Ότι είχε αποφάει και πηγαινόφερνε την οδοντογλυφίδα από τη μια μεριά στην άλλη, σαν υαλοκαθαριστήρα σε θολωμένο παρμπρίζ. Η κουζίνα του κάποτε είχε γνωρίσει δόξες αλλά τώρα πια, ελλείψει ανακαίνισης και ανθρώπων που να τους είναι απαραίτητη, είχε αφεθεί να παλιώνει και να τρίζει. Σαν και τον ίδιο τον κυρ-Θόδωρο δηλαδή.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ & ΕΛΕΝΗ ΣΠΑΝΟΥ
5Ος ΟΡΟΦΟΣ
έγραφε το κουδούνι στην είσοδο της πολυκατοικίας στην Κυψέλη που βρισκόταν το ρετιρέ του κυρ-Θόδωρου. Πολυκατοικία του ’60, από εκείνες τις παλιές του κέντρου της Αθήνας που απέπνεαν, αν και ασθμαίνοντας, την αίγλη μιας άλλης εποχής. Με το γκισέ του θυρωρού στην είσοδο – να μαζεύει πλέον σκονισμένους λογαριασμούς της ΔΕΗ και φυλλάδια από πιτσαρίες και σουβλατζίδικα – και τα ψηλά διαμερίσματα, σαν αυτό του κυρ Θόδωρου καλή ώρα, να διαθέτουν δωματιάκι υπηρεσίας και σκάλα σαλίγκαρο προς την ταράτσα για να απλώνει η εκάστοτε Τασία την κατάλευκη μπουγάδα των κυρίων της. Είχε τον τρόπο του ο κυρ- Θόδωρος. Βιοτεχνία ανδρικών εσωρούχων διέθετε μέχρι που βγήκε στη σύνταξη και την έκλεισε. Ο μοναδικός του απόγονος, ο μοναχογιός του που θα μπορούσε να συνεχίσει και να αυγατίσει το έργο του, έκανε καριέρα ως διακοσμητής στο Λονδίνο και οι σωβρακοφανέλες τον άφηναν παγερά αδιάφορο.
Εκνευριστικός ο ρημάδης ο χρόνος όταν δεν έχεις τι να τον κάνεις. Από τότε που το Λενάκι του βαρέθηκε την συντροφιά του κι αποφάσισε να πίνει το καφεδάκι της με τους αγγέλους, οι μέρες κινούνταν αργά σαν αμάξι με αλυσίδες σε χιονισμένο δρόμο. Εκείνο το χειμωνιάτικο απομεσήμερο όμως, είχε ένα παραπάνω βαρίδι κρεμασμένο απάνω του. Σε πέντε μέρες θα ήταν Χριστούγεννα κι αυτή η σκέψη, στην ηλικία του και στη μοναξιά του, μόνο βαριά κακοκεφιά μπορούσε να σημαίνει. Συνέχισε για λίγο το πήγαινε- έλα της οδοντογλυφίδας και ξάφνου τινάχτηκε, λες και η μύτη της διαπέρασε τον ουρανίσκο του και πήγε και καρφώθηκε απευθείας στον εγκέφαλό του, κάνοντάς του επανεκκίνηση. Η φρέσκια ιδέα έκανε τα βαθουλωμένα μάτια του να λάμπουν από ενθουσιασμό. Με γρήγορα βήματα κατευθύνθηκε προς το δωματιάκι υπηρεσίας, που εδώ και πολλά χρόνια εκτελούσε χρέη αποθήκης. Με τρεμάμενο χέρι ψαχούλεψε για λίγο στα ράφια με τα σκονισμένα αντικείμενα, αντίκες τα πιο πολλά σαν και του λόγου του, και δεν άργησε να την βρει. Της αφαίρεσε το πλαστικό κάλυμμα, έβαλε ένα χαρτί στον κύλινδρο και με αγωνία πάτησε το πρώτο πλήκτρο. Ευτυχώς λειτουργούσε ακόμα η γραφομηχανή του κι έτσι δεν θα ερχόταν στην άβολη θέση να φτιάξει την πρόσκλησή του χειρόγραφα. Τι στην ευχή, ανοιχτή πρόσκληση σε γεύμα Χριστουγέννων ήταν αυτή. Θα έπρεπε να συνοδεύεται από την απαραίτητη επισημότητα!
Μόλις την ετοίμασε κι αφού την έλεγξε καλά-καλά δυο τρεις φορές για να σιγουρευτεί πως του αρέσει, έσυρε τα βήματά του προς την εξώπορτα. Κάλεσε το ασανσέρ και στάθηκε, με την καρό ρόμπα του και τις δερμάτινες παντόφλες, να το περιμένει να φτάσει στον πέμπτο. Από τον κάτω όροφο ακούγονταν ομιλίες σε μια ξένη γλώσσα. Όλος ο όροφος είχε αγοραστεί από επενδυτές και είχε μετατραπεί σε αυτά το μοντέρνα ξενοδοχεία που δεν είναι ακριβώς ξενοδοχεία, αλλά παλιά διαμερίσματα ανακαινισμένα και κομμένα στα πέντε, ίσα ίσα για να χωρούν οι άνθρωποι και οι βαλίτσες τους. Κάθε μέρα μπαινόβγαιναν ξένοι τουρίστες στον τέταρτο και καμιά φορά του χτυπούσαν από λάθος το κουδούνι μες στη νύχτα μεθυσμένοι ή απλά χαμένοι. Καθώς κολλούσε την πρόσκληση στον καθρέφτη του ασανσέρ άρχισε να χαμογελάει κάτω από το παχύ μουστάκι του.
«Για φαντάσου λέει να βάλουν οι τουρίστες το κείμενο σε αυτά τα διαόλια τα κινητά τους και να το μεταφράσουν, και να εμφανιστεί τα Χριστούγεννα στην πόρτα μου κανένας κοιλαράς Αμερικάνος από την Γιούτα ή αυτοί οι ξενέρωτοι που είναι λέει της μόδας να τρώνε μόνο χόρτα και ρεβίθια! Δε βαριέσαι Θόδωρε… Όλοι καλοδεχούμενοι είναι», μονολόγησε κολλώντας το τελευταίο σελοτέιπ στον καθρέφτη.
Μόλις τελείωσε έκανε μισό βήμα πίσω να επιθεωρήσει το έργο του.
ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟΙ,
ΘΑ ΗΜΟΥΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΥΤΥΧΗΣ ΑΝ ΜΕ ΤΙΜΟΥΣΑΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΑΣ ΣΤΟ ΓΕΥΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΡΑΘΕΣΩ ΣΤΗΝ ΟΙΚΙΑ ΜΟΥ.
ΩΡΑ ΠΡΟΣΕΛΕΥΣΗΣ: 14.00
ΜΕ ΕΚΤΙΜΗΣΗ,
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΠΑΝΟΣ
5ος ΟΡΟΦΟΣ
Οι επόμενες μέρες κύλισαν με πυρετώδεις ετοιμασίες αλλά και με κάτι άλλο, πολύ πιο σπάνιο και απόλυτα ανεκτίμητο για κάποιον σαν τον κυρ-Θόδωρο. Έναν σκοπό. Κοιμόταν και ξυπνούσε με το χριστουγεννιάτικο τραπέζι στο νου του. Τις μέρες που ακολούθησαν την ανάρτηση στο ασανσέρ, ξυπνούσε αξημέρωτα, έπινε το καφεδάκι του, έτρωγε στα γρήγορα το παξιμάδι του αλειμμένο με το μέλι Κυθήρων που του έστελνε κάθε μήνα ανελλιπώς η βαφτιστήρα του από το νησί κι έπαιρνε τους δρόμους. Βγαίνοντας από την πολυκατοικία, δίπλα στη στάση δρασκελούσε βιαστικά μια σειρά από σεντόνια απλωμένα. Πάνω τους απλωμένη ψεύτικη πολυτέλεια, Fendi, Louis Vuitton, Gucci, σε κατάχαμη βιτρίνα. Χαιρετούσε με ένα βιαστικό νεύμα τον Αφρικανό πωλητή και ξεκινούσε τον αγώνα δρόμου. Χασάπικο, μανάβικο, κάβα, ζαχαροπλαστείο. Το σούπερ μάρκετ , που ποτέ δεν το πολυσυμπάθησε γιατί το θεωρούσε υπερεκτιμημένο, το άφηνε για το τέλος. Σου γλιτώνει χρόνο λέει. Το πρόβλημα με τον χρόνο είναι πως είναι μια εντελώς σχετική έννοια. Όταν είσαι νέος και η ζωή σου είναι γεμάτη, οι είκοσι τέσσερις ώρες περνούν με μια ανάσα και όταν είσαι γέρος και μονάχος το εικοσιτετράωρο μοιάζει με υπέρβαρη χελώνα που μόλις ξύπνησε από χειμέρια νάρκη και αναγκάζεται να σύρει με το στανιό το ασήκωτο καβούκι της.
Το πρωί των Χριστουγέννων ξύπνησε πολύ πριν από τις καμπάνες. Έψησε τη γαλοπούλα που είχε παραγεμίσει αποβραδίς με σταφίδα και κουκουνάρι, έπειτα φούρνισε τις ριγανάτες πατάτες και τελευταίο το σουφλέ με την αλάνθαστη συνταγή της συγχωρεμένης. Μοσχομύρισε το σπίτι Χριστούγεννα. Έκοψε σαλάτες, γέμισε τις κρυστάλλινες κανάτες με κόκκινο κρασί, έστρωσε το λευκό τραπεζομάντηλο στην τραπεζαρία. Γυάλισε τα ξεχασμένα, ασημένια μαχαιροπίρουνα και τα έστησε όμορφα δίπλα στα πορσελάνινα πιάτα και τα κρυστάλλινα ποτήρια που χρόνια τώρα γερνούσαν μαζί του στον ίδιο χώρο. Αυτός στην πολυθρόνα του κι αυτά στην κρυσταλλιέρα τους, σε ένα παλιό ρετιρέ στην Κυψέλη. Έπειτα, φόρεσε το καλό του κοστούμι με την κόκκινη μεταξωτή γραβάτα κι έβαλε το κολλαριστό του μαντήλι στο πέτο. Τελευταίο άφησε το καντήλι της μακαρίτισσας. Το άναψε λέγοντας με παιδική προσμονή:
«Λενιώ, σήμερα έχουμε γιορτή!»
Κι ύστερα κάθισε στην πολυθρόνα του και περίμενε. Δεν πρόλαβε καλά-καλά να χαλαρώσει και μια σκέψη που του την είχε από μέρες στημένη ξαμολήθηκε σαν αφηνιασμένο σκυλί που μόλις έκοψε την αλυσίδα.
«Σιγά μην έρθει κανείς να σου χτυπήσει την πόρτα γέρο-ξεκούτη! Μόνος σου βλέπω να τα τρως όλα αυτά που κάθισες κι έφτιαξες. Όλοι έχουν κάτι καλύτερο να κάνουν τέτοια μέρα!»
«Δεν πειράζει», παρηγόρησε τον εαυτό του ο κυρ-Θόδωρος. «Ας είναι καλά οι άστεγοι και τα ιδρύματα. Θα βγω και θα τα μοιράσω, να χαρεί και κανένας πεινασμένος».
Το πρώτο χτύπημα ήταν στις δύο ακριβώς και ήταν τα φοιτητάκια που έμεναν στον τρίτο. Είδαν λέει την πρόσκληση στον καθρέφτη, όπως μπήκαν στο ασανσέρ για να πάνε να ψάξουν κανένα ανοιχτό μαγαζί για να πάρουν καφέ. Είχαν αποφασίσει την τελευταία στιγμή να μείνουν στην Αθήνα τα Χριστούγεννα για να παρτάρουν. Ο ένας ήταν από Καλαμάτα κι ο άλλος από Πύργο.
«Και τα δύο, όσο να πεις κυρ-Θόδωρε, για άλλα πράγματα φημίζονται, όχι για τα Χριστούγεννά τους!»
Παιδιά γεμάτα χαρά, τι να τους πεις; Όλα για αυτά είναι μια μεγάλη πλάκα.
Το δεύτερο κουδούνι ήταν η Αμάλ από τον πρώτο. Μια μιγάδα πιο ψηλή κι απ’τον κυρ-Θόδωρο που στα νιάτα του ήταν ένα κι ογδόντα, με δέρμα που λες και είχε βγει κατευθείαν απ’ το πιο σπάνιο κακαόδεντρο του Εκουαδόρ και δόντια πιο λευκά κι από το φρέσκο χιόνι.
«Άνετα θα μπορούσε να ήταν μανεκέν. Πώς να ‘χε καταλήξει στην Κυψέλη;» σκέφτηκε ο κυρ-Θόδωρος καθώς την καλωσόριζε στο σαλόνι του, με τα φοιτητάκια να την θαυμάζουν με κρεμασμένο το σαγόνι.
Το τρίτο κουδούνι ήταν ένα νεαρό ζευγάρι Άγγλων από το Airbnb στον τέταρτο. Όπως το είχε μαντέψει ο κυρ-Θόδωρος, το google translate είχε κάνει το θαύμα του.
« Merry Christmas and thank you, Mr. Theodore for inviting us! So incredibly kind of you! Everything is closed today and we had nowhere to go!»
Και το κουδούνι συνέχισε να χτυπά. Ήρθε η Ραμόνα η Βουλγάρα από την γκαρσονιέρα του ισογείου που πρόσεχε μια γιαγιά, αλλά λόγω της ημέρας είχε ρεπό γιατί την είχαν πάρει τα παιδιά της για να φάνε όλοι μαζί. Ήρθε κι ο Τάσος, ο οδηγός ταξί από τον δεύτερο, που απόψε ήταν νυχτερινός. Κι όσο περνούσε η ώρα και με την βοήθεια του φαγητού και του κρασιού οι άνθρωποι χαλάρωναν κι οι αποστάσεις μίκραιναν, τα ελληνικά μπερδεύονταν με τα αγγλικά και κάποια στιγμή η Αμάλ τραγούδησε κι ένα τραγούδι στην γλώσσα της και όλοι την χειροκρότησαν όρθιοι. Τότε ήταν που ο κυρ-Θόδωρος σήκωσε το ποτήρι του και με το μουστάκι του να τρέμει από συγκίνηση, ζήτησε κάτι να πει.
«Σήμερα έζησα ένα θαύμα. Ξύπνησα ογδόντα χρονών και θα κοιμηθώ είκοσι. Σας ευχαριστώ μέσα από τα βάθη της εικοσάχρονης καρδιάς μου! Καλά Χριστούγεννα!»