,

Το Αγόρι με τα Γκρίζα Μάτια

Η Κάλια στάθηκε στο κέντρο της παιδικής χαράς. Τα παιδικά πρόσωπα με τα διάπλατα χαμόγελα έτρεχαν σαν αερικά γύρω της. Ήθελε όσο τίποτε στον κόσμο να γίνει μητέρα, όμως η μια αποτυχημένη προσπάθεια μετά την άλλη, την είχε διαλύσει. Άλλη μια καθυστέρηση που συνοδευόταν από ένα αρνητικό τεστ εγκυμοσύνης.

«Η καθυστέρηση οφείλεται στο άγχος σου Κάλια» θα της έλεγε γι’ άλλη μια φορά ο γυναικολόγος. «Μην απογοητεύεσαι όμως. Σταμάτα να το σκέφτεσαι και θα έρθει από μόνο του».

Ποτέ δεν ερχόταν.

Προχώρησε προς το μοναδικό άδειο παγκάκι. Το βλέμμα της πλανήθηκε τριγύρω. Έπρεπε να το πάρει πλέον απόφαση πως εκείνη δεν θα ένιωθε ποτέ αυτή τη χαρά. Δεν θα παρακολουθούσε ποτέ το παιδί της να παίζει με τους φίλους του. Δεν…

Ένα απότομο κύμα ψύχους την έκανε να αναριγήσει. Κούμπωσε το παλτό ως επάνω και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της.

Το παγκάκι τραντάχτηκε και οι σκέψεις της διακόπηκαν απότομα. Ένα μικρό αγόρι είχε καθίσει στην άλλη άκρη και την κοιτούσε έντονα. Ήταν κοντά δέκα χρονών, με δέρμα αρκετά χλωμό και γεμάτο φακίδες, μαλλιά κόκκινα και μάτια γκρίζα. Της φάνηκαν γνώριμα αυτά τα χαρακτηριστικά, μα δεν έδωσε σημασία. Ο μικρός συνέχιζε να την παρατηρεί.

Η Κάλια προσπάθησε να του χαμογελάσει.

«Μπορώ να σε βοηθήσω;»

Εκείνος ακούμπησε το χέρι δίπλα του κι έγειρε το σώμα προς το μέρος της, χωρίς ωστόσο να της απαντήσει.

«Είσαι καλά;» ρώτησε ανήσυχη. «Η μαμά σου είναι εδώ;»

Το αγόρι ένευσε. Εκείνη έψαξε με το βλέμμα της.

«Πού;»

Καμία γυναίκα δεν κοιτούσε προς το μέρος τους. Στράφηκε πάλι προς τον μικρό.

«Πού είναι η μαμά σου;»

«Εδώ» της μίλησε για πρώτη φορά.

Η φωνή του ήταν λεπτή, αδύναμη.

«Πώς σε λένε;»

«Δεν έχω όνομα».

«Τι εννοείς;» συνοφρυώθηκε «Πώς γίνεται να μην έχεις όνομα;»

«Δεν ξέρω» ανασήκωσε τους ώμους του.

Στράφηκε προς τα υπόλοιπα παιδιά.

«Μου αρέσει εδώ» της είπε. «Πολλά παιδιά, πολλή χαρά, πολλή ευτυχία».

«Ναι…» παρασύρθηκε η Κάλια σκεπτόμενη πως αυτή ήταν μια “ευτυχία” που δεν θα γινόταν ποτέ δική της. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.

«Γιατί είσαι λυπημένη;» τη ρώτησε.

Είχε στραφεί και πάλι προς το μέρος της. Εκείνη σκούπισε βιαστικά το πρόσωπό της. Προσπάθησε και πάλι να του χαμογελάσει.

«Είμαι καλά».

Ο μικρός σηκώθηκε και κάθισε πιο κοντά της, τόσο κοντά, που μπορούσε να δει τον εαυτό της να καθρεφτίζεται μέσα στα μάτια του, εκείνα τα γκρίζα μάτια που της φαίνονταν τόσο οικεία, χωρίς ωστόσο να μπορεί να εξηγήσει τον λόγο. Και ξαφνικά, τα μάτια αυτά άρχισαν να γυαλίζουν. Δυο μεγάλες σταγόνες ξεχύθηκαν από μέσα τους και κύλησαν στα μάγουλα του παιδιού. Η Κάλια σήκωσε το χέρι της για να το χαϊδέψει, σταμάτησε όμως απότομα. Πώς… πώς μπορούσε να αγγίξει ένα ξένο παιδί; Δάγκωσε τα χείλη.

«Νομίζω πως είναι καλύτερα να βρούμε τη μαμά σου» του είπε κι έκανε να σηκωθεί.

Το περίεργο αγόρι όμως, της έπιασε το χέρι και την κοίταξε με παράπονο. Εκείνη σάστισε.

«Τι σου συμβαίνει; Έχεις χαθεί;»

«Ήρθα απλά για να πω ‘αντίο’» είπε λυπημένο.

«’Αντίο’; Σε ποιον; Τι εννοείς;»

«Στη μαμά μου. Ήρθα να της πω ‘αντίο’, ότι την αγαπώ και πως πρέπει να την προσέχει».

«Να την προσέχει; Ποια; Πού είναι η μαμά σου; Πρέπει…»

Ο μικρός άγγιξε την κοιλιά της. Τότε η Κάλια ένιωσε έναν διαπεραστικό πόνο και μια απότομη ζάλη. Άρχισε να ουρλιάζει. Γλίστρησε από το παγκάκι και σωριάστηκε στο έδαφος. Πλήθος κόσμου μαζεύτηκε γύρω της προσπαθώντας να τη βοηθήσει. Το παράξενο αγόρι, είχε εξαφανιστεί.

***

Ώρες αργότερα, άρχισε να συνέρχεται. Μακρινές ομιλίες έφταναν στα αυτιά της, για την ώρα ακατανόητες.

Άνοιξε τα μάτια. Ο χώρος γύρω της έμοιαζε θολός και οι άνθρωποι με συγκεχυμένες φιγούρες. Μια από αυτές, έτρεξε προς το μέρος της. Της μιλούσε, μα τα λόγια του έμοιαζαν μπερδεμένα. Η φωνή του όμως φαινόταν γνώριμη. Και τότε το θολό πέπλο εξαφανίστηκε.

«Μαρκ;» ψέλλισε.

«Κάλια; Είσαι καλά;»

Εκείνη κατάφερε να τον ακούσει και να τον δει καθαρά πλέον.

Πίσω του εμφανίστηκε μια δεύτερη φιγούρα, που δεν ήταν άλλος από τον γυναικολόγο της, δόκτορ Μπόλγκρουβ.

«Τι συνέβη;» σάστισε εκείνη.

Έκανε να ανασηκωθεί, αλλά ο Μαρκ την έσπρωξε απαλά προς τα πίσω.

«Με το μαλακό» της είπε.

«Πείτε μου» απαίτησε εκείνη.

«Κάλια» άρχισε ο γιατρός «έχω ένα δυσάρεστο κι ένα ευχάριστο νέο. Το ευχάριστo, είναι ότι επιτέλους είσαι έγκυος».

«Είμαι…» ψέλλισε εκείνη. «Ω Θεέ μου!» αναφώνησε και ακούμπησε στοργικά την κοιλιά της.

«Αφού… αφού έκανα τεστ εγκυμοσύνης και βγήκε αρνητικό…»

Κοίταξε τον γιατρό της στα μάτια.

«Τα τεστ δεν είναι εκατό τοις εκατό αξιόπιστα».

«Ποιο είναι το δυσάρεστο;» ρώτησε αμέσως.

Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν.

«Ήσουν έγκυος σε δίδυμα. Δυστυχώς όμως, έχασες το ένα παιδί. Αυτός ήταν και ο λόγος που λιποθύμησες. Πολλές φορές στην αρχή της εγκυμοσύνης το ένα από τα δύο έμβρυα δεν καταφέρνει να επιβιώσει…»

Η Κάλια όμως δεν τον άκουγε. Στο μυαλό της ξεπήδησε η εικόνα του αγοριού που είχε συναντήσει πριν λίγο στην παιδική χαρά.

«Η μαμά μου είναι εδώ» της είχε πει. «Ήρθα να της πω ‘αντίο’, ότι την αγαπώ και πως πρέπει να την προσέχει».

Μερικούς μήνες μετά, γέννησε ένα υγιέστατο κοριτσάκι με κόκκινα μαλλιά, χλωμό πρόσωπο με φακίδες και γκρίζα μάτια. Ακριβώς όπως ήταν το αγόρι που είχε γνωρίσει. Ακριβώς όπως ήταν η ίδια.

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: