,

Κόκκινη κορδέλα

Ήτανε λίγο πριν το χάραμα της εικοστής πέμπτης Δεκεμβρίου όταν αποφάσισε ο ουρανός να χορέψει και να στροβιλίσει τα σύννεφα ανάμεσα σε πυκνές λευκές νιφάδες χιονιού. Είχε κρύο που τρυπούσε τα δάχτυλά σου και κρυστάλλωνε το μισολιωμένο μούσι του χιονάνθρωπου. Ο αέρας και η υγρασία θόλωναν τα τζάμια των παραθύρων που έμοιαζαν με καμβάδες παιδικών έργων τέχνης.

Άτακτης και αφηρημένης αφής!

Στον δεύτερο όροφο μιας μικρής πολυκατοικίας το τζάκι άναψε για τα καλά και μαζί με τα τούβλα πύρωνε και τα φανάρια του δρόμου λίγο πριν σβήσουν. Λίγο πριν η νύχτα φτάσει σε oργασμό και τα αστέρια γείρουν για αλλού, τα πεζοδρόμια κρύψανε την ασχήμια τους. Ξημέρωσαν Χριστούγεννα και ο Ζαχαρίας σηκώθηκε με λαχτάρα από το κρεβάτι του για να φτιάξει ζεστό καφέ φουντούκι και να μοσχομυρίσει το εορταστικό πρωινό. Οι νότες βανίλιας στα χείλη του από τα μπισκοτάκια γλύκαναν κάπως την χιονοθύελλα που μαινόταν έξω. Απόλαυσε κάθε γουλιά κρατώντας σφιχτά το ζεστό φλυτζάνι στις παλάμες του και σχεδίαζε να περάσει την ημέρα του σε ένα φιλικό σπίτι, δίχως να το θέλει και πολύ.

Ας όψεται το πνεύμα!

Ένας σπουργίτης προσγειώθηκε όμως στο μπαλκόνι και αναστάτωσε την ματιά που ρέμβαζε το χειμερινό τοπίο. Τίναξε τις φτερούγες του και έκατσε στα κάγκελα για να προστατευτεί από το κρύο. Είχε στο ράμφος μια κόκκινη κορδέλα που την κουβαλούσε για να χτίσει την φωλιά του προφανώς. Ίσως να είναι πεινασμένος ο επισκέπτης μας, σκέφτηκε ο Ζαχαρίας και έτριψε ένα κομμάτι ψωμιού σε ένα πιατάκι που έβγαλε στη μπαλκονόπορτα.

Το μάτι του έπεσε κατευθείαν στην διπλανή πίσω όψη της εγκαταλελειμμένης μονοκατοικίας. Ένα παιδί λίγο πριν την εφηβεία ήταν άστεγο πιθανών και είχε πάρει μια λαμαρίνα για να προστατευτεί από την κακοκαιρία. Για να ζεσταθεί είχε ανάψει κάτι ξερόκλαδα σε έναν τενεκέ και φορούσε ένα μπαλωμένο παλτό.

Τι πόνος!

Κοίταξε την κορδέλα που άφησε το πουλάκι στα πόδια του σαν ευχαριστώ για το ξεροκόμματο και ήξερε πολύ καλά τι θα έκανε. Ετοίμασε το τραπέζι με καλούδια των γιορτών, φαγητά γλυκά και αλμυρά. Με μπόλικο ζεστό καφέ και μανταρίνια στη φρουτιέρα, μαζί με κάστανα ψητά. Έβαλε πετσέτες καθαρές στο μπάνιο και μια καλή αλλαξιά ρούχα που ευτυχώς ήταν στα μέτρα του περίπου. Γέμισε το τζάκι με ξύλα να φουντώσει η φωτιά και άναψε το δέντρο που λαμπύριζε ρυθμικά.

Όλα για τον καλεσμένο!

Πήρε το κόκκινο αυτό φανταχτερό ύφασμα στα χέρια και κατέβηκε στο δρόμο κατευθυνόμενος προς το παιδί. Λύγισε στα γόνατα για να κοιτάξει στα μάτια το παιδί και του έδωσε την κορδέλα. Αυτό σαστισμένο τον ρώτησε σε τι αποσκοπούσε η κίνηση αυτή. Δεν καταλάβαινε τίποτα.

«Είναι το μάθημα που μου έδωσε ένα σπουργίτι προηγουμένως» αποκρίθηκε.

«Έλα, σήκω και πάμε πάνω στο σπίτι μου να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα όπως ακριβώς πρέπει… Έλα, πάμε!».

Τάσος Βακφάρης

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: