τι γυρεύεις εδώ;» σύρισε χαμηλώνοντας τη φωνή της.
«Να…» ψέλλισε ο Μάρκος.
«Σσσσς!» έκανε η Μαντώ και προσπάθησε ν΄ ανασηκωθεί πασπατεύοντας να βρει το ξύλο που ΄χε χρησιμοποιήσει για μπαστούνι. «Δεν έχεις δουλειά εδώ, φύγε!» είπε χαμηλόφωνα μεν, αλλά φανερά εκνευρισμένη.
«Δε θα φύγω!», είπε αποφασιστικά, μα σιγανά, ο Μάρκος.
«Πώς;» τον έκοψε προσπαθώντας με δυσκολία να συγκρατήσει τον τόνο της φωνής χαμηλό.
«Δε θα φύγω, λέω!» είπε ο Μάρκος αποφασιστικά και την πλησίασε. «Ακόμη και οι χειρότεροι εγκληματίες έχουν το δικαίωμα ν΄ απολογηθούν!», είπε υψώνοντας ελάχιστα τη φωνή του.
«Σσσσς», έκανε επιτακτικά η Μαντώ και έκανε να σηκωθεί όρθια ξεχνώντας το πόδι της, εκείνο όμως της το υπενθύμισε με μια δυνατή σουβλιά που την έκανε να βογκήξει και να παραπατήσει. Ο Μάρκος αστραπιαία έπιασε τον αγκώνα της πάνω από τον χαμηλό φράκτη και τη στήριξε. «Φύγε! Άσε με!» είπε ξεχνώντας να συγκρατήσει τη φωνή της, ενώ τον έσπρωξε πέρα.
«Μόνο αφού σου μιλήσω….»
«Τι άλλο έχεις να πεις; Τα είπες! Θα μας ακούσουν, θα ξυπνήσουν… Δεν έχουμε να π…» δεν πρόλαβε να αποσώσει, ο Μάρκος τη σήκωσε στα χέρια και κατευθύνθηκε προς την παραλία με μεγάλα νευρικά βήματα. Ούτε που πρόλαβε να διαμαρτυρηθεί η Μαντώ από το ξάφνιασμα. Εκείνος την απέθεσε μαλακά πάνω στη μια βάρκα λέγοντας «Εδώ νομίζω, μπορούμε να μιλήσουμε…».
Η Μαντώ μουρμούρησε καυστικά σιάζοντας νευριασμένη τη νυχτικιά της «Είναι που ορκίστηκες πως δε θα με ξανακουμπήσεις…». Ο Μάρκος δαγκώθηκε στην παρατήρησή της και στάθηκε αναστατωμένος μπροστά της προσπαθώντας να βρει τα λόγια του.
«Δεν μπορώ να καταλάβω τι περιμένεις;» του είπε κάποια στιγμή φανερά εκνευρισμένη. Μα ο Μάρκος της έκανε μια απότομη κίνηση με το χέρι του να σταματήσει και βλέποντας τη να σμίγει τα φρύδια της θυμωμένη ανάσανε βαθιά μυρίζοντας την αλμύρα που μπλεκόταν με τη μυρωδιά του αγριοτριαντάφυλλου. Ένα περαστικό συννεφάκι έκρυψε τη σελήνη, μα σύντομα οι ασημόχρωμες κόρες της ξεχύθηκαν γύρω του, το αγκάλιασαν και το έσπρωξαν παραπέρα. Για λίγα λεπτά το μόνο που του φαινόταν πως μπορούσε να δει ήταν τα μάτια της να φωσφορίζουν σαν γάτας. Το κύμα φλοίσβιζε μελαγχολικά στην ακρογιαλιά και δύο γάτες άρχισαν νιαουρίζουν συνεπαρμένες από τον οίστρο, κάπου κοντά τους. Ο Μάρκος έκλεισε τα μάτια του, ανάσαινε ξανά βαθιά και κοφτά προτού ξεκινήσει να μιλά.
«Έκανα ένα πολύ μεγάλο λάθος… Πριν από λίγους μήνες δέχτηκα τη δουλειά και αποφάσισα να γυρίσω στο νησί. Το μεγάλο λάθος μου είναι ότι δέχτηκα να με φιλοξενήσει ο αδερφός μου και η νύφη μου. Πρέπει να καταλάβεις τι είναι, ήταν, για μένα η Έρση όλα αυτά τα χρόνια. Και λέω ήταν, γιατί πια όλα έχουν αλλάξει, έχουν τελειώσει. Είναι πολύ σημαντικό να θυμάσαι αυτό το… ήταν…», είπε τονίζοντας την τελευταία λέξη.
«Εμένα δε μου φάνηκε και πολύ για, ήταν. Το οποίο, ήταν, ήταν μόλις πριν λίγες ώρες!», σάρκασε μέσα από τα σφιγμένα χείλη της η Μαντώ. Πέρασε τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του και την κοίταξε μ΄ απελπισία. «Αλλά απ΄ την άλλη, δε μ΄ ενδιαφέρει κιόλας, θα τραβήξει μακριά όλο αυτό, γιατί νυστάζω…». Κοίταξε γύρω του σα να ψάχνει βοήθεια, μα δυστυχώς καμία θεά δεν αναδύθηκε μέσα από τη θάλασσα για να τον σώσει κι έπειτα στύλωσε το βλέμμα του στα χέρια της που έμοιαζαν ασημένια στο φως του φεγγαριού και ήταν σφιγμένα σε δυό γροθιές.
«Θα σου πω τότε και εγώ μια μικρή ιστορία, αφού νυστάζεις. Μια ιστορία που ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια σ΄ αυτόν τον τόπο» Της μίλησε για το πώς ερωτεύτηκε την Έρση, την “προδοσία” της, τα χρόνια στη σχολή και στα καράβια και για τα λόγια της Ντολόρες.
«Όταν λοιπόν είδα την Έρση μετά από τόσα χρόνια, η πληγή δεν ήταν απλά ανοιχτή, είχε γαγγραινιάσει. Πρέπει να καταλάβεις… Δεν είχα κανένα σκοπό να κάνω κάτι τέτοιο. Άλλωστε και η Έρση μου το είχε ξεκαθαρίσει ότι με έβλεπε σαν αδερφό. Φαντάσου την έκπληξή μου όταν μπαίνοντας στο σπίτι τους η Έρση άρχισε να με φλερτάρει και την πιο μεγάλη έκπληξη, όταν εκείνο, το πρώτο μας βράδυ στο νησί ήρθε στο δωμάτιο μου. Απλά δεν μπορούσα να σταματήσω, ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου. Είσαι πολύ μικρή ακόμη, δεν έχεις νιώσει τι πάει να πει αγάπη, να καίγεσαι για κάποιον, να τον σκέφτεσαι, να τον ονειρεύεσαι κάθε μέρα και να ξέρεις ότι ποτέ δεν πρόκειται να γίνει ένα με σένα, να φοβάσαι πως θα ΄σαι πάντα μισός… Σε πιάνει απελπισία… Τριγυρνάς στον κόσμο ψάχνοντας αντικατάστατα, που πάντα σ΄ αφήνουν πιο άδειο. Μετά αρχίζεις να κατηγορείς τον εαυτό σου γιατί δεν ήσουν άξιος για να σε διαλέξει. Σύντομα αυτό γίνεται δηλητήριο, σε κατατρώει από μέσα, δε σ΄ αφήνει να χαρείς, να ζήσεις. Ακόμη και αν σου δείξουν αγάπη είσαι επιφυλακτικός, αμφιβάλλεις αν την αξίζεις, έχεις τόσο δηλητηριαστεί που δεν μπορείς ν΄ αφεθείς, ν΄ αγαπήσεις. Όλες τις συγκρίνεις με ΄κείνη και όλες βγαίνουν λειψές! Λειψές αυτές, λειψός εσύ και όμως παραμένεις δυστυχής, γιατί δεν μπορείς να ξεκολλήσεις. Και μια νύχτα το αντικείμενο του πόθου σου έρχεται από μόνο του σε ΄σένα, για ΄σένα. Τι κάνεις; Πιάνεις την κουβέντα; Όχι, βέβαια! Δεν τολμάς καν να σκεφτείς, απλά δέχεσαι αυτό το δώρο χωρίς ερωτήσεις, δε θες να ξέρεις τι άλλαξε.
Μετά από αυτό όμως όλα έχουν αλλάξει. Όλα, όλα είναι διαφορετικά σαν να ΄σπάσε η μαγγανεία, σαν να σου τράβηξαν την κουκούλα μέσα από την οποία έβλεπες τον κόσμο και ξαφνικά ο κόσμος έχει χρώματα και νόημα κι ενώ θα περίμενες ότι… ότι θα ΄σαι πιο ερωτευμένος τώρα με ΄κείνη, δεν είσαι… Τα μάγια ΄σπάσαν, η γυναίκα των ονείρων σου είναι μια κοινή θνητή μ΄ αδυναμίες, ομορφιές, αλλά και ασχήμιες. Την κουκούλα όμως δεν την τράβηξε εκείνη, την κουκούλα την είχες ήδη τράβηξες εσύ, εκείνη τη μέρα που σε πρωτοαντίκρισα. Εσένα σκεφτόμουν όταν μπήκε εκείνη τη νύχτα, εσένα σκεφτόμουν όταν τη χάιδευα, εσένα και μόνο εσένα. Θα μου πεις, αφού δεν την ήθελες πια, γιατί το ξανάκανες; Δεν ξέρω… Πες το εκδίκηση για όλα αυτά τα χαμένα, μίζερα χρόνια που έζησα εξαιτίας της. Πες το εγωισμό, πες το ανοησία, μα νομίζω ότι ήταν κυρίως, γιατί για αρκετό καιρό ένιωθα σαν να πλέω σ΄ άγνωστη θάλασσα, ν’ ακροβατώ ανάμεσα σ΄ όνειρο και σ΄ έναν εφιάλτη γεμάτο τύψεις, να προσπαθώ να καταλάβω τι μου συμβαίνει. Σήμερα το μεσημέρι που γύριζα και είδα αυτόν τον νεαρό… θόλωσα, μα όλα έγιναν ξεκάθαρα πια για το τι ένιωθα. Νέα απελπισία με τύλιξε και πάνω στην απελπισία μου, έκανα, ό,τι έκανα… Πες μου, είστε μαζί;» η φωνή του έσταζε πόνο στις τελευταίες λέξεις. Μια μεγάλη σιωπή απλώθηκε. Το φεγγάρι είχε κατέβει χαμηλά πάνω από τη θάλασσα κι έφτιαχνε ένα αργυρόχρωμο μονοπάτι μπροστά τους. Την αβάσταχτη σιωπή έσπασε ο Μάρκος «Ποτέ δεν έχω μιλήσει έτσι σ΄ άλλον…» Η Μαντώ συνέχισε να κάθεται απέναντί του ήρεμη, αποστασιοποιημένη, αν δεν έβλεπε τα μάτια της ν’ αντανακλούν το φως του φεγγαριού θα νόμιζε ότι κοιμόταν.
Ο Μάρκος αναστέναξε, «Λοιπόν;» εκλιπάρησε για μια απάντηση που δεν φαινόταν να έρχεται. «Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησε με τόνο παρακαλεστικό. Του φάνηκε αιώνας μέχρι να ακούσει τη φωνή της ήρεμη και διστακτική.
«Ακόμα δεν καταλαβαίνω, τι θες από μένα…»
«Νόμιζα ότι ήμουν ξεκάθαρος σήμερα το απόγευμα…»
«Κι εγώ νόμιζα ότι η δική μου απάντηση, ήταν ξεκάθαρη» είπε με σκληράδα η Μαντώ και καθώς έγειρε μπροστά στηρίχθηκε στη βάρκα και ανασηκώθηκε.
«Ήλπιζα ότι… ότι θα με δικαιολογούσες και… θα το ξανασκεφτόσουν…» εκλιπάρησε με τρεμουλιαστή φωνή εκείνος κι ένιωσε το θάρρος του να τον εγκαταλείπει.
«Μ΄ όλα αυτά που μου είπες;» Ο Μάρκος σηκώθηκε και κάθισε αντίκρυ της. «Σ΄ άνοιξα την καρδιά μου όπως σε κανέναν άλλο. Δε σου ζητώ να καταλάβεις τις πράξεις μου, δε θα μπορούσες, δε βρέθηκες ποτέ σ΄ αυτήν τη θέση. Απλά ήθελα να σου πω ότι θέλω να μείνεις στη ζωή μου, ότι θα γινόμουν πολύ ευτυχισμένος, αληθινά ευτυχισμένος, αν γινόσουν γυναίκα μου…», είπε πιάνοντας απαλά το παγωμένο χέρι της που έτρεμε ελαφρά. Τον κοίταξε κάμποση ώρα, το βλέμμα της σκλήρυνε και τα μάτια της πήραν το τοξικό χρώμα του υδραργύρου, τράβηξε το χέρι της και η φωνή της ακούστηκε σκληρή: «Σοβαρά τώρα, περιμένεις ότι υπάρχει ποτέ περίπτωση εμείς οι δυο να…»
Ο Μάρκος μαρμάρωσε «Ο νεαρός…» ψέλλισε ταραγμένος.
«Κανένας νεαρός, η Έρση. Αλλά και η Έρση να μην ήταν…»
«Η Έρση δε νομίζω ότι…»
«Σου το ξανάπα!» φώναξε οργισμένη η Μαντώ. «Δεν είμαι ηλίθια! Μέσα σ΄ αυτό το σπίτι έχω δει πολλά κι αν έμαθα ένα πράγμα από τον αδερφό σου είναι ότι τα λόγια δεν έχουν αξία, αλλά οι πράξεις. Και τα δυο αδέρφια είστε προικισμένοι στην ψευτιά! Με ρώτησες τι σκέφτομαι, αυτό σκέφτομαι. Νομίζεις ότι επειδή είμαι μικρή θα με πείσεις με λίγο δράμα για να με ρίξεις στο κρεβάτι…» Το κορμί της έτρεμε από την οργή που ξεχείλιζε όμοιο κυματοθραύστης που πάνω του έσκαγε η φουρτουνιασμένη θάλασσα.
«Μαντώ!» ξεφώνισε ο Μάρκος. Έπειτα προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή του είπε πιο σιγά «Μαντώ, σε διαβεβαιώνω ότι δε σκοπεύω κάτι τέτοιο! Στο κάτω κάτω εγώ σου ζήτησα να παντρευτούμε κι αν θες αύριο κιόλας έρχομαι να σε ζητήσω»
«Δε θέλω!» είπε πεισματικά η Μαντώ και καθώς ξεχάστηκε χτύπησε το πονεμένο της πόδι στην άμμο πράγμα που την έκανε να ουρλιάξει και να διπλωθεί.
«Καρδιά μου!» έκανε ο Μάρκος και έγειρε να την πιάσει. Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα από τον διπλό πόνο. Τη στήριξε. «Έλα, θα σε πάω σπίτι…». Μα η Μαντώ τον έκανε πέρα. Αφού σκούπισε τα δάκρυα της με την ανάποδη των χεριών της τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Όχι, πριν τελειώσουμε τη δουλειά», είπε αργά τονίζοντας τις λέξεις.
«Τι δουλειά;» την ρώτησε απορημένος ο Μάρκος. Η Μαντώ με αργές κινήσεις άνοιξε τα μικρά κουμπάκια κι έσυρε το λευκό νυχτικό της πάνω από το κορμί της, ώσπου έπεσε στα πόδια της. Ο Μάρκος την κοίταζε έκπληκτος στο φως του φεγγαριού που κουρασμένο πια μάζευε τη μακριά του βασιλική αργυρόχρωμη κάπα του κι ετοιμαζόταν ν΄ αποσυρθεί μέσα στο υγρό βασίλειο του. Η Μαντώ έμεινε ακίνητη σαν άγαλμα αρχαίου κλασσικού γλύπτη φορώντας μόνο το εσώρουχο της και με το ένα της χέρι στηριζόταν στη βάρκα. Τα καλοσχηματισμένα στητά στήθη της ανεβοκατέβαιναν ήρεμα.
«Τι κάνεις;» κατάφερε να ψελλίσει έκπληκτος ο Μάρκος χώνοντας τα χέρια του στα μαλλιά του και τ΄ άφησε εκεί.
«Χμ, εδώ έχουμε δύο εκδοχές… Πρώτον, αν η ιστορία σου είναι αληθινή, σκέψου από πόσο κόπο και βάσανα θα γλιτώσεις, από το να με παντρευτείς και μετά να καταλάβεις ότι δε με θες, ότι είμαι και εγώ μια κοινή θνητή…» σύρισε η Μαντώ.
«Σκεπάσου!» έκρωξε ο Μάρκος φρικαρισμένος.
«Μα γιατί; Άλλωστε δε θα ΄θελα με τίποτα να γίνω μια καινούργια Έρση και να δηλητηριάσω την ψυχή σου. Πού να τριγυρνάς τώρα στις θάλασσες αλλά είκοσι χρόνια, ενώ μπορούμε να το τελειώσουμε μια και καλή, εδώ…», είπε γλυκά, μα σε ειρωνικό τόνο η Μαντώ κοιτώντας τον με παγωμένα μάτια.
Ο Μάρκος κάτωχρος άρπαξε το νυχτικό από κάτω και κάλυψε τα στήθη της.
«Ντύσου!» πρόσταξε και έκανε να φύγει φανερά συγχυσμένος, μα το μετάνιωσε και ξαναγύρισε. «Λες ότι δεν είσαι ανόητη, αλλά είσαι, τίποτα δε κατάλαβες από όσα σου είπα!». Την άρπαξε από τους ώμους ταρακουνώντας τη «Σ΄ αγαπάω! Δεν παίζω! Μόνο εσένα αγαπώ, αληθινά και τίμια! Το να μη μ΄ αγαπάς ίσως καταφέρω και το αντέξω, το να με εμπαίζεις όμως…» φώναξε οργισμένος και την έσπρωξε ελαφρά πίσω, έπειτα γύρισε και χάθηκε στο σκοτάδι που είχε πάρει να πυκνώνει.
Τα γόνατα της Μαντώς λύγισαν και βρέθηκε στην άμμο, να κλαίει μουγκά.