«Σηκώθηκε;» ρώτησε με έγνοια η Φώτω.
«Τον ανάγκασε ο Νίκος, πρέπει να πάνε στα ναυπηγεία»
«Του το ‘πες;»
«Μ΄αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι» σύρισε η Έρση και ξεφυσώντας κάθισε βαριά στο ντιβάνι δίπλα της ανασηκώνοντας μόρια σκόνης που αιωρούνταν στον αέρα και φωτίζονταν από τις δυνατές ακτίνες του ήλιου που έφταναν φιλτραρισμένες και αδύναμες ως το μικρό δωματιάκι. Η Φώτω τις κοίταξε λυπημένη καθώς στροβιλίζονταν χορευτικά. Ποτέ δε θα συνέβαινε κάτι τέτοιο αν ήταν εδώ η Μαντώ, σκέφτηκε. «Πάω να ντυθώ κι εγώ…» πρόσθεσε η Έρση έπειτα από λίγο και σηκώθηκε.
«Να πας! Να προσέχεις! Και να έρθεις σύντομα να μου πεις αν είναι καλύτερα» Η Έρση της έγνεψε θετικά και ψέλλισε ένα «Μακάρι» βγαίνοντας από το δωμάτιο προβληματισμένη. Ανέβηκε τις σκάλες με βαρύ βήμα και ετοιμαζόταν να μπει στο δωμάτιο της όταν άνοιξε η πόρτα του Μάρκου. Η Έρση κοντοστάθηκε, ένα φάντασμα εμφανίστηκε, χλωμός, με μάτια βαθουλωμένα και κυκλωμένα από δύο μελανές θάλασσες που έμοιαζαν να προσπαθούν να σβήσουν τα δυό κάρβουνα. Το βλέμμα του πικρό, δηλητηριώδες και μια γραμμή για στόμα που ίσα που αναφαινόταν κάτω από το μουστάκι του στο φρεσκοξυρισμένο του πρόσωπο. Κατά τ΄άλλα η εμφάνιση του έμοιαζε άψογη μέσα στο καθαρό φρεσκοσιδερωμένο κοστούμι. Η Έρση έκανε να πάει προς το μέρος του, μα το βήμα της έμεινε μετέωρο αντικρίζοντας το σκληρό πικρόχολο βλέμμα που της θύμισε τον Νίκο, κάνοντας τη να ριγήσει. Ο Νίκος βγήκε από το δωμάτιο του φουριόζος και στάθηκε ανάμεσα τους.
«Έτοιμος;» ρώτησε ανυπόμονα. Ο Μάρκος του έγνεψε θετικά και προχώρησε μπροστά, προσπερνώντας την και χωρίς να της ρίξει ούτε ένα βλέμμα.
«Στην περίπτωση που επιστρέψουμε το μεσημέρι, να έχει ετοιμάσει τίποτα της προκοπής αυτή η άχρηστη!» της είπε απειλητικά ο Νίκος και ακολούθησε τον Μάρκο σιγοσφυρίζοντας έναν εύθυμο σκοπό. Η Έρση μπήκε στο δωμάτιο της σέρνοντας το βήμα της και ξάπλωσε μπρούμυτα πάνω στο κρεβάτι της. Το παιδί! πέρασε σαν αστραπή η σκέψη από το μυαλό της και αμέσως γύρισε ανάσκελα. Γέλασε με την ανοησία της. Είναι πολύ νωρίς ακόμα… Αχ και να ΄μαι… Δε θέλω τίποτα άλλο, μόνο αυτό θεέ μου, μόνο αυτό, να ΄χω ένα μωρό δικό μου, ν΄ αποκτήσει νόημα η ύπαρξη μου… Αναστέναξε βαθιά. Δεν το ΄θελα, θεέ μου, δεν το ΄θελα και Εσύ το ξέρεις καλά! Ποτέ μου δε θέλησα το κακό κανενός, ούτε καν του Νίκου, πόσο μάλλον της Μαντώς και του Μάρκου. Φέρθηκε ανόητα τώρα το ξέρει, τώρα το καταλαβαίνει. Τη μέρα που συναντήθηκαν στον Πειραιά με τον Μάρκο και τον είδε να έρχεται βαδίζοντας αργά και διστακτικά προς το μέρος της, άρχισε να της γεννιέται η ιδέα. Εκείνος την κοίταξε μ΄ ένα αμφίσημο βλέμμα λατρείας και μίσους. Τη χαιρέτησε ακουμπώντας το χέρι της σαν να την ακουμπά μια πεταλούδα, ενώ τα μάγουλα του είχαν πάρει ένα ροδοκόκκινο χρώμα. Έμοιαζε σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που ήταν έφηβοι, εκτός από το μικρό μουστάκι που σκέπαζε το πάνω χείλος του και μια βαθιά κάθετη ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια δεν είχε αλλάξει καθόλου. Η ανάσα του ακόμη κοβόταν κάθε που τον πλησίαζε, ενώ μικροί κόμποι ιδρώτα στεφάνωναν το πρόσωπό του κι απέφευγε να την κοιτάξει… Η Έρση προσπάθησε αρκετές φορές ν΄ανοίξει κουβέντα, όσο ακόμη ήταν στο σπίτι της Πρωτεύουσας. Απέτυχε. Αναρωτιόταν αν ήταν δυνατόν να την αγαπά ακόμα ή απλά αισθανόταν αμήχανα. Έπρεπε να μάθει. Άρχισε να τον πιέζει και να τον ρωτά πιο επίμονα για τις σχέσεις του όλα αυτά τα χρόνια. Φυσικά ο Μάρκος αρνούνταν πεισματικά ν΄ απαντήσει, μόνο κάτι αμήχανα μισόλογα, αλλά αυτή επέμεινε και όσο του μιλούσε, τόσο στο μυαλό της σχηματιζόταν μια ιδέα που σύντομα έγινε σχέδιο. Τα έβαλε κάτω και τότε συνειδητοποίησε ότι ο γυρισμός του Μάρκου ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία, μια ακόμα δικλείδα ασφαλείας στο θέμα του Νίκου. Αν ο Νίκος την πίεζε πολύ ή προσπαθούσε να κάνει κακό στο παιδί, θα του ΄λέγε ότι δεν έχει δικαιολογία, αφού το παιδί είναι ένας Γαλφυνός!
Ή Έρση ένιωθε το κεφάλι της βαρύ. Ανασηκώθηκε και πήρε να ντύνεται αργά, κούμπωσε τη φούστα της με δυσκολία, αφού είχε παχύνει αρκετά και κάθισε στο σκαμνί της τουαλέτας της για να κτενίσει τα μαλλιά της. Από τις αγαπημένες συνήθειες της Μαντώς είναι να της πλέκει γαλλική κοτσίδα, σκέφτηκε και αναστέναξε πετώντας άκεφη τη βούρτσα της που χτύπησε υπόκωφα στον καθρέφτη απέναντι της ραγίζοντας τον. Αυτό μόνο της έλειπε, εφτά χρόνια γρουσουζιά, αναλογίστηκε βγαίνοντας εκνευρισμένη από το δωμάτιο και κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω της. Μια κίνηση στην πόρτα του Νίκου την έκανε να γυρίσει. Η Ανέτα την κοίταζε σαστισμένη με γουρλωμένα τα μικρά μάτια της. Η Έρση της γύρισε την πλάτη και έφυγε. Ο Νίκος είχε δίκιο πού δεν την ήθελε την Ανέτα, είναι εντελώς ανόητη. Για πολλά χρόνια η Έρση υποπτευόταν ότι η πρώτη κόρη της Ανέτας ήταν παιδί του Νίκου και αυτός δεν το αρνιόταν ποτέ. Τώρα ξέρει ότι απλά της έριχνε στάχτη στα μάτια, την κορόιδευε κανονικά. Οι υπηρεσίες στο σπίτι τους δε στέριωναν για πολύ. Ο Νίκος σύντομα εφορμούσε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τι άσχημες, ατσούμπαλες, γριές, ηλίθιες, μα και πανέξυπνες είχε προσλάβει τόσα χρόνια και όλες έφευγαν μέσα στον χρόνο με μια γερή “προίκα”. Το παιχνίδι είχε τρία στάδια όπως τον άκουσε να κοκορεύεται μια μέρα σ΄ ένα φίλο του. Πρώτον το κυνήγι, έπειτα ο εκπορθισμός. Το τρίτο δεν του το ΄πε ποτέ, αλλά η Έρση ήξερε καλά πως ήταν, ο εξευτελισμός. Αυτό το τελευταίο ήταν το αγαπημένο του και ενίοτε συνδεόταν με το δεύτερο, τις περισσότερες φορές όμως το δεύτερο απλά το προσπερνούσε. Την τελευταία φορά που έζησε τον εξευτελισμό δεν μπορούσε να περπατήσει για μια ΄βδομάδα κι έκανε πάνω από μήνα να ξεμυτίσει από το σπίτι ώσπου να εξαφανιστούν όλα τα σημάδια από το κορμί της. Ασυναίσθητα τύλιξε τα χέρια της γύρω της και ένιωσε τα μάτια της να υγραίνονται, μα ξάφνου τίναξε το κεφάλι της προσπαθώντας λες να το αδειάσει και να διώξει τις εφιαλτικές στιγμές που είχε ζήσει στα χέρια του. Αν δεν ήταν η Φώτω… Μόλις την είδε σ΄ αυτήν την κατάσταση του έριξε κάτι στο φαΐ του. Επί τρεις μέρες ο Νίκος σφάδαζε από τους πόνους και η Φώτω τον είχε κλειδωμένο στο δωμάτιο του, πνιγμένο στον εμετό του. Την τρίτη μπήκε μέσα και του είπε ότι αν ποτέ την ξανακουμπούσε θα τον έστελνε στον άλλο κόσμο και ούτε θα καταλάβαινε πως το ΄κάνε. Η Έρση δεν ξέρει τι άλλο ειπώθηκε μεταξύ τους, αλλά από τότε Νίκος κράταγε τις αρρωστημένες του ορέξεις για όλες τις άλλες.
«Καλημέρα, κυρία» μια αγορίστικη θλιμμένη φωνή την έβγαλε από τις σκέψεις της καθώς κατέβαινε βιαστική το στενορύμι ως το σπίτι της Μαντώς.
«Καλημέρα, Κωστή, πού πας βιαστικός;» τον ρώτησε ανήσυχη.
«Στον γιατρό» είπε φανερά στεναχωρημένο το αγόρι και κλώτσησε μια ανύπαρκτη πέτρα καθώς ρουφούσε τη μύτη του. Η Έρση χλόμιασε.
«Ακόμη δεν της έπεσε ο πυρετός;» τον ρώτησε ανήσυχη. Εκείνος κούνησε αρνητικά το χαμηλωμένο του κεφάλι και σκούπισε τη μύτη του με την ανάποδη του χεριού του. «Άντε, σύρε γρήγορα!» πρόσταξε η Έρση και τάχυνε το βήμα προς το μικρό σπιτάκι στο τέλος του καλντεριμιού. Αχ, θεέ μου, σε παρακαλώ, σκέφτηκε. Αχ η αδερφούλα μου σήμερα κλείνει πόσες μέρες; Έξι μέρες πυρετό, καίγεται σαν λιανόξυλο, δε δέχεται να φάει τίποτα και ότι τρώει το βγάζει. Άντε ν΄έρθει κι εκείνος ο γιατρός! Δεν πρόκειται να τη γλιτώσει αυτήν τη φορά την κατσάδα! Αυτή του το ΄λεγε απ΄ την αρχή να πάνε με το βαπόρι στην Πρωτεύουσα και αυτός έλεγε ότι η ασθένεια κάνει το κύκλο του, έξι μέρες κύκλο; Πού είναι και ο Ανδρέας όταν τον χρειάζεσαι! σκέφτηκε εκνευρισμένη. Χτύπησε την πόρτα και μπήκε χωρίς να περιμένει απάντηση. Η Μαντώ πιο λευκή και από το σεντόνι που τη σκέπαζε, σχεδόν διάφανη, κείτονταν με τα μαλλιά ξέπλεκα στο παλιό ντιβάνι. Στο μέτωπο της υπήρχαν πανιά βρεγμένα καθώς και στα χέρια και πόδια. Δίπλα της η Μαρουλιώ, φανερά εξαντλημένη, άλλαζε τις κομπρέσες, αφού τις βούταγε σ΄ ένα ταψί με νερό, λιγοστά θραύσματα πολύτιμου πάγου επέπλεαν και η μυρωδιά από ξύδι τη χτύπησε στα ρουθούνια καθώς πλησίαζε. Αναστέναξε θλιμμένη.
«Αναλαμβάνω εγώ» είπε μαλακά η Έρση ακουμπώντας τη Μαρουλιώ στον ώμο, «Τράβα λίγο να ξεκουραστείς…»
«Για ξεκούραση είμαι εγώ; Το παιδί μου…» κόπηκε η φωνή της Μαρουλιώς από ένα λυγμό. Η Έρση την έπιασε από τους ώμους.
«Όλα καλά θα πάνε! Ο Κωστής θα φέρει τον γιατρό και θα την πάω με το βαπόρι στην…»
«Δεν έχει βαπόρι, ακόμη χαλασμένο είναι και δεν ήρθε…» είπε η γυναίκα και αναλύθηκε σε λυγμούς. Η Έρση την αγκάλιασε τρυφερά.
«Τράβα να ξεκουραστείς, θα μείνω εγώ» της είπε μαλακά η Έρση. Η γυναίκα σκούπισε τα μάτια της με την ποδιά της και πήγε κατά το κουζινάκι. Η Έρση έκατσε δίπλα στη Μαντώ και της έπιασε το χέρι, έκαιγε. Πήρε να της αλλάξει τις κομπρέσες. Έβρεξε το πανί και άρχισε να τυλίγει το διάφανο χέρι της, στη ράχη του υπήρχε ένα μεγάλο καφετί στρογγυλό σημάδι. Πέρασε τα δάχτυλά της από πάνω του απαλά χαϊδεύοντας το. Ένα δάκρυ σκάλωσε στην άκρη του ματιού της, έμοιαζε σαν να ΄ταν χθες εκείνη η νύχτα. Αυτή και ο Νίκος είχαν έναν από τους συνηθισμένους τους καυγάδες. Ο Νίκος την είχε ταπεινώσει ακόμα μία φορά μιλώντας της υποτιμητικά για την αδυναμία της να κάνει παιδί. Την ώρα του καυγά δεν πρόσεξε το μικρό αδύνατο κοριτσάκι που μπήκε στο δωμάτιο κουβαλώντας ένα δίσκο. Ο Νίκος της φώναζε με ύφος για το πόσο άχρηστη και ανίκανη είναι, όταν μια οργισμένη φωνή ακούστηκε «Εσύ είσαι ανίκανος!». Ίσα που πρόλαβε ν΄ αρπάξει τη Μαντώ και να τη βγάλει έξω η Έρση, όχι όμως πριν το πούρο του Νίκου προσγειωθεί με δύναμη πάνω στο χέρι της και την κάψει. Έπειτα η Έρση άλλαξε την κομπρέσα στο κεφάλι της και ψηλάφισε απαλά το μικρό σημάδι κοντά στο αυτί της Μαντώς, ενθύμιο από το δαχτυλίδι του Νίκου. Έκλεισε τα μάτια και δύο δάκρυα έτρεξαν σαν κυνηγημένα να εξαφανιστούν, αφήνοντας πίσω τους μια μικρή ασημένια γραμμή. Τον μίσησε τον Νίκο, τον μίσησε πιο πολύ γι΄ αυτά που έκανε στη μικρή της αδελφή απ΄ ότι έκανε σ΄αυτήν. Να όμως που τώρα είναι αυτή που την πλήγωσε και τη στεναχώρησε. Γιατί η Έρση δεν είχε καμία αμφιβολία, εξαιτίας της ήταν έτσι η Μαντώ. Τα φυσικά σημάδια του Νίκου τα δέχτηκε γενναία η Μαντώ, ακόμα και τότε που της έσπασε σαν κλαράκι το χέρι, όμως τα σημάδια της καρδιάς την έκαιγαν από μέσα, την έλιωναν.
«Κοριτσάκι μου, καρδιά μου…» έγειρε πάνω στ΄ αυτί της «Δε σημαίνει τίποτα, τίποτα για μένα! Για να πληγώσω τον Νίκο το ΄κάνα!» της ψιθύρισε. Τα ματόκλαδα της Μαντώς τρεμόπαιξαν. «Αλήθεια σου λέω, ούτε αυτός μ΄ αγαπά! Εσένα αγαπά, είναι χάλια…». Είδε με την άκρη του ματιού της τη Μαρουλιώ να πλησιάζει και σταμάτησε. Η Μαντώ άνοιξε αδύναμα τα μάτια της. Γυάλιζαν σαν βρεγμένα σμαράγδια ιριδίζοντας.
«Δεν έχει σημασία… είναι Γαλφυνός», ψιθύρισε ανεπαίσθητα. Η Έρση της έριξε ένα πονεμένο βλέμμα. Πώς θα μπορούσε να αντικρούσει κάτι τέτοιο; Θα μπορούσε να ΄χει τόσο γελαστεί κι αυτή και η Φώτω; Το ΄χε πάθει κάποτε, γιατί όχι και τώρα; Άλλωστε αδέλφια είναι, το ίδιο μολεμένο αίμα κυλά στις φλέβες τους…
Ο Μάρκος είχε τρομερό πονοκέφαλο. Χρειάστηκε να υπομείνει τις ειρωνείες του Νίκου συμπεριλαμβανομένου κι ενός μικρού κηρύγματος που τον έκανε να θέλει να του χιμήξει. Ευτυχώς εκείνη την ώρα έφτασαν στο ναυπηγείο και με πολύ κόπο κατάφερε να συγκεντρωθεί σ΄ αυτά που του ΄λέγαν κι έπειτα ακολουθούσε απλά τους άλλους γύρω γύρω. Τελικά παράτησε τον Νίκο και ξεκίνησε να γυρίσει πίσω με τα πόδια. Έκατσε κάμποση ώρα σ΄ ένα μικρό κολπίσκο ατενίζοντας τη θάλασσα κι έπειτα ανηφόρισε προς την Κεντρική πλατεία και το φαρμακείο. Μπαίνοντας μέσα στο μικρό σκοτεινό μαγαζάκι με τα ράφια ως το ταβάνι που μύριζε οινόπνευμα και καμφορά έπεσε πάνω στον γιατρό.
«Κύριε Γαλφυνέ, τι… τι κάνετε;», τραύλισε εκείνος αμήχανα. Ο Μάρκος του χαμογέλασε αχνά και αποφεύγοντας ν΄ απαντήσει του πρότεινε το χέρι του, το οποίο ο γιατρός έπιασε, μάλλον αμήχανα μέσα στην ιδρωμένη ζεστή παλάμη του και το ταρακούνησε νευρικά. Πίσω του φάνηκε ο Κωστής με μάτια υγρά που έσταζαν στεναχώρια.
«Κωστή» είπε με ερωτηματικό τόνο ο Μάρκος και του πρότεινε το χέρι του. «Κύριε» έκανε το αγόρι πιο δυνατά απ’ ότι θα ήθελε.
«Να τώρα κι εμείς πηγαίναμε στη δεσποινίς Μαντώ» έκανε αμήχανα ο γιατρός.
«Συνέβη κάτι, είναι καλά;» ρώτησε με έγνοια ο Μάρκος κι ένιωσε την ανάσα του να κόβεται. Τ’ αγόρι γύρισε και κοίταξε τον γιατρό καταστεναχωρημένο.
«Ναι, δηλαδή, δε, δε νομίζω ότι επιτρέπεται να συζητήσω το θέμα…» τραύλισε εκείνος.
«Είναι άρρωστη, πολύ άρρωστη, έξι μέρες τώρα ψήνεται από τον πυρετό, δεν το ξέρετε;» τον έκοψε ο Κωστής με βαθιά τρεμουλιαστή φωνή.
«Άρρωστη;» ψέλλισε έκπληκτος ο Μάρκος, ένιωσε τ’ άκρα του να λύνονται και μικροί κόμποι ιδρώτα μαζεύτηκαν στις ρίζες των μαλλιών του. «Δεν το ΄ξέρα… Έξι μέρες δεν είναι πολλές;» απευθύνθηκε στον γιατρό αναστατωμένος. Εκείνος του έγνεψε θετικά.
«Δεν πέφτει με…»
«Δεν πέφτει!» τον έκοψε το αγόρι απαισιόδοξα.
«Η πληγή;»
«Δεν φαίνεται να έχει κακοφορμίσει», είπε σκεφτικά ο γιατρός.
«Μα τότε τι;», μονολόγησε απορημένος ο Μάρκος. Ένα σωρό ονόματα ασθενειών πέρναγαν από το νου, η μια χειρότερη από την άλλη. Στηρίχθηκε στο πόμολο της πόρτας, το λιοκαμένο πρόσωπο του είχε πάρει ένα περίεργο νεκρικό χρώμα. «Γιατί είναι ακόμα εδώ;» ρώτησε υψώνοντας τη φωνή του. Ο γιατρός τον προσπέρασε και του έκανε νόημα να βγουν έξω και να τον ακολουθήσει ρίχνοντας μια βλοσυρή ματιά στη μαυριδερή κοπελίτσα πίσω από τον πάγκο και τον αποστεωμένο φαρμακοποιό.
«Εφόσον το τραύμα δε φαινόταν να έχει πρόβλημα και επουλώνεται ικανοποιητικά κι εφόσον πήρα όλα τα μέτρα, θεώρησα ότι έπρεπε να περιμένουμε. Έτσι δηλαδή ενδείκνυται. Ένα τετραήμερο μπορεί να είναι φυσιολογικό και…»
«Σήμερα είναι έξι μέρες όμως!» είπε έντονα ο Μάρκος. «Έπρεπε να είναι ήδη στο καράβι για την Πρωτεύουσα, χωρίς να θέλω να σας προσβάλω κιόλας»
«Ναι, κάθε άλλο, κάθε άλλο…» έκανε ήπια ο γιατρός, «Μόνο που το βαπόρι δεν ήρθε και σήμερα, λόγω βλάβης και δε γνωρίζουμε…»
«Να πάρει η οργή! Και τώρα τι κάνουμε;» ξεφύσησε ο Μάρκος.
«Ας περπατήσουμε», είπε ήπια ο γιατρός και τον παρέσυρε προς το σοκάκι ακολουθούμενος από τον Κωστή που παρακολουθούσε τη συζήτηση αμίλητος. «Ζήτησα από τον φαρμακοποιό να μου ετοιμάσει ένα ισχυρό αντιπυρετικό, κι εσύ, Κωστή να πας εκεί που σου είπα, μπας και βρεις λίγο πάγο!» Ο Κωστής δεν περίμενε δεύτερη κουβέντα, χύθηκε μπροστά και έστριψε στο πρώτο στενό που κρυβόταν πίσω από μια μεγάλη ολάνθιστη βουκαμβίλια. Τα ξερά λουλούδια της που ήταν σκορπισμένα στο πλακόστρωτο ανασηκώθηκαν για λίγο στον αέρα θροΐζοντας καθώς περνούσε από πάνω τους. Ο Μάρκος έφερε στο νου τις προσπάθειες της Έρσης να του μιλήσει, αυτό ήθελε να του πει;
«Γιατρέ μου, μεταξύ μας τώρα, πείτε μου, πόσο άσχημα είναι;»
«Τι να σας πω… Η αλήθεια είναι ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά, όταν ο πυρετός, με τόσα φάρμακα, δεν καταφέρνει να πέσει, παρά ελάχιστα και μόνο για βραχύ διάστημα…», αναστέναξε εκείνος φανερά προβληματισμένος και στεναχωρημένος. Είχαν πια πλησιάσει το μικρό σπιτάκι. Η γειτόνισσα που πάλευε να ταΐσει το μικρό της, ένα στρουμπουλό αγοράκι με μεγάλα καφετιά μάτια και κερασένια χειλάκια, στη βεράντα, τους χαιρέτησε ευγενικά και ξαναγύρισε στη δουλειά της.
«Θα μπορούσαμε να της ρίξουμε, ίσως, τον πυρετό, αν γεμίζαμε μια μπανιέρα με πάγο, έστω και με κρύο νερό, αλλά πού να βρεθούν τέτοιες πολυτέλειες εδώ…», είπε καθώς πέρναγαν το κατώφλι της αυλής. Χτύπησε ελαφρά την πόρτα, η οποία ήταν μισάνοιχτη και μπήκε, ενώ ο Μάρκος τον ακολούθησε μουδιασμένος. Η Έρση και η Μαρουλιώ κάθονταν σε δύο καρέκλες μπροστά από τη Μαντώ προσπαθώντας να της δώσουν να πιεί κάτι μ΄ ένα κουταλάκι.
«Κάποια βελτίωση, κυρίες μου;» ρώτησε ο γιατρός στεναχωρημένος, εκείνες του έγνεψαν αρνητικά φανερά ταραγμένες, τότε είδαν τον Μάρκο.
«Χαίρεται» τις χαιρέτησε τυπικά ο Μάρκος. Οι δύο γυναίκες του ανταπέδωσαν μουδιασμένα τον χαιρετισμό. Ο γιατρός πήγε πάνω από τη Μαντώ, καθώς η μάνα της σηκώθηκε ανήσυχη για να του κάνει χώρο.
«Ψήνεται!», μονολόγησε ανήσυχος κοιτώντας την ασημί γραμμή του υδραργύρου στο θερμόμετρο, αφού έδωσε σύντομες οδηγίες στη μητέρα της για την παρασκευή του φαρμάκου στράφηκε στην Έρση. «Αν μπορούσαμε να γεμίσουμε μια μπανιέρα νερό, δεν μπορεί θα…».
Έκπληκτοι είδαν τον Μάρκο να βγάζει το σακάκι του και τα παπούτσια του, έκανε πέρα τον γιατρό και απαλά με σίγουρες κινήσεις ανασήκωσε τη Μαντώ, στερέωσε το κεφάλι της στον ώμο του και με μεγάλα και σταθερά βήματα τράβηξε κατά την πόρτα την ώρα που εμφανιζόταν η Μαρουλιώ πίσω από το παραπέτο που ρώταγε έκπληκτη «Μα, τι κάνεις;». Εκείνος όμως δε σταμάτησε, έσφιξε πάνω του τη Μαντώ που το κορμί της έκαιγε σαν σόμπα πλοίου και κατευθύνθηκε κατά τη θάλασσα. Η καυτή, σαν δράκου ανάσα της του χάιδευε το λαιμό. Η Μαντώ ψέλλισε κάτι ακατάληπτο.
«Τι είναι, καρδιά μου, τι θες;» τη ρώτησε ο Μάρκος σιγανά και ακούμπησε φευγαλέα το κεφάλι του στο δικό της. Η Μαντώ κίνησε ξανά τα ξεραμένα χείλη της «σσσσ…χωρ….με», ακούστηκε αδύναμα σαν να ΄βγαίνε η φωνή από τα βάθη ηφαιστείου.
«Τι θες, ψυχή μου; Το ξέρω, ορκίστηκα να μη σ΄ακουμπήσω ξανά χωρίς τη θέληση σου, αλλά δε γίνεται αλλιώς…» της είπε σιγανά κοιτώντας μπροστά, είχε φτάσει κιόλας στο νερό. «Τι θες, μάτια μου; Ότι θες, ζήτα μου κι εγώ θα τρέξω να στο φέρω, μόνο σε παρακαλώ, γίνε καλά! Γίνε καλά, γιατί στ΄ ορκίζομαι, αν πάθεις τίποτα θα πάω να πέσω από τον γκρεμό!». Ένιωσε το κορμί της να ριγεί, γύρισε πίσω να δει τον γιατρό που έχοντας καταλάβει τον σκοπό του του ΄κάνε νόημα να προχωρήσει. Η Έρση και η Μαρουλιώ έρχονταν ξοπίσω του και τον κοίταζαν ανήσυχες, όταν ένιωσε το χέρι της πάνω στην καρδιά του, που έγινε γροθιά αρπάζοντας το πουκάμισο του. «Ποτέ, ποτέ μην τττ…τολ….» τα λόγια της χάθηκαν, μα η γροθιά της τον χτύπησε στο στήθος. Δύο μικρές αλμυρές σταγόνες σκάλωσαν στην άκρη του ματιού του. Ήθελε τόσο να τη σφίξει πάνω του, να την πνίξει στα φιλιά, όμως έπρεπε να μη δείξει τίποτα. Τόσοι άνθρωποι τους κοίταζαν. Η Μαντώ προσπάθησε να υγράνει τα ξεραμένα της χείλη κι έπειτα είπε χαμηλόφωνα, μα καθαρά «Συγχώρα με…», τώρα ήταν η σειρά του να ριγήσει.
«Καρδιά μου…» της ψιθύρισε και η φωνή του λύγισε. Το νερό είχε φτάσει ως τη μέση του και σύντομα η Μαντώ άρχισε να βυθίζεται μέσα στο κρύο νερό, πράγμα που φαινόταν να την ανακουφίζει. Σαν βυθίστηκε όλη, της στήριξε το κεφάλι της στον αγκώνα του, το κορμί της τεντώθηκε και αφέθηκε να επιπλέει. «Καρδιά μου…», είπε ξανά μην μπορώντας να συνεχίσει από τη συγκίνηση. Πήρε να της βρέχει το κοραλλένιο πρόσωπο της καθώς τα μαλλιά της κυμάτιζαν σαν κορδέλες από φύκια, ενώ το λευκό νυχτικό σχημάτιζε ακανόνιστα σχήματα γύρω της, σπρωγμένο από τα μικρά κυματάκια που άλλοτε κολλούσε πάνω της παίρνοντας το χρώμα του δέρματος της και άλλοτε αρμένιζε σαν μικρά ιστιοφόρα στη θάλασσα. Η Μαντώ άνοιξε τα μάτια της τινάζοντας τις ιριδίζουσες σταγόνες από τις βλεφαρίδες της. Είχαν ένα σμαραγδί χρώμα σαν τα νερά των παραδείσιων νησιών. «Μαντώ, δεν υπάρχει τίποτα να σου συγχωρήσω… Σ΄ αγαπώ και ας μην το πιστεύεις κι αν εσύ δε μ΄ αγαπάς…»
«Σ΄αγαπώ» τον έκοψε εκείνη κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια, μικρά διάφανα μαργαριταράκια στάθηκαν στην άκρη των ματιών της.
«Φτάνει!» φώναξε ο γιατρός από την ακτή. Ο Μάρκος την έσφιξε πάνω του μην μπορώντας να μιλήσει από τη συγκίνηση, ενώ προσπαθούσε να κρύψει την ταραχή του, βάδισε σταθερά προς τη Μαρουλιώ και την Έρση που είχαν φέρει πετσέτες και τώρα τσαλαβουτούσαν στα ρηχά για να τη σκεπάσουν. Για πότε την ακούμπησε στο κρεβάτι, για πότε βγήκε και κάθισε στο χαμηλό πεζούλι του φράκτη κι άναψε τσιγάρο, ούτε που το κατάλαβε. Ήταν τόση η ταραχή του που τα χέρια του έτρεμαν. Το είπε στ΄αλήθεια, ή του φάνηκε;
Το αγόρι πλησίαζε στο σπίτι, όταν είδε τον καπετάνιο φανερά ταραγμένο και μουσκεμένο να κάθεται στο χαμηλό πεζούλι του φράκτη και να καπνίζει. «Δε βρήκα πάγο!» φώναξε ο Κωστής πίσω του και βλέποντας τον έτσι τον ρώτησε ανήσυχος «Πώς είναι; Τι πάθατε;».
«Θα μας πει σε λίγο ο γιατρός» μουρμούρησε ο Μάρκος. Το αγόρι έσκυψε το κεφάλι και κάθισε δίπλα του σιωπηλός κοιτώντας τ΄άδεια χέρια του. Ο Μάρκος του πρόσφερε τσιγάρο, που το πήρε ευχαριστώντας χαμηλόφωνα. Ρούφηξε βαθιά τον αρωματικό καπνό και έπειτα τον φύσηξε μακριά σχηματίζοντας ένα λευκό σύννεφο που αιωρήθηκε για λίγο από πάνω τους προτού χαθεί.
«Η μάνα μου λέει, πως αυτό που έχει η Μαντώ, ο γιατρός δεν μπορεί να το κάνει καλά…», είπε μοιρολατρικά το αγόρι και σηκώθηκε πετώντας μακριά τη γόπα του. Ο Μάρκος ένιωσε το στόμα του να στεγνώνει κι έναν κόμπο να του κλείνει το λαιμό.
«Γιατί το λέει αυτό;» κατάφερε με πολύ κόπο να ρωτήσει.
«Λέει ότι ο πυρετός της δεν είναι αρρώστια, αλλά ότι κάτι τη στεναχώρησε πολύ. Λέει πως όταν η Μαντώ στεναχωριέται, έτσι κάνει… Λέει ακόμα πως το ΄χε ξαναπάθει, όταν χάσαμε τον πατέρα μας» Ο Μάρκος δε μίλησε, δεν ήξερε αν θα έπρεπε να χαρεί ή να κλάψει, αν το πάθε εξαιτίας του ή… Ο Κωστής γύρισε κατά το μέρος του.
«Γιατί είστε βρεγμένος;» τον ρώτησε. Εκείνος κοίταξε τα ρούχα του σαν να τα έβλεπε πρώτη φορά, όταν άνοιξε η πόρτα.
«Καλή ιδέα, έπεσε αρκετά ο πυρετός και τώρα θα περιμένουμε να δράσει και το φάρμακο!», είπε ο γιατρός μ΄ έναν ελαφρύ τόνο αισιοδοξίας στη φωνή του βγαίνοντας.
Ο Νίκος επέστρεψε σπίτι φανερά συγχυσμένος. Κάθισε στο σαλόνι με τους χρυσαφιούς καναπέδες κι άναψε ένα μεγάλο πούρο. Οι βαριές κουρτίνες φιλτράριζαν το φως δίνοντας μια μελαγχολική νότα στο μεγάλο δωμάτιο. Κοιτούσε το κάδρο με την οικογένεια της Έρσης. Ο πατέρας της Έρσης είχε μεγάλα πράσινα μάτια, ενώ η μητέρα της και η Έρση ανοιχτόχρωμα γαλάζια. Ένα καμπανάκι χτύπησε κάπου στο βάθος του μυαλού του, μα το αγνόησε. Στριφογύρισε εκνευρισμένος και ανασηκώθηκε κάνοντας βόλτες. Ήταν έξαλλος με τον αδερφό του. Όλες αυτές τις μέρες που ήταν εδώ δεν είχε καταφέρει να τον δει σχεδόν καθόλου, οπότε δεν είχε καταφέρει να του ανοίξει κουβέντα, ούτε για την επένδυση του, ούτε για το οικονομικό. Ο Μάρκος είχε βάλει μπρος για να επισκευάσει το πατρικό τους ώστε να μένει τώρα που θα καθόταν μόνιμα στο νησί και δεν είχε πατήσει ούτε μια φορά να ελέγξει τι κάνουν οι μάστορες, τι φτιάχνουν και αν φτιάχνουν… Πήγε όμως ο ίδιος χθες και προχθές και τους τα έψαλε για τα καλά. Μόνο μεροκάματα και μπροστάντζες θέλουν και δουλειά μηδέν! Άσε που είχαν κάνει κι ένα σωρό βλακείες! Ο Νίκος χτύπησε νευρικά το κουδούνι υπηρεσίας, μισό λεπτό μετά φάνηκε η Ανέτα με γουρλωμένα έντρομα μάτια.
«Γύρισε ο αδερφός μου;»
«Όχι, όχι, κύριε…» τραύλισε η γυναίκα που εξαφανίστηκε αμέσως μόλις της έκανε μια απότομη κίνηση με το χέρι του. Πού στο καλό γυρνά; Τι έχει πάθει; Μια ζωή περίεργος ήταν, ένα μικρό φοβισμένο παιδί που μπορούσε να το κάνει ότι θέλει. Έτρεμε τη θάλασσα, δεν έμπλεκε ποτέ σε καυγάδες και με το ζόρι άκουγες τη φωνή του. Η μόνη φορά που είχε καταφέρει να του εναντιωθεί ήταν όταν έμαθε για την Έρση και του ζήταγε επιτακτικά να της πει για την διάγνωση του γιατρού. Σιγά μην έχανε τόσα λεφτά για μια λεπτομέρεια. Για μια ακόμα φορά προσπαθούσε να του χαλάσει τη δουλειά. Πέντε μέρες τώρα δε βγήκε από το δωμάτιο του και αν δεν πήγαινε σήμερα να τον σύρει σχεδόν για να πάνε στο ναυπηγείο και να εμφανιστούν μαζί στον Ευθυμίου, ούτε σήμερα θα ΄βγαινε. Και που ήρθε δηλαδή! Έτριξε τα δόντια του εκνευρισμένος. Είχε κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα, δεν τους κοίταγε ποτέ στα μάτια, έμοιαζε να τους αγνοεί, ενώ φαινόταν εντελώς αλλοπαρμένος. Ήταν που ΄ταν περίεργος, απέγινε, σκέφτηκε στιφά ο Νίκος. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μάρκος δεν ζήτησε ποτέ από τον Ευθυμίου να βγουν για φαΐ, όπως του είχε επανειλημμένα ζητήσει. Ξεφύσησε, ούτε με τον Ευθυμίου τα πράγματα πήγαιναν όπως τα υπολόγιζε. Ο Νίκος είχε φορέσει το “δημόσιο” χαμόγελο του, έτσι συνήθιζε να το αποκαλεί η Έρση. Το πλατύ, φαινομενικά καταδεκτικό και φιλικό χαμόγελο του που έκρυβε την ασπλαχνία του και τον υπολογιστικό του χαρακτήρα, σουλατσάριζε με ευθυμία και αυτοπεποίθηση, χωρίς όμως να γίνεται στενός κορσές στον Ευθυμίου. Ο Ευθυμίου όμως φαίνεται πως είχε μάθει για τις τελευταίες ατυχίες του και φαινόταν διστακτικός, ενώ προσπαθούσε να τον απωθήσει ευγενικά. Να πάρει! Πρέπει οπωσδήποτε να τον πείσω, σκέφτηκε και έσβησε το μεγάλο του πούρο με δύναμη πάνω στο τζάμι με τη φωτογραφία της Έρσης από το γάμο τους, που έπεσε προς τα πίσω με θόρυβο. Αν δεν είχε ξυπνήσει αυτή η ηλίθια, τι ωραία θα ΄ταν τώρα τα πράγματα! Μα υποτίθεται πως σύμφωνα με το νόμο ό,τι είναι στ΄όνομα της είναι και δικό του. Πώς τα κατάφερε αυτή και τα έμπλεξε έτσι ώστε να μην μπορώ να πάρω δεκάρα και πώς ξαφνικά είχε τόσα λεφτά στο εξωτερικό, που εκεί δεν μ’ αφήνουν ν΄ ακολουθήσω το ελληνικό δίκαιο, είναι άξιο απορίας! σκεφτόταν.
«Και δεν της το ΄χα!», ξεφύσησε εκνευρισμένος. Μου ΄θελε και ντόλτσε βίτα στο Παρίσι, που αν δεν ήταν αυτός θα της τα μάσαγε ο ζωγραφάκος! Αλλά μια χαρά της τον κανόνισα τον ζωγραφάκο, σκέφτηκε ευχαριστημένος κι ένα χαιρέκακο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. Ξαναχτύπησε το κουδούνι και το τρομαγμένο πρόσωπο της Ανέτας φάνηκε στην πόρτα.
«Πού ΄ναι η κυρά σου;» έκρωξε με απειλητικό τόνο.
«Έχει βγει, δε μου ΄πε…» τραύλισε η Ανέτα.
Ο Νίκος χαμογέλασε αυτάρεσκα. Τον άναβε να βλέπει τον τρόμο στα μάτια τους και να τσακίζονται να τον υπηρετούν. Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, είχε παχύνει μετά από τόσες γέννες, το στήθος είχε μεγαλώσει, αλλά φαινόταν πλαδαρό και πεσμένο. Της έριξε ένα απαξιωτικό βλέμμα. Είπαμε θέλουμε κάπου να ξεδώσουμε, αλλά μην ξεπέσουμε και τόσο… Ο Ανέστης, ο δήμαρχος, του ΄λέγε χθες για τα νέα κορίτσια που ΄χε φέρει η μαντάμ. Ήταν η ώρα να τα επισκεφτεί και πού ξέρεις, μπορεί να ΄βρίσκε και τον Ευθυμίου εκεί. Στο κάτω κάτω κάπως έπρεπε να διώξει την ένταση που τον πλημμύριζε αυτές τις μέρες. Ένιωθε λες και η ζωή του είχε μπει σε αναμονή. Η Έρση ούτε που του έδινε σημασία, ο Μάρκος στην κοσμάρα του, ο Ευθυμίου δεν πειθόταν και οι δανειστές του του ΄χαν βάλει το μαχαίρι στο λαιμό, αυτή η βρωμόγρια ζούσε ακόμα κι εκείνη τη Μαντώ κατάφεραν να την εξαφανίσουν. Σίγουρα δουλειά της Έρσης, είχε αρκετή φαντασία και την ικανότητα να πλέκει επιδέξια την αλήθεια με το ψέμα όποτε χρειαζόταν για να καλύψουν τις βρωμιές της οικογένειας. Αυτή της η ικανότητα του είχε φανεί πολύ χρήσιμη όλα αυτά τα χρόνια, αλλά αυτή η ίδια η ικανότητα τώρα τον είχε εκνευρίσει αφάνταστα. Ακούς να μου κρύψουν τη μικρή! Να δεις που κάτι τρέχει μ΄ αυτήν τη μικρή! Τόσες και τόσες πέρασαν από ΄δω μέσα, ποτέ, μα ποτέ δεν είχαν συμπεριφερθεί η Έρση και η Φώτω τόσο περίεργα και προστατευτικά. Γιατί μ΄ αυτήν ειδικά; Τι το ιδιαίτερο έχει; Μυστήριο, αλλά κάποια στιγμή θα το λύσω! σκέφτηκε και βγήκε από το σαλόνι βροντώντας τη βαριά πόρτα πίσω του. Φόρεσε το καπέλο του και το σακάκι του κι έκατσε για λίγο μπροστά στον μεγάλο καθρέπτη για να ελέγξει την εμφάνιση του. Κάτι έλλειπε… Φόρεσε το “δημόσιο” χαμόγελο του και έπειτα βγήκε γεμάτος αυτοπεποίθηση.
Τι μέρα κι αυτή! σκεφτόταν ο Μάρκος καθώς ξάπλωνε εκείνο το βράδυ στο κρεβάτι του, δεν πρόλαβε να γείρει κι αποκοιμήθηκε αμέσως, εξαντλημένος από τα γεγονότα της ημέρας, αλλά και τις δύσκολες μέρες που είχε περάσει.
Μα από εκείνη τη μέρα πέρασαν εννιά μέρες, εννιά μέρες και κι ακόμα δεν είχε καταφέρει να τη δει ούτε λεπτό μόνη, οι επισκέψεις του έπρεπε να είναι αραιές, σύντομες και τυπικές. Το μόνο ευχάριστο ήταν ότι κάθε μέρα ήταν και καλύτερα και ο πυρετός της είχε πέσει. Στο εν τω μεταξύ, είχε μιλήσει και με την Έρση και της είχε ξεκαθαρίσει τη θέση του, δε βρήκε δυσκολία κι αυτή συμφωνούσε μαζί του και ίσα ίσα τον ενθάρρυνε να ζητήσει τη Μαντώ, μα και οι δυο φοβόντουσαν την αντίδραση της. Εννιά μέρες μετά, οι αμφιβολίες και η ανασφάλεια του είχαν κορυφωθεί. Αν είχε καταλάβει λάθος, αν ήταν λόγια από τον πυρετό, αν νόμιζε ότι ήταν άλλος, το μυαλό του τριγύριζαν χίλιες δυο σκέψεις μην αφήνοντας τον να ησυχάσει. Η Φώτω και η Έρση προσπαθούσαν να τον καθησυχάσουν μάταια, ήταν φανερό ότι και αυτές δεν ήταν σίγουρες. Αν και η Έρση τον διαβεβαίωσε ότι μίλησε στη Μαντώ και της εξήγησε, εκείνος ήταν σίγουρος ότι δεν του τα έλεγε όλα. Ο Μάρκος έβγαλε το κεφάλι του έξω από το παράθυρο καθώς ένιωσε να πνίγεται, η γλυκιά μυρωδιά από νυχτολούλουδο τον πλημμύρισε. Στον απέναντι τοίχο έβλεπε τη σκιά του περιτριγυρισμένη από το φως του πορτατίφ κλεισμένη σ΄ένα ορθογώνιο κουτί. Δεν μπορούσε να μείνει άλλο εκεί, κλεισμένος μέσα σ΄ αυτό το κουτί! Ο ήλιος είχε από ώρα χωθεί πίσω από τα κτίσματα και σιγά σιγά τον ακολουθούσε και η πορτοκαλοκίτρινη μπέρτα του. Βγήκε φουριόζος και άρχισε να ανεβαίνει τα καλντερίμια που σύντομα τον οδήγησαν στο μικρό εκκλησάκι έξω από τον οικισμό, από εκεί μπόρεσε να δει μια μικρή πορτοκαλί πινελιά να βουτά στο νερό και ν΄ απλώνεται σαν ακουαρέλα. Οι ήχοι της μικρής πόλης που ετοιμαζόταν για να αγκαλιάσει τη νύχτα έφταναν μετά βίας ως εκεί. Ένα παραπονιάρικο αλύχτισμα, το μαντάλωμα κάποιου μαγαζιού, καληνυχτίσματα… Κοίταξε χαμηλά προς τους μικρούς κόλπους. Το σπίτι της Μαντώς φαινόταν ολοκάθαρα από εδώ. Πριν το καταλάβει βρέθηκε να κατηφορίζει το στενό φιδωτό μονοπάτι που έβγαινε πίσω από το σπίτι της καλυμμένος από το μούχρωμα. Σ΄ένα στριφογύρισμα του μονοπατιού την είδε να κάθεται στο μικρό πεζούλι. Πλησίασε επιφυλακτικά κι έκανε να της μιλήσει, όταν μια φιγούρα εμφανίστηκε δίπλα της. Ο Κωστής! Πριν το καταλάβει βρέθηκε με την πλάτη κολλημένη στο τοίχο. Λίγο μεγάλος δεν είμαι σε αυτή την ηλικία να κάνω τέτοια; σκέφτηκε και αχνογέλασε. Μια φουντωτή αναρριχώμενη τριανταφυλλιά τον έκρυβε από τα δυο αδέρφια. Απομάκρυνε μερικά κλαδάκια που είχαν αγκιστρωθεί πάνω του και παρέμεινε ακίνητος θέλοντας να νιώσει έστω και για λίγο κοντά της.
«Να σου βγάλω κι εσένα το στρώμα να κοιμηθείς έξω;» ρώτησε ο Κωστής μ΄ έγνοια.
«Εεε, δεν ξέρω, θα ρωτήσω τη μαμά…»
«Για σένα το λέω! Η μαμά έφαγε φασολάδα σήμερα, δε θ΄ αντέξεις εκεί μέσα!» χαχάνισε ο Κωστής και η Μαντώ τον ακολούθησε.
«Δεν έχω ξανακοιμηθεί έξω»
«Α δεν ξέρεις τι χάνεις! Δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα από το να βλέπεις τον ουρανό από πάνω σου με τ΄ άστρα να τρεμοπαίζουν», είπε φέρνοντας κι άλλα χιράμια.
«Τα ξέρεις τ΄άστρα;»
«Μπα, ελάχιστα. Εσύ;»
«Μμμ, μου τα ΄χε μάθει ο μπαμπάς…»
«Σου λείπει;»
«Πολύ…»
«Εγώ δεν τον θυμάμαι καθόλου…», μουρμούρησε με πίκρα ο Κωστής. Η Μαντώ του χαμογέλασε λυπημένα.
«Ήταν υπέροχος! Μα η θάλασσα μας τον πήρε. Γι΄ αυτό η μαμά σου φωνάζει συνέχεια! Πόνεσε πολύ όταν τον έχασε, ήταν πολύ αγαπημένοι»
«Τους θυμάσαι μαζί;»
«Ναι» είπε μελαγχολικά η Μαντώ κοιτώντας τ΄αστέρια.
«Έτοιμο!»
«Ά, αυτό είναι το κρεβάτι σου;» τον ρώτησε η Μαντώ κοιτώντας τις στιβαγμένες κουβέρτες. Ο Κωστή έγνεψε θετικά και ξάπλωσε.
«Ακούς! Άρχισαν ήδη τα πολυβόλα!», είπε και χαχάνισε. Ο Μάρκος πάγωσε, κάτι μαλακό και ζεστό τον ακούμπησε στα πόδια του και τριβόταν πάνω τους. Χαμογέλασε. Ένας γάτος, σκέφτηκε και γέλασε από μέσα του. Έπειτα ο γάτος τον άφησε και πήδηξε το πεζούλι.
«Πού είσαι ΄συ;», ακούστηκε γλυκιά και τρυφερή η φωνή της Μαντώς.
«Ποιός είναι;» έκανε νυσταγμένα ο Κωστής.
«Ο Φιρφιρίκος. Έλα εδώ, σου ΄χω φαγάκι και νερό…», τον καλόπιασε η Μαντώ και το συρτό βήμα της ακούστηκε πάνω στο τσιμέντο.
«Κοίτα ένα πεφταστέρι!» ξεφώνησε ο Κωστής. «Έκανες ευχή;» τη ρώτησε έπειτα από λίγο.
«Όχι» απάντησε μαλακά η Μαντώ. «Ξέρεις τα πεφταστέρια στην ουσία είναι μικροί κομήτες που…»
«Τα ξέρω αυτά Μαντώ, αλλά είναι πιο ωραία η ιδέα του πεφταστεριού. Πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσεις ν΄ αναλύεις τα πάντα με το μυαλό και ν’ αρχίσεις ν΄ακολουθείς και την καρδιά σου».
Εκείνη τη στιγμή ο Φιρφιρικός έφυγε από την αγκαλιά της που χαϊδολογιόταν μετά το φαγητό του και πήδηξε το τοιχάκι.
«Νομίζεις; Ψι ψι ψι…» είπε η Μαντώ σκεπτική και πήρε το φανάρι και το έβγαλε έξω από το χαμηλό πλίνθινο φράχτη ψάχνοντας τον.
«Είμαι σίγουρος. Το σκέφτεσαι πολύ και χάνεις τη μαγεία και τη γλύκα της ζωής…», έλεγε νυσταγμένα ο Κωστής την ώρα που η Μαντώ περνούσε προσεκτικά το τοιχάκι φυλάγοντας το πόδι της, όταν ξάφνου μαρμάρωσε. Η καρδιά της χτύπησε σαν τρελή και το φανάρι παραλίγο να της πέσει. Κάποιος ήταν εκεί δίπλα στην τριανταφυλλιά, δε λάθευε!
«Έτσι όπως κάνεις η αγάπη θα σε προσπεράσει. Μ΄ακούς;» τη ρώτησε και χασμουρήθηκε δυνατά ο Κωστής.
«Σ΄ακούω! Γιατί το λες αυτό;», κόμπιασε η Μαντώ προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της και να διακρίνει καλύτερα τη φιγούρα.
«Γιατί τόσοι και τόσοι σε ζήτησαν και ΄συ τους απέρριψες και καλά το γιατρό που είναι σαν στέκα, μα πολύ φοβάμαι ότι το ίδιο θα κάνεις και με τον καπετάνιο… Γιατί μην μου πεις πως δεν έχεις καταλάβει για ποιο λόγο ο καπετάν…»
«Μάρκο!» έκανε η Μαντώ έκπληκτη φωτίζοντας το πρόσωπο του. Εκείνος της χαμογέλασε αμήχανα και ανασήκωσε αργά το χέρι του σε χαιρετισμό.
«Ναι, ο καπετάν Μάρκος, νοιάζεται για σένα κι εσύ…» συνέχισε απτόητος ο Κωστής.
«Σου φάνηκε… Εγώ δεν έχω καταλάβει κάτι τέτοιο…», είπε στιφά η Μαντώ.
«Εμ τι να σου πει ο άνθρωπος έτσι όπως του φέρθηκες; Ήταν συμπεριφορά αυτή; Σε ρωτώ, ήταν;»
«Όχι δεν ήταν, ήμουν απαράδεκτη…» έκανε αδύναμα η Μαντώ που είχε πετρώσει και κοιτούσε τον Μάρκο βαθιά στα μάτια.
«Αφού κι εσένα σ΄αρέσει, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν αφήνεσαι. Μα τι κάνεις εκεί; Τι έχεις πετρώσει;» έκανε ο Κωστής και ανασηκώθηκε στο ένα του χέρι για να τη δει καλύτερα.
«Τίποτα, τίποτα! Ψάχνω τον γάτο, ψι ψι ψι…» τραύλισε πιο δυνατά και λίγο βραχνά η Μαντώ και προχώρησε κουτσαίνοντας προς τον Μάρκο.
«Δε μου απάντησες όμως»
«Σε τι;» είπε μαλακά η Μαντώ κι άφησε το φανάρι στο πεζούλι που τρεμόπαιξε.
«Γιατί δεν αφήνεσαι;»
«Γιατί φοβάμαι…» απάντησε εκείνη σιγανά και στάθηκε μπροστά στον Μάρκο.
«Τι φοβάσαι; Εσύ φοβάσαι; Ουφ… Γυναικουλίστικες βλακείες δεν μπορώ ν΄ακούω!»
«Μην πληγωθώ…» έφτασε σαν ψίθυρος η φωνή της Μαντώς στον Κωστή.
«Κάτσε, να μη ζήσεις, μην αγαπήσεις…» την επέπληξε ο Κωστής.
«Ποτέ δε θα σε πληγώσω» της ψιθύριζε ταυτόχρονα ο Μάρκος πλησιάζοντας τη.
«…γιατί φοβάσαι! Δε σ΄είχα για δειλή! Άντε καληνύχτα!» έγρουξε ο Κωστής και ξάπλωσε.
«Καληνύχτα» είπε γλυκά η Μαντώ, ενώ στεκόταν o ένας αντίκρυ στον άλλο, τ΄αδύναμο φως του φαναριού χρύσωνε αχνά τα περιγράμματα γύρω τους κι εκείνη έκανε να φύγει, μα ο Μάρκος της έπιασε το χέρι. Σύντομα το ροχαλητό του Κωστή ακούστηκε σαν μπουκωμένη μηχανή που ανεβαίνει την ανηφόρα.
«Αύριο θα ΄ρθω», της ψιθύρισε κοιτώντας τη βαθιά στα μάτια και χαμογελώντας της δειλά, εκείνη ανασήκωσε ανέμελα τους ώμους της και είπε μαλακά «Είναι αργά…».
«Στάσου! Δεν έχουμε καταφέρει να μιλήσουμε καθόλου!»
«Δεν καταλήγουν ποτέ καλά οι συζητήσεις μας»
«Γιατί είσαι πάντα ετοιμοπόλεμη;»
«Δε θα ΄πρεπε;»
«Ο μικρός έχει δίκιο ξέρεις. Το σκέφτεσαι πολύ και χάνεις την ουσία»
«Που είναι;» ρώτησε ελαφρά ενοχλημένη η Μαντώ προσπαθώντας να διατηρήσει χαμηλή τη φωνή της.
«Ότι σ΄ αγαπώ!» η Μαντώ έτριψε ασυναίσθητα το σημάδι από το κάψιμο του Νίκου. «Μαντώ…» η φωνή του Μάρκου έσπασε.
«Ναι;» έκανε αφηρημένα εκείνη.
«Τι, ναι; Σου λέω σ΄ αγαπώ! Δεν το ΄χω πει ποτέ, εσύ;»
«Τι εγώ;»
«Μ΄ αγαπάς;» έκανε σε υψηλότερο τόνο από ότι ήθελε να ακουστεί, με μια χροιά παράκλησης ο Μάρκος. Τα βλέμματα τους πλέχτηκαν και η Μαντώ αναστέναξε μοιρολατρικά.
«Πολύ το φοβάμαι…» τρεμούλιασε η φωνή της σιγανά μ΄έναν τόνο παραίτησης. Ο Μάρκος την αγκάλιασε και φίλησε με πάθος αυτά τα κερασένια χείλη που ποθούσε τόσο καιρό, πλέκοντας τα δάχτυλα του στα μαλλιά της. Τότε την ένιωσε να τραβιέται. Έφερε το χέρι της στο στόμα της και το έτριψε.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε σαστισμένος.
«Το μουστάκι, με τρώει…». Ο Μάρκος έβαλε τα γέλια. «Σσσς» του είπε αυστηρά και τον έσπρωξε πίσω, μα κι εκείνη γελούσε. Την έσφιξε πάνω του και μύρισε τα μαλλιά της, ένα μείγμα αρμύρας και αγριοτριαντάφυλλου.
«Αύριο λοιπόν…» έκανε ο Μάρκος ήσυχα και της φίλησε τα μαλλιά. Σφίχτηκε πάνω του ρουφώντας τη μυρωδιά του ιδρώτα του και του αρωματικού καπνού.
«Τι θα γίνει αύριο;»
«Θα ΄ρθω να σε ζητήσω! Τι άλλο;»
Εκείνη απομακρύνθηκε αλαφιασμένη.
«Τι λες; Δε χρειάζεται, μην το κάνεις… δε χρειάζεται».
«Μα… Μα δεν είναι αν χρειάζεται ή όχι, το θέλω! Θέλω να είμαστε μαζί! Θέλω να γίνεις γυναίκα μου!»
«Γιατί; Γιατί δεν μπορούμε να μείνουμε έτσι;»
«Πώς έτσι; Να σε βλέπω σπάνια και στα κρυφά; Να μην μπορώ να σ΄ αγκαλιάσω, να σε φιλήσω;»
«Μα μ΄αγκαλιάζεις, με φιλάς… Να, φίλα με!», είπε και τον φίλησε απαλά σα να τον ακουμπούσε μια πεταλούδα.
«Δεν καταλαβαίνω, δε σε καταλαβαίνω… Φοβάσαι είπες, μα τι φοβάσαι; Είμαι εδώ, σ΄ αγαπώ και θα σ΄ αγαπώ! Δε θα σε πληγώσω…» ένα ειρωνικό ξεφύσημα τον έκοψε. Ο Μάρκος είπε συγκρατημένα «…ποτέ ξανά, ποτέ στο υπόσχομαι…» της είπε σοβαρός κοιτώντας τη στα μάτια. Η Μαντώ του χάιδεψε το μάγουλο.
«Μου λέτε όλοι ότι πρέπει να πάψω να σκέφτομαι με το μυαλό και ν΄ ακολουθήσω την καρδιά μου…», είπε βραχνά έπειτα από λίγο προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα της. «Δε σκεφτήκατε ποτέ όμως για ποιο λόγο δεν μπορώ να ακολουθήσω τη συμβουλή σας. Είμαι γενναία, δυνατή, ισχυρογνώμων, πεισματάρα… Όλα όσα λες πως αγαπάς, γιατί έχω κρύψει την καρδιά μου και αν ποτέ την ξεκλειδώσω όλα αυτά θ΄ αλλάξουν. Δεν καταλαβαίνεις αν την ξεκλειδώσω και πληγωθεί δεν πρόκειται ποτέ να βρω τη δύναμη να συνεχίσω να ζω»
«Μη λες τέτοια πράγματα! Θα ΄μαι δίπλα σου εγώ! Δε θ΄ αφήσω κανένα να σε πληγώσει και…»
«Μη δίνεις υποσχέσεις που δεν μπορείς να κρατήσεις».
«Μαντώ τι φοβάσαι; Θέλω να μου τα λες όλα! Μόνο έτσι μπορώ να…»
«Τι φοβάμαι; θες να σου πω τι φοβάμαι; Φοβάμαι πως μια μέρα δε θα ξαναγυρίσεις, όπως ο πατέρας μου»
«Μα…»
«Σσς» ακούμπησε τα ακροδάχτυλα της στο στόμα του. «Φοβάμαι ότι κάποτε θα με βαρεθείς και θα μου πεις ότι ποτέ δεν ξέχασες την Έρση. Φοβάμαι ότι με χρησιμοποιείς. Φοβάμαι το μολεμένο αίμα σου. Φοβάμαι μην τα σημάδια που έχει αφήσει ο Νίκος στο σώμα μου, τ΄ αφήσεις εσύ στην ψυχή μου και αυτά θα είναι πιο βαθιά. Φοβάμαι ότι θα με μισήσεις που απεχθάνομαι τον αδερφό σου. Φοβάμαι μην είσαι εξίσου διεστραμμένος και δε βλέπω καθαρά…».
Το νιαούρισμα του γάτου που μπλέχτηκε χαϊδευόμενος ανάμεσα στα πόδια τους την έκοψε.
«Φοβάμαι πως δεν μπορώ να εμπιστευτώ ένα γάτο…» είπε η Μαντώ πιο ήπια και σκύβοντας σήκωσε το Φιρφιρίκο και πριν προλάβει να τη σταματήσει ο Μάρκος, πέρασε τον χαμηλό τοίχο και τον Κωστή που ροχάλιζε μακάρια και χώθηκε στο σπίτι κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Κατέφυγε στο μικρό ντιβάνι αγκαλιά με τον γάτο, αφήνοντας τα δάκρυα της να κυλήσουν ελεύθερα.