,

Ασημένιες νύχτες

Ασημένιες νύχτες, ντυμένες με γυαλιστερά υφάσματα και στρας. Ποτισμένες σε δυνατά αρώματα και ξεθυμασμένο αλκοόλ. Με μάτια κόκκινα και κόκκινο κραγιόν. Και φασαρία και γέλια ψεύτικα, δανεικά. Και έπειτα, το χάραμα. Τότε που η σιωπή πληγώνει, ματώνει, πονάει.

Αυτό ήταν το όνειρο; Θεατής σε μια ζωή δική σου; Ζωή που ξεκινάει την νύχτα και λήγει το χάραμα! Πού είσαι; Τι ψάχνεις ακόμα; Γιατί κρύβεσαι σε δανεικές αγκαλιές και δανεικά κρεβάτια; Δανεική και η ζωή σου. Πνιγμένη στους καπνούς των τσιγάρων. Το βλέπεις ίσως, όταν κοιτιέσαι στο καθρέφτη. Αλλάζεις πρόσωπο. Άλλο τη νύχτα. Άλλο το πρωί. Και το μακιγιάζ δεν κρύβει πια, ούτε ο προβολέας. Το μισοσκόταδο κρύβει. Η ομίχλη απ’ τα τσιγάρα κρύβει. Και το όνειρο; Σκούριασε κι αυτό και στάζει. Στάζει τα ατέλειωτα χρόνια μελέτης, τα πρώτα ρεσιτάλ, τον αέρα που δεν έτσουζε τα μάτια. Τα πρώτα συγχαρητήρια, τα πρώτα χειροκροτήματα. Σταγόνα – σταγόνα πέφτει η σκουριά και λερώνει τα πόδια σου. Λερώνει την ψυχή σου. Κοντεύει η ώρα; Να κάνεις ένα μπάνιο να τρίψεις τους λεκέδες. Να τρίψεις το όνειρο. Γιατί το όνειρο χάθηκε. Χάθηκε στις βρώμικες ανάσες και στα αδηφάγα χέρια. Χάθηκε στους ξινούς ιδρώτες και στα μπαγιάτικα αρώματα. Χάθηκε στο σατέν φουστάνι και τα ψεύτικα κοσμήματα. Χάθηκε στους μαύρους κύκλους γύρω απ’ τα μάτια. Κι όσο δυνατά και να λες το τραγούδι σου, ποιος σ’ ακούει; Ακούει κανείς; Μ’ ακούει κανείς; Με βλέπει κανείς; Είμαι εδώ και τραγουδώ.

Ασημένιες νύχτες. Ντυμένες με γυαλιστερά υφάσματα και στρας. Και έπειτα το χάραμα. Τότε που η σιωπή πληγώνει, ματώνει, πονάει.

Σου κλέψανε τις ανατολές σου. Θυσίασες τα ανέμελα πρωινά, τον καφέ με την κολλητή σου, την βόλτα στις βιτρίνες, το τσίπουρο στο Μοναστηράκι. Άφησες να σου φύγουν. Θυσίασες τον σύντροφο, την αγκαλιά και το χάδι του. Άφησες να σου φύγει. Θυσίασες τις εκδρομές, τα ταξίδια, τις φωτογραφίες. Τις μπύρες στην παραλία και τον ξέφρενο χορό στο κλαμπάκι. Σου λείπει το βραδινό μπανάκι τα καλοκαίρια και το χουχούλιασμα στο τζάκι το χειμώνα. Θυσίασες τις στιγμές σου. Όμως έχεις πείσμα. Σκαρφαλωμένη στα δωδεκάποντα ανεμίζεις τα μαλλιά σου και κραυγάζεις «αξίζω!».

Τι πήγε λάθος; Πού στράβωσε το πράμα; Ατέλειωτες ώρες μελέτης, ατέλειωτες ώρες πρόβας, ατέλειωτα ξενύχτια. Προϋποθέσεις. Τις απέκτησες με κόπο και δάκρυα. Τις είχες όμως! Υποθέσεις! Δεν τις είχες. Δεν υπήρχε το «αν», υπήρχε το «θα». Κάπου στο «θα» χάλασε το παραμύθι. Γιατί κανείς δεν σου μίλησε για παραχωρήσεις και υποχωρήσεις. Κανείς δεν σου μίλησε για μάρκετινγκ και για νούμερα. Κανείς δε σε πήρε απ’ το χέρι να σε εκτοξεύσει στα άστρα. Γιατί τα άστρα είναι αμέτρητα και όλα πολύ λαμπερά από μόνα τους. Τόσο λαμπερά που κάνουν τις νύχτες ασημένιες. Και κάπου σε έπιανε το παράπονο για μια τόσο δα γωνίτσα, πόσο χώρο πιάνεις εξάλλου; Και χτύπησες πόρτες και μίλησες και προσπάθησες ξανά και ξανά. Και κάποιοι σε χλεύασαν και άλλοι σου έκλεισαν τη πόρτα στα μούτρα. Και δεν είχε να κάνει με την αξία σου. Με πολλά άλλα, αλλά όχι με την αξία. Στο έλεγαν κιόλας. Δεν προσποιήθηκαν. Μα από κάπου έπρεπε να αρχίσεις. Έτσι δεν είναι; Κι άρχισαν οι υποχωρήσεις. Μικρές στην αρχή, λίγο μεγαλύτερες αργότερα. Λίγο. Μέχρι εκεί που βρίσκουν κόντρα στην αξιοπρέπεια και στον σεβασμό. Και πράγματι έκανες το πολυπόθητο ξεκίνημα. Αλλά η εξέλιξη έμεινε στάσιμη. Και τα χρόνια περνάνε και έρχονται καινούργια δροσερά κορίτσια με λιγότερο ή περισσότερο ταλέντο κι εσύ είσαι ακόμα εκεί, στο ίδιο σημείο ακριβώς. Ούτε ένα βήμα παραπέρα. Γιατί; Τι έφταιξε; Τι φταίει;

Ασημένιες νύχτες. Ντυμένες με γυαλιστερά υφάσματα και στρας. Και έπειτα το χάραμα. Τότε που η σιωπή πληγώνει, ματώνει, πονάει.

Τυλιγμένη στο μπουρνούζι στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη σου. Μπροστά σου αραδιασμένα δεκάδες βαζάκια και πινέλα. Πρέπει να αρχίσεις να ετοιμάζεσαι. Η ώρα περνάει. Όμως εσύ κοιτάς το είδωλό σου με βλέμμα απλανές. Στην αρχή. Με βλέμμα κριτικό μετά. Βλέπεις το εαυτό σου αφτιασίδωτο, αγνό, καθαρό. Και σ’ αρέσει. Κι ας υπάρχουν εκείνες οι μικρές ρυτίδες στις άκρες των ματιών κι εκείνες οι δύο ανάμεσα στα μάτια. Η ιστορία σου. Σ’ αρέσει ακόμα πιο πολύ. Καθυστερείς, αλλά δεν σε νοιάζει. Συνεχίζεις να κοιτάς με ανανεωμένο ενδιαφέρον το πρόσωπό σου. Ξαναγνωρίζεσαι με τον εαυτό σου. Τον αληθινό εαυτό σου. Βλέπεις κι εκείνη την ελίτσα στην άκρη των χειλιών σου που τόσο πάσχιζες να καλύψεις με απανωτές στρώσεις μακιγιάζ. Τι κακό έχει η ελίτσα; Η ελίτσα είναι κομμάτι μου. Είμαι εγώ! Είσαι εσύ! Η ώρα περνάει. Να δοκιμάσεις να τραγουδήσεις λίγο; Αλλάζει η φωνή όταν βγαίνει από ένα καθαρό κορμί, ένα καθαρό πρόσωπο, ένα καθαρό στόμα; Χαχάνισες, αλλά σηκώθηκες να βάλεις μουσική. Και τι θα τραγουδήσεις; Όχι βέβαια απ’ αυτά που λες στο μαγαζί. Τι θα διαλέξεις;  Η ώρα περνάει. Χαμογελάς και βάζεις ένα ποτήρι κρασί. Το χέρι σου από μόνο του σε μια παλιά αγαπημένη μπαλάντα. Scarborough fair, των αγαπημένων σου Simon and Garfunkel. Αγαπημένο κομμάτι. Θυμήθηκες τότε που το τραγούδαγες με τον Νίκο ντουέτο. Δύσκολο ντουέτο. Τι να κάνει άραγε ο Νίκος; Έχετε καιρό να μιλήσετε. Ισχύει άραγε το κινητό του; Η μελωδία ξεκινάει και οι λεπτοδείκτες του ρολογιού κινούνται αμείλικτα. Τα λόγια βγαίνουν διστακτικά στην αρχή αλλά γρήγορα παρασυρμένα από τις μυρωδιές του παρελθόντος, του θυμαριού και του φασκόμηλου των στίχων, βγαίνουν δυνατά, καθαρά μελωδικά, υπέροχα. Το τραγούδι τελειώνει και τα μάτια σου είναι γεμάτα δάκρυα. Αχ βρε Νίκο, πού να ‘σαι; Θυμάσαι τότε που λέγαμε να γίνουμε μουσικοί του δρόμου στη Ρώμη, στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη; Νεανικά όνειρα! Αχ βρε Νίκο, θυμάσαι το πρώτο μας φιλί; Νίκο πού είσαι; Σ’ έχω ανάγκη ρε γαμώτο!

Κάπου στο βάθος άκουσε το κινητό της να χτυπάει. Παράφωνος ήχος μέσα στον απόηχο της μελωδίας. Δεν κινήθηκε. Μηχανικά κοίταξε το ρολόι. Τικ τακ, τικ τακ. Να το ξαναπάρει απ’ την αρχή; Μπορεί το όνειρο να ξαναγεννηθεί; Έχουν τα όνειρα ηλικία; Έχει η τέχνη ημερομηνία λήξης; Μπορούν οι ασημένιες νύχτες να φέρουν φωτεινά πρωινά; Βρήκε το κινητό πεταμένο στον καναπέ. Τα χέρια της έτρεμαν και το στομάχι είχε δεθεί κόμπος. Δυσκολεύτηκε να βρει τον αριθμό που ήθελε στις επαφές της και νευριασμένη πέταξε όλα τα βαζάκια στο πάτωμα. Βρήκε επιτέλους αυτό που ήθελε και το τικ-τακ του ρολογιού σταμάτησε. Έβγαλε κοροϊδευτικά την γλώσσα, σαν παιδί και πάτησε κλήση.

«Νίκο, εγώ είμαι. Σε έχω ανάγκη!»

Έκλεισε το κινητό απαλά και πήρε μια βαθιά ανάσα. Γέμισε τα πνευμόνια της αέρα. Ένιωσε την ανάγκη να αναπνεύσει καθαρό αέρα. Σηκώθηκε βιαστικά, πέταξε το μπουρνούζι  και χώθηκε στην ντουλάπα της. Βρήκε το παλιό αγαπημένο της μαύρο φούτερ με την ξεφτισμένη στάμπα και το φόρεσε. Έβαλε και το πολυφορεμένο της τζιν με τα σκισίματα και τα αθλητικά της παπούτσια και παράχωσε τα κλειδιά στην τσέπη της. Βγαίνοντας απ’ το σπίτι είχε μόνο τα ακουστικά στα αυτιά της και το ipod στην κωλότσεπη.

Δεν ξέρει πόση ώρα περπάτησε, πόσα χιλιόμετρα έκανε. Έβλεπε τα φώτα της νύχτας να περνούν αδιάφορα απ’ τα μάτια της. Αναλαμπές χωρίς λάμψη. Φως γεμάτο σκοτάδι. Τα αυτιά της ήταν γεμάτα μουσική και νότες και τα πόδια της εναλλάσσονταν το ένα το άλλο χωρίς προορισμό.

Τράβηξε τα ακουστικά απ’ τα αυτιά της και κοίταξε τον ήλιο που ξεπρόβαλε μέσα απ’ την θάλασσα. Είδε τις αχνές πορτοκαλιές κλωστές, φαινομενικά τόσο ευάλωτες, να διώχνουν αποφασιστικά το σκοτάδι. Χαράζει! Πώς βρέθηκε εδώ; Σ’ αυτά εδώ τα βραχάκια, τα τόσο οικεία και φιλόξενα; Παρατήρησε για λίγο ακόμη τον ήλιο να βγαίνει μεγαλοπρεπής μέχρι που χρύσισε όλη η πλάση. Και τότε μόνο σηκώθηκε όρθια κι άνοιξε τα χέρια σαν να ήθελε να αγκαλιάσει όλα τα χρυσαφένια πρωινά.

Κλειώ Μαυρουδή

Απάντηση


%d